Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ, ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ (ΜΕΡΟΣ 8ο)


Γάμος στα Κουβούκλια.

 Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, την Τριανταφυλλού. Αυτή μας διηγούνταν συχνά τα έθιμα των γάμων στα Κουβούκλια.

 «Στο γάμο, Γιώργη μου, υπήρχε σειρά, ανάλογα με την ηλικία, που έπρεπε να τηρούν τα παιδιά μιας οικογένειας. Τελούνταν δε, συνήθως αρχές φθινοπώρου έως τις αρχές της άνοιξης, τότε που δεν είχαμε πολλές δουλειές.

Όταν έφθανε η ώρα του γάμου, ο πατέρας του παιδιού μαζί με τον κουμπάρο, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και συμφωνούσαν για την ημερομηνία του γάμου. Έπαιρναν από τον πατέρα της νύφης δύο ως πέντε χρυσές λίρες, το λεγόμενο «αγηρλήκι», ποσό που θα χρησιμοποιούσαν για τα έξοδα του γάμου. 

Πέντε με δέκα μήνες πριν το γάμο, ο γαμπρός έστελνε στη μέλλουσα γυναίκα του, νήμα από βαμβάκι για να τη βοηθήσει στην προετοιμασία της προίκας της.

Ο πατέρας της νύφης, την προίκιζε με ρούχα, χάλκινα μαγειρικά σκεύη, ποτέ όμως με χρήματα, το θεωρούσαν μεγάλη προσβολή.

Μόνο στην περίπτωση που ένας χήρος άνδρας παντρευόταν μια νέα κοπέλα, γινόταν προγαμιαία δωρεά. Τότε έκαναν ένα «προικοσύμφωνο», το οποίο επικύρωνε ο Μητροπολίτης και μπορούσε να περιλαμβάνει κινητή περιουσία, δηλαδή χρυσά φλουριά και ζώα, ή ακίνητη, όπως χωράφια, αμπέλια και σπίτια.

Μία εβδομάδα πριν το γάμο, ή και περισσότερο, δε θυμάμαι ακριβώς, η μάνα του γαμπρού πήγαινε στη νύφη το «Σον Τσουρεγί». Ήταν το τελευταίο τσουρέκι που φανέρωνε, επίσημα πλέον, την τέλεση του γάμου.

Την ίδια ακριβώς μέρα, ο γαμπρός μαζί με τον πατέρα και δυο συγγενείς του, επισκεπτόταν το μέλλοντα κουμπάρο, έκανε μπροστά του μια μετάνοια και του φιλούσε το χέρι. Στη συνέχεια, συζητούσαν για το πότε θα πήγαιναν στην Προύσα να αγοράσουν το νυφικό και άλλα απαραίτητα για το γάμο, χρησιμοποιώντας τα χρήματα από το αγηρλήκι.

Ο γάμος, άρχιζε από την Πέμπτη. Τη μέρα αυτή, ο γαμπρός πήγαινε με τους φίλους του στο Κουρί και έφερναν ξύλα για το βράσιμο του σιταριού. Στο σπίτι είχαν ήδη σπάσει το σιτάρι μέσα στο μαρμάρινο ντουμπέκι και έπειτα το έβραζαν σε ένα μεγάλο καζάνι, κάνοντας το περίφημο γαμήλιο «κεσκέκι». Όταν ήταν πια έτοιμο, το έβαζαν σε μικρά μπακιράκια και το μοίραζαν στον κόσμο, προσκαλώντας τον στο γάμο.

Την Παρασκευή, ο γαμπρός καλούσε τα συγγενικά του παλικάρια και τους φίλους του, προσφέροντάς τους ένα κερί. Αργότερα, όλοι μαζί, καβάλα στα άλογά τους, πήγαιναν στα λουτρά του Αι Γιάννη, στην Προύσα, για να πλυθούν και να καθαριστούν. Ακολουθούσε επίσκεψη στην αγορά, όπου αγόραζαν φρούτα και περνούσαν από το σπίτι της νύφης για να της τα προσφέρουν.

Οι φίλες της νύφης, με τη σειρά τους, κρεμούσαν στα άλογα μαντήλια και έκαναν βόλτες στο χωριό, μοιράζοντας τα φρούτα σε όποιον συναντούσαν στο δρόμο τους.

Το Σαββάτο, οι γυναίκες έπλαθαν περίπου σαράντα τσουρέκια, τα τοποθετούσαν στα κεφάλια τους και όλες μαζί τα πήγαιναν στο φούρνο για ψήσιμο. Επρόκειτο να τα μοιράσουν σε συγγενείς και φίλους προσκαλώντας τους στο γάμο. Τους υπόλοιπους χωριανούς τους προσκαλούσαν προσφέροντάς τους από ένα κερί.

Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι του γαμπρού, το ξημέρωναν, χορεύοντας και τραγουδώντας. Τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια χόρευαν τον περίφημο χορό «Αλλατζά».

Τότε ήταν, Γιώργη μου, που γινόταν της τρελής το πανηγύρι… Οι κοπέλες δεν ήθελαν να χορέψουν και οι αρραβωνιαστικοί τις τραβούσαν με το ζόρι. Αυτές υπέκυπταν στις πιέσεις τους και χόρευαν, υπό έναν όρο όμως, να χρησιμοποιήσουν μαντήλι και να μην αγγίξει το χέρι τους το χέρι του αρραβωνιαστικού.

Τόσο τίμιες ήμασταν!!

Πολλές φορές τα παλικάρια προσβάλλονταν και θύμωναν, αλλά αυτό δεν κρατούσε για πολύ. Για τους γονείς τους άλλωστε αυτό ήταν ένδειξη τιμιότητας.

Οι μεγάλες φασαρίες γίνονταν μεταξύ των παλικαριών. Αφού έτρωγαν και έπιναν, τις περισσότερες φορές μεθούσαν και ξεκινούσαν διαξιφισμοί, που κατέληγαν κάποιες φορές και σε φονικό.

Έτσι η χαρά του γάμου κατέληγε σε τραγωδία και πολλές οικογένειες ξεκληρίζονταν. Οι δράστες, μετά το φονικό, εγκατέλειπαν το χωριό και μέσω Μουδανιών, μετανάστευαν στην Ελλάδα ή στην Αμερική.

Το πρωί της Κυριακής, οι γυναίκες ετοίμαζαν μέσα σε ένα πιατάκι την «κινιά», την οποία ζύμωναν με κρασί, της έδιναν μορφή μικρού ψωμιού και τοποθετούσαν πάνω της τρία κεράκια. Έξω οι συγγενείς και οι φίλοι έστηναν χορό και τα όργανα που ήταν συνήθως γκάιντα, ζουρνάς και νταούλι, είχαν πάρει φωτιά.

Ο κουμπάρος έπαιρνε το πιατάκι με την κινιά και έσερνε πρώτος το χορό. Οι κοπέλες του έριχναν στον ώμο ένα κόκκινο μαντήλι και εκεί μέσα τοποθετούσε ένα νόμισμα, το οποίο επεδείκνυε όταν σταματούσε.

Το ίδιο έκαναν και όσοι συγγενείς και φίλοι ήθελαν να σύρουν πρώτοι το χορό.

Έπειτα έβγαινε ο γαμπρός και καθόταν μόνος του σε ένα τραπέζι, ενώ οι οργανοπαίκτες έπαιζαν ένα ξεχωριστό τραγούδι, την «Ωραή».

Μπροστά του τοποθετούσαν το πιατάκι της κινιάς, ανάμεσα σε άλλα δύο με βούτυρο και μέλι.

Το σκέπαζαν με ένα κόκκινο μαντήλι και η κουμπάρα κρατώντας το χέρι του από τον καρπό, κρατούσε ανοιχτή την παλάμη του. Τότε ο πατέρας του  με ένα νόμισμα των πέντε ή δέκα γροσιών, έπαιρνε λίγο από τα τρία πιατάκια, το άλειφε στην παλάμη του γαμπρού και ευχόταν…

  «Να ζήστενα, να γεράστενα, ευτυχισμένοι νάστενα. Δυο κορίτσια και τέσσερα παιδιά».

Το ίδιο έκαναν η μητέρα και οι υπόλοιποι συγγενείς. Στο τέλος πια η κουμπάρα έκλεινε την παλάμη για να λερωθεί ο γαμπρός με την κινιά, και για να πιάσουν οι ευχές.

Το ίδιο έθιμο πραγματοποιούνταν και στο σπίτι της νύφης, μόνο που όταν η κουμπάρα προσπαθούσε να ανοίξει την παλάμη της νύφης αυτή αντιστεκόταν, θέλοντας να δείξει ότι είναι σφικτή (οικονόμα).

Αν η κοπέλα ήταν ορφανή, την κινιά, το βούτυρο και το μέλι, τα τοποθετούσαν πρώτα πάνω σε χαρτί, τα έβαζαν στην παλάμη της και αργότερα το πετούσαν. 

Κατά τη διάρκεια του «κινιάσματος» στο σπίτι της νύφης επικρατούσε μεγάλη συγκίνηση. Η νύφη δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της και έκλαιγε συνεχώς.

Όταν πλησίαζε το μεσημέρι, στο σπίτι του γαμπρού κατέφθανε ο κουρέας για να τον ξυρίσει μαζί με τον κουμπάρο και δυο τρεις άλλους συγγενείς του.  Οι οργανοπαίκτες ξανάρχιζαν να παίζουν την «Ωραή»…

 Η Ωραή(τραγούδι του γάμου).

 «Ήρτε η ώρα η καλή, ώρα ευλογημένη

 να πάρει ο νιός την πέρδικα την ωριοπλουτισμένη.

 Άσπρο σταφύλι ροζακί και κόκκινο κεράσι

 τ’ αντρόγυνο που γίνεται, να ζήσει, να γεράσει.

 Έλα Χριστέ και Παναγιά με το μονογενή σου,

 τ’  αντρόγυνο που γίνεται να δώσεις την ευχή σου.

 Πηγαίνω μάνα μ’,  μη με κλαίς,  μον δως με την ευχή σου

 και πες πως δε με γέννησες, και δεν μ’ έχεις παιδί σου.

 Πηγαίνω φίλοι μ’, κλάψετε και εσείς οχτροί χαρείτε

 και σεις καλογειτόνισσες στα μαύρα φορεθείτε.»

 

 Εν τω μεταξύ, έφτανε και ο παπάς να ευλογήσει τα ρούχα του γαμπρού και καθώς τον έντυναν, έψαλλε το «Εν ταις λαμπρότητι των Αγίων σου, πως εισελεύσομαι ο ανάξιος» όπως και το… «Το νυμφώνα σου βλέπω».

Τα παλικάρια που έντυναν το γαμπρό, τοποθετούσαν στο πίσω μέρος της βρακοζώνας του έναν κόμπο, για να μη μπορέσουν οι εχθροί του να τον … «δέσουν»  και δεν μπορούσε αργότερα να εκτελέσει τα συζυγικά του καθήκοντα. Ακολούθως, τοποθετούσαν στο κεφάλι του γαμπρού ένα δίσκο με τσουρέκι, τον οποίο κρατούσαν τρείς νέοι άνδρες. Το έσπαζαν σταυρωτά και την ώρα που του έδιναν να δοκιμάσει, προσπαθούσαν να τον κλωτσήσουν.

Αφού μοίραζαν το τσουρέκι στους παρευρισκόμενους, ξεκινούσε η πομπή, η οποία με χορό και τραγούδι, περνούσε πρώτα από το σπίτι του κουμπάρου και κατευθυνόταν στο σπίτι της νύφης.

Μπαίνοντας στο σπίτι της ο γαμπρός, ασπαζόταν πρώτα τα χέρια των πεθερικών του, προς ένδειξη απόλυτου σεβασμού. Αντίκριζε τη νύφη, πανέμορφη μέσα στο άσπρο νυφικό της, φορώντας το «τουβάκι» που σκέπαζε το πρόσωπό της.

Βγαίνοντας η νύφη γονάτιζε και προσκυνούσε το σπίτι της τρείς φορές. Η στιγμή αυτή ήταν ίσως και η πιο συγκινητική, με τη νύφη να πρωταγωνιστεί σε ένα δραματικό σκηνικό. Μετά από χρόνια, άφηνε το πατρικό της και έκανε το βήμα που την οδηγούσε σε μια νέα ζωή, σε ένα νέο σπίτι, στη δική της οικογένεια.

Οι γονείς της, με ανάμεικτα συναισθήματα, χαράς και λύπης, για τον αποχωρισμό, πετούσαν στην κόρη τους, που έκλαιγε διαρκώς, ρύζια για να ριζώσει. Παράλληλα, οι οργανοπαίκτες έπαιζαν με μεγαλύτερη ένταση την «Ωραή», κορυφώνοντας έτσι τη συγκίνηση…

 
 «Πηγαίνω μάνα μ’ μη με κλαίς, μον δος μου την ευχή σου

 και πες πως δε με γέννησες και δε μ’ έχεις παιδί σου...»

 
Την ίδια ώρα, τα παιδιά, αντί κάποιου σεβαστού φιλοδωρήματος, μετέφεραν την προίκα της νύφης στο σπίτι του γαμπρού, όπου θα εκτίθονταν για σαράντα περίπου μέρες.

Κάπως έτσι λοιπόν, η γαμήλια τελετή έπαιρνε το δρόμο για την εκκλησία. Τα όργανα μπροστά, ο γαμπρός ακολουθούσε και ξωπίσω, με το τουβάκι να καλύπτει το πρόσωπό τους, η νύφη.

Το «τουβάκι» είχε και αυτό τη χρησιμότητά του. Πολύ παλαιότερα σύμφωνα με τους γηραιότερους, την ώρα που η πομπή πορευόταν προς την εκκλησία, αν κάποιος Τούρκος μπέης έβλεπε το πρόσωπο της νύφης και του άρεσε, απαιτούσε  εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί μαζί του. Έτσι οι νύφες, φοβούμενες το κακό συναπάντημα, φορούσαν αυτό το είδος πέπλου για να προστατευτούν.

Με το πέρας του μυστηρίου, έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι του γαμπρού, σταματώντας μπροστά από συγγενικά ή φιλικά σπίτια, όπου τους κερνούσαν σερμπέτι, μέλι και πετμέζι. Όταν έφθαναν πια στην είσοδο του σπιτιού του γαμπρού, έσφαζαν πρώτα έναν πετεινό ή κότα και μετά η νύφη πατούσε πάνω σε ένα σίδερο για να γίνει σιδερένια. Η πεθερά έβαζε τα δάχτυλα της νύφης μέσα σε ένα δοχείο με μέλι και σταύρωνε την πόρτα του νυφικού δωματίου τέσσερις φορές. Έπειτα έγλυφε τα δάχτυλα της νύφης λέγοντας …

 « Άχ τι γλυκά δάχτυλα έχει η νύφημ!»

 
Αργότερα, το ζευγαρι έμπαινε στο δωμάτιο και δεν άφηναν να μπει μέσα κανείς από τους παρευρισκομένους. Ο κουμπάρος χτυπούσε την πόρτα με ένα τσεκούρι και απειλούσε ότι τάχα θα την έσπαγε αν δεν του άνοιγαν, ενώ συγχρόνως απαιτούσαν από τον πεθερό ένα τάξιμο. Αυτό ήταν συνήθως ένα τραπέζωμα ή ακόμη και χρήματα σε μετρητά. Έταζε λοιπόν ο πεθερός και άνοιγε την πόρτα.

Η νύφη για να συμμετάσχει και αυτή στο παιχνίδι, έβγαζε το τουβάκι, έπαιρνε ένα μήλο και με αυτό προσπαθούσε να χτυπήσει το γαμπρό, κάτι που τάχα δύσκολα κατόρθωνε  και μόνο με την τρίτη προσπάθεια.

Η μάνα της νύφης έφερνε μαζί της μια κότα γεμιστή και την έδινε στο γαμπρό για να φάει και να καρδαμώσει. Άλλωστε αυτός είχε να φροντίσει αργότερα για τη διαιώνιση του είδους!!!

Τη Δευτέρα, το γλέντι μεταφερόταν στο σπίτι του κουμπάρου και κατά το απόγευμα, επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού κρατώντας στα κεφάλια τους ταψιά με πλούσια εδέσματα για να συνεχίσουν το γλέντι τους.

Η τελευταία πράξη της γαμήλιας τελετής παιζόταν από την πεθερά της νύφης, η οποία έστελνε κουφέτα και μία μπουκάλα ρακί, τυλιγμένα με μια κόκκινη κορδέλα. Αυτό φανέρωνε ότι η νύφη ήταν καθαρή από πάσης πλευράς. 

Σήμερα βέβαια όλα είναι τελείως διαφορετικά, ο κόσμος έχει αλλάξει συνήθειες και  οι νέοι αδιαφορούν για τις παραδόσεις».

         Στο σπίτι του Μουσταφά, η Σαχανιέ είχε στρώσει το σοφρά και μας περίμενε. Γλυκιά και υπομονετική όπως ήτανε, δε χαλούσε ποτέ χατίρι στον Κύρη της, ούτε άκουσα ποτέ παράπονο από το στόμα της. Αφού τακτοποίησα τα πράγματά μου, φάγαμε και αποφασίσαμε να πάμε στο σπίτι του Σεφέρ, όπου είχαν ετοιμασίες για το γάμο.

Στο σπίτι του Σεφέρ, πενήντα μέτρα πιο κάτω, μας υποδέχθηκε η νύφη, η γλυκύτατη Σεντεφέ, που εκτός από όμορφη ήταν και πολύ πρόσχαρο κορίτσι. Εκεί είχαν ήδη μαζευτεί όλοι οι γείτονες και οι συγγενείς.

Εκτός από τη νύφη, τιμώμενο πρόσωπο ήταν και ο παππούς της, ο Μεχμέτ Σαλντίζ, η καταγωγή του οποίου ήταν από την Παλιά Καβάλα. Στην παρέα μας ήταν και συγγενείς του Σεφέρ, που είχαν έρθει για το γάμο από την Αρτάκη ή Erdek. Έτσι γνώρισα το Γιασάρ και το Χασάν, οι οποίοι κατάγονταν από το  Πέραμα ή Karsiyaka της Κυζικικής χερσονήσου, και με τους οποίους αργότερα γίναμε αχώριστοι φίλοι.

Το σόι των Σαλντίζιδων, το αποκαλούσαν και Μπογιατζιλέρ διότι στην Παλιά Καβάλα καταγίνονταν με μπογιές. Το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι όλοι τους σε ηλικία πάνω από πενήντα είχαν κάτασπρα μαλλιά.

Μας κέρασαν τσάι με γλυκίσματα και μετά η νύφη, με ένα διαρκές χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπό της, μας πέρασε στο άλλο δωμάτιο για να μας δείξει την προίκα της. Ήταν από τις πιο πρόσχαρες και συμπαθητικές τουρκάλες που είχα συναντήσει. Όσο για την προίκα, την αποτελούσαν πλούσια κεντήματα, στρώματα, μεταξωτά και χαλιά. 

Στο σαλόνι ο παππούς έλεγε ιστορίες από την Παλιά Καβάλα, το πολυαγαπημένο του χωριό. Τα παιδιά του, κρέμονταν από τα χείλη του και έδειχναν με τον τρόπο τους πόσο τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.

Κατά τα μεσάνυχτα σηκωθήκαμε, είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Την επόμενη μέρα θα ξεκινούσε άλλη μια περιοδεία για μένα και ένας καινούργιος μπελάς για τους φίλους μου. Θα επισκεπτόμουν άλλα δεκατρία ελληνικά χωριά, τα οποία μαζί με την Προύσα αποτελούσαν τη Εκκλησιαστική επαρχία Προύσας.

 
Στα χωριά της εκκλησιαστικής επαρχίας Προύσας.

 
Τα χωριά αυτά ήταν……

 
Μυσόπολη                  AydinPinar

Aρβανιτοχώρι              Arnautkoy

Μουδανιά

Συγή                         Kumyaka

Τρίγλια                      ZeytinBagi

Νεοχώρι                    Guzelyali

Ελιγμοί                      Kursunlu

Παλλαδάρι                 Filidar ή Gyndogdu

Πλατύανος                Yonuseli

Ντεμιρτέσι                 Demirtas

Σουσουρλούκ            Gursu

Καλασάνι                  Ismetiye

Τεπετζήκι

 

Τώρα πια συνταξιδιώτες μου θα ήταν o Σεφέρ με το Φερίτ, που ήταν ξάδελφός του. Ο Μουσταφά είχε δουλειά στην Προύσα και έτσι δε θα μας ακολουθούσε.

Πρωί πρωί κατέφθασε ο Σεφέρ συνοδευόμενος από το Φερίτ. Παρόλο που ήταν ασπρομάλλης και αυτός όπως όλοι οι Σαλντίζιδες, ήταν ομορφόπαιδο και κυρίως καλό παιδί.

 
Στο Νεοχώρι ή Μπουργκάζ.

 
      Πρώτος μας σταθμός ήταν το Νεοχώρι ή Μπουργκάς ή με το καινούργιο όνομα Guzel Yali, δηλαδή όμορφος γιαλός.

Το Νεοχώρι ανήκε στην υποδιοίκηση των Μουδανιών του νομού Προύσας. Κατοικούνταν από εκατό σαράντα ελληνικές οικογένειες με περίπου πεντακόσιους κατοίκους και ορισμένες οικογένειες Τούρκων που εγκαταστάθηκαν στο χωριό στα τέλη του 19ου αιώνα. Έλληνες και Τούρκοι συνυπήρξαν αρμονικά για αρκετά χρόνια στο χωριό.

Από το Νεοχώρι καταγόταν ο παππούς Ευτύχης από το Βαθύλακο Κοζάνης, ο οποίος εγκατέλειψε αναγκαστικά το 1922 το όμορφο χωριό του, σε ηλικία έξι ετών.

 «Το χωριό μου, Γιώργη, ήταν πανέμορφο! Διέθετε όμορφα παραθαλάσσια σπίτια και ονειρεμένες παραλίες. Συναγωνιζόμασταν σε ομορφιά ακόμη και τα Μουδανιά, τα οποία βρίσκονταν ανατολικότερα, σε απόσταση έξι χιλιομέτρων.

Οι κάτοικοι των Μουδανιών συνήθιζαν τα Σαββατοκύριακα να επισκέπτονται το χωριό μας για να κάνουν τη βόλτα τους και να απολαύσουν τα νόστιμα ψάρια που προσέφεραν οι παραλιακές ταβέρνες μας.

Στο χωριό διαθέταμε τα πάντα, καθώς οι παραγωγές μας ήταν πλούσιες και ποικίλες. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, τη σηροτροφία, την ελαιοκομία, την αλιεία και την αμπελουργία.

Τα κρασιά μας ήταν πολύ γνωστά στην περιοχή, όπως και τα ρετσέλια που έκαναν από κάστανα και σύκα.

Θυμάμαι που μαζί με τα αδέλφια μου πηγαίναμε στα χωράφια μας για να μαζέψουμε τα πολύ νόστιμα μαύρα σύκα που έσταζαν μέλι. Τρώγαμε και τραγουδούσαμε…

 
Μια ταχινή ( πρωί ).

 
«Μια ταχινή επέρασ’ ο καημένος, απ’ ένα περβόλι που το ζηλεύαν όλοι,

οπούταν ανθισμένο και στολισμένο και καρπισμένο με διάφορους καρπούς.

Και στάθηκα να περιξεφαντώσω, θωρώντας τα πουλάκια,

τα όμορφα αηδονάκια, όπου συχνοπηδούνε, συχνολαλούνε

για μια κοπελιά.

 

Ήλιος λαμπρός εφάνη, μέσ’ τις αχτίνες,

ο νούς μου εθαμπώθη, μέσα καρδιάμ λαβώθη.

τα χείλη σ’ ας το πούνε,που μ’ αγαπούνε,

να γιατρευτούνε, τα φύλλα της καρδιάς.»

 

Τρώγαμε σύκα μέχρι να σκάσουμε και τα υπόλοιπα τα βάζαμε σε έναν τορμπά και τα πηγαίναμε στη μάνα μας, για να τα ξεράνει ή να τα κάνει ρετσέλια.

Οι γύρω από το χωριό πλαγιές, ήταν γεμάτες λιόδεντρα και ανάμεσά τους κρυμμένα υπήρχαν δυο ελαιοτριβεία. Όταν έφθανε ο καιρός να τρυγήσουμε τις ελιές, πηγαίναμε όλοι μαζί για να βοηθήσουμε τους γονείς μας.

Ειδικοί τεχνίτες, οι οποίοι ονομάζονταν βουτσάδες, έφτιαχναν τα βαρέλια όπου τοποθετούσαμε τις ελιές, και τον κατάλληλο πια καιρό, τις προωθούσαμε για εξαγωγή σε χώρες του εξωτερικού.

Τις περισσότερες από αυτές τις εξάγαμε στη Ρωσία και στην Περσία, όπως μου είχε φανερώσει ο μπάρμπας μου, ο Χρήστος, ο οποίος ήταν ο κάτοχος του ενός ελαιοτριβείου.

Το κλίμα της περιοχής μας, εύκρατο και υγιεινό, δύσκολα το συναντούσες αλλού. Ούτε πολύ κρύο, ούτε πολύ ζέστη. Το καλοκαίρι αν ζεσταινόμασταν, σβήναμε την κάψα μας μέσα στη δροσερή θάλασσα, που την ονόμαζαν Κυανό κόλπο.

Πραγματικό στολίδι το χωριό μας, Γιώργη, με τα πολλά περιποιημένα καλντερίμια του, τα οποία φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου. Όποιο από αυτά και αν ακολουθούσες, θα σε έβγαζε στο κέντρο του, όπου δέσποζε η εκκλησία των Ταξιαρχών.

Ξεχωριστή και αυτή με τη σειρά της! Διέθετε πανέμορφο ξυλόγλυπτο γυναικωνίτη και έναν επιβλητικό άμβωνα με δεσποτικό θρόνο. Σε αυτόν καθόταν ο Δεσπότης με τα εντυπωσιακά του άμφια, όμοιος με αυτοκράτορα του Βυζαντίου, κάθε φορά που ερχόταν να λειτουργήσει στην εκκλησία μας κατά τη διάρκεια των μεγάλων εορτών.

Στο δρόμο για τα Μουδανιά συναντούσαμε το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου και δίπλα του, μια άλλη παλιά εκκλησία, γεμάτη με αξιοθαύμαστες αγιογραφίες.

Στις 18 Ιανουαρίου, ανήμερα της γιορτής του Αγίου, κάναμε εκεί τη Θεία Λειτουργία. Στον ίδιο αυτό χώρο, ο ελληνικός στρατός κατά την αποχώρηση έχτισε  ένα κενοτάφιο.

Σε μια άλλη τοποθεσία, τη Δαφνιώτισσα, υπήρχε ένα ακόμη ξωκλήσι με Αγίασμα, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιον Άγιο ήταν αφιερωμένο.

Πέρασαν τα χρόνια Γιώργη… Ιχτιαρλίκ μασκαραλίκ!

Το σχολείο μας ήταν κοντά στην εκκλησία και είχε δυο αίθουσες διδασκαλίας, όπου φοιτούσαν περίπου εβδομήντα μαθητές. Θυμάμαι καλά τους τελευταίους δασκάλους μας, τον κύριο Βαμβακίδη και την αδελφή του Ζαχαρούλα, από την Κωνσταντινούπολη. Μας δίδασκαν γαλλικά και τουρκικά. Μορφωμένοι δάσκαλοι και κυρίως καλοί άνθρωποι, γι’ αυτό και όλοι τους αγαπούσαμε και τους σεβόμασταν.

Είχαμε και γιατρό στο χωριό, τον Πέτρο τον Βαρέτα, ο οποίος ερχόταν καβάλα στο άλογό του από την Προύσα, εξέταζε τους ασθενείς και μετά συνέχιζε μέχρι την Κίο.

Οι σχέσεις μας με τους Τούρκους ήταν πάρα πολύ καλές. Να φανταστείς… τη Μεγάλη Πέμπτη, που ο παπάς διάβαζε τα δώδεκα Ευαγγέλια, έρχονταν οι Τούρκοι συγχωριανοί μας και παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία.

Ζούσαμε όμορφα και ειρηνικά, μέχρι που το 1914, οι Νεοχωρίτες, μαζί με τους κατοίκους της Τρίγλιας και των Ελιγμών, με την κατηγορία ότι βοηθούσαν τα συμμαχικά υποβρύχια, εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας. Πολλοί κατέφυγαν στο Καλασάνι και όταν το 1918 επέστρεψαν στο πανέμορφο χωριό τους, το βρήκαν λεηλατημένο. Λίγα χρόνια μετά το εγκαταλείψαμε τελείως και ήρθαμε στην Ελλάδα.»

    Νεοχώρι ή Μπουργκάζ.

  Πλησιάζοντας το Νεοχώρι σήμερα, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται περί τουριστικού θέρετρου. Παντού στους δρόμους, δεξιά και αριστερά, υπάρχουν μεγάλες ταμπέλες που διαφημίζουν ενοικιαζόμενα δωμάτια.

 «Στο Guzel Yali, έρχονταν παλαιότερα οι κάτοικοι της περιοχής Προύσας για να κάνουν μπάνιο, εξ’ ου και τα πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια», μου εξήγησε ο Φερίτ. Τώρα όλοι οι πλούσιοι της Προύσας, έχουν αγοράσει διαμερίσματα και τα χρησιμοποιούν σαν εξοχικές κατοικίες.

Τα τελευταία χρόνια κατασκευάστηκε και μία αποβάθρα, για να μπορούν να αγκυροβολούν μεγάλα πλοία.  Έτσι, με πολυτελή φέρυ-μποτ, που πραγματοποιούν τη διαδρομή μέσα σε λίγες ώρες, συνδέθηκε η περιοχή Μουδανιών-Προύσας με την Κωνσταντινούπολη».

Μεταξύ των Μουδανιών και του Νεοχωρίου, έχουν κτιστεί πάρα πολλές κατοικίες με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν ενωθεί οι δυο περιοχές.

Ωστόσο, έχουν κτιστεί το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς να διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και είναι πολύ κακόγουστα.

Περπατήσαμε για λίγο στους δρόμους του χωριού και συναντήσαμε πολλούς κατοίκους, οι οποίοι με χαιρετούσαν στην κρητική διάλεκτο μόλις καταλάβαιναν ότι είμαι Έλληνας…

 «Γεια σου κοπέλι !! Ίντα κάμεις; Εμείς είμαστε Τουρκοκρητικοί και οι γονείς μας κατάγονται από την Κάντια. Έλα να σε κεράσουμε μια ρακί!»

 Ευχαρίστησα τους φίλους Κρητικούς, και απολογήθηκα που έπρεπε να φύγουμε. Σήμερα το πρόγραμμά μας ήταν φορτωμένο με επισκέψεις σε πολλά χωριά και δεν υπήρχε περιθώριο για καθυστερήσεις. Επόμενος σταθμός μας, το Αρβανιτοχώρι.

Δεν απείχε πολύ από το Νεοχώρι, ούτε δεκαπέντε λεπτά δεν κάναμε. Μόνο που το άλλοτε μικρό και πανέμορφο Αρβανιτοχώρι ή Αρναούτκιοϊ, έχει πλέον ενωθεί με τα Μουδανιά και πολύ δύσκολα θα ξεχωρίσεις τα όριά του.

 Στο Αρβανιτοχώρι.

 
«Το χωριουδάκι μας ήταν παραθαλάσσιο, μικρό μεν αλλά πανέμορφο», μου παίνεψε πριν λίγα χρόνια την πατρίδα του ο μπάρμπα Μήτσος, από ένα χωριό της Χαλκιδικής.

Τον είχα συναντήσει καθώς έκανα διακοπές εκεί και μόλις έμαθα ότι καταγόταν από το Αρβανιτοχώρι, του ζήτησα να μου δώσει ό, τι πληροφορίες ήξερε.

«Απείχαμε δέκα λεπτά από τα Μουδανιά, όπου πηγαίναμε συχνά για να κάνουμε τις οποιεσδήποτε αγορές μας. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν Αρναούτκιοϊ.

Κατά την παράδοση, έξι ελληνικές οικογένειες από το Μοναστήρι, τη σημερινή Μπίτολα, ήρθαν το 1880 στην Προύσα και ζήτησαν από τον Τούρκο βαλή να τους παραχωρήσει μια έκταση για να χτίσουν ένα καινούργιο χωριό.

Ο  βαλής τους υπέδειξε μια περιοχή βορεοανατολικά των Μουδανιών, δίπλα στο τουρκικό χωριό Αλτίντας.

Ο τότε Μητροπολίτης Προύσας Νικόδημος αντέδρασε όμως, διότι το νέο χωριό θα ήταν ανάμεσα σε πολλά τουρκικά. Πρότεινε λοιπόν την περιοχή ανάμεσα στα Αγιάσματα της Αγίας Άννας, Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και Αγίας Παραπολινής, στην οποία τελικά εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες του Τζιμπραϊλη, Ιορδάνου, Λαναρά, Μαχαίρα, Τζουκρή και Καστανού.

Όταν χτιζόταν το χωριό μας, λένε πως ο Μαχαίρας φύτεψε στην πλατεία του χωριού ένα πλατάνι το οποίο υπήρχε ακόμα επί των ημερών μου.

Κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία, μαζευόμασταν εκεί όλα τα παιδιά και παίζαμε κάτω από το δροσερό ίσκιο του.

Το 1882, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Νικόδημου και του υποδιοικητή Μουδανιών, του Φουάτ Μπέη, που καταγόταν από την Κρήτη, πάνω στα ερείπια μιας παλιάς εκκλησίας, έκτισαν το ναό της Αγίας Άννας.

Ακριβώς πάνω στην κορυφή ενός λοφίσκου που δέσποζε στην περιοχή και που αποτέλεσε και τόπο προσκυνήματος για όλα τα τριγύρω ελληνικά χωριά.

Στην ανάπτυξη του χωριού μας, βοήθησε σημαντικά η άφιξη ενός Γάλλου επιχειρηματία και εμπόρου λαδιού, του Φρανσουά Βιτσίνο.

Ο Βιτσίνο, βλέποντας τον πλούτο της περιοχής μας, έκτισε κοντά στην παραλία ένα μεγάλο ελαιοτριβείο με ελαιαποθήκη.

Τα λάδι που παρήγε το ραφινάριζε, το τοποθετούσε σε σφραγισμένα μπουκάλια και το εξήγαγε στην Ευρώπη.

Αγαπούσε πολύ το μέρος μας και σε μια βραχώδη άκρη του χωριού είχε κτίσει μια πανέμορφη βίλα, όπου κατοικούσε. Δε σταμάτησε όμως εκεί.

 

    Το Αρβανιτοχώρι.

 Όλες τις πετρώδεις εκτάσεις μέχρι τη Σιγή, τις είχε μετατρέψει σε αμπελώνες που παρήγαγαν έξοχο κρασί.

Στις επιχειρήσεις του απασχολούσε πολλούς κατοίκους του Αρβανιτοχωρίου, αλλά και άλλους εργάτες που έρχονταν από τα Μουδανιά.

Το γεγονός αυτό προσέλκυσε πολλούς Μουδανιώτες να ζήσουν μόνιμα στο χωριό μας.

Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν κυρίως με τη σηροτροφία, την αμπελουργία και την ελαιοκομία.

Το καλοκαίρι ήταν χαρά θεού!  Δεν ξεκολλούσαμε από τη θάλασσα και δε χορταίναμε να κολυμπάμε στα καταγάλανα νερά της.

Η παραλία του χωριού γέμιζε με εκδρομείς από την Προύσα, τα Μουδανιά και άλλα χωριά. Θυμάμαι που κάναμε βαρκάδες και τραγουδούσαμε…

 
 Μια πέρδικα καυχήθηκε.

 «Μια πέρδικα καυχήθηκε σε Ανατολή και Δύση,

 που δεν ευρέθη κυνηγός για να την κυνηγήσει.

 Κι ο κυνηγός σαν τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη.

Ρίπτει τα βρόχια στο γιαλό, τις ξόβεργες στους κάμπους,

τα δίχτυα τα μεταξωτά εις του Χιονά τη βρύση.

Πάει η πέρδικα να πιει, πιάνεται απ’ τη μύτη.

-Αχαμνά πιάσμε, κυνηγέ, γιατί η ψυχή μου βγαίνει,

και με τ’ αχαμνοπιάσματα κάμνει φτερά και φεύγει.

Ώρα να σ’ εύρει κυνηγέ, αχαμνοκυνηγάρη,

που άφηκες τέτοια πέρδικα να σου την πάρουν άλλοι.»

 

         ή το άλλο…

 Απάνω σ’ αψηλό βουνό.

«Απάνω σ’ αψηλό βουνό, μάνα και θυγατέρες δυο,

μαζώνουν τον αμάραντο,με το μυρμηγκοβότανο.

Εδίψασε η μικρότερη, απ’ όλες ομορφότερη.

Πάγει στη βρύση για νερό, βρίσκ’ έναν ξένο μοναχό.

-Μάναμ κι ας τον επάρομεν, τον ξένον εις το σπίτι μας.

-Κόρημ ψωμί δεν έχουμε, τον ξένον τι τον θέλουμε;

-Μάναμ το μηροδάκιμ (μερίδιο) φθάνει κι εμέν και κείνον.

-Κόρημ στρώμα δεν έχουμε, τον ξένο τι τον θέλουμε;

-Μάναμ το στρωματάκι μου, φθάνει κι εμέν και κείνον.»

 
 Η γαλήνη και η ηρεμία που επικρατούσε στο χωριό μας διαταράχθηκε το 1915, όταν ένοπλοι Τούρκοι από τα Μουδανιά, μάζεψαν μια μέρα τους κατοίκους του χωριού και με την απειλή του εκτοπισμού, τους ανάγκασαν να πληρώσουν διακόσιες χρυσές λίρες και αρκετά χρυσά κοσμήματα.

Δεν κράτησαν όμως την υπόσχεσή τους και σε λίγες μέρες όλοι οι χωριανοί  υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό και να καταφύγουν σε ένα άλλο ελληνικό χωριό, τον Πλατύανο.

Έλεγαν ότι είχαν εκτοπιστεί όλα τα ελληνικά παραθαλάσσια χωριά, κατόπιν διαταγής των Γερμανών, συμμάχων των Τούρκων στον πόλεμο.

Η κατηγορία ήταν πως βοηθούσαν τα συμμαχικά αγγλικά υποβρύχια που βρίσκονταν στον Κυανό κόλπο.

Όταν κατά τα τέλη του 1918 επέστρεψαν, είδαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους λεηλατημένες και κατεστραμμένες. Τα πράγματα που είχαν τοποθετήσει στο εσωτερικό της Αγίας Άννας, τάχα για περισσότερη ασφάλεια, είχαν και αυτά λεηλατηθεί. Την ευτυχισμένη ζωή στο παραδεισένιο χωριό μας είχε διαδεχθεί ατέρμονη θλίψη.

Λίγα χρόνια αργότερα το εγκαταλείψαμε οριστικά. Πάνω από το πλοίο που μας μετέφερε από τα Μουδανιά στη Ραιδεστό, γύρισα και αντίκρισα για τελευταία φορά την περήφανη εκκλησία μας, της Αγίας Άννας. Αισθάνθηκα πως μου φώναζε κλαίγοντας…

«Που πάτε, που με εγκαταλείπετε;» Λίγες μέρες αργότερα, οι κεμαλικοί, σε επίδειξη ισχύος, τη βομβάρδισαν με σκοπό να την καταστρέψουν.

Οι τοίχοι του ναού κατέρρευσαν και καταπλάκωσαν δυο Τούρκους στρατιώτες, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι να φοβηθούν και να εγκαταλείψουν το ναό μισογκρεμισμένο.»

 Σταματήσαμε με το Φερίτ μπροστά σε μια από τις πολλές παραλιακές ταβέρνες που υπήρχαν στο χωριό. Ο ιδιοκτήτης της, ο Ισμαήλ, μόλις έμαθε ότι ήμουν Έλληνας, έκανε φιλότιμες προσπάθειες να μου μιλήσει ελληνικά, καθώς μας κερνούσε το τσάι.

 «Το χωριό μας, όταν ήρθαν οι δικοί μας από την Κρήτη, ήταν ξεχωριστά από τα Μουδανιά. Σιγά-σιγά όμως ενώθηκαν και είμαστε τώρα ένας δήμος.

Στα Μουδανιά, οι περισσότεροι κάτοικοι κατάγονται από την Κρήτη, από την Κάντια και τα Χανιά. Οι γονείς μου αγαπούσαν πολύ την Κρήτη και με τη βοήθεια του θεού, ελπίζουμε πως μια μέρα θα την επισκεφθούμε.

Όπως εσύ, Γιώργο Μπέη, που κατάφερες να επισκεφτείς τα μέρη μας».

Ευχαρίστησα τον Ισμαήλ και προχωρήσαμε για το εσωτερικό της πόλης των Μουδανιών.

 Στα Μουδανιά.

            Αν ανατρέξουμε στο ακόμα πιο μακρινό παρελθόν, τα Μουδανιά υπήρξαν αποικία των Κολοφωνίων. Μάλιστα ο αρχηγός τους, ο Μύρλος, την είχε ονομάσει Μύρλεια.

Στη συνέχεια, κατά τον 5ο π.χ αιώνα, κυριεύθηκε από το Λυδό βασιλιά Κροίσο, από τον Πέρση ηγεμόνα Δαρείο του Υδάσπους και τελικά παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Περσών μέχρι την εκστρατεία του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαου, στη Μικρά Ασία.

Μετά ανακηρύχτηκε αυτόνομη πόλη μέχρι την εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία, οπότε προσαρτήθηκε στο βασίλειό του.

Το 225 π. Χ καταστράφηκε από το Φίλιππο το Γ΄, έναν από τους διαδόχους του Αντίγονου του Δώσωνος. Ο Φίλιππος συνεργάστηκε με τον Προυσία, στον οποίο παραχώρησε την πόλη ως αντάλλαγμα. Ο Προυσίας, σύμφωνα με το Στράβωνα, την μετονόμασε, προς τιμήν της γυναίκας του, σε Απάμεια. Την προίκισε με περίλαμπρα ανάκτορα, βασιλικές επαύλεις, θέατρα, ναούς και με ένα πολύ σπουδαίο πολεμικό λιμάνι, που την κατέστησαν μία από τις πιο ισχυρές πόλεις της εποχής.

Η Απάμεια ανήκε στους βασιλείς της Βιθυνίας μέχρι το 73 π. Χ. Τότε υποτάχτηκε στους Ρωμαίους, στα χρόνια των οποίων απέκτησε μεγάλη αίγλη που συναγωνιζόταν την Προύσα.

Κατά τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, η επίσκεψη που έκανε ο Απόστολος Παύλος στην πόλη, στα πλαίσια μιας περιοδείας του στη Βιθυνία, συνετέλεσε στην αποδοχή της νέας θρησκείας.  Η εκκλησία που ιδρύθηκε εκεί  προήχθη σε επισκοπή με πρώτο επίσκοπο το Θεόφιλο, ο οποίος έλαβε αργότερα μέρος και προήδρευσε  στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.

Τα ερείπια της Απάμειας που διακρίνονταν ακόμα στην ανατολική παραλία, φανέρωναν ότι υπήρξε μια μεγάλη πόλη με ένα επιβλητικό αμφιθέατρο.

Το 1855, κατά την ανέγερση του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου, είχε βρεθεί ένας στρατώνας με μεγάλες τετράγωνες πέτρες, τις οποίες χρησιμοποίησαν στο κτίσιμο του ναού.

Η μία πλευρά της παλιάς πόλης ήταν κτισμένη στην τοποθεσία Παλιοχώρια και η άλλη στην Ανάπολη, πάνω στο λόφο όπου ήταν η Ακρόπολη.

Από εκεί μέχρι το λιμάνι υπήρχε μεγάλος υπόγειος δρόμος, ο οποίος χωρούσε δυο όρθιους μεγαλόσωμους άνδρες.

Τα νερά της θάλασσας, είχαν καλύψει κατά μήκος της παραλίας τα παλιά τείχη, τα πλακόστρωτα δάπεδα, και στη θέση Μώλοι, τα ερείπια του τεχνητού λιμένα με τους μεγάλους λιμενοβραχίονες.

Το 1318, η πόλη κυριεύτηκε και καταστράφηκε από τον Οσμάν και αργότερα ξανακτίστηκε στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα. Σταδιακά και κυρίως στις αρχές του ΙΗ΄ αιώνα, εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη πρόσφυγες από άλλα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Υπάρχουν πολλές εκδοχές για τη μετονομασία της πόλης σε Μουδανιά. Μια από αυτές, αναφέρει ότι εσωτερικοί μετανάστες από τη Μόδα της Κασταμονής, την ονόμασαν Μουδανιά για να τους θυμίζει την πατρίδα τους. Σύμφωνα με άλλους, είναι παραφθορά της λέξης Μυγδονία, από τους Μύγδονες μετανάστες, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή.

Άλλοι πάλι αναφέρουν ότι η ονομασία προέκυψε από τη γαλλική λέξη Montagnard, δηλαδή βουνήσιοι, την οποία έδωσαν Γάλλοι εργάτες, που εργάζονταν σε εκτέλεση δημόσιων έργων στην περιοχή Μουδανιών.

Τέλος, υπάρχει και η εκδοχή που αναφέρει πως τα Μουδανιά είχαν κτιστεί από Φαναριώτες πριγκηπες της Βλαχίας ή Μολδοβλαχίας, που είχαν εξοριστεί από το Σουλτάνο στην περιοχή της Προύσας.

Αυτοί, όταν εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα, επειδή η καταγωγή τους ήταν από τη Μοντάνια της Ρουμανίας, της έδωσαν το όνομα Μουδανιά. Απόγονοι αυτών των ηγεμόνων υπήρξαν οι οικογένειες Φεταλόγλου, Φιλαλήθους, Θεολογάκη και Βεστιάρη.

Ο περιηγητής Richard Pococke, που είχε επισκεφθεί τα Μουδανιά το 1745, ανέφερε ότι κατοικούσαν εφτακόσιες ελληνικές οικογένειες και τριακόσιες τουρκικές.

Η πόλις των Μουδανιών είχε πολύ άσχημους δρόμους και κακή ρυμοτομία. Μετά την πυρκαγιά όμως του 1870, που κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη, ρυμοτομήθηκε σωστά, και κατά μήκος της παραλίας κτίστηκε μια όμορφη παραλιακή οδός που έφθανε μέχρι το Αρβανιτοχώρι.

Η πυρκαγιά που είχε καταστρέψει την πόλη, είχε ξεκινήσει από το αρχοντικό του Φεταλόγλου, και επειδή δεν υπήρχαν αντλίες νερού για την κατάσβεσή της, επεκτάθηκε παντού, καίγοντας το πιο κεντρικό και πλούσιο τμήμα της. Ο απολογισμός της καταστροφής ήταν πολύ μεγάλος. Είχαν καεί πεντακόσια κτίρια και η συνολική ζημία πλησίαζε τις τετρακόσιες χιλιάδες χρυσές λίρες Τουρκίας. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν αναγκαστεί να μένουν στο ύπαιθρο, δίπλα στα τούρκικα νεκροταφεία, ενώ πολλοί άλλοι φιλοξενήθηκαν στα γύρω χωριά.

Τα Μουδανιά υπάγονταν στη νομαρχία Προύσας και υπήρξαν πρωτεύουσα της υποδιοίκησης του Καζά Μουδανιών. Συμπεριελάμβανε είκοσι τρεις κωμοπόλεις και χωριά και συνολικά τρεις δήμους, των Μουδανιών, της Τρίγλιας και της νήσου Καλόλιμνου. Ο συνολικός πληθυσμός της ανήρχετο σε 18.850 κατοίκους από τους οποίους οι 5.400 ήταν Τούρκοι.

Τα Μουδανιά ήταν διαιρεμένα σε δυο χωριστά τμήματα στο χριστιανικό και το μωαμεθανικό. Το χριστιανικό είχε  οκτώ μουχταρλίκια, του Αγίου Γεωργίου, των Αλωνίων, των Αγίων Θεοδώρων, των Αγίων Αποστόλων, της Παναγίας, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Θεοδοσίας.

Εκκλησιαστικά ήταν διηρημένα σε δυο ενορίες,  στην ενορία της Μητρόπολης ή Αγίου Γεωργίου και στην ενορία της Αγίας Θεοδοσίας.

Πριν την πυρκαγιά του 1870, υπήρχαν στα Μουδανιά 14 εκκλησίες και παρεκκλήσια, που ήταν αφιερωμένα στην Αγία Άννα, στον Άγιο Κωνσταντίνο, στην Αγία Θεοδοσία, στον Άγιο Νικόλαο, στον Άγιο Ιωάννη, στην Παναγία, στον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Θεόδωρο, στον Άγιο Στέφανο, στους Αγίους Αποστόλους, στην Επίσκεψη του Χριστού, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Αικατερίνη και στη Μεταμόρφωση του Χριστού.

Από όλες αυτές, διέφυγαν από τη μανία της πυρκαγιάς, μονάχα η εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας και τα παρεκκλήσια της Επίσκεψης του Χριστού και της Αγίας Παρασκευής.

 Αργότερα βέβαια, ανοικοδομήθηκε και ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου. Τον στόλισαν με ένα πανέμορφο τέμπλο που φιλοτέχνησε ο Τήνιος γλύπτης, Θεόδωρος Λυρίτης, αλλά και με πανέμορφες αγιογραφίες που ζωγράφισε ο σπουδαίος αγιογράφος Θ. Κεσανλής.

Η περιοχή των Μουδανιών έβριθε και από Αγιάσματα, τα οποία συνδέονταν με πολλές ιστορίες, εικασίες και θαύματα. Από τις πολλές παραδόσεις που συνδέονταν με αυτά, θυμάμαι μία πιο έντονα.

Πολλά χρόνια πριν τον ξεριζωμό, Μουδανιώτες βοσκοί διέκριναν στα βοσκοτόπια τους να αναβλύζει ξαφνικά νερό από το έδαφος. Έσκαψαν στο σημείο εκείνο και βρήκαν μια παλιά βρεγμένη εικόνα, την οποία πήραν και παρέδωσαν στην Μητρόπολη.

Το μέρος εκείνο που βρέθηκε η ιερή εικόνα, ανήκε στους Κωστή Τσίγκο, Παναγιώτη Ιωαννίδη και Ιωάννη Φιλαλήθους, οι οποίοι το χάρισαν στην ελληνική κοινότητα.

Κάθε χρόνο, στις εννέα του Μάρτη, τιμούσαν τη μνήμη των Αγίων Σαράντα, πραγματοποιώντας μεγάλο πανηγύρι. Όποιες κοπέλες διάλεγαν τη μέρα του πανηγυριού για να παντρευτούν, μοίραζαν το βραχιολάκι του Μάρτη στους χωριανούς, για να μη τους μαυρίσει ο ήλιος.

Την πρώτη του Ιούνη πάλι, γιόρταζε το Αγίασμα που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού. Στο δρόμο προς τις Καστανιές, μέσα στο κτήμα του Αναστάση Κικίτση, υπήρχε το Αγίασμα της Αγίας Μαρίνας, που είχε την τιμητική του στις 18 Ιουλίου. Προς το Νεοχώρι, μέσα στο κτήμα του Ανέστη Παπανανία, υπήρχε το Αγίασμα της Παναγίας τα Εννιάμερα, που γιόρταζε στις 24 Αυγούστου.

 

                              Μουδανιά. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου.

 Στην τοποθεσία Στέρνες, στο κτήμα του Στέφανου Αβραμίδη, υπήρχε το Αγίασμα του Αγίου Ερμόλαου, που γιόρταζε στις 28 Ιουλίου. Στην πλατεία της Αγίας Άννας και κάτω από το τεράστιο πλατάνι, υπήρχαν τρία Αγιάσματα, της Αγίας Άννας, που στις 25 Ιουλίου κατακλυζόταν από πολύ κόσμο, της Αγίας Παραπολινής και του Αγίου Κωνσταντίνου.

Μέσα στο Μετόχι, δίπλα στο παρεκκλήσι του Χριστού, ήταν το βαθύ και σκοτεινό Αγίασμα της Ανάστασης του Χριστού.

Τη μέρα των Χριστουγέννων, πολλοί χριστιανοί πήγαιναν για να προσκυνήσουν το Αγίασμα, με σκοπό να μάθουν αν θα είχαν τη χρονιά εκείνη καλή σοδειά. Αν το νερό του Αγιάσματος ήταν ξεχειλισμένο, τότε η σοδειά θα ήταν καλή και πλούσια. Αν ήταν ξερό, τότε τα αποτελέσματα θα ήταν απογοητευτικά.

Μέσα στο κτήμα του Διαμαντή Ριζούδη, υπήρχε το Αγίασμα του Αγίου Παντελεήμονα. Έλεγαν πως πριν πολλά χρόνια, μια Αρμενοπούλα είδε στο όνειρό της κάποιον άγνωστο να την προστάζει να σκάψει στη ρίζα μιας ξερής καρυδιάς, που βρισκόταν στο κτήμα του Ριζούδη.

Όταν ανέφερε το όνειρό της στους γονείς της, κανείς τους δεν έδωσε σημασία. Μια μέρα όμως, εντελώς ξαφνικά, η ξερή καρυδιά άρχισε να βγάζει πράσινα φύλλα. Μετανιωμένοι όλοι για την αδιαφορία τους, έσκαψαν στις ρίζες της καρυδιάς και βρήκαν μια εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα και άφθονο νερό.

Η κοινότητα Μουδανιών αγόρασε το κτήμα, έκτισε το Αγίασμα στο μέρος όπου βρέθηκε η εικόνα, φύτεψε πολλά δέντρα και κάθε 27 Ιουλίου ξεφάντωναν σε ένα μεγάλο πανηγύρι, στο οποίο έρχονταν και προσκυνούσαν το θαυματουργό Άγιο πληθώρα Ελλήνων από τα γύρω χωριά.

Σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα.

Ένα από αυτά αφορούσε την ιστορία ενός άπιστου, του Κωστή Ζαφειρίου, που κορόιδευε όσους μιλούσαν για θαύματα.

Αυτός κάποτε αποφάσισε να πάει να πιεί από το θαυματουργό νερό στο Αγίασμα. Όταν όμως ήπιε, στράβωσε το στόμα του και με δυσκολία μπορούσε να το ανοίξει.

Μέσα στην απόγνωσή του, ζήτησε συγνώμη από τον Άγιο Παντελεήμονα και του έταξε να φτιάξει ένα προστατευτικό κουβούκλιο πάνω από το Αγίασμα. Λέγεται πως μόνο όταν πέρασε και το τελευταίο κεραμίδι, επανήλθε το στόμα του στην κανονική του θέση.

Το πιο παλιό Αγίασμα ήταν αφιερωμένο στο Σωτήρα Χριστό και γιόρταζε στις 6 Αυγούστου. Το συναντούσε κανείς στο δρόμο προς τον Άγιο Παντελεήμονα, μέσα σε καλαμιές και βατσινιές.

Στην ευρύτερη περιοχή των Μουδανιών υπήρχαν και άλλα Αγιάσματα, αφιερωμένα στον Άγιο Γεώργιο και την Αγία Παρασκευή.

Πληροφορίες για το χωριό είχα συγκεντρώσει από τον μπάρμπα Δημήτρη που είχα συναντήσει στα Νέα Μουδανιά της Χαλκιδικής.

 «Στα Μουδανιά, κύριε Γιώργο, πριν την Καταστροφή, ζούσαν 3.500 χιλιάδες Έλληνες και περίπου 1.200 Τούρκοι.  Είχαμε ένα πολύ όμορφο σχολείο στο χωριό, το οποίο είχε κτιστεί το 1872 και βρισκόταν στη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων.

Είχε δυο τμήματα, το αστικό με έξι δασκάλους και το παρθεναγωγείο με πέντε δασκάλες. Την επιστασία του, είχε αναλάβει η φιλεκπαιδευτική Αδελφότης «Απάμεια», η οποία είχε διαδεχθεί το 1888 την προηγούμενη, με το όνομα «Μύρλεια».

Η «Απάμεια» μεριμνούσε για την καλή λειτουργία των σχολείων, βοηθούσε αριστούχους μαθητές αλλά και απόρους. Είχε ιδρύσει μάλιστα και μια πλούσια βιβλιοθήκη, ένα γυμναστήριο και μια νυχτερινή σχολή.

Από τα σχολεία αυτά βγήκαν μορφωμένοι άνθρωποι, με επί κεφαλής το Γιάννη Φιλαλήθη, ο οποίος αργότερα δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Εγώ πήγα τρεις μόλις τάξεις στο σχολείο. Δεν πρόφτασα να το τελειώσω διότι ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή».

Συλλογίστηκε για λίγο και προφανώς θέλησε ν’ αλλάξει τη συζήτηση αναφέροντας κάτι εύθυμο…

  «Θυμάμαι ένα όμορφο τραγουδάκι που το τραγουδούσε η μάνα μου τις Απόκριες.

 Όλες οι νιές παντρεύονται.

  «Όλες οι νιές παντρεύονται και παίρνουν παλικάρια

κι εγώ Γιαννούλα ξακουστή πήρα το μαραζιάρη.

Ψωμί του δίνω δεν το τρώει, νερό και δεν το πίνει,

τον δίνω και γλυκό κρασί κι εκείνο δεν το πίνει,

τον στρώνω δύο στρώματα και πέντε μαξιλάρια.

 
Σήκω μαράζη μ’ πλάγιασε, σήκω μαράζη μ’ πέσε

και βάλε και το χέρι σου στον αργυρό μου κόρφο,

να διής του Μάη τις δροσιές, τ’ Απρίλη τα λουλούδια.

 
Εγώ σε λέγω δεν μπορώ και συ με λέγεις πέσε,

να βάλω και το χέρι μου στον αργυρό σου κόρφο.
 

Όλες οι νιές παντρεύτηκαν και πήραν παλικάρια

κι εγώ Γιαννούλα ξακουστή πήρα το μαραζιάρη.

 
Κόρη μ’ εγώ σε πάντρεψα μ’ αμπέλια, με χωράφια,

με τετρακόσια πρόβατα και χίλια αγελάδια.

 
Λύκος να φάγει τα πρόβατα, κουνάβι τ’ αγελάδια,

Χάρος το νοικοκύρη.»

 
Συνεχίζοντας έπειτα, η συζήτηση τον έφερε αναπόφευκτα στο ίδιο θλιβερό γεγονός που τον βασάνιζε…

«Τα Μουδανιά ήταν πολύ πλούσιο μέρος. Στην ευημερία του αυτή, συνέβαλε σημαντικά το λιμάνι που διευκόλυνε το εμπόριο, καθώς τη συνέδεε με την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί εξάγονταν όλα τα προϊόντα της βιομηχανίας και της σηροτροφίας της ευρύτερης περιοχής, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, αλλά και το εξωτερικό.

Η ευημερία αυτή Γιώργη μου, τελείωσε όταν ήρθε ο μαύρος Αύγουστος του 1922. Χιλιάδες πανικόβλητοι και ταλαιπωρημένοι Έλληνες, κατέφθαναν στο λιμάνι για να επιβιβασθούν στα καράβια που θα τους μετέφεραν στη Ραιδεστό και από εκεί στην Ελλάδα. 

Ανεβήκαμε και εμείς σε ένα καράβι μαζί με την οικογένειά μου, ενώ την ίδια ώρα έβλεπα άλλους να προσπαθούν να ανέβουν δεμένοι με σχοινιά. Δεν τα κατάφερναν, έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν.  

Σκηνές φρίκης, βγαλμένες από την Κόλαση. Μάνες που κλαίγανε και αναζητούσανε τα χαμένα παιδιά τους. Ηλικιωμένοι ασθενείς εγκαταλείπονταν από τα σπλάχνα τους στην προκυμαία, ενώ η θάλασσα είχε γεμίσει πτώματα. Παντού επικρατούσε φόβος, υστερία, απόγνωση και πανικός.

 
 «Τρεχάτε, Κεμάλς έρχεται» !!

Όσοι δεν πρόλαβαν, σφαγιάστηκαν στους γύρω λόφους από τους στρατιώτες του Κεμάλ.


    1922.Στην αποβάθρα των Μουδανιών.

 Φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη και μείναμε για λίγο διάστημα εκεί. Έπειτα, μας οδήγησαν στη Χαλκιδική και συγκεκριμένα στην περιοχή Καργή Λιμάνι, όπου με ενέργειες του Μητροπολίτη Σισανίου Διόδωρου, κτίσαμε τα Νέα Μουδανιά».


    Νέα Μουδανιά. Η πρώτη εκκλησία στην περιοχή Καργή Λιμάνι.

 Ήδη μπαίναμε στα Μουδανιά. Ο Φερίτ αποδείχθηκε εξαίσιος και ακούραστος οδηγός. Χωρίς κανένα σημάδι δυσαρέσκειας, σταματούσε κάθε τόσο, όταν του το ζητούσα, για να τραβήξω τις πολυπόθητες φωτογραφίες μου.

Τρείς είναι οι παράλληλοι δρόμοι που χωρίζουν τα Μουδανιά. Ο παραλιακός και άλλοι δυο που οδηγούν στην πλατεία. Υπάρχουν ακόμη αρκετά παραδοσιακά σπίτια, τα οποία τα έχουν ανακαινίσει και διασώσει από τη λαίλαπα του τσιμέντου που επικρατεί στην περιοχή. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ανακαινίστηκε και στην αρχή χρησιμοποιήθηκε σαν αίθουσα κινηματογράφου. Σήμερα όμως λειτουργεί σαν πολιτιστικό κέντρο.

Σταματήσαμε στην πλατεία και πήγαμε για τσάι σε ένα καφενείο. Με πλησίασαν αρκετοί θαμώνες, οι οποίοι μιλούσαν και αυτοί την κρητική διάλεκτο.

«Ίντα κάμεις μωρέ κοπέλι; Από ποιο μέρος της Ελλάδας είσαι; Εμείς εδώ ούλοι είμαστε Κρητικοί. Οι γονείς μας κατάγονται από την Κρήτη, από τα Χανιά, την Κάντια, την Ιεράπετρα. Ούλοι εδώ στα Μουδανιά μιλούνε τα κρητικά.»  Άλλοι πάλι εξέφραζαν την επιθυμία να την επισκεφτούν κάποτε.

  «Θα έρθουμε και εμείς στην Κρήτη, να γνωρίσουμε τον τόπο που γεννήθηκαν οι γονείς μας».

Πολύ καλοί και ευχάριστοι άνθρωποι. Έψαχναν να βρουν και αυτοί τις ρίζες τους και ζητούσαν πληροφορίες για τον τόπο που γεννήθηκαν οι γονείς τους. Πότε- πότε, θυμόντουσαν και καμία μαντινάδα, την οποία απήγγειλαν με περηφάνια.  Τους ευχαρίστησα για την παρέα, με ασπάστηκαν όλοι τους, και κατόπιν φύγαμε για τη Συγή.

Ακολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο που οδηγεί στην Τρίγλια ή Zeytin Bagi, δηλαδή Ελαιόλοφος, που είναι το σημερινό της όνομα.

 Προς την Συγή.
 

        Μετά από μια πολύ όμορφη διαδρομή τεσσάρων χιλιομέτρων, διακρίναμε τη Συγή ή Κumyaka. Η ονομασία της είναι παραφθορά του παλιού τοπωνύμιου Συκή και ονομάστηκε έτσι από τις πολλές συκιές που υπήρχαν στην περιοχή.

 Η Συγή είναι ένα ξεχωριστό χωριό, στην περιοχή των Μουδανιών, στις νοτιοανατολικές ακτές του Κυανού κόλπου.

 Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το χωριό, υπήρχε μια τοποθεσία με το όνομα «Χώραι» όπου είχαν βρει ένα παλαιό Αγίασμα, ερείπια κατοικιών, διάφορα αγγεία και χαλύβδινες ζώνες της ρωμαϊκής εποχής. Έλεγαν ότι αρχικά εκεί είχε κτιστεί το χωριό και αργότερα μεταφέρθηκε κοντά στη θάλασσα.

 Ο Βασίλης Αδαμαντίδης στα «Μικρασιατικά Χρονικά», αναφέρει ότι η Συγή  διοικητικά ανήκε στον καζά Μουδανιών, ο οποίος συμπεριελάμβανε τα Μουδανιά, την Τρίγλια, το Ντερέ Κιόϊ, το νησί Καλόλιμνο, το Γιαλί Τσιφλίκι, τη Μυσόπολη και το Αρβανιτοχώρι.

Είχε πληθυσμό περίπου 2.000 κατοίκους, πολλοί από τους οποίους μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρουμανία.

Ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε κατά την περίοδο των εκτοπισμών που υπέστησαν τη χρονική περίοδο 1915 -1918, όταν αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν σε χωριά τη Προύσας.

Στη Συγή γεννήθηκαν πολλοί επιφανείς και πλούσιοι άνδρες, όπως ο Καμαράσης του Παναγίου Τάφου, Νικόδημος Αλεξανδρίδης, και ο αδελφός του Θεοφάνης. Με τις πλούσιες δωρεές τους εξωράισαν το ναό των Ταξιαρχών και τη νεώτερη εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Με δικά τους χρήματα εκπαιδεύτηκαν και πολλοί νέοι στην Ιερή Σχολή του Σταυρού και υπηρέτησαν αργότερα την εκκλησία στην Ιερουσαλήμ ή έγιναν επιστήμονες σε άλλους επιστημονικούς κλάδους.

Επίσης, ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Στ΄ (1860-1930), κατά κόσμον Αράμπογλου, ο οποίος εποίμανε σε σπουδαίες μητροπόλεις όπως της Τραπεζούντας, Κυζίκου, Κόνιτσας, Δέρκων. Έπειτα, ανέβηκε έστω και για λίγο στον Πατριαρχικό θρόνο(1924-1925), ώσπου εκδιώχθηκε από τους Τούρκους σαν ανταλλάξιμος, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης.

Ο Δωρόθεος Μαμμέλης, ο οποίος διετέλεσε μητροπολίτης Προύσας (1908-1921), τοποτηρητής του Οικουμενικού θρόνου και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της παιδείας στις δεκατέσσερις ελληνικές κοινότητες της επαρχίας του.

Στην ανάδειξη πολλών διανοουμένων συνετέλεσε και η αναβάθμιση από το μεγάλο δάσκαλο Κωνσταντίνο Καλλία, της εξαταξίου Αστικής σχολής της Συγής σε οκταθέσια, με δασκάλους γαλλικής, τουρκικής και διπλογραφίας.

Όλοι οι προαναφερθέντες ήταν απόφοιτοι της σχολής και μετεκπαιδεύτηκαν αργότερα σε ανώτερες σχολές της Πόλης και της Ευρώπης.

Η εκκλησία των Ταξιαρχών ήταν αναμφισβήτητα το καθολικό μιας μονής από τις πολλές που είχαν κτιστεί στη Βιθυνία μετά τον 8ο αιώνα και αποτελούσαν ιδιοκτησία διαφόρων αριστοκρατικών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης. Αναφέρεται ότι κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο, ανακαινίστηκε από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο το 1448 και ανοικοδομήθηκε το 1818 από τον σουλτάνο Μαχμούτ  τον Β΄, επ΄ αρχιερατείας  του Προύσας  Πανάρετου.

Η μονή ήταν από τις πιο πλούσιες της περιοχής με πολλά τιμαλφή, ιερά σκεύη, χρυσά άμφια, κοσμήματα, σπουδαία αρχαιολογικά αντικείμενα και μια μεγαλοπρεπέστατη Ωραία Πύλη που ήταν στολισμένη με χρυσό, ασήμι, και πολύτιμους λίθους. Είχε παραστάσεις από τη γέννηση και τη βάπτιση του Χριστού, δωρεά της ευνοούμενης του Αλή Πασά, Κυρά Βασιλικής, την οποία είχε εξορίσει ο ίδιος στην Προύσα. Η μονή γιόρταζε στις 6 Σεπτεμβρίου εις μνήμην του Θαύματος του Ταξιάρχη Μιχαήλ στις Κολοσσαίς.

Από τη Συγή καταγόταν η γιαγιά Ζωίτσα Βαλσαμίδου, που συνάντησα στο χωριό Βαθύλακκος του νομού Κοζάνης.

«Το χωριό μας, κύριε Γιώργο, ήταν από τα πιο όμορφα της περιοχής και συναγωνιζόταν σε ομορφιά την Τρίγλια.

Οι κάτοικοι της Συγής, ασχολούνταν πολύ με το εμπόριο. Εμπορεύονταν τις γνωστές σε όλον τον κόσμο τριγλιανές ελιές ή τρίλες, καλό λάδι, κουκούλια και εκλεκτά ζαρζαβατικά, όπως κρεμμύδια, και κολοκύθες.

Επίσης, ψάρευαν τα καλύτερα ψάρια, οργώνοντας με τις βάρκες τους την Προποντίδα και τα πουλούσαν έπειτα στις αγορές της Προύσας και της Κωνσταντινούπολης.

Για την εκκλησιά μας, τον Ταξιάρχη, ήμασταν όλοι περήφανοι, διότι ήταν η πιο ιστορική και συνάμα η πιο όμορφη σε όλη την περιοχή.

Από τα πράγματα που θυμάμαι καλύτερα είναι οι βόλτες με τις φιλενάδες μου. Συγκεντρωνόμασταν και κατεβαίναμε στην παραλία, θαυμάζαμε την απέραντη ομορφιά της και τραγουδούσαμε τα αγαπημένα μας άσματα».

Μερακλού καθώς ήταν η γιαγιά Ζωίτσα, άρχισε να μου τραγουδάει με αγγελική φωνή το παρακάτω τραγούδι, ενώ κάποιες στιγμές σταματούσε για να σκουπίσει κανένα δάκρυ που ξεπηδούσε από τα μάτια της.

Τι να θυμότανε άραγε;

 Αποχωρισμός ( βαρκαρόλα)

Θα φύγω κόρη μου στα ξένα θα μακρυνθώ δια παντός,

θα ζω πάντα δυστυχισμένα γιατί θα ‘μαι πάντα μοναχός.

Καταραμένη να ‘ταν η ώρα, καταραμένη και η στιγμή,

όταν εις το παράθυρό σου σε είδα κόρη ποθητή.

 
Στον τόπο που σε πρωτοείδα θε να φυτεύσω μουσμουλιά,

στον ίσκιο της θε να κοιμάμαι, την μυρωδιά της να ροφώ,

κι όταν εσένα ενθυμούμαι θα τρώγω μούσμουλο στυφό.

Αν όμως τύχει και πεθάνω εις το διάστημα αυτό,

ελθέ στο μνήμα μου επάνω και πες ακόμη σ’ αγαπώ.

 
Και γω απ’ το μνήμα θα σ’ ακούσω και παρευθύς θα σηκωθώ,

την πλάκα μου θα ν’ αποκρούσω και στας αγκάλας σου θα να βρεθώ.

Αν ήτανε να ταξιδεύσεις, να πας στα ξένα μακριά,

δεν έπρεπε να μ’ αγαπήσεις και να μου κάψεις την καρδιά.

 
 «Στις 24 Ιουνίου, του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου κάναμε το έθιμο του Κλήδονα και τραγουδούσαμε…

 Ανοίξατε τον Κλήδονα.

 Ανοίξατε τον Κλήδονα τ’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη,

οπόχει μοίρα να φανεί κι οπόχει ριζικάρι.

Στο ριζικό μου σε ‘βαλα για να σε ριζικάρω,

αν είναι θέλημα θεού ταίρι μου να σε κάνω.

   Όταν ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, πήραμε το καράβι από τα Μουδανιά και περάσαμε απέναντι στη Ραιδεστό. Πολλοί πατριώτες κατέληξαν στη Χαλκιδική και οι υπόλοιποι στο νομό Κοζάνης. Εκεί δημιουργήσαμε τη Νέα Συγή, για να κρατάει άσβεστη την ανάμνηση του όμορφου χωριού μας».

        Πράγματι πανέμορφη η Συγή! Το νιώθει ο κάθε επισκέπτης, που διασχίζει τον παραλιακό, γεμάτο ανηφόρες και κατηφόρες, δρόμο που καταλήγει στην Τρίγλια.

Το μικρό γραφικό της λιμανάκι, σου θυμίζει έντονα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ενώ παντού υπάρχουν όμορφα ενοικιαζόμενα δωμάτια, για τους τουρίστες που κατακλύζουν το καλοκαίρι το χωριό.

Καθίσαμε στο μικρό καφενεδάκι που είναι δίπλα στον επιβλητικό Βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών. Άφησα τους φίλους μου στο καφενείο και πήγα να προσκυνήσω, αλλά και να απαθανατίσω με κάποιες φωτογραφίες το ναό και τα σοκάκια του χωριού.

Μπαίνοντας στο ναό, διέκρινα δυο προσκυνητάρια πλαισιωμένα από τέσσερεις μαρμάρινους στύλους.

Υπάρχουν ακόμα κάποιες αγιογραφίες των Αρχαγγέλων, με παραμορφωμένα και χαραγμένα τα πρόσωπά τους, ενώ το εσωτερικό του ναού είναι σκαμμένο από κάποιους ιερόσυλους που έψαχναν για θησαυρούς.

Φαντάζομαι πως ο ναός αυτός θα ήταν ένα αριστούργημα στα χρόνια του. Πίσω από το ναό υπάρχουν τα ερείπια του σχολείου στο οποίο φοίτησαν οι τόσο σπουδαίοι άντρες Συγηνοί.

 

    Συγή. Ο ναός του Ταξιάρχη.

 Επέστρεψα στο καφενείο όπου με περίμεναν ο μουχτάρης του χωριού με τους φίλους μου. Η καταγωγή του, όπως άλλωστε και των άλλων κατοίκων του χωριού ήταν από την Κρήτη. Τους έκανα τα παράπονά μου για την κατάντια της εκκλησίας και αυτοί δικαιολογήθηκαν πως δεν υπάρχουν οι πόροι για να ανακαινίσουν τέτοια μνημεία.

Ο μουχτάρης πάντως υποσχέθηκε να κάνει περισσότερες ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση, απευθυνόμενος στο τουρκικό κράτος αλλά και στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Η διάσωση άλλωστε, ενός τέτοιου ιστορικού μνημείου, θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως πόλος έλξης μεγαλύτερου αριθμού τουριστών, που θα ωφελούσε την περιοχή.

Αποχαιρετήσαμε το φιλόξενο μουχτάρη και τους άλλους κατοίκους της Συγής και αναχωρήσαμε για τον τελευταίο σημερινό προορισμό μας, την ξακουστή Τρίγλια.

 Στην ιστορική Τρίγλια.

 
      Τέσσερα χιλιόμετρα μετά τη Συγή, αντικρίσαμε την πανέμορφη Τρίγλια, το σημερινό Zeytin Bagi και αρχαίο Βρύλλιο. Είχε κτιστεί τον 9ο μ. Χ αιώνα, γύρω από τις μονές της Παντοβασίλισσας και του Αγίου Στεφάνου του Χηνολάκκου.

Πανέμορφη η Τρίγλια! Βλέποντάς την από ψηλά, θαυμάζεις το μικρό όμορφο λιμανάκι της, τα παλιά αρχοντικά της σπίτια και τα βυζαντινά της μοναστήρια.

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης στους << Αντιλάλους των Μουδανιών αναφέρει….

 
<< Κατά τον 8ο αιώνα  ήρξατο η ίδρυσις αυτόθι πολλών μοναστηρίων, άτινα εχρησίμευσαν ως πυρήν της ιδρύσεως κώμης, προαχθείσης προϊόντος  του χρόνου εις πόλιν. Τα κυριώτερα των μοναστηρίων τούτων είναι  τα επόμενα

(ταύτα μετατράπησαν εις εκκλησίας)…

α. Ο ενοριακός  ναός της Παντοβασίλισσας κείμενος επί του μεγάλου λόφου της πόλεως επί τοποθεσίας εξαισίας. Η μονή αύτη είναι σχήματος ορθογωνίου και έχει μήκος 13.60 μ. ύψος 7.70 μ. και πλάτος 9.71 μ. Είναι θολωτή, το κωδονοστάσιόν της  βλαβέν κατά το 1885 (10 Νοεμβρίου ) εκ σεισμού, δεν επεσκευάσθη, επεσκευάσθη όμως λίγο ο βλαβείς θόλος, όστις έχει σχήμα εξαέδρου, περιφέρειαν 14.4 μ. ύψος 2.90 μ. και έξι παραθύρων γύρωθεν. Ο ναός εσωτερικώς  στηρίζεται επί 6 κιόνων  μονολίθων, εκ γρανίτου των τριών και των άλλων τριών έκ μαρμάρου. Εστερείτο γυναικωνίτου και άμβωνος άτινα προσετέθησαν το 1883 επί Νικοδήμου, Μητροπολίτου Προύσας.

β. Η  μονή Χηνολάκκου μεταβληθείσα εις τέμενος τω 1613. Φαίνεται ότι μεταξύ αυτής και της ανωτέρω υπήρξε σήραγξ.

γ. Μονή Μηδικίου (των Πατέρων)  εν τω ιερώ βήματι της οποίας υπάρχει η χρονολογία << Μηνί Μαρτίω ΚΓ έτους Ζ         ΜΑ=7941 >>. Η μονή αυτή δεν ήτο  εις καλόν μέρος κτισμένη και δεν θα είχε προσόδους, δια τούτο ο ιδιοκτήτης αυτής Μιχαήλ ο Ψελλός (11ος αιών) παρεπονείτο  κατά της μονής,  ως μη εχούσης κέρδος. Υπάρχει επιστολή του προς τον Μητροπολίτην Κυζίκου, απευθυνθείσα, δια της οποίας εζήτει να λάβη την μονήν των Μουδανιών και έγραφε τα εξής…

…Την μέν ούν του αρτιγενούς μονήν ο Παλαιγεννέτης εχέτω ανήρ, ο εκτομίας και επαφρόδιτος  και της ερωμένης απρίξ και εν αγκάλαις εχόμενος, η δε των Μουντανίων …χθές που και πρώην δυείν συζύγων χηρεύουσα νυμφευθήτω εμοί (τας μονάς εθεώρουν ως συζύγους).

δ. Μονή Πελεκητής (Ιωάννου του Θεολόγου) κτισθείσα το 709 μ. Χ εκάη το 776 (Μ. Πέμπτην). Ευρίσκεται αύτη εις τα Ν.Δ της Τριγλείας, εις ρωμαντικωτάτην θέσιν. Είχεν απεράντους γαίας ελαιώνων και αμπέλων. Κατεστράφη εκ πυρκαγιάς κατά τον Σεπτέμβριον του 1880, αφεθείσα έκτοτε εις κακήν κατάστασιν.

ε. Μονή του Σωτήρος ή Βαθέος Ρύακος, εις λαμπράν τοποθεσίαν έναντι της Βεσβικίου, εκτίσθη το 810 μ.Χ υπό του Οσίου Βασιλείου. Λέγει δε η παράδοσις ότι τους κίονες μετέφερον εκ Τριγλείας << ελληνίδες γυναίκες κρατούσαι  ταύτας επί κεφαλής και εν χερσί την ηλακάτην φέρουσαι >>.

       Μου ήρθαν στο νου τα λόγια του μπάρμπα Αλέξανδρου από τη Νέα Τρίγλια. Τον είχα επισκεφτεί πριν από πολλά χρόνια, για να μου αφηγηθεί την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του.

 «Αγαπητέ Γιώργο, είναι λίγα αυτά που θα σου πω για την πατρίδα μου, την Τρίγλια. Αρκετά όμως, για να καταλάβεις την απαράμιλλη ομορφιά της σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.

Ήταν γραφικότατη, χαμένη μέσα στις ελιές, πάνω στους λόφους του Σταυροπηγίου και της Κορακοφωλιάς. Τα σπίτια της σκαρφαλωμένα στο λόφο, κατέληγαν στη θάλασσα, στο μικρό, ταπεινό αλλά πανέμορφο λιμανάκι της.

Μέσα στα νερά της θάλασσας ζούσε σε αφθονία η περίφημη τρίγλη, ένα είδος νοστιμότατου μπαρμπουνιού, στο οποίο οφείλει και το όνομά της. Θυμάμαι τους γονείς μας να επιστρέφουν με τα καραβάκια τους γεμάτα με τρίγλες.

Άπλωναν τα γεμάτα δίχτυα τους στο λιμάνι και εμείς, μικρά παιδιά, τους βοηθούσαμε να βγάλουνε τα ψάρια. Έτσι μαθαίναμε από την εμπειρία όλες τις λεπτομέρειες για το ψάρι που έδωσε το όνομά του στο χωριό μας.

Στην Τρίγλια ζούσαν περίπου έξι χιλιάδες κάτοικοι, από τους οποίους λίγοι  ήταν Τούρκοι και συνυπήρχαν αρμονικά μαζί μας.

Εκτός από το ψάρεμα οι γονείς μας ασχολούνταν με τη σηροτροφία και την ελαιοκομία. Πασίγνωστες ήταν οι τριγλιανές ελιές, τις οποίες μπορούσε να βρει κανείς σε όλες τις αγορές της Προύσας και της Κωνσταντινούπολης.

Το εξαίρετο σχολείο μας, με εκατόν ογδόντα μαθητές, συντηρούνταν από το μεγάλο Έλληνα ευεργέτη, Γεώργιο Ζαρίφη. Από το σχολείο μας αποφοίτησαν άνθρωποι με σπουδαία μόρφωση, οι οποίοι αργότερα δίδαξαν με τη σειρά τους σε άλλα σχολεία της περιοχής αλλά και της Μακεδονίας.

Και άλλοι Τριγλιανοί, οι οποίοι είχαν ξενιτευτεί στην Αμερική και στην Κωνσταντινούπολη, πρόκοψαν, απέκτησαν πολλά χρήματα και βοηθούσαν απλόχερα το χωριό μας. Ένας από τους πιο ένδοξους άνδρες που γέννησε αυτό το χωριό, ήταν ο μετέπειτα μητροπολίτης Σμύρνης, Χρυσόστομος, που τόσο βάρβαρα δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της μεγάλης σφαγής της πόλης.

Εκτός από τα μεγάλα μοναστήρια, υπήρχαν και άλλα  στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μου,  η μονή της Αγίας Παραπολινής πέρα από τη Μελισσόπετρα, της Αγίας Μαρίνας κοντά στο Γιαλί Τσιφλίκι και του Αγίου Γεωργίου Κυπαρισσιώτη.



    Η Τρίγλια.

Μέσα στην Τρίγλια, υπήρχαν οι εκκλησίες της Παντοβασίλισσας, του Αγίου Γεωργίου του Κυπαρισσιώτη, του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, της Κοίμησης της Θεοτόκου, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Βασιλείου ή Επίσκεψης.

Η τελευταία, ονομαζόταν έτσι διότι εκεί βρισκόταν η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Επίσκεψης, την οποία κάποιοι χωριανοί μου, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έφεραν στην Ελλάδα και την προσέφεραν στο Βυζαντινό Μουσείο.

Στο ίδιο μουσείο χάρισαν και την άλλη θαυματουργή τους εικόνα, την Παναγία Παντοβασίλισσα, αφού κατάφεραν να τη διασώσουν από τα χέρια των Τούρκων.

Πριν την καταστροφή, Γιώργο, περνούσαμε πολύ ωραία στο χωριό μας. Τα καλοκαίρια η παραλία σειόταν από τις φωνές και τα τραγούδια των παιδιών και των επισκεπτών του.

 Μιαν αυγή με το φεγγάρι.

 Μιαν αυγή με το φεγγάρι, μιαν αυγή με το καλό,

κατεβαίνω στο παζάρι για να δω και να χαρώ.

Κοίταξα στο παραθύρι κ’ ήτανε παρανοικτό,

κάθονταν ένα κορίτσι έμορφο και διαλεχτό.

 
Είχα θάρρος ο καημένος και το αποχαιρετώ.

Κ’ η δουλεύτρα μου λέγει δεν είσ’ άξιος γι’ αυτό.

Πέφτω κάτω και πληγώνω, δέρνομαι, σκοτώνομαι,

στο γιατρό το Μανωλάκη πέφτω και γιατρεύομαι.

Αχ γιατρέ μου! γιάτρεψέ με το Σάββατο το βράδυ

και την Κυριακή το γιώμα, θα περάσω από εκεί.

 

Όπως συνέβη σε όλες τις παράλιες πόλεις της Προποντίδας, έτσι και στην Τρίγλια, το 1915, οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν στην Προύσα, όπου μείνανε περίπου τρία χρόνια σε σπίτια Αρμενίων, που επίσης είχαν εκδιωχθεί.

Πολλοί χωριανοί πίστεψαν ότι είχε έρθει και η δική μας η σειρά. Όταν το 1918 επιστρέψαμε στην Τρίγλια, τη βρήκαμε λεηλατημένη και κατεστραμμένη.

Η συνέχεια είναι σε όλους γνωστή… Μετά από λίγα χρόνια, ήπιαμε το πικρό ποτήρι του αποχωρισμού και ήρθαμε στην Ελλάδα όπου χωριστήκαμε στα δύο. Οι μισοί κάτοικοι πήγαν στην Παλιά Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στη Ραφήνα, ενώ οι άλλοι, ήρθαμε στη Χαλκιδική και χτίσαμε τη Νέα Τρίγλια, για να μας θυμίζει το αξέχαστο χωριό μας».

           Σταματήσαμε κοντά στο λιμάνι και αφήσαμε το αυτοκίνητο για να περπατήσουμε στα όμορφα στενά της πόλης. Είχε δίκιο ο μπάρμπα Αλέξανδρος… από κάθε γωνιά της ξεπετάγονται τα ερείπια εκκλησιών που φανερώνουν το ένδοξο παρελθόν της. Στην καλύτερη κατάσταση βρίσκεται  ο ναός του Αγίου Στεφάνου, ο οποίος είχε μετατραπεί σε τζαμί.

Επιβλητικά ξεπροβάλλουν με το μεγάλο όγκο τους, αν και σε κακή κατάσταση, τα Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια.

Η άλλοτε περίφημη Παντοβασίλισσα, είναι σε τραγική κατάσταση. Ακόμα και ο συμπαθητικός γαϊδαράκος που κατοικούσε σε αυτήν πια, έσκυψε με ντροπή το κεφάλι του την ώρα που τον φωτογράφιζα για την κατάντια του σημαντικού μνημείου. Δεν άξιζε τέτοιας τύχης, αλλά η αδιαφορία των ανθρώπων το κατέστησε στάβλο. Ελπίζω οι Τούρκοι όταν θα καταλάβουν την ιστορία της, να της δώσουν τη θέση που τις αξίζει.

Υπάρχουν και πολλά ελληνικά σπίτια, που όταν κάποτε ανακαινιστούν, σε συνδυασμό με την ομορφιά της τοποθεσίας της πόλης, θα την καταστήσουν σπουδαίο τουριστικό προορισμό. Ήδη έχουν κτιστεί πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια για τους τουρίστες της θερινής περιόδου.

Επιστρέφοντας στο λιμάνι, επιλέξαμε ένα παλιό εστιατόριο για να δοκιμάσουμε τις περίφημες τρίγλες.

Ο Μεχμέτ ο Κρητικός, μας εμπιστεύθηκε ότι δεν υπάρχουν πλέον πολλά ψάρια και αυτό οφείλεται στη μόλυνση του Κυανού κόλπου. Για τα χάλια των μοναστηριών, συμπλήρωσε ότι οι κάτοικοι δε γνωρίζουν την ιστορία τους, αλλά δε διαθέτουν και τα χρήματα για να τα ανακαινίσουν. Τους δόθηκαν πολλές υποσχέσεις βοήθειας από το κράτος και ελπίζει πως θα εκπληρωθούν σύντομα.

Αφού φάγαμε τις τρίγλες μας, που τελικά σε τίποτα δε διέφεραν από τα μπαρμπούνια, μόνο ως προς τα μεγαλύτερα μουστάκια τους, φύγαμε για τα Κουβούκλια.

Το ίδιο βράδυ θα επισκεπτόμασταν, τηρώντας τις παραδόσεις, το σπίτι του Μπαϊράμ, που έμελλε να γίνει γαμπρός την Κυριακή.

Φθάσαμε απογευματάκι στα Κουβούκλια. Η Γκιούλ, η γυναίκα του Σεφέρ, άρχισε να γκρινιάζει γιατί αργήσαμε. Εγώ αισθάνθηκα πως έπρεπε να αποχωρήσω διακριτικά και έτσι δώσαμε ραντεβού στο σπίτι του Μπαϊράμ σε δυο ώρες.

Πήγα στο σπίτι του Μουσταφά και θέλησα να κοιμηθώ λιγάκι, όπως ήμουν κουρασμένος από το μεγάλο ταξίδι. Του ζήτησα να με ξυπνήσει σε δύο ώρες.

Στην ώρα μας βρισκόμασταν στο σπίτι του γαμπρού. Είχαν ήδη συγκεντρωθεί πολλοί συγγενείς, οι οποίοι είχαν καταφθάσει από νωρίς για να δωρίσουν τον γαμπρό.

Νέο παλικαράκι ο γαμπρός και ομορφόπαιδο, ταίριαζε γάντι στη γλυκύτατη Σεντέφ. Η βραδιά κύλησε όμορφα, με τους γονείς του παιδιού να κάνουν τα πάντα για να μείνω ευχαριστημένος, ενώ μια παρέα ηλικιωμένων ανθρώπων δεν έπαψε να με ρωτά για το χωριό τους, την Παλιά Καβάλα.

Όλοι τους εξέφρασαν την επιθυμία να την επισκεφθούν αν κάποτε κατόρθωναν να έρθουν στην Ελλάδα, όπου γεννήθηκαν οι γονείς τους. Ωστόσο, οικονομικά προβλήματα δεν τους το επέτρεπαν.

 «Insalah! αν δεν μπορέσουμε να έρθουμε εμείς, να έρθουν κάποτε τα παιδιά μας». Φύγαμε νωρίς, διότι το πρωί μας περίμενε ένα μεγάλο ταξίδι πάλι. Θα επισκεπτόμασταν τη Μυσόπολη ή Aydin Pinar, και αν προλαβαίναμε τους Ελιγμούς ή Kursunlu και το Παλλαδάρι ή Filidar, ή Gyndogdu.

 
Στην Μυσόπολη.
 
          Τη Μυσόπολη την είχα ακούσει σε ένα ποιηματάκι που μου έλεγε ο θείος ο Νίκος Καραμπουτσακίδης από την Πτολεμαΐδα. Με αυτό το ποιηματάκι εξυμνούσαν την ανδρεία που επεδείκνυαν οι Κουβουκλιώτες και οι Μυσοπολινοί ενάντια στους Τούρκους, μετά το 1915, όταν οι ορδές των Τσετών λεηλατούσαν τα Ελληνικά χωριά.
 
«Γεια σας Κουβούκλια όμορφα   και συ Μυσόπολη γεια σας,
που δεν αφήσατ’ τους εχθρούς   να μπούνε στα χωριά σας.»
 
Σύμφωνα με τον καθηγητή Σάββα Ιωαννίδη, στη Μυσόπολη εγκαταστάθηκαν χίλιοι πεντακόσιοι Έλληνες από την περιοχή της Θεσσαλίας.
Για την ονομασία της υπήρχαν πολλές ερμηνείες. Την ονόμαζαν  Μυσόπολη δηλαδή πόλη των Μυσών, και Μεσέπολη διότι υπήρχαν στην περιοχή πολλοί «μεσέδες» (βελανιδιές). Στα Οθωμανικά κιτάπια αναφέρονταν σαν Μεσέ Μπολού.
Ο περιηγητής Hammer ωστόσο, στην περιγραφή του ταξιδιού του στην περιοχή της Προύσας, αναφέρει ότι μετά μιας ώρας ταξίδι, φθάνει κανείς από τα Μουδανιά στη Μυσόπολη και επεξηγεί ότι η ονομασία της προέρχεται από το «μισή πόλις».
Ο γείτονας του θείου Νίκου Καραμπουτσακίδη, αδελφoύ της γιαγιάς μου της Τριανταφυλλούς, ο παππούς Χριστόφορος, καταγόταν από τη Μυσόπολη. Περνούσα πολλές ώρες μαζί του και κατέγραφα αυτά που μου έλεγε για το όμορφο χωριό του.
 «Το χωριό μας, Γιώργη, ανήκε στην υποδιοίκηση Μουδανιών, ξεκίνησε την περιγραφή του ο παππούς Χριστόφορος, είχε χίλιους πεντακόσιους κατοίκους και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής Μουδανιών.
Οι γονείς μας ασχολούνταν με την αμπελουργία, τη σηροτροφία, την ελαιοκομία και τη βαμβακοπαραγωγή. Βγάζαμε περίπου ενάμισι εκατομμύριο οκάδες ελιές, τετρακόσιες με πεντακόσιες χιλιάδες οκάδες σταφύλια και εβδομήντα με ογδόντα χιλιάδες οκάδες κουκούλια, τα οποία πουλούσαμε στις αγορές της Προύσας, της Κίου, των Μουδανιών και της Κωνσταντινούπολης.
Ήταν πλούσιο το χωριό μας και είχε σημαντική κτηματική περιουσία. Το 1914 με έξοδα της κοινότητας είχε κτιστεί πλήρες δημοτικό σχολείο, με αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, στο οποίο φοιτούσαν διακόσιοι πενήντα μαθητές και μαθήτριες.
Από το σχολείο της Μυσόπολης βγήκαν σπουδαίοι άνθρωποι, με κορυφαίο παράδειγμα το μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο. Εγώ δυστυχώς, αν και ήθελα να μάθω γράμματα, πήγα μόνο τρεις τάξεις διότι βοηθούσα τον πατέρα μου στις γεωργικές εργασίες.
Η εκκλησία μας, ασύγκριτης ομορφιάς ναός, με πολλές εικόνες φερμένες από τα Ιεροσόλυμα, ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Έξω από το χωριό και σε απόσταση δέκα λεπτών, υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη, όπου στις 29 Αυγούστου γινόταν μεγάλο πανηγύρι με τη συμμετοχή πολλών Ελλήνων και από τα γύρω χωριά.
Μεταξύ Μυσόπολης και Μουδανιών υπήρχε ένα άλλο παρεκκλήσι, που το ονομάζαμε του Σκοτεινού Αϊ Γιώργη, διότι βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά που είχε βάθος είκοσι μέτρων. Δίπλα στο Αγίασμά του υπήρχε σκαλισμένη σε μάρμαρο μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Το είχα επισκεφτεί με τον πατέρα μου, αλλά δεν τόλμησα να μείνω πολύ έτσι θεοσκότεινο που ήταν.
Οι Μυσοπολινοί ήταν πολύ θρήσκοι άνθρωποι και διατηρούσαν άλλα δυο Αγιάσματα, των Αγίων Φωτεινής και Άννας και άλλα τρία παρεκκλήσια προς τιμή της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Παντελεήμονα και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Τους Τούρκους δεν τους φοβόμασταν καθόλου. Πολλές φορές ο πατέρας μου  διηγούνταν διάφορες ιστορίες για την παλικαριά των χωριανών μας.
Έλεγαν ότι επί σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, η βασιλομήτωρ σουλτάνα  αποφάσισε να επισκεφθεί την Προύσα. Όταν πλησίαζαν στη Μυσόπολη, τους είχαν στήσει καρτέρι διάφοροι ληστές για να τους ληστέψουν.
Ευτυχώς όμως το αντιλήφθηκαν οι Μυσοπολινοί και τους απέκρουσαν, σώζοντας έτσι την βασιλομήτορα από δυσάρεστες καταστάσεις.
 
   Μυσόπολη. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
 
 Ο σουλτάνος Μαχμούτ  Β΄για να τους ευχαριστήσει, τους απένειμε φιρμάνι, σύμφωνα με το οποίο τους παρεχόταν πλήρης ελευθερία κινήσεων και πολλές τιμές.
Παλαιότερα το ταχυδρομείο της Ανατολής μεταφερόταν από την Προύσα στα Μουδανιά συνοδεία του Ντελή Μεχμέτ. Ένας στρατιώτης του, μπήκε σε ένα Μυσοπολινό αμπέλι και έκλεψε πολλά σταφύλια.
Τον είδε ο αγροφύλακας και διαμαρτυρήθηκε στον Ντελή Μεχμέτ. Αυτός θύμωσε και αφού συνέλαβε τον αγροφύλακα, τον ξυλοφόρτωσε και τον έδεσε στην ουρά ενός αλόγου, για να τον μεταφέρουν στην Προύσα.
Το περιστατικό αντιλήφθηκε ένας χωριανός και αφού συγκέντρωσε γρήγορα πολλά παλικάρια, πρόφθασαν τους Τούρκους. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, οι χωριανοί μου ξυλοφόρτωσαν τον Ντελή Μεχμέτ και απελευθέρωσαν τον αγροφύλακα.
 Από τότε όταν ο Ντελή Μεχμέτ συναντούσε κάποιον Μυσοπολινό, τον φρόντιζε σαν φίλο».
Το 1914 όμως αναγκαστήκαμε να αδειάσουμε το χωριό και φύγαμε για το Ντεμιρτέσι, ενώ άλλοι συμπατριώτες μας κατέφυγαν στην Αμερική. Επιστρέψαμε βέβαια το 1919 για να ξαναφύγουμε οριστικά το 1922.
Από τα Μουδανιά πήραμε το καράβι που μας κατέβασε στη Ραιδεστό και από εκεί με τα κάρα, μετά από πολλές στάσεις, ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε στην Πτολεμαΐδα.
Μαζί μας φέραμε και τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, την οποία εναποθέσαμε στην εκκλησία που οικοδομήσαμε προς τιμήν του Αγίου».
      Ξεκινήσαμε την άλλη μέρα για τη Μυσόπολη. Οδηγός αυτήν τη φορά ήταν ο Εμίν, ο εγγονός του παππού Ραμαζάν, ο οποίος λόγω της ιδιαίτερης σχέσης μου με τον παππού, με αποκαλούσε συγγενή του.
<<Αkrabam>>με ανέβαζε<<acrabam>>με κατέβαζε. Τόσο πολύ με συμπαθούσε. Ο Μουσταφά εκτελούσε χρέη συνοδηγού και φρόντιζε με τα καλαμπούρια του για την ψυχαγωγία μας.
        Η Μυσόπολη είναι χτισμένη σε υψόμετρο και είναι περιτριγυρισμένη και πνιγμένη στην κυριολεξία από λιόδεντρα. Το σημερινό της όνομα είναι Aydin Pinar, αλλά οι παλαιότεροι την ξέρουν και σαν Misebolu.
Σταματήσαμε στο κέντρο του χωριού όπου υπήρχαν τα καφενεία. Ευγενέστατοι οι κάτοικοι, οι οποίοι ήταν όλοι τους Τουρκοκρητικοί, μας κέρασαν τσάι και καφέ.
 Πήρα τη φωτογραφική μου μηχανή και απαθανάτισα κάθε πτυχή της εκκλησίας του Προδρόμου, η οποία ήταν δίπλα μας. Άνοιξα τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα μέσα. Το εσωτερικό της εκκλησίας ήταν σε άσχημη κατάσταση, ενώ σε μια γωνία ήταν πεταμένος ο ξυλόγλυπτος άμβωνας.
Ένας κύριος που με είχε συνοδέψει, μου είπε ότι προσπάθησαν να τον πουλήσουν στο Πατριαρχείο αλλά δεν ενδιαφέρθηκε κανείς.
Έτσι, η άλλοτε πανέμορφη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, είχε μετατραπεί σε αποθήκη ζωοτροφών, όπως άλλωστε και πολλές άλλες εκκλησίες στη Μικρά Ασία.
Στο χωριό υπήρχαν και πολλά παλιά ελληνικά σπίτια, που σε συνδυασμό με τα γραφικά καλντερίμια του χάριζαν μια ξεχωριστή ομορφιά.
 Αν ανακαίνιζαν αυτά τα σπίτια, η Μυσόπολη θα εξελισσόταν σε ένα μοναδικό παραδοσιακό χωριό.
Επέστρεψα στο καφενείο όπου η συντροφιά είχε πια μεγαλώσει κατά πολύ. Ηλικιωμένοι άνθρωποι που αναπολούσαν την πατρίδα τους, την Κρήτη και τη ζωντάνευαν μέσα από μαντινάδες και διάφορες άλλες ιστορίες.
Τους έδωσα τις πληροφορίες που ήθελαν για την Κρήτη και αναχωρήσαμε για ένα άλλο ιστορικό χωριό, τους Ελιγμούς ή με το σημερινό του όνομα Kursunlu.
Ακολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο από τα Μουδανιά για τους Ελιγμούς. Πανέμορφη διαδρομή με τις βουνοκορφές να καθρεπτίζονται στον Κυανό κόλπο, ενώ από ψηλά διακρίνονταν η Κίος ή Gemlik.
 Στους γραφικούς Ελιγμούς.
 
 
 
  Ελιγμοί. Η μονή του Αγίου Αβερκίου.
       «Ηλίου Βωμοί» ονομάζονταν οι Ελιγμοί από τους Βυζαντινούς και φαίνεται ότι η νέα ονομασία τους προέκυψε από παραφθορά της πρώτης Βυζαντινής ονομασίας. Κατ’ άλλους, η ονομασία της προήλθε από τον ελικοειδή δρόμο που οδηγεί από τους Ελιγμούς στην Κίο, που οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν Λιγμούς.
Σύμφωνα με την παράδοση, στη σημερινή θέση των Ελιγμών, υπήρχε παλαιότερα μια αρχαία πόλη, η οποία είχε σαν προάσπισμα το Παλλαδάρι, κτισμένο στην κορυφή του βουνού. Το γεγονός αυτό αποδείκνυε η ύπαρξη παλαιών επιγραφών, κτισμάτων, τειχών, υπονόμων που βρίσκονταν διάσπαρτοι στην ευρύτερη περιοχή.
Σε μία από αυτές τις επιγραφές, που σήμερα βρίσκεται στη Βιέννη, αναφέρονται τα κάτωθι…
                   «Διογένης  Διογένους  Ελεκοσμίων»
 Ο ιστορικός Ευαγγελίδης αναφέρει την επιγραφή αυτή ως απόδειξη πως στη σημερινή τοποθεσία του χωριού υπήρχε μια πόλη, της οποίας η αρχική ονομασία ήταν Ελεκοσμοί και με την πάροδο των χρόνων μετατράπηκε σε Ελιγμοί.
Πριν το 1914, στους Ελιγμούς κατοικούσαν χίλιοι τετρακόσιοι Έλληνες και διακόσιοι Τούρκοι, των οποίων η κύρια απασχόληση ήταν η γεωργία, η βαμβακοπαραγωγή, η παραγωγή κηπευτικών, οπωρικών και η αλιεία.
Στο πανέμορφο αυτό χωριό υπήρχαν τρεις εκκλησίες. Η Παναγία Παζαριώτισσα, κτισμένη δίπλα στο χώρο όπου γίνονταν το τοπικό παζάρι και η δεύτερη, αφιερωμένη στους Ταξιάρχες, βρισκόταν στο πάνω μέρος του χωριού.
Οι επίτροποι αυτών των δυο εκκλησιών, για την ευκολία των συναλλαγών τους, χρησιμοποιούσαν χαρτονάκια που έφεραν τη σφραγίδα τους και είχαν αξία δέκα με είκοσι παράδες. Στην αρχή, τα χρησιμοποιούσαν στην εκκλησία για την αγορά κεριών και σταδιακά άρχισαν να τα χρησιμοποιούν και στο παζάρι. Όταν οι επίτροποι απειλήθηκαν γι’ αυτή τους την ενέργεια, τότε τα αντικατέστησαν με άλλα, που έφεραν την επιγραφή «ΑΝΤΙΤΙΜΟΝ 1 ή 2 κεριών».
Στην παραλία των Ελιγμών ήταν κτισμένη η Βυζαντινή μονή του Αγίου  Αβερκίου. Πολλοί πίστευαν ότι στη θέση όπου βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Αβερκίου, υπήρχε παλιότερα η μονή Ηλίου Βωμοί ή Ελεοβωμητών ή Ελεοβώμων, από την οποία πήρε το όνομά του και το χωριό.
 Μέσα στον ιερό ναό, υπήρχε ο τάφος του Ανδρόνικου Κοντοστέφανου, ο οποίος ήταν μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών και υπηρέτησε στο μοναστήρι σαν μοναχός με το όνομα Αντώνιος.
  Η επιγραφή που βρίσκονταν στον τάφο του αναφέρει:
  «Ενταύθα κείται πορφυρόβλαστος κλάδος
 Κομνηνοφυής, αρετών πασών τύπος,
 Κοντοστέφανος Ανδρόνικος γεννάδας,
 και λοίσθον, Αντώνιος εν μονοτρόποις.
 Δουκός Μεγάλου του μυριαριστέως
 Υιωνός, εκσφράγισμα πατρομητρόθεν
 μυριονίκων προ γενών βασιλέων.
 Οι γουν ορώντες την σωρόν του κειμένου,
 εύχεσθε τούτω προς ψυχής σωτηρίαν:
 τη δωδεκάτην εύρεν ινδικτιώνα τέλος,
 την εικάδα τρίτην τε Φεβρουαρίου,
 ετών τρεχούσης εξάκις χιλιάδος
 επτακοσίων και δέκα συν επτάδι.»
  Ο Ανδρόνικος της επιγραφής πρέπει να είναι, σύμφωνα με τον Gregoire, γιος του Μεγάλου Δούκα Ανδρόνικου Κομνηνού, ο οποίος το έτος 1182, τυφλώθηκε μαζί με τα τέσσερα παιδιά του από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό(1182-1185), διότι συμμετείχαν σε μια συνομωσία εναντίον του αυτοκράτορα.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ανδρόνικος εξορίστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Αβερκίου και πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου της 12ης Ινδικτιώνος, το έτος 6717, πιθανώς το αντίστοιχο έτος 1209.
Η παράδοση αναφέρει επίσης, ότι οι Ηλίου Βωμοί, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, χρησιμοποιούνταν σαν τόπος εξορίας των μελών των αυτοκρατορικών οικογενειών.
 
   Ελιγμοί. Ο ναός των Ταξιαρχών.
 
Στους Ελιγμούς υπήρχαν δύο Αγιάσματα, αφιερωμένα στον Άγιο Ερμόλαο και στη Ζωοδόχο Πηγή.
Όσο για το δημοτικό σχολείο των Ελιγμών, με τους εκατόν σαράντα περίπου μαθητές του, είχε κτιστεί το 1885, επί αρχιερατείας Νικόδημου και το συντηρούσαν τα ταμεία των δύο εκκλησιών.
Στα 1914, από τους πρώτους κιόλας μήνες, οι Έλληνες κάτοικοι των Ελιγμών δέχονταν ενοχλήσεις από του Τούρκους συγχωριανούς τους.
Στις 24 Ιουνίου του 1915, δεχόμενοι διαταγές εκ των άνωθεν και με την κατηγορία ότι βοηθούν τα Εγγλέζικα υποβρύχια, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους, παίρνοντας μόνο τα απαραίτητα και να καταφύγουν στην Προύσα και στο Σουσουρλούκ.
Οι περισσότεροι από αυτούς αποδεκατίστηκαν από τις κακουχίες, τον υποσιτισμό και τον εξανθηματικό τύφο. Επέστρεψαν στην πατρίδα τους στις 20 Δεκεμβρίου του 1918, για να την εγκαταλείψουν οριστικά στις 28 Αυγούστου του 1922.
Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Χαλκιδικής, αλλά βρίσκουμε και άλλους, διασκορπισμένους σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Παραθέτω δυο τραγουδάκια, τα οποία μου τραγούδησε ο φίλος Γιώργος από τη Βέροια. Οι παππούδες του κατάγονταν από τους Ελιγμούς και του τα μάθανε όταν ήταν μικρός, μαθητής στο δημοτικό σχολείο.
 
Ένα Σαββάτο βράδυ.
Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή πρωί
βγήκα να σεργιανίσω μες την Οβριακή.
Βλέπω μια Εβραιοπούλα όπου χτενίζοντο
με αργυρό κατρέπτη και φακιολίζοντο.
Γυρίζω τριγυρίζω να της το πω στ’ αυτί
-Μωρή Εβραιοπούλα να γίνεις χριστιανή,
να λούεσαι Σαββάτο, ν’ αλλάζεις Κυριακή,
και να μεταλαβαίνεις Χριστού και τη Λαμπρή.
-Στάσ’ να το πω στη μάνα μου, να διω τι θα πει.
Μάναμ Ρωμιός με λέγει να γίνω χριστιανή,
να λούομαι Σαββάτο ν’ αλλάζω Κυριακή
και να μεταλαβαίνω Χριστού και τη Λαμπρή.
 -Κάλλιο ‘χω θυγατέρα μου σε Τούρκικο σπαθί,
παρά Ρωμιό να πάρεις να γένης χριστιανή.
 
 Περιβόλιμ οργωμένο.
Περιβόλιμ οργωμένο, μαργαριταροσπαρμένο,
πόχεις γύρω-γύρω αλτάνες και στα πλάγια ματζουράνες.
Έχεις μια μηλιά στη μέση, που κοντολυγά να πέσει.
Πάει ο νιος να κόψει μήλο, κι αποκρίνεται το φύλλο.
-Κλέφτη μου μη κόψεις μήλα, μη κορφολογάς τα φύλλα,
τάχει αφέντης μετρημένα στο τεφτέρι περασμένα.
 
Μετά από μια φανταστική διαδρομή φθάσαμε στους Ελιγμούς ή Kursunlu, δηλαδή μολυβένιο. Το χωριό είναι κτισμένο ψηλά, απ’ όπου έχει κανείς πανοραμική θέα στον κόλπο της Κίου. Πήγαμε μονομιάς στο κέντρο του χωριού, όπου βρισκόταν και η εκκλησία των Ταξιαρχών.
Οι φιλόξενοι κάτοικοι του χωριού μας υποδέχθηκαν εγκάρδια και μας κέρασαν το πατροπαράδοτο τσάι. Η καταγωγή τους ήταν από την Κρήτη και καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί, προσπαθούσαν να θυμηθούν φράσεις και μαντινάδες που είχαν μάθει από τους γονείς τους.
Λίγο πιο μακριά ύψωνε το ανάστημά της η εκκλησία των Ταξιαρχών, η οποία είχε μετατραπεί σε αποθήκη. Δε με άφησαν να μπω μέσα, ίσως να ντράπηκαν για την κατάστασή της και δεν ήθελαν να δω τα χειρότερα.
Ωστόσο, η θέα από εκεί ψηλά με αποζημίωσε.
 Θαύμασα το καινούργιο λιμανάκι που κατασκεύασαν οι Τούρκοι για να συνδέει τους Ελιγμούς με την Κωνσταντινούπολη και τα απέναντι παράλια. Στην παραλία, φαίνεται και η μονή του Αγίου Αβερκίου ή μάλλον ό, τι απέμεινε από αυτήν.
Θυμήθηκα τα λόγια ενός άλλου φίλου, του Γιώργου του Μιχαηλίδη από τα Μουδανιά. Ελιγμιώτης στην καταγωγή, γνώριζε πως τα τελευταία χρόνια προσπαθούν μέσω του Πατριαρχείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναστηλώσουν την ιστορική αυτή μονή και ελπίζουν παρά τις αντίξοες συνθήκες, να το καταφέρουν.
«Οι Ελιγμιώτες» ανέφερε επίσης ο Γιώργης, «είχαν καταλάβει ότι δε θα επέστρεφαν ξανά στην όμορφη πατρίδα τους και όταν έφευγαν για την Ελλάδα, έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους και τα έκαψαν. Δεν ήθελαν να μείνει τίποτε στους Τούρκους».
Φθάσαμε στην παραλία, όπου βρίσκονταν ο Άγιος Αβέρκιος, ο οποίος έπρεπε να ήταν το καθολικό της παλιάς μονής. Φαίνεται ότι προσπαθούν να τον αναστηλώσουν, αλλά απαιτείται ακόμη πολύ δουλειά για να το καταφέρουν. Ο ναός είναι σε κάκιστη κατάσταση. Προσκύνησα στο ναό, τράβηξα αρκετές φωτογραφίες και έκανα νόημα στο Μουσταφά να κατευθυνθούμε για το Παλλαδάρι.
Αφήσαμε πλέον τον παραλιακό δρόμο και ανεβήκαμε προς το βουνό με κατεύθυνση την Προύσα. Το αυτοκίνητο μούγγριζε στον ανήφορο και οι πολλές στροφές έκαναν το ταξίδι ανυπόφορο. Ώσπου να φθάσουμε στο Παλλαδάρι, σταματήσαμε τέσσερις με πέντε φορές διότι αισθανόμουν ζαλάδες και ναυτία.
 Στο Παλλαδάρι.
          Επιτέλους, φθάσαμε στο Παλλαδάρι μετά τριάντα λεπτά και κατευθυνθήκαμε στο καφενείο για να βρούμε το φίλο του Μουσταφά, το Φιλινταρινό Φαίκ αγά, έναν από τους καλύτερους κυνηγούς της περιοχής.
Πανέμορφο χωριό το Παλλαδάρι. Από την μια πλευρά του μπορείς να δεις τη θάλασσα και από την άλλη όλη την πεδιάδα της Προύσας, ενώ το διασχίζεις μονομιάς, διαβαίνοντας ένα μεγάλο κεντρικό δρόμο που το χωρίζει στα δυο.
Στην περιοχή δεσπόζουν οι δυο πελώριοι βράχοι που στέκουν αγέρωχοι πάνω από την πόλη, έτοιμοι για να την προστατέψουν από κάθε είδους κίνδυνο.
Στο κεντρικό καφενείο του χωριού υπάρχει σε μια άκρη του μια μαρμάρινη βάση που στη μέση της έχει σκαλισμένα φτερά.
«Αυτό το χρησιμοποιούσαμε για να σκεπάσουμε το στόμιο ενός πηγαδιού», μου είπε ένας παππούς ο οποίος καταγόταν από την Αριδαία.
 « Υψηλά στο Κάστρο κτισμένο,  με δροσιά και χάρη μεστό,
 Παλλαδάρι, λαμπρό Παλλαδάρι,   Βιθυνίας χωριό ξακουστό.»
 Με αυτό το όμορφο ποιηματάκι ξεκίνησε να ξεδιπλώνει το νήμα των αφηγήσεων του χωριού του, ο παππούς Χρήστος από τη Βέροια.
«Θέλω να σου αναφέρω ό, τι γνωρίζω για το όμορφο χωριό μου. Έτσι για να μείνει ζωντανό μέσα από τις μνήμες.
Το Παλλαδάρι, λοιπόν, ήταν κτισμένο στο ύψωμα που δέσποζε στην περιοχή, μεταξύ της Προύσας και της ανατολικής παραλίας του Κυανού κόλπου, λίγο πιο ψηλά από τους Ελιγμούς. Οι παλαιότεροι του χωριού μας έλεγαν ότι το χωριό μας κτίστηκε για να προστατεύει τους Ελιγμούς και γι’ αυτόν το λόγο επικοινωνούσε μαζί του με μια υπόγειο σήραγγα.
Ο ιστορικός Σάββας Ιωαννίδης έγραψε ότι πήρε το όνομά του από το άγαλμα της Παλλάδας Αθηνάς, το οποίο είχε βρεθεί δίπλα σε έναν πελώριο βράχο που τον ονόμαζαν Κάστρο. Ένας άλλος ιστορικός , ανέφερε ότι η ονομασία του χωριού προέρχεται από το «Palladum», δηλαδή φρούριο της Παλλάδας.
Το Παλλαδάρι είχε περίπου τρεις χιλιάδες κατοίκους, οι οποίοι μιλούσαν οικογένειες από την Ήπειρο, που εγκαταστάθηκαν στο χωριό πριν από εκατό χρόνια.
Οι πατεράδες μας ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη σηροτροφία και την αμπελουργία. Τα σταφύλια του Παλλαδαρίου, ευνοημένα από τις κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, θεωρούνταν τα καλύτερα και τα πουλούσαν στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρουμανία, στη Ρωσία, στη Βουλγαρία και στα παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Είχαμε και εμείς πολλά αμπέλια και τρώγαμε σταφύλια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από το φθινόπωρο ήδη, οι γονείς μου έπλεκαν σε αρμαθιές -χεβέγκια- τσαμπιά από σταφύλια. Έπειτα, τα τοποθετούσαν σε πολύ δροσερό μέρος, κάτω στο υπόγειο του σπιτιού και τα σκέπαζαν με σεντόνια. Μέσα από τη διαδικασία αυτή τα σταφύλια συντηρούνταν μέχρι και το Πάσχα.
Ανατολικά του χωριού, οχτακόσια μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, υπήρχε ένας μεγάλος βράχος, που οι γηραιότεροι κάτοικοι ονόμαζαν Κάστρο. Έμοιαζε σαν ένα φυσικό φρούριο, το οποίο προστάτευε το χωριό και ίσως να αποτελούσε την Ακρόπολή του.
Ακολουθώντας κανείς το δρόμο που οδηγεί εκεί, διακρίνει δεξιά και αριστερά τα λείψανα παρεκκλησιών, βωμών, κιονόκρανων και μαρμάρων, που φανερώνουν την πιθανή ύπαρξη μιας παλαιότερης πόλης.
Στην κορυφή του «Κάστρου», υπήρχε μια μεγάλη κυκλική τρύπα μεγάλου βάθους, όπου σύμφωνα με τους παππούδες μας, παλαιότερα κρύβονταν τα γυναικόπαιδα για να αποφύγουν τους γενίτσαρους.
Μέσα στο χωριό μας, υπήρχαν τρεις εκκλησίες, η μια πιο όμορφη από την άλλη. Ήταν αφιερωμένες στην Παναγία, στους Ταξιάρχες και στην Αγία Τριάδα.
Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, η οποία ήταν και η πιο καινούργια, είχε κτιστεί το 1918 και ήταν έργο λαμπρής αρχιτεκτονικής τέχνης.
Δημιουργός της ήταν ο σπουδαίος αρχιτέκτονας, Φώτης Αποστολίδης. Βασικός χρηματοδότης του έργου, ένας πλούσιος συγχωριανός μας, ο Χατζή Δημήτρης.
Η πιο παλιά από τις εκκλησίες μας, ήταν αυτή των Ταξιαρχών, στον πάνω μαχαλά, ενώ η άλλη εκκλησία, αφιερωμένη στην Παναγία, ήταν πέτρινη και πιο μεγάλη από αυτή των Ταξιαρχών.
Λίγο έξω από το χωριό υπήρχε το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, το οποίο είχε κτίσει ο Φώτης Αποστολίδης. Θυμάμαι ότι τη ημέρα της γιορτής του Αϊ Γιώργη γινόταν μεγάλο πανηγύρι από το οποίο δεν έλειπε κανείς.
Ψηλά στο Κάστρο, υπήρχαν τα ερειπωμένα βυζαντινά παρεκκλήσια του Αγίου Ιωάννη, της Ανάληψης και της Αγίας Παρασκευής, το οποίο τελευταία είχε γκρεμιστεί αλλά το Άγιασμα του παρέμενε άθικτο.
Την ημέρα που γιόρταζαν όλα τα παρεκκλήσια, ο παππάς του χωριού μαζί με πολλούς κατοίκους, τα επισκέπτονταν και έψαλλε τη Θεία Λειτουργία. Πήγαινα και εγώ μαζί με τους γονείς μου, όχι σε όλα όμως, μόνο σε αυτά που βρίσκονταν πλησιέστερα στο χωριό.
Στο δρόμο για την Προύσα, λίγο πιο έξω από το χωριό, υπήρχε η μικρή εκκλησία του Αγίου Θύρσου με το Άγιασμα της. Στις 20 Νοεμβρίου που γιόρταζε ο Άγιος, όσοι κάτοικοι είχαν κάνει κάποιο τάμα, έρχονταν στην εκκλησία και έκαναν κουρμπάνια. Θυσίαζαν αρνιά, κότες και άλλα μικρά ζώα.
 
 
   Παλλαδάρι.
 Η παράδοση αναφέρει ότι ο Άγιος Θύρσος, που γεννήθηκε και έζησε σε αυτήν την περιοχή, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Ρωμαϊκό στρατό.
Όταν ασπάστηκε το χριστιανισμό, λιποτάκτησε, ήρθε στην περιοχή της Προύσας και έκτισε ένα σπίτι έξω από το Παλλαδάρι, όπου και ασκήτευε. Γρήγορα έγινε πολύ γνωστός για την Αγιότητά του και πολλοί χριστιανοί, αλλά και Τούρκοι από τα γύρω τουρκικά χωριά, έρχονταν να τον επισκεφθούν και να ζητήσουν τη βοήθειά του. Τον αποκαλούσαν Παππού και γιατρό, διότι είχε το χάρισμα να θεραπεύει τους αρρώστους που υπέφεραν από τον ελώδη πυρετό.
Στο χωριό μας είχαμε και άλλα Αγιάσματα, με πιο γνωστά αυτό του Αϊ Γιάννη και της Γέννας, που γιόρταζε στις 15 Σεπτεμβρίου. Ανατολικά του παρεκκλησιού του Αγίου Γεωργίου, οι αρχαιολόγοι είχαν βρει έναν τάφο που οι γηραιότεροι κάτοικοι του χωριού πίστευαν ότι ανήκε στο σπουδαίο Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα. Στον τάφο βρέθηκαν πολλά τεμάχια πανοπλίας  ο τελαμώνας ενός ξίφους και ένα δαχτυλίδι. Όλα αυτά τα ευρύματα  είχαν κατασχεθεί από την τουρκική κυβέρνηση>>.
Ως γνωστόν ο στρατηγός Αννίβας (246-183), μετά τον τρίτο Καρχηδονιακό πόλεμο, κατέφυγε στην Προύσα και ζήτησε καταφύγιο στο φίλο του βασιλιά Προυσία. Όταν όμως κατάλαβε ότι ο Προυσίας θα τον παρέδιδε στους Ρωμαίους ενδίδοντας στις πιέσεις τους, απέδρασε  και κατέφυγε στην πόλη Λίβυσσα  που βρίσκονταν κοντά στο Ρύσιον.
Εκεί αυτοκτόνησε  πίνοντας κώνειο ή πέθανε  συνέπεια κάποιου σοβαρού τραυματισμού του κατά την διάρκεια της απόδρασής του, σε ηλικία 65 ετών. Μετά από ανασκαφές που έλαβαν χώρα πριν πολλά χρόνια, ο τάφος του βρέθηκε στην πόλη Gebze  κοντά στην  Darica.
<< Στην περιοχή γύρω από το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, που προφανώς ήταν σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος είχαν βρεί και ένα πανέμορφο κύπελλο με  παραστάσεις του Τρωικού πολέμου.
Θυμάμαι αυτό το κύπελλο, το οποίο φύλαγαν στη βιβλιοθήκη του Παρθεναγωγείου, από τις διηγήσεις της μάνας μου.
Στο χωριό μας υπήρχε εξατάξιο σχολείο αρρένων και το Ιβανώφειο Παρθεναγωγείο, με τριακόσιες μαθήτριες, μία μεγάλη βιβλιοθήκη και νηπιαγωγείο.  Πήγα και εγώ στο σχολείο, αν θυμάμαι καλά τρεις ή τέσσερις τάξεις. Μας είχαν μάθει το παρακάτω τραγουδάκι…
 
«Με κώδων προσκαλεί  τα ενάρετα παιδία
 κώδων προσκαλεί  τα καλά και επιμελή.
 Μένουν νηστικά τ’ ανάγωγα παιδιά,
 τα κακά και αμελή.»
 
Την πλατεία του χωριού μας ομόρφαινε περισσότερο, η προτομή του μεγάλου ευεργέτη μας, του Κωνσταντίνου Ιβανώφ.
Εμπορευόταν με το Ρωσικό κράτος, το οποίο του είχε απονείμει πολλά παράσημα και για τις υπηρεσίες που προσέφερε τον είχε διορίσει δήμαρχο Οδησσού.
Ο Ιβανώφ λοιπόν, με τις δωρεές του έκανε πολλά κοινωφελή έργα. Στην πλατεία του χωριού μας είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο ηλιακό ρολόι, το μοναδικό της περιοχής, για το οποίο όλοι μας αισθανόμασταν μεγάλη περηφάνια.
Επίσης, με εισφορές του μεγάλου αυτού ευεργέτη, είχαν δοθεί υποτροφίες σε πολλούς μορφωμένους χωριανούς μας για να μετεκπαιδευτούν στη Ρωσία. Μεταξύ αυτών ήταν ο γιατρός Νικόλας Γιαννακίδης ο Παλλαδαρινός, ο Αθανάσιος Βαλαβάνης, η κυρία Αγλαία Μεταξοπούλου κ.α.
 Άλλη μια μεγάλη μορφή του Παλλαδαρίου ήταν ο Μητροπολίτης Καισάρειας και κατόπιν διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής, κύριος Ευστάθιος Κλεόβουλος.
 Με τις ενέργειες του ιδρύθηκε στο Ζιντζίρ Ντερέ της Καππαδοκίας, η Ροδοκανάκειος Ιερατική Σχολή».
            Στο καφενείο μας περίμενε ο Φαίκ αγάς, ένας συμπαθέστατος παππούς με καταγωγή από τη Δράμα. Πολύ πρόθυμα μοιράστηκε μαζί μου τις αναμνήσεις του.
 «Όταν ήρθαν οι γονείς μας από την Ελλάδα, το χωριό ήταν καμένο και κατεστραμμένο. Διαδιδόταν ότι την φωτιά που κατέστρεψε το παλιό χωριό την είχαν βάλει στρατιώτες του Ελληνικού στρατού ή οι Έλληνες κάτοικοί του, για να μη μείνει τίποτε σε εμάς.
Λυπόμασταν πολύ όταν μαθαίναμε από αναφορές των κατοίκων διπλανών χωριών, πόσο μεγάλο και πλούσιο χωριό ήταν το Φιλιντάρ. Ίσως βέβαια και εμείς στη θέση τους με τον ίδιο τρόπο να αντιδρούσαμε.
Δεν είχαμε άλλο παρά να το κτίσουμε από την αρχή, με αγάπη και μεράκι και έτσι σιγά-σιγά προκόψαμε. Σήμερα ασχολούμαστε με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αμπελουργία. Πολλοί βέβαια από τους νέους μας, λόγω ανεργίας, έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στην Προύσα.
Το σημερινό όνομα του χωριού μας είναι Gundogdu, αλλά ακόμη και σήμερα το αποκαλούν με το παλιό, που είναι Filidar. Ανήκει στον δήμο Osmangazi Προύσας.
Αξίζει να αναφέρω και μια από τις σημαντικότερες διοργανώσεις που γίνονται κάθε χρόνο στο χωριό μας, τους αγώνες ελευθέρας πάλης. Έρχονται παλαιστές από όλα τα γειτονικά κράτη και μάλιστα πέρυσι, στην κατηγορία βαρέων βαρών, κέρδισε ένας Έλληνας από τη Θεσσαλονίκη. Αυτό χαροποίησε όλους τους χωριανούς μας, διότι τους Έλληνες τους θεωρούμε αδέλφια μας.
Ήπιαμε το τσάι που μας πρόσφερε ο Φαίκ και φύγαμε από το Παλλαδάρι με κατεύθυνση τον Πλατύανο. Πήραμε το δρόμο για την Προύσα. Έπρεπε να βιαστούμε διότι το βράδυ θα πηγαίναμε στο σπίτι του Σεφέρ, όπου συνεχίζονταν οι προετοιμασίες για το γάμο της κόρης του.
 Στον Πλατύανο.
         Ο Πλατύανος φαίνεται μεγάλο και περιποιημένο χωριό. Συναντάς παντού καλοστρωμένους δρόμους και όμορφα σπιτικά.
Έχει ενωθεί με την Προύσα και πλέον θεωρείται «μαχαλάς» του δήμου Osmangazi Προύσας. Το καινούργιο όνομά του, είναι Υυnuseli, αλλά μπορείς να το αναζητήσεις και με το παλιό τούρκικο όνομα, Μπελεντύανος, το οποίο αναγνωρίζουν κυρίως οι γηραιότεροι κάτοικοι της περιοχής. Στα κατάστιχα  των ιερών ιδιοκτησιών  (vakif-βακούφι) του 1454-55 αναφέρεται σαν Μπλαντύανος και σύμφωνα με την προφορική παράδοση  ήταν παλιότερα ιδιοκτησία  μοναστηριού  μεβλεβήδων δερβίσιδων οι οποίοι παραχωρούσαν τις καλλιεργήσιμες γαίες τους στους χριαστιανούς έναντι καθορισμένου ετήσιου φόρου.
      Πολλοί πρόσφυγες από τον Πλατύανο κατέφυγαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στη Βέροια. Εκεί, σε ένα παλιό σπίτι στο Τσερμένι, τον προσφυγομαχαλά της πόλης, συνάντησα τη γιαγιά Σταυρούλα. Με μεγάλη της χαρά δέχτηκε να μου διηγηθεί όσα έζησε η ίδια και όσα της είχαν διηγηθεί οι γονείς της για το χωριό όπου γεννήθηκε.
 
 
   Ο Πλατύανος.
 «Στον Πλατύανο, κύριε Γιώργο, κατοικούσαν περίπου πεντακόσια άτομα, εκατόν πενήντα ελληνικές οικογένειες και πενήντα τουρκικές.  Απ’ ότι θυμάμαι, είχε δυο μουχτάρηδες, έναν Έλληνα και έναν Τούρκο.
Ο τελευταίος Έλληνας μουχτάρης ήταν γείτονάς μας και τον γνώριζα πολύ καλά. Τον έλεγαν Αρναούτ Παναγιώτ και ήταν ένας πολύ προκομμένος κτίστης.
Είχε έρθει στο χωριό πριν από πολλά χρόνια, όπως και πολλοί άλλοι,  από τη Βόρειο Ήπειρο για να βρει δουλειά. Γνώρισε και παντρεύτηκε μια συγχωριανή και έτσι εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό μας.
Το χωριό ήταν χωρισμένο σε τρείς μαχαλάδες. Στο κέντρο του χωριού, υπήρχαν τα ελληνικά σπίτια και στις δυο άκρες του τα τουρκικά.
Τον κεντρικό, όπου διέμεναν οι Έλληνες, τον ονόμαζαν Ρούμ μαχαλά, ενώ τους άλλους δύο, Ασαγί μαχαλά και Τζαμί Ονού.
Ρωτώντας τον πατέρα μου από πού προέρχονταν οι Τούρκοι του χωριού μας, μου απάντησε ότι ήταν πρόσφυγες από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία και είχαν εγκατασταθεί στο χωριό στα τέλη του 19ου αιώνα.
Γενικά το χωριό μας ήταν πλούσιο. Είχαμε δυο μπακάλικα από όπου ψώνιζαν οι γονείς μας τα απαραίτητα αγαθά. Για μεγαλύτερες αγορές κατέφευγαν στην Προύσα, όπου εύρισκε κανείς και του πουλιού το γάλα.
Η μεγαλύτερη αδελφή μου, η Γραμματού, μαζί με άλλα κορίτσια του χωριού εργάζονταν στην Προύσα, στο εργαστήριο μεταξουργίας κάποιου πλούσιου Έλληνα.  Όταν έρχονταν στο χωριό, μου έφερνε του κόσμου τα καλούδια, αγορασμένα από το ξακουστό Καπαλί Τσαρσί της Προύσας.
Εγώ δυστυχώς ήμουν πολύ μικρή και δεν κατάφερα να πάω ποτέ στην όμορφη αυτή πόλη.
Στην Προύσα βέβαια μπορεί να μην πήγα, αλλά γύρισα κάθε σπιθαμή του κάμπου, όπου ήταν τα χωράφια μας. Θυμάμαι ακόμη τις ονομασίες όλων των περιοχών γύρω από το χωριό: το Ατζέμπερε, που ήταν μισή ώρα νότια του χωριού, το Εφικλί, Ταρλά, Κογιούνμπασι, Μπαχτσέ Αρκασί, Ντερμέν Ντερέ, Ντουφλού Ταρλά, Ορμάν, Ορμάν γιολού.
Στην περιοχή Κόβαλικ, υπήρχαν πολλά οπωροφόρα δέντρα, όπου πηγαίναμε να κλέψουμε μήλα. Παίρναμε βέβαια τις προφυλάξεις μας για να μη μας αντιληφθεί ο γουρουτζής, ο αγροφύλακας.
Αν συνέβαινε αυτό, τότε το βράδυ μας περίμενε πολύ ξύλο και τιμωρία σκληρή για να μην το επαναλάβουμε. Σε μια άλλη περιοχή, την Ντουμπέκ Ονού, υπήρχε ένα τεράστιο πέτρινο ντουμπέκι (γουδί), όπου πήγαιναν οι μανάδες μας και κοπανούσαν το στάρι για να κάνουν το «κεσκέκι», ένα από τα αγαπημένα μας φαγητά.
Εκεί επίσης, συγκεντρωνόταν κάθε Πάσχα όλο το χωριό. Ψήναμε, χορεύαμε και τραγουδούσαμε γιορτάζοντας την Ανάσταση του Κυρίου.
Δίπλα από το χωριό, έρεε ο ποταμός Νιλουφέρ, ο αρχαίος Οδρύσης. Με τα νερά του λειτουργούσε ο αλευρόμυλος του συγχωριανού μας, του Γαβριήλογλου. Οι κάτοικοι του χωριού άνοιγαν μεγάλα αυλάκια και μετέφεραν το νερό του ποταμού στα χωράφια τους, με αποτέλεσμα να έχουμε πλούσιες παραγωγές από την ενασχόληση με τη γεωργία. Τα κύρια προϊόντα μας ήταν τα φρούτα, τα δημητριακά και τα κουκούλια, ενώ κάποιοι ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία.
H γλώσσα που μιλούσαμε στο χωριό ήταν τα τουρκικά. Στο σχολείο με χίλια ζόρια μαθαίναμε λίγα ελληνικά και τα ξεχνούσαμε αμέσως όταν πηγαίναμε στο σπίτι, διότι δεν τα χρησιμοποιούσαμε καθόλου.
Για να σου δώσω να καταλάβεις, την Κυριακή που πηγαίναμε στην εκκλησία, ακούγαμε τη Θεία Λειτουργία, αλλά δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Τότε ο παπάς αναγκαζόταν να εξηγήσει το Ιερό Ευαγγέλιο στα τουρκικά.
Όταν πάλι μας επισκεπτόταν ο Δεσπότης από την Προύσα, χαιρόμασταν μεν που τον είχαμε κοντά μας, αλλά από την ομιλία του δεν καταλαβαίναμε πολλά πράγματα. Έτσι ο παπάς αναλάμβανε για άλλη μια φορά το έργο της μετάφρασης. 
Οι γηραιότεροι του χωριού θυμούνταν ότι παλαιότερα μιλούσαν και ελληνικά στο χωριό. Ωστόσο, οι τουρκικές αρχές, τους απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, με την απειλή ότι θα τους έκοβαν τη γλώσσα.
Το μικρό μικτό σχολείο μας, είχε πενήντα μαθητές με ένα δάσκαλο και το συντηρούσαν το εκκλησιαστικό ταμείο και το Ζαρίφειο Ίδρυμα.
 Ελάχιστοι μαθητές παρακολουθούσαν όλες τις τάξεις του σχολείου, διότι κανείς δεν είχε το ενδιαφέρον να μάθει γράμματα.
Τα αγόρια προτιμούσαν να πάνε να φοιτήσουν στη γεωργική σχολή, που ήταν σε απόσταση τριάντα λεπτών από το χωριό. Μάθαιναν και γράμματα εκεί, αλλά κυρίως αποκτούσαν γνώσεις για τη συστηματική ενασχόληση με τη γεωργία. Στο χώρο αυτό, το 1920, όταν ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε την Προύσα, κατασκεύασαν ένα αεροδρόμιο για τις ανάγκες της αεροπορίας.
Η πέτρινη και πανέμορφη εκκλησιά μας, στο κέντρο του χωριού, ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο. Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία για να εκκλησιαστούμε και καθόμασταν στο γυναικωνίτη, του οποίου η είσοδος ήταν στο προαύλιο. Αυτό συνέβαινε για να μη συναντιούνται τα αγόρια με τα κορίτσια, πράγμα που το θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία.
Από εκεί ψηλά χάζευα την τεράστια αγιογραφία του Παντοκράτορα πάνω στον τρούλο, αλλά και τις πολλές ασημένιες εικόνες που διέθετε η εκκλησία μας και τις οποίες είχαν χαρίσει ως τάμα οι χωριανοί.
Δίπλα στην εκκλησία, υπήρχε ένα χάνι με τρία δωμάτια για τη φιλοξενία των επισκεπτών. Το κτίσμα ανήκε στην εκκλησία, η οποία το νοίκιαζε στους χαντζήδες. Στον ίδιο χώρο υπήρχε και η Μητρόπολη, το σπίτι όπου έμεναν οι παπάδες και οι δάσκαλοι.
Στο προαύλιο της εκκλησίας υπήρχε ένα τεράστιο πλατάνι. Ήταν τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσαν να το αγκαλιάσουν ούτε τέσσερα άτομα μαζί.
Όταν κουραζόμασταν μέσα στην εκκλησία πηγαίναμε από κάτω του και παίζαμε παιχνίδια.
Όπως και σε όλα τα χωριά της Μικράς Ασίας, έτσι και στο δικό μας υπήρχαν πολλά παρεκκλήσια και Αγιάσματα, στα οποία κατέφευγαν οι χριστιανοί όταν βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, αναζητώντας τη βοήθεια και την προστασία τους.
Υπήρχε και μια μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο, στο νεκροταφείο μας, κοντά στον τούρκικο μαχαλά. Πολύ σπάνια λειτουργούσε εκεί ο παπάς. Πηγαίναμε να ανάψουμε κερί μόνο όταν πέθαινε κανείς ή όταν κάναμε τρισάγιο στη μνήμη κάποιου συγγενούς.
Όλοι οι τάφοι των νεκρών μας είχαν ξύλινους ή μαρμάρινους σταυρούς. Όταν κάποτε ένας Τούρκος έκλεψε μια μαρμάρινη πλάκα και τη φόρτωσε στον ώμο του για να την μεταφέρει σπίτι του, ο Άγιος Αθανάσιος τον τιμώρησε για την απερισκεψία του και από τότε έμεινε καμπούρης.
Τιμούσαμε πολύ τον Άγιο Αθανάσιο, και στην είσοδο του χωριού, του είχαμε αφιερώσει και ένα Αγίασμα το οποίο γιόρταζε στις 2 Μαΐου. Δίπλα του, ένα τεράστιο πλατάνι του χάριζε μεγαλοπρέπεια και τον παχύ ίσκιο του, όπου ξεκουράζονταν οι περαστικοί. Αυτό το Αγίασμα το σέβονταν πολύ και οι Τούρκοι, οι οποίοι το επισκέπτονταν πολλές φορές, άναβαν τα καντήλια του και έφευγαν πίνοντας από το Άγιασμα του.
Μέσα σε ένα χωράφι προς το τούρκικο χωριό Τσελτίκ Κιόι, υπήρχε το Αγίασμα της Αγίας Αικατερίνης, ενώ στο δρόμο προς το Παλλαδάρι, το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής. Δίπλα σε αυτό το Αγίασμα, υπήρχε ένα παλιό θολωτό κτίσμα, μέσα στο οποίο υπήρχε μια παλιά εικόνα της Αγίας. Παρόμοιο κτίσμα αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, υπήρχε και μέσα στο χωριό.
Οι Τούρκοι συγχωριανοί μας, είχαν στο μαχαλά τους ένα τζαμί και ένα μικρό σχολείο. Είχαμε επίσης στη διάθεσή μας τέσσερα καφενεία, τρία ελληνικά και ένα τούρκικο.
 Αχ μπρε Γιώργη… πολλές φορές συλλογιέμαι το χωριό μου και κλαίω. Θέλω πολύ να πάω, αλλά δε βαστούν τα πόδια μου και φοβάμαι πολύ τους Τούρκους. Τόσα τραβήξαμε εξαιτίας τους>>.
Θαρρείς πως οι σκέψεις ξεχύθηκαν για λίγο σε άλλα μονοπάτια, αλλά σε πολύ λίγο επανήλθε και συνέχισε…
 «Θυμάμαι και δυο τρία έθιμα του τόπου μου, Γιώργο. Νομίζω πως θα τα βρεις πολύ ενδιαφέροντα.
Την πρώτη Μαρτίου η μάνα μου, θυμάμαι, όπως και οι άλλες συγχωριανές, άνοιγαν τα παράθυρά τους για να ξεσκονίσουν τις κουβέρτες τους και έλεγαν η μια στην άλλη «Μάρτ ιτσερί πιρέ ντιτσαρί», που σημαίνει ήρθε ο Μάρτης και φεύγουν οι ψύλλοι. 
Τη Μεγάλη Πέμπτη τοποθετούσαν το σπόρο του μεταξοσκώληκα σε ένα κουτί και τον πήγαιναν να διαβαστεί στα δώδεκα Ευαγγέλια, για να είναι ευλογημένος.
Την Πρωτομαγιά πάλι, ξεχυνόμασταν μικροί μεγάλοι στον κάμπο για να πιάσουμε το Μάη. Αυτήν τη μέρα έπρεπε να πίνουμε πολύ γάλα και αν κάποιος δεν είχε δανείζονταν από τους άλλους.
Τι τα θες όμως, Γιώργη, κουζούμ?
Όλα ξεχάστηκαν όταν πήραμε το πλοίο από τα Μουδανιά και βγήκαμε στη Ραιδεστό. Από εκεί σκορπιστήκαμε στους νομούς Κοζάνης, Ημαθίας και Σερρών».
         Όπως προανέφερα, ο Πλατύανος και γενικά όλα τα μεγάλα χωριά γύρω από την Προύσα, έχουν εξελιχθεί πολύ. Έχουν κτιστεί πολλές πολυκατοικίες, οι οποίες όμως έχουν όλες το ίδιο στυλ και σου δίνουν την εντύπωση μιας άχαρης τσιμεντούπολης. Το αεροδρόμιο που είχαν κτίσει κάποτε οι έλληνες στρατιώτες, μεγάλωσε και έγινε πιο σύγχρονο.
Δεν γνωρίζω όμως αν χρησιμοποιείται από μεγάλα αεροπλάνα. Άλλωστε το αεροδρόμιο που συνδέει την Προύσα με τις άλλες πόλεις της Τουρκίας, έχει κτιστεί κοντά στο Γενή Σεχήρ, πενήντα χιλιόμετρα πιο μακριά.
          Φύγαμε γρήγορα -γρήγορα διότι σαν... κοντινοί  συγγενείς της νύφης, έπρεπε να είμαστε κοντά στο μπαμπά της, το Σεφέρ, που είχε ανάγκη τη βοήθειά μας.
Φθάσαμε στα Κουβούκλια αργά το απόγευμα.
Ο Μουσταφά με τις μαλαγανιές του, ανέλαβε να κατευνάσει τα νεύρα της Σαχανιέ, η οποία μας έβαλε τις φωνές γιατί αργήσαμε να επιστρέψουμε από το ταξίδι μας.
Έφτανε ένα… Κουζούμ, γιαβρούμ… και η Σαχανιέ έβαλε τόπο στην οργή της και τα ξέχασε όλα. Μας πληροφόρησε ότι είχε έρθει ένας συγγενής της από το χατζηλήκι και μας προσκάλεσε στο σπίτι του.
Δεχθήκαμε με χαρά την πρόσκληση και χωρίς δεύτερη κουβέντα πλυθήκαμε και αλλάξαμε ρούχα. Επισκεφθήκαμε το Χατζή Χασάν, ο οποίος μας υποδέχτηκε πολύ εγκάρδια. Στο μακάριο πρόσωπό του, παρατήρησα πως ήδη άρχισε να ξεχωρίζει η γενειάδα που έχουν οι Χατζήδες και τους χαρακτηρίζει για όλη τους τη ζωή.
Στο σπίτι του είχαν μαζευτεί πολλοί συγγενείς και συγχωριανοί και δεν προλάβαινε να διηγείται, με περισσή υπερηφάνεια, το ιστορικό γι’ αυτόν ταξίδι στη Μέκκα, που είναι για όλους τους καλούς μουσουλμάνους ένα όνειρο ζωής.
Αφού μας κέρασαν όλους διάφορα γλυκά και τσάι, μας πρόσφερε δώρα από το Χατζηλήκι. Για μας μικρά κομπολόγια και για τους πιο κοντινούς συγγενείς όμορφα δαχτυλίδια. Ρώτησα το Μουσταφά αν θα μπορούσα να έδινα και εγώ ένα δώρο στο Χασάν, ένα μπουκάλι ούζο.
Κάπως απότομα, μου απάντησε πως κάτι τέτοιο θα ήταν προσβολή για ένα χατζή, διότι η μουσουλμανική θρησκεία απαγορεύει τη χρήση αλκοόλ.
Ευχαριστήσαμε το Χασάν, του ευχηθήκαμε καλός Χατζής και φύγαμε. Σκοπεύαμε να περάσουμε από το σπίτι του πατέρα του Σεφέρ, ο οποίος μας υποσχέθηκε ότι θα μας φιλέψει. Η Σαχανιέ θα παρέμενε στον ξάδελφο της και αργότερα θα πήγαινε μόνη της στο σπίτι.
Ο παππούς Μεχμέτ μας περίμενε με αδημονία. Ήθελε και αυτός να προσφέρει κάτι στο μουσαφίρη από την Ελλάδα, που σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα έγινε αδελφικός φίλος του γιού του.
Καμάρωνε για το Σεφέρ, τουλάχιστον αυτό έδειχνε το βλέμμα του. Όπως και όλα τα παιδιά του έδειχναν ότι τον αγαπούσαν πολύ και τον σέβονταν.
Οι νύφες είχαν μαγειρέψει πλούσια εδέσματα. Κοντά σε αυτές, είχε προσέλθει από νωρίς και η μέλλουσα νύφη, η Σεντέφ για να προσφέρει χείρα βοηθείας στους δικούς της ανθρώπους. Ένα μέρος της προίκα της, αυτό που της προσέφερε σαν δώρο ο παππούς, κυρίως κεντημένα παπλώματα, τσεβρέδες και χαλιά, ήταν όμορφα στοιβαγμένο πάνω σε ένα σεντούκι.
Ο Σεφέρ μου ανέφερε πως η Σεντέφ, ήταν η αγαπημένη εγγονή του παππού, και για να τον τιμήσει θα έβγαινε από το σπίτι του νύφη, και όχι από το πατρικό της, όπως συνηθιζόταν.
Τα παραδοσιακά φαγητά που είχαν ετοιμάσει οι γυναίκες ήταν εξαίσια, μόνο το αριάνι ξίνιζε λίγο το δικό μου ουρανίσκο. Το καλό φαγοπότι όμως, σε συνδυασμό με την κόπωση της ημέρας, έφερε στην επιφάνεια την έντονη επιθυμία για ξεκούραση. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε, αφού ευχαριστήσαμε τον παππού και τις περιποιητικές νύφες του.
Με την αυριανή αυγή… το ταξίδι θα συνεχιζόταν με προορισμό τα υπόλοιπα χωριά της Προύσας, το Σουσουρλούκ, το Ντεμιρτάς, το Κελεσένι και το Τεπετζήκι. Έπρεπε, όσο το δυνατόν συντομότερα, να επισκεφθώ και να φωτογραφίσω και αυτά τα χωριά, τα τελευταία της Εκκλησιαστικής Επαρχίας Προύσας και να επιστρέψω στην Ελλάδα. 
Είχα ήδη αρχίσει να μην αισθάνομαι άνετα από τη μακρόχρονη παραμονή μου εκεί, ενώ οι φωνές της μάνας μου βούιζαν στο κεφάλι μου κάθε φορά που της τηλεφωνούσα. Επέμενε πως ακόμη φοβόταν ότι οι Τούρκοι είναι ικανοί… να με σφάξουν. Μάταια προσπαθούσα να την πείσω ότι όλα αυτά απέχουν από την πραγματικότητα. Η κυρά Γραμμάτα, αμετάπειστη όπως πάντα, μου δημιουργούσε αντιφατικά συναισθήματα. Η Ποπίτσα μου δεν είχε πρόβλημα, ήξερε τον σκοπό μου.
Νωρίς το πρωί, ήρθε στο σπίτι ο Σεφέρ και μας ανήγγειλε ότι αναβάλλεται η καθορισμένη περιοδεία για σήμερα. Όλοι μαζί οι φίλοι θα αγοράζαμε κρέατα, ποτά και ζαρζαβατικά, με σκοπό ένα ωραιότατο πικ- νικ στις πλαγιές του Ολύμπου, κοντά στο χωριό Μυσή, ή Μύση όπως την αποκαλούσαν οι Τούρκοι..
Είχα ακούσει πολλά γι’ αυτό το χωριό. Έλεγαν πως το είχε επισκεφτεί ο Απόστολος Παύλος όταν ταξίδευε για την Τρωάδα και την Ελλάδα. Το όνομά του προέκυψε από το γεγονός ότι ήταν κτισμένο στο μέσο των συνόρων Βιθυνίας και Μυσίας.
Βόρεια του χωριού, κτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές του Ολύμπου, υπήρχε η αρχαία ελληνορωμαϊκή πόλη Ατρώα. Οι κάτοικοι της περιοχής παλιότερα εύρισκαν τμήματα από τούβλα, κεραμίδια, σπασμένα μάρμαρα, επιγραφές, και πέτρες, που φανέρωναν την ύπαρξη της πόλης.
Το χωριό Μύση είναι ένα από τα πέντε χωριά που υπήρχαν στην περιοχή και το μοναδικό που απέμεινε. Τα υπόλοιπα, Καστωλός, Μέριλλος, Τράπεζα, Καλοκώμη, δεν υπάρχουν πλέον. Αφανίστηκαν από το χάρτη της περιοχής, της  οποίας δεσπόζει το όρος Κορακοκέφαλος.
Στην περιοχή αυτή, κοντά στη Μύση, υπήρχαν πέντε από τα πιο φημισμένα μοναστήρια, ανάμεσα σε άλλα πολλά που βρίσκονταν σε αυτό το ευλογημένο βουνό, το Βιθυνικό Όλυμπο.
Το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα, μέσα στους κήπους του χωριού, ήταν το αγαπημένο του Αγίου Κωνσταντίνου του Εβραίου, ο οποίος το επισκεπτόταν πολύ συχνά. Ένα άλλο, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, βρισκόταν πεντακόσια μέτρα ανατολικότερα, δίπλα στη στροφή του ποταμού Νιλουφέρ.
Πενήντα μέτρα ψηλότερα και στην αντίπερα όχθη του ποταμού, υπήρχε το μοναστήρι του Αγίου Ζαχαρία, το οποίο είχε ιδρυθεί το 799 από τον Άγιο Παύλο και είχε σαν δεύτερο ηγούμενο, τον Άγιο Πέτρο της Ατρώας.
Έτσι αναφέρεται σε όλους τους συναξαριστές ο Άγιος αυτός, για να μας θυμίζει την ιστορική πόλη με τα όμορφα μοναστήρια της. Στην ίδια μονή έζησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και ο Άγιος Λουκάς, ο νέος Στυλίτης.
Δυτικά του χωριού και σε απόσταση δυο χιλιομέτρων, υπήρχε η μονή της Λαύρας των Κελλίων και λίγο πιο μακριά η μονή του Αγίου Ηλία, ενώ κοντά στο τούρκικο χωριό Ντεμιρτζή Κιόϊ, υπήρχε το μοναστήρι του Τελάου.
Ανεβαίνοντας πιο ψηλά την κοιλάδα του Γοργύτη, του σημερινού Αϊνασί Ντερέ, που πήρε το όνομά του από το ομώνυμο ελληνικό χωριό, διακρίνει κανείς το μοναστήρι του Αντιδίου.
 Χωρίζεται από το βουνό Κορακοκέφαλος με ένα στενό φαράγγι, στο βάθος του οποίου κυλούσε ο χείμαρρος. Εκεί ήταν η περιοχή που ο μεγάλος Άγιος της περιοχής, ο Ιωαννίκιος, πέρασε τα πρώτα και τελευταία χρόνια της μοναχικής του ζωής.
Τέλος, μεταξύ του ποταμού Γοργύτη και του χωριού Τσαλί, υπήρχε και ένα άλλο μοναστήρι, του Αγίου Γεωργίου των Κελλίων.
 

Όλυμπος. Ερείπια της μονής Φωτεινούδιον.
 
 
 
 
 
Όλυμπος. Ερείπια μονής Κρίλλας.
 
Και ενώ λοιπόν είχαμε σχεδιάσει να πάμε στα χωριά της Προύσας, βρεθήκαμε στην αγορά των Κουβουκλίων για τις απαραίτητες αγορές και καταλήξαμε σε έναν χώρο όπου παλαιότερα έσφυζε από τα Ελληνικά μοναστήρια.
Η πολύ κοντινή Μύση ήταν ένα πανέμορφο χωριό με παλιά παραδοσιακά, ανακαινισμένα σπίτια, πνιγμένο μέσα σε ένα δάσος από βελανιδιές και πεύκα. Και το σπουδαιότερο… στη Μύση παρασκευάζουν το καλύτερο λευκό κρασί! Η δοκιμή με έπεισε για του λόγου το αληθές…
Ίσως οι θεοί του ελλαδικού Ολύμπου, όταν μετακόμιζαν πότε-πότε στον Ασιατικό Όλυμπο, να αντικαθιστούσαν την αμβροσία και το νέκταρ με το θεϊκό άσπρο κρασί της Μύσης.
Φθάνοντας στις πλαγιές του Ολύμπου, όπου θα διοργανωνόταν αυτό το «Άγιο πάρτι», όπως το χαρακτήριζαν πειράζοντάς με οι άλλοι, αντίκρισα ένα πανέμορφο τοπίο. Ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση, υπήρχε ένας περιφραγμένος χώρος, ειδικά διαμορφωμένος από τους Τούρκους, με ψησταριές, ξύλινα τραπέζια και βρύσες.
Δίχως άλλο, ριχτήκαμε στη δουλειά… στρώσαμε τα τραπέζια, οι ψητάδες ανέλαβαν τη φωτιά, οι οινοχόοι σέρβιραν το θεϊκό κρασί, ενώ από το κασετόφωνό μου, ο Καζαντζίδης, ο Πάριος και ο Ζεκί Μουρέν, θέρμαιναν την ατμόσφαιρα με τη θεϊκή φωνή τους.
Οι χοροί έδιναν και έπαιρναν, και είμαι σίγουρος, ότι μαζί μας σιγοτραγουδούσαν και οι χιλιάδες ψυχές των καλόγηρων, που άκουσαν την ελληνική μουσική και τα τραγούδια. Προστέθηκαν στη συντροφιά μας, μας συνόδευαν στο χορό και χαίρονταν για την ελληνοτουρκική αυτή συνεύρεση. Μια συνεύρεση γεμάτη αγάπη και σεβασμό μεταξύ ανθρώπων με διαφορετική θρησκευτική συνείδηση.
Από τα χείλη του Σεφέρ, του Εμίν, του Μουσταφά, του Φερίτ και όλων των άλλων φίλων, άκουγα αισιόδοξες υποσχέσεις:
 «Θα παραμείνουμε για πάντα αδελφικοί φίλοι! Δεν πρόκειται να μας χωρίσει τίποτε, φίλε Γιώργη!!!»
 Το Άγιο πάρτι της Ελληνοτουρκικής φιλίας θα μείνει αναλλοίωτα χαραγμένο στη μνήμη μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν!! Όπως δε θα λησμονήσω και τη δική μου υπόσχεση προς τα καρντάσια, πως το πάρτι θα επαναληφθεί στην Ελλάδα κάποια στιγμή.
Αργά το βράδυ επιστρέψαμε στα Κουβούκλια κατάκοποι και πιωμένοι. Αύριο ξημέρωνε Παρασκευή και έπρεπε να επισκεφθούμε το Ντεμιρτάς.
Την μέρα αυτή στο γάμο, εκτός από το φαγοπότι, θα είχα την ευκαιρία να βιώσω έθιμα που είχαν πολύ ενδιαφέρον. Έπρεπε λοιπόν, να τελειώσουμε νωρίς την περιοδεία μας στα χωριά της Προύσας, για να καταλήξουμε το βραδάκι στο σπίτι του Σεφέρ.
Την επόμενη μέρα λοιπόν ξεκινήσαμε εγώ και ο Μουσταφά. Οι υπόλοιποι, ναρκωμένοι ακόμη από το θείο κρασί που είχαν καταναλώσει σε υπερβολικές ποσότητες την προηγούμενη μέρα, παρέμειναν στα σπίτια τους.
Το Ντεμιρτάς απέχει περίπου μισή ώρα από την Προύσα και είναι αρκετά μεγάλο χωριό. Γενικότερα διαπίστωσα πως όλα τα χωριά τα πλησιέστερα στην Προύσα έχουν αναπτυχθεί, σε αντίθεση με τα άλλα προς το Μιχαλίτσι, που θυμίζουν Ελλάδα του 1960.
 Στο Ντεμιρτέσι.
 «Το Ντεμιρτέσι, κύριε Γιώργο, ήταν κτισμένο στα δυτικά του δημόσιου δρόμου Κίου - Προύσας και απείχε δώδεκα χιλιόμετρα από αυτήν», μου εξήγησε ο μπάρμπα Χαράλαμπος από την Αριδαία, όταν τον είχα επισκεφθεί πριν μερικά χρόνια.
Είχε περίπου εξακόσια με εφτακόσια σπίτια και πληθυσμό τρεις χιλιάδες κατοίκους. Από τον πατέρα μου άκουγα πως το Ντεμιρτέσι πρωτοκατοικήθηκε το 1640 από τριάντα δύο οικογένειες Αγραφιωτών, οι οποίες αγόρασαν το τσιφλίκι και εγκαταστάθηκαν εκεί, αφού προηγουμένως έχτισαν οι ίδιοι τα σπίτια τους.
Η Οθωμανική κυβέρνηση μετά το 1550 ενθάρρυνε τη μετακίνηση Ελλήνων και Τούρκων από την Ελλάδα και την Ευρώπη, με σκοπό την εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία. Τότε πολλοί Έλληνες, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, έφτασαν στην περιοχή της Προύσας, όπου έχτισαν νέα χωριά ή εγκαταστάθηκαν σε άλλα, εγκαταλελειμμένα από τους κατοίκους τους.
Έλεγαν ότι το Ντεμιρτέσι ήταν τσιφλίκι του Ντεμιρτάς Πασά, στρατηγού του Μωάμεθ του Πορθητή. Ο τελευταίος του το χάρισε γιατί αναγνώρισε τη σπουδαία προσφορά του.
Το χωριό μας ήταν από τα μεγαλύτερα, με ένδεκα μαχαλάδες. Δε θυμάμαι όλα τα ονόματα, μονάχα του Μπαλόγλου, του Χατζή Μιχαήλ, του Ουζούν Τσαρός και το Κοσκουί Μαχλεσί… Οι περισσότεροι από αυτούς, πήραν τα ονόματά τους από τις οικογένειες που εγκαταστάθηκαν εκεί.
Το δικό μας μαχαλά, του Μπαλόγλου, διαπερνούσαν δρόμοι, όπως και τους περισσότερους, στρωμένοι με πέτρα, που το βράδυ στολίζονταν με το φως των φαναριών. Είχαμε επίσης τη δική μας βρύση, από την οποία γεμίζαμε τα γκιούμια μας για να φέρουμε στο σπίτι νερό.
Πλακοστρωμένες ήταν και οι δύο μεγάλες πλατείες, του Αλάν και του Μισοχώρ. Στο Αλάν είχε την έδρα της η αστυνομία και εκεί πηγαίναμε κάθε Σαββάτο, για τα ψώνια μας στο μεγάλο παζάρι.
Στη στέρνα του Αλάν, πηγαίναμε και την ημέρα των Φώτων μετά τη Θεία Λειτουργία. Κάτω από τα τρία θεόρατα πλατάνια, έριχνε ο παπάς το σταυρό και ακολουθούσε πραγματική μάχη όσο προσπαθούσαμε να τον πιάσουμε. Ο νικητής με την παρέα του, γύριζε έπειτα σε όλο το χωριό μεταφέροντας την ευλογία του.
Ήταν πλούσιο το χωριό μας, Γιώργο μου. Με σπίτια διώροφα ή τριώροφα, με φαρμακείο, δέκα μπακάλικα και έξι ελαιοτριβεία. Άλλωστε η παραγωγή ελαιών ήταν μια από τις κύριες ενασχολήσεις των κατοίκων, πέρα από την καλλιέργεια σταφυλιών και την σηροτροφία.
Ο  ιστορικός Σάββας Ιωαννίδης αναφέρει ότι οι Ντεμιρτεσιώτες ήταν οι σπουδαιότεροι μεταξοσκωληκοτρόφοι της περιοχής.
Εύκολα αποδεικνύεται, αν αναλογιστεί κανείς, πως ο κυβερνήτης Καποδίστριας, προσκάλεσε στην Ελλάδα τρεις οικογένειες από το χωριό μας για να διαδώσουν τη σηροτροφία. Κάτι αντίστοιχο είχε πράξει παλιότερα και η Οθωμανική κυβέρνηση, στέλνοντας Ντεμιρτεσιώτες σε όλη την επικράτεια, εκτιμώντας τις γνώσεις τους στην παραγωγή κουκουλιών.
 
 
   Ντεμιρτέσι. Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου.
 Φημισμένη ήταν επίσης η εξαίρετη παλικαριά των συγχωριανών μου, που διαδιδόταν μέσα από τις διηγήσεις των γερόντων της περιοχής. Ακόμα και η Οθωμανική κυβέρνηση τους χρησιμοποιούσε για την καταστολή εξεγέρσεων, των κατά τόπο Δερβεναγάδων.
 Δεν είχε εμπιστοσύνη, βλέπεις, στους μουσουλμάνους υπηκόους της. Έτσι, στις διάφορες εφόδους της, γνωστές ως μπασκίνια, από τη Νικομήδεια ως το Μπαλί Κεσίρ, καθ’ όλη τη διάρκεια των ΙΖ και ΙΗ αιώνων, χρησιμοποιούσε Ντεμιρτεσιώτες.
Το γεγονός αυτό εξασφάλιζε το Ντεμιρτέσι αλλά και τα άλλα ελληνικά χωριά από τις λεηλασίες και τις επιδρομές των Τούρκων. Πολλοί Έλληνες κάτοικοι της Προύσας έρχονταν στο χωριό μας για να προστατευθούν από τους Τούρκους και να έχουν περισσότερη αίσθηση ελευθερίας.
Δυστυχώς όμως, είχαμε πολύ συχνά επεισόδια εκδικήσεων και αντεκδικήσεων μεταξύ των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να χάνονται πολλές ζωές για ανόητους λόγους.
Θυμάμαι ότι κάποτε εξαιτίας μιας διαφοράς που υπήρχε με το Μητροπολίτη Προύσας, Κωνστάντιο, πολλοί χωριανοί έφθασαν στο σημείο να απαρνηθούν τη θρησκεία τους. Το γεγονός αυτό επωφελήθηκε η Αμερικανική Ιεραποστολή της Προύσας και ίδρυσε στο χωριό Προτεσταντική κοινότητα.
Η κοινότητα αυτή - Προτεστάν Μιλετί ή Προτεσταντική Εθνότης- αναγνωρίστηκε από την Οθωμανική κυβέρνηση και προσπαθούσε να προσηλυτίσει πολλούς Ορθόδοξους χριστιανούς. Διαθέτοντας οικονομική ευμάρεια, έδινε υποτροφίες σε Έλληνες μαθητές και τους έστελνε στην Αθήνα, όπου είχε την έδρα του ο αρχηγός της Ιεραποστολικής Εταιρείας, Ιωνάς Κήν.
Επιχείρησαν μάλιστα να κτίσουν και μια προτεσταντική εκκλησία στο χωριό, αλλά επαναστάτησαν οι κάτοικοι και τους έδιωξαν. Τότε οι υπότροφοι των Αθηνών αναγκάστηκαν να επιστρέψουν πίσω, επανερχόμενοι έτσι και στην Ορθοδοξία.
Στην Προύσα όμως τα κατάφεραν καλύτερα, καθώς κατόρθωσαν να σχηματίσουν συμπαγή Αρμενική κοινότητα, παρέχοντας δωρεάν ιατρική περίθαλψη σε όλους, κτίζοντας ναούς, σχολεία, και παρθεναγωγείο.
Η πέτρινη εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στο εσωτερικό της είχε δυο σειρές από κολώνες. Η Θεία Λειτουργία ψαλλόταν στα ελληνικά. Οι περισσότεροι κάτοικοι όμως δεν την κατανοούσαν και ο ιερέας επεξηγούσε το Ιερό Ευαγγέλιο και στην τουρκική γλώσσα.
Θυμάμαι το παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου με το Αγίασμα του, κάτω από ένα θεόρατο πλάτανο. Επίσης, στο δρόμο προς το τουρκικό χωριό Αλίσαρι και σε απόσταση είκοσι λεπτών, υπήρχε το παρεκκλήσι και το Αγίασμα της Αγίας Κυριακής και ένα ακόμα, αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο τον Τήρωνα.
Μεταξύ του χωριού μας και του τουρκικού χωριού Εγρί Ντερέ, υπήρχε το Αγίασμα της Παναγίας. Κάποτε ο πατέρας, μου διηγήθηκε ότι κατά τη διάρκεια γεωργικών εργασιών, βρέθηκαν εκεί τα θεμέλια μιας Βυζαντινής εκκλησίας και πάρα πολλά παλιά μάρμαρα.
Μισή ώρα από το χωριό, με κατεύθυνση το τουρκοχώρι Καρά Τεπέ, υπήρχε ακόμη ένα Αγίασμα αφιερωμένο στην Παναγία, το λεγόμενο Αγιασματούδ. Εμείς τα παιδιά το ονομάζαμε και Αγίασμα της Αγίας Τρίτης, διότι κάθε χρόνο την τρίτη ημέρα του Πάσχα, όλο το χωριό κατέβαινε στο Αγιασματούδ και έκανε πολύ ωραίο γλέντι με χορούς και τραγούδια.
Το Ντεμιρτέσι διέθετε διώροφο σχολείο με τριακόσιους μαθητές και ακριβώς δίπλα σε αυτό ένα παρθεναγωγείο. Οι πατεράδες μας ξεχώριζαν τους δασκάλους σε μεγάλους και μικρούς. Μικρούς κατονόμαζαν αυτούς που είχαν σπουδάσει στη Σάμο, όπως ο Μαρίφογλου, ο Ντιρμίκης και ο Ευγενίδης. Μεγάλοι θεωρούνταν αυτοί που είχαν σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη.
Είχε αναδείξει πολλούς επιστήμονες, όπως ο  ιστορικός Σάββας Ιωαννίδης που είχε διδάξει στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και ο Κλεάνθης Χουρμούζης, που ήταν εκπαιδευτικός επιθεωρητής.
Στα δικά μου όμως χρόνια, πολύ σπάνια πηγαίναμε στο σχολείο. Βοηθούσαμε τους γονείς μας στις αγροτικές δουλειές τους και που να μείνει καιρός και για τα γράμματα…
Γράψε και μερικά από τα τοπωνύμια που θυμάμαι, για να μη ξεχαστούν… Βορειοδυτικά του χωριού προς το Εγρί Ντερέ, υπήρχε μια μεγάλη ρεματιά, με το ίδιο όνομα, η οποία όμως το καλοκαίρι στέρευε. Στις Βουρλιές βοσκούσαμε τα κοπάδια μας, ενώ στην περιοχή Κιόρ Κουγιού, στο δρόμο προς το Καλασάνι, προμηθευόμασταν δροσερό νεράκι από το μεγάλο πηγάδι.
Στην περιοχή Αχμέτ Αγά τα τσαΐρια, υπήρχαν πολλές μουριές όπου πηγαίναμε για να απολαύσουμε τα θεσπέσια μούρα της.
Το βράδυ που γυρίζαμε πίσω ήμασταν από πάνω μέχρι κάτω βαμμένοι από τα κόκκινα ζουμιά των μούρων. Παρά το ξύλο που τρώγαμε από τους πατεράδες μας, με την πρώτη ευκαιρία ξαναπηγαίναμε.
Υπήρχαν επίσης η περιοχή Καβάκο με τα πολλά καβάκια, τα Καβαλίκια με τις πολλές ελιές, τα Καταμπέλια με τα πολλά αμπέλια, τα Πελίτια με τις βελανιδιές, τα Τουρκονήμορα με ένα πολύ παλιό Τουρκικό νεκροταφείο. Επίσης,  το Γιορούκ Γιολού, το Γκεμπετίκ Γιολού, οι Καψήδες, το Κελεσέν Γιολού, τα Κεράσια, τα Κουμάλια, του Λάζου τη Βρύση, του Μεχμέτ Αγά οι Βουρλιές, ο Μπουλάς, τα Μάρμαρα, οι Μουράδες, το Μουντάνια Γιολού, ο Μπεχτσί Καγιά, το Ντικιλί Τάς, ο Ντουμπές, ο Παλιόμυλος, η Αγία Παρασκευή, τα Σουλάνια, το Τεπετζήκ Γιολού, ο Τσαγανός, ο Τσακάλ Τεπές, το Τσιφλίκ Σαρή Ισμαήλ και το Φιλιντάρ Γιολού.
Από έθιμα, το πρώτο που έρχεται στη μνήμη μου, είναι αυτό που τηρούσαν οι κοπελιές του χωριού κάθε πρώτη του Μάρτη. Πήγαιναν πρωί-πρωί στα χωράφια και κυλιόντουσαν στα στάχυα για να πάρουν τη δροσιά τους. Αργότερα έκαναν στεφάνια από κολιτσίδες, τα φορούσαν στο κεφάλι ή στη μέση τους και επέστρεφαν στο χωριό για να επισκεφτούν κάθε γειτονιά χορεύοντας και τραγουδώντας.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, τα παιδιά κατασκεύαζαν από κουρέλια το ομοίωμα ενός Εβραίου. Αφού το έστηναν σε μια γωνιά, του έβαζαν φωτιά και το έκαιγαν τη στιγμή που περνούσε ο Επιτάφιος.
Τον Ιούνιο πάλι, οι νέες του χωριού τηρούσαν το έθιμο του Κλήδονα, το πιο διαδεδομένο σε όλα τα Ελληνικά χωριά. Άναβαν φωτιές στις γειτονιές του χωριού και πηδούσαν από πάνω τους, προσέχοντας να μη πέσουν πάνω στην φωτιά και καούν. Όταν έσβηνε πια η φωτιά, έβαζαν στάχτη στην παλάμη τους  και έλεγαν……
 «Τι καίω; Την παρανυχίδαμ καίω».
Την παραμονή του ανάματος των φωτιών, το βράδυ, τρία κορίτσια έβγαζαν νερό με ένα μπακιράκι, από τρία διαφορετικά πηγάδια. Στη διαδρομή για τα σπίτια τους, έριχναν μέσα του διάφορα αντικείμενα, όπως δαχτυλήθρες, κουμπιά ή δαχτυλίδια. Μετά κρεμούσαν το μπακιράκι σε μια κληματαριά και το άφηναν μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας.
Όταν έφτανε η επόμενη μέρα, μαζεύονταν εκεί τα κορίτσια της γειτονιάς, κρατώντας ένα πρωτογέννητο κοριτσάκι, του οποίου έκλειναν τα μάτια με ένα τσεμπέρι. Το κοριτσάκι άρχιζε να βγάζει τα αντικείμενα, ενώ μια κοπέλα τραγουδούσε ένα στιχάκι.
Αν την ώρα εκείνη, το κοριτσάκι έβγαζε ένα σημαντικό αντικείμενο, αυτό το θεωρούσαν σημαντικό για την κοπέλα που τραγουδούσε και προμήνυε μεγάλη χαρά. Και σαν μεγάλη χαρά υπονοούσαν πάντοτε, ότι τη χρονιά αυτή θα αρραβωνιαζόταν αυτόν που αγαπούσε.
Η διαδικασία αυτή ονομαζόταν «Το βγάλσιμο του Κλήδονα» και το δίστιχο που τραγουδούσαν κατά τη διάρκειά της, ήταν το παρακάτω …
     «Σήμερα είναι τ’ Αϊ Γιαννιού, του Αϊ Γιαννιού η χάρη,
      να βγάλουμε τον Κλήδονα, να βγει η βιζιχάρη.»
 
Ένα άλλο τραγουδάκι που το τραγουδούσαμε την περίοδο των Αποκριών και το θυμάμαι ακόμη, ήταν το εξής…
 
   «Έστησα την ξόβεργα μου, ήρθε το πουλί κοντά μου,
     από την πολύ χαρά μου, ήρθε με για να πετάξω
     και στους ουρανούς να φτάξω, τους αγγέλους να ξετάξω.    
    Ποια είναι η μαύρη, ποια είναι η ρούσα, ποια είναι η μαυρομαλλούσσα;»
 
      Αυτά τα λόγια του κυρ Χαραλάμπη με συνόδευαν καθώς κατευθυνόμασταν στο καφενείο της όμορφης πλατείας. Εκεί, άφησα το Μουσταφά για λίγο και πήγα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες.
Τα περισσότερα σπίτια ήταν καινούργια. Σε ένα μικρό ύψωμα κοντά στην πλατεία είδα ένα κτίριο που έμοιαζε με εκκλησία. Πλησίασα και κατάλαβα ότι ήταν η εκκλησία του Ντεμιρτάς αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία ακόμη χρησιμοποιείται σαν τζαμί.
Δυστυχώς καλύπτεται από ένα υψηλό τοίχο και δεν μπορείς να τη φωτογραφίσεις. Απαθανάτισα ό, τι μπορούσα και μετά κατευθύνθηκα στην πλατεία όπου με περίμενε ο Μουσταφά.
Ο μουχτάρης του χωριού, που ήταν πρόσφυγας από την Μακεδονία, μου είπε ότι όταν το 1922 οι Έλληνες εγκατέλειψαν το χωριό, έβαλαν φωτιά και το έκαψαν, οπότε όταν ήρθαν αργότερα οι δικοί τους αναγκάστηκαν να χτίσουν καινούργια σπίτια.
Ευχαριστήσαμε το μουχτάρη και τους Ντεμιρτεσιώτες και αναχωρήσαμε για το Καλασάνι.
      Από το Καλασάνι καταγόταν ο θείος ο Χρήστος, ο σύζυγος της θείας Αναστασίας από τη Νέα Λυκογιάννη Ημαθίας. Αυτό άλλωστε φανέρωνε και το επίθετό του που ήταν Κελεσενλής.
 Στο Καλασάνι.
 «Το Καλασάνι, Γιώργη μου, ήταν κτισμένο ανάμεσα σε δυο υψώματα, δέκα χιλιόμετρα Βορειοανατολικά της Προύσας και δυο χιλιόμετρα μακριά από το Τεπετζήκι. Την εποχή μου ήταν πνιγμένο μέσα σε ελαιόδεντρα και σε τεράστιους αμπελώνες. Είχε τριακόσια πενήντα σπίτια και χίλιους πεντακόσιους Έλληνες κατοίκους.
Πολλά χρόνια πριν, άκουγα από τον παππού μου να μιλάει για Τούρκους που ζούσαν στο χωριό, οι οποίοι για άγνωστους λόγους το είχαν εγκαταλείψει. Την ύπαρξή τους φανέρωνε μονάχα ένα μισογκρεμισμένο τζαμί, που βρισκόταν κοντά σε μια από τις πλατείες του χωριού.
Όταν έμεναν Τούρκοι στο χωριό, Γιώργη, οι Έλληνες κάτοικοι υπέφεραν πολύ εξαιτίας κάποιου Αχμέτ Αγά, ο οποίος τους ανάγκαζε να τον προσκυνούν και να του φιλούν το χέρι.
Το Καλασάνι ήταν μεγάλο και το αποτελούσαν τρείς μαχαλάδες, ο Μπαγίρ μαχαλάς, ο Ντερέ μαχαλάς και ο Κονάκ Ονού, στο κέντρο του χωριού. Κάθε μαχαλάς διέθετε μια όμορφη πλατεία όπου υπήρχαν τα μαγαζιά του.
Είχαμε ένα χαμάμ, τέσσερα με πέντε μπακάλικα και καφενεία όπου οι κάτοικοι έπιναν τον καφέ τους χωρίς να πληρώνουν. Έγραφε κάθε μέρα ο καφετζής τα βερεσέδια και όταν οι κάτοικοι πουλούσαν τα προϊόντα τους, έρχονταν στο καφενείο και ξεχρέωναν.
Στην πλατεία του μαχαλά Κονάκ Ονού, υπήρχε ένα κονάκι, το Τζαμινίν Γιανί, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν κτισμένο δίπλα στο παλιό τζαμί των Τούρκων. Το κονάκι ήταν και αυτό ένα παλιό κτίσμα από την εποχή που υπήρχαν Τούρκοι στο χωριό, το οποίο είχε συντηρηθεί και το χρησιμοποιούσαν σαν ξενοδοχείο.
Στην πλατεία που ήταν μπροστά στην εκκλησία, κατά τη διάρκεια των μεγάλων εορτών στήνονταν πανηγύρια, στα οποία γλεντούσαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
Υπήρχαν τρείς μεγάλες βρύσες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του χωριού και πάρα πολλά πηγάδια. Στην πλατεία του Ντερέ μαχαλά, όπου έμενε η οικογένειά μου, υπήρχε η μία από τις τρεις, απ’ όπου κουβαλούσαμε με τις στάμνες το νερό για τις ανάγκες του σπιτιού μας.
Στη δυτική πλευρά του χωριού, κυλούσε ήρεμα τα νερά του ένα μικρό ποταμάκι. Τα καλοκαίρια που η στάθμη του ήταν χαμηλά, πηγαίναμε όλα τα μικρά παιδιά, κάναμε μπάνιο και παίζαμε στις όχθες του.
Το χειμώνα όμως, επειδή κατέβαζε πολλά νερά, πλημμύριζε κάνοντας πολλές ζημιές. Οι δρόμοι, μεγάλοι και φαρδείς μεν, αλλά άστρωτοι, με την πρώτη μεγάλη βροχή, μετατρέπονταν σε χείμαρρους.
Στο δρόμο προς το τουρκικό χωριό Καζακλί, υπήρχε μια μικρή λίμνη που είχε πολλά ψάρια. Το καλοκαίρι έρχονταν ψαράδες ακόμη και από την Προύσα για να ψαρέψουν, ενώ το χειμώνα που είχε πολλές αγριόπαπιες, σειρά είχαν οι κυνηγοί της περιοχής.
Όσο για το κλίμα του χωριού… δεν ήταν και πολύ καλό. Φυσούσαν βόρειοι άνεμοι και το χειμώνα χιόνιζε πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να μετακινούμαστε στην Προύσα και στα γύρω χωριά.
Κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η γεωργία. Καλλιεργούσαμε καπνά, όσπρια, ρεβίθια, ζαρζαβατικά, ενώ ξακουστά σε όλη την περιοχή, ήταν τα κουκιά του χωριού μας.
Αρκετοί κάτοικοι ασχολούνταν με τη σηροτροφία, η οποία τους απέδιδε πολλά κέρδη, καθώς τα μεταξωτά της Προύσας ήταν γνωστά σε όλο τον κόσμο.
Πολλές φορές πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου στο Σιγήρ Γιολού, όπου γινόταν ο αλωνισμός των σιτηρών και τον βοηθούσα. Μάζευε τη σοδειά του, πήγαινε στην Προύσα και την πουλούσε στους εμπόρους.
Μεγάλη η κούραση, εκείνες τις ημέρες!! Στην επιστροφή μας για το σπίτι, δε θα ξεχάσω πως ήδη από την πλατεία, μοσχοβολούσαν τα ψωμιά ή τα φαγητά που φούρνιζε το κάθε σπιτικό στο δικό του φούρνο. Και τότε έτρεχα εγώ, ακολουθώντας τις οσμές, μήπως δεν προφτάσω να φάω…
 
 
                  Καλασάνι. Ο ναός των Ταξιαρχών
 Θυμάμαι και αρκετές περιοχές όπου είχαμε χωράφια, τα Κασκάβαλα, το Ληγορλάρ, τον Αι Νικόλα, το Κουγιού Σού, το Ουγιού Γιολού και τον Ιμαμίν Κογιού, με το πηγάδι και τον τεράστιο πλάτανο, στη σκιά του οποίου ξεκουραζόμασταν μετά από σκληρή δουλειά.
Στην τοποθεσία Ντερίν Γιολού, λίγο πιο πέρα από το παρεκκλήσι του Αγίου Θωμά, υπήρχαν μεγάλες σπηλιές βάθους τριάντα, σαράντα μέτρων. Ο χώρος αυτός ήταν απαγορευτικός για τα παιδιά, διότι οι γονείς μας φοβόντουσαν μη πέσουμε μέσα και σκοτωθούμε.
Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στους Ταξιάρχες. Κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου είχε καεί, αλλά τη ξανάκτισαν, χρησιμοποιώντας όμορφες πέτρες που την έκαναν ξεχωριστή.
Είχαμε και αρκετά εξωκκλήσια και Αγιάσματα. Ανατολικά και σε απόσταση μιας ώρας, υπήρχε το εκκλησάκι του Σωτήρα Χριστού, που γιόρταζε στις 6 Αυγούστου. Στην αντίθετη πλευρά, ήταν το Αγίασμα του Αγίου Θωμά. Την ημέρα της γιορτής του Αγίου, μετά τη Θεία Λειτουργία, στον προαύλιο χώρο του παρεκκλησιού, πραγματοποιούνταν αγώνες πάλης.
Κοντά στο Ντερί Γιολού, υπήρχε το γνωστό προς όλους Σαραλίκ Αγιασμασί. Όποιοι έπασχαν από σαραλίκι (ίκτερο), έρχονταν στο Αγίασμα για να πλύνουν το πρόσωπό τους.
Έπειτα έκοβαν μια κλωστή από τα ρούχα τους και την κρεμούσαν στα κλαδιά του κοντινού θάμνου. Με τον τρόπο αυτό μετέφεραν την αρρώστιά τους στο θάμνο και έφευγαν θεραπευμένοι.
Υπήρχαν επίσης και άλλα Αγιάσματα προς τιμή των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Παντελεήμονα, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Σπυρίδωνα.
Η γλώσσα που μιλούσαμε στο χωριό ήταν η τουρκική. Την Κυριακή στην εκκλησία ακούγαμε τη Θεία Λειτουργία, αλλά δεν καταλαβαίναμε τίποτα μέχρι να επεξηγήσει ο ιερέας το Ιερό Ευαγγέλιο στα τουρκικά.
Θυμάμαι ένα τροπάριο που το τραγουδούσε η μάνα μου, κατά το ήμισυ στα τούρκικα και το άλλο στα ελληνικά…
 
     « Ευαγγελίσου χαρά μεγάλη, αινείται ουρανοί θεού τη δόξαν.
       Γέρ σεβινκί μιζντέ γκετιρενλέρ, σεζντά ετίν σεμαβιλέρ,
                Αλλαχίν σιχρετινέ, Αμήν.»
 
 Μετά το 1922, οι περισσότεροι χωριανοί μας εγκαταστάθηκαν στους νομούς Ημαθίας και Σερρών».
        Όμορφο χωριό το Καλασάνι με ωραίους δρόμους και όμορφα παραδοσιακά σπίτια. Έκανα μια βόλτα στην πλατεία όπου βρίσκονταν το τζαμί. Δε μου θύμιζε όμως τζαμί αυτό το κτίσμα με τα πολλά παράθυρα, μάλλον για εκκλησία επρόκειτο που είχε μετατραπεί σε τζαμί.
Πηγαίνοντας πίσω από την εκκλησία, πηδώντας πάνω από μερικούς φράκτες, δικαιώθηκα για την επιμονή μου, διότι διέκρινα το εξωτερικό μέρος του Ιερού της εκκλησίας των Ταξιαρχών, το οποίο, όπως και στο Ντεμιρτάς δεν το είχαν σοβατίσει.
Αργότερα οι κάτοικοι του χωριού μου επιβεβαίωσαν ότι το τζαμί είναι η παλιά ελληνική εκκλησία και με πληροφόρησαν πως το σημερινό όνομα του χωριού που είναι Ismetiye και ανήκει στον δήμο Osmangazi Προύσας.
Οι κάτοικοι που συναντήσαμε στο καφενείο, μας είπαν ότι είναι πρόσφυγες από τις περιοχές Δράμας, Καβάλας και Σερρών. Τους ρώτησα ποιο δρόμο να ακολουθήσω για το επόμενο χωριό, το Τεπετζήκι και τότε με μεγάλη έκπληξη τους άκουσα να μου λένε ότι το χωριό Τεπετζήκι δεν υπάρχει πια.
Ένα νεαρός προθυμοποιήθηκε να μας πάει στον τόπο όπου παλαιότερα υπήρχε το χωριό και αφού χαιρετήσαμε τους κατοίκους κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί.
Στα ερείπια του Τεπετζηκίου.

Τις πληροφορίες για το Τεπετζήκι τις έλαβα από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών που εδρεύει στην Αθήνα. Ας είναι καλά οι άνθρωποι! Έκαναν σπουδαία δουλειά τις δεκαετίες του 1960-70 και συνέλεξαν πληροφορίες για όλα τα χωριά της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Χάρη σε αυτούς,μπορεί ο κάθε ερευνητής ή άλλος ενδιαφερόμενος, να βρει πληροφορίες για τις αλησμόνητες πατρίδες μας.

Το Τεπετζήκι ήταν κτισμένο στον απέραντο κάμπο της Προύσας και απείχε δέκα περίπου χιλιόμετρα από την όμορφη αυτή πόλη. Διπλανά ελληνικά χωριά, ήταν το Ντεμιρτέσι και το Καλασάνι, ενώ πολύ κοντά περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην Κίο.

Στο χωριό κατοικούσαν περίπου επτακόσιοι κάτοικοι και σύμφωνα με τον περιηγητήHammer, o οποίος το επισκέφθηκε στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, είχε πενήντα οικογένειες. Οι γηραιότεροι του χωριού ανέφεραν ότι πριν πολλά χρόνια κατοικούσαν Τούρκοι στο Τεπετζήκι και το γεγονός αυτό αποδείκνυε η ύπαρξη παλιών τουρκικών νεκροταφείων.

Οι Τεπετζηκιώτες, ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή κουκουλιών, καπνού, κηπευτικών προϊόντων, την αμπελουργία και τα προϊόντα τους τα πουλούσαν σε εμπόρους ή τα διέθεταν οι ίδιοι στις αγορές της Προύσας.

Τα σπίτια του χωριού ήταν διώροφα ή τριώροφα και από την πίσω πλευρά τους είχαν μεγάλες αυλές, όπου το καλοκαίρι άπλωναν στις λιάστρες τα καπνά τους για να ξεραθούν.

Στο χωριό υπήρχαν τρία τέσσερα μπακάλικα και ισάριθμα καφενεία, από τα οποία τα περισσότερα ήταν στην κεντρική πλατεία Τζαμί Ονού. Σε αυτήν την πλατεία, οι επίτροποι της εκκλησίας, διοργάνωναν το Πάσχα μεγάλο πανηγύρι για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού.

Η εκκλησία του Τεπετζηκιού ήταν αφιερωμένη στους Ταξιάρχες και διέθετε ένα υπέροχο τέμπλο σκαλισμένο σε ξύλο καρυδιάς. Το εσωτερικό της στόλιζαν έξι βαμμένες άσπρες κολώνες, που σου έδιναν την εντύπωση ότι ήταν μαρμάρινες.Γιόρταζε δυο φορές, μία στις έξι Σεπτεμβρίου και μια στις οκτώ Νοεμβρίου.

Στο Τεπετζήκι, όπως και σε όλα τα χωριά της Μικράς Ασίας, υπήρχαν πολλά Αγιάσματα και παρεκκλήσια. Βόρεια του χωριού και σε απόσταση δέκα λεπτών, υπήρχε το Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που ήταν σκεπασμένο με μια τεράστια πέτρινη πλάκα και γιόρταζε στις 29Αυγούστου.

Δίπλα στο νεκροταφείο, στο δρόμο προς το Ντεμιρτέσι, υπήρχαν τα Αγιάσματα της Αγίας Κυριακής και του Αγίου Γεωργίου, όπου την ημέρα της γιορτής του, για να τιμήσουν το σπουδαίο αυτόν Άγιο, διοργάνωναν μεγάλο πανηγύρι. Δίπλα στην πλατεία Τζαμί Ονού, υπήρχε το Αγίασμα του Αγίου Δημητρίου, όπου ο παπάς έκανε Αγιασμό την ημέρα της γιορτής του.

Στην αυλή της εκκλησίας και δίπλα στο δημοτικό σχολείο, υπήρχε ένα διώροφο κτίριο όπου κατοικούσαν ο παπάς, ο καντηλανάφτης και οι δάσκαλοι του σχολείου.

Το σχολείο ήταν μεγάλο και είχε εκατό μαθητές. Χωριζόταν σε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο και το συντηρούσαν το εκκλησιαστικό ταμείο και το Ζαρίφειο ίδρυμα. Ανάμεσα στα άλλα μαθήματα προβλεπόταν βέβαια και η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας. Οι μαθητές όμως δεν τη χρησιμοποιούσαν έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας, καθώς οι γονείς τους μιλούσαν μόνο τουρκικά, όπως συνέβαινε σε όλα τα χωριά που συνόρευαν με την Προύσα. Έτσι πολύ γρήγορα έχαναν την επαφή με αυτήν και την ξεχνούσαν.

Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, όπως ο Πλατύανος, το Ντεμιρτέσι, το Καλασάνι, το Τεπετζήκι και το Σουσουρλούκ,αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα ακόμα και όταν ήρθαν στην Ελλάδα εξαιτίας της αδυναμίας τους να μιλήσουν την ελληνική γλώσσα και να συνεννοηθούν με τους ντόπιους Έλληνες.
 
 
 
 
Ο τόπος που ήταν κτισμένο το Τεπετζήκι.
 
Φθάσαμε γρήγορα στο μέρος όπου ήταν κτισμένο παλαιότερα το Τεπετζήκι. Πολλές πέτρες σπαρμένες δεξιά και αριστερά φανέρωναν την ύπαρξή του. Δυστυχώς, ο νεαρός που με συνόδευε δεν ήξερε να μου απαντήσει στις ερωτήσεις γιατί και πως εξαφανίστηκε από προσώπου γης ένα μεγάλο χωριό σαν το Τεπετζήκι.
Το μόνο που θυμόταν από τις διηγήσεις του παππού του, ήταν πως οι κάτοικοι του ήταν πολύ άγριοι και αν περνούσε κάποιος Τούρκος από εκεί τον ξυλοφόρτωναν και τον λήστευαν.
Αργότερα στο καφενείο, ένας παππούς μου ανέφερε ότι όταν ο ελληνικός στρατός αποχωρούσε από τη Μικρά Ασία, πέρασε από το Τεπετζήκι και το πυρπόλησε για να μη μείνει τίποτε στους Τούρκους. Γι’ αυτόν το λόγο εξαφανίστηκε από προσώπου γης αυτό το ελληνικό χωριό.
Επιστρέψαμε στο Καλασάνι και από εκεί, αφού ευχαριστήσαμε τους ευγενικούς κατοίκους, φύγαμε για το τελευταίο χωριό της αναζήτησής μου, το Σουσουρλούκ.
Πολλές οικογένειες που εγκατέλειψαν το Σουσουρλούκ, είχαν μετέπειτα εγκατασταθεί στη Βέροια. Εκεί λοιπόν, στην πρωτεύουσα της Ημαθίας, συνάντησα τον μπάρμπα Γιώργη, ο οποίος μου διηγήθηκε ό, τι θυμόταν από την ιστορία του χωριού του.
Στο Σουσουρλούκι.
 
          «Το χωριό μου, κύριε Γιώργο, είναι κτισμένο ανατολικά της Προύσας, σε απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης. Βρίσκεται βόρεια του δημόσιου δρόμου που συνδέει την Προύσα με το Κεστέλ, το αρχαίο Κεστέλι, το Γενή Σεχήρ και το Μπιλετζήκ.
Την εποχή που ζούσαμε εμείς εκεί, είχε πληθυσμό δυόμισι χιλιάδες κατοίκους και οχτακόσια σπίτια, από τα οποία τα εξακόσια ανήκαν σε Έλληνες και τα υπόλοιπα σε Τούρκους. Γύρω από το Σουσουρλούκ, υπήρχαν τα τούρκικα χωριά Κεστέλ, Ετσεμπέ, Καζικλί και Καζικλάρ.
Από τις διηγήσεις του παππού μου γνώριζα, ότι οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο χωριό, ήταν Έλληνες από την περιοχή της Κοζάνης, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα και ήρθαν στη Μικρά Ασία αναζητώντας εργασία.
Το μέρος όπου έκτισαν το χωριό ήταν πολύ εύφορο διότι υπήρχαν πολλά νερά, από τα οποία πήρε και την ονομασία του.
Οι γονείς μας ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη σηροτροφία, ενώ παρήγαγαν εκλεκτά κηπευτικά προϊόντα με τα οποία τροφοδοτούσαν την αγορά της Προύσας.
Επίσης, ασχολούνταν με την παραγωγή εξαίρετου βαμβακιού και για το λόγο αυτό υπήρχαν στο χωριό δυο εκκοκκιστήρια.  
Θυμάμαι ακόμη ορισμένες τοποθεσίες του χωριού που πηγαίναμε συχνά και παίζαμε με τους φίλους μου, ο Εσεμπέ Μαχαλάς, το Κεστέλ Ταραφί και το Κιρεμίλ Χανέ.
Δυτικά του χωριού και σε απόσταση μιας ώρας ήταν η περιοχή Αλανλάρ, όπου πολλές φορές βόσκαμε τα κοπάδια μας. Για τον ίδιο λόγο επισκεπτόμασταν και την περιοχή Γκύ Μυλντέκ, στο δρόμο για το χωριό Καστέλι, και το Καρά Πινάρ, το οποίο βρισκόταν στους πρόποδες του Ολύμπου.
Μέσα στο Σουσουρλούκ υπήρχαν τρεις μαχαλάδες, ο Χαμάμ μαχαλεσί με το χαμάμ του χωριού, ο Τουρκικός μαχαλάς Ασαγί και ο Αρμούτ μαχαλάς, όπου μέναμε και εμείς.
Ήταν πολύ όμορφος ο μαχαλάς μας! Με μια μεγάλη πλατεία στην οποία βρίσκονταν και τα καφενεία του χωριού, ενώ οι δρόμοι που οδηγούσαν σε αυτήν, ήταν καλντερίμια και το βράδυ φωτίζονταν με φανάρια.
Κάθε Σαββάτο εκεί γινόταν το παζάρι, και παραγωγοί από όλη την περιοχή της Προύσας, έρχονταν και πουλούσαν τις πραμάτειες τους.
Έπαιρνα και εγώ το μικρότερο αδελφό μου και πηγαίναμε στον πάγκο του πατέρα μου, τάχα για να τον βοηθήσουμε.
Γνωρίζαμε από τις συνομιλίες των γονιών μας τι θα πουλούσαν την επόμενη μέρα στο παζάρι και όταν μαθαίναμε ότι θα έφερναν τα νοστιμότερα σύκα του κόσμου από το χωράφι μας στο Γκύ Μυλντέκ, τότε μας έπιανε η προκοπή και θέλαμε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας.
 Μόνο που για τις υπηρεσίες μας, ανταμειβόμασταν με γερές δόσεις από τα εξαιρετικά σύκα που είχαμε για πούλημα, με αποτέλεσμα να μας θερίζει το βράδυ ο πονόκοιλος…
Υπομέναμε το μαρτύριό μας και δε βγάζαμε άχνα, διότι τότε έπεφτε ο βούρδουλας από το χέρι του μπαμπά, που κατέφθανε κουρασμένος και ήθελε να επικρατεί ησυχία στο σπίτι.
Ανάμεσα στον τουρκικό και ελληνικό μαχαλά, έρρεε το μικρό ποταμάκι Καρά Πινάρ, το οποίο είχε πάντοτε νερό. Με τα νερά του οι μανάδες μας πότιζαν τους κήπους των σπιτιών μας και δούλευαν οι δυο μύλοι του χωριού οι οποίοι είχαν δυο και τρεις πέτρες αντίστοιχα.
Σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών από το χωριό υπήρχε ο μεγάλος ποταμός Καράσου, ο οποίος χυνόταν στη Μαύρη θάλασσα. Το καλοκαίρι στις μεγάλες ζέστες, κρυφά από τους γονείς μου, πήγαινα στο ποτάμι με τους φίλους μου, για κολύμπι. Κάναμε βαρκούλες με τα σάζια που είχε στις όχθες του και έπειτα συναγωνιζόμασταν ποια θα φθάσει πρώτη στην άλλη άκρη. Τα νερά του ποταμού ήταν χαμηλά και έτσι μπορούσαμε να τρέχουμε και να τσαλαβουτάμε χωρίς φόβο.
Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μεγάλη και όμορφη εκκλησία με πολλές αγιογραφίες. Στον περίβολό της υπήρχε ξενώνας που τον χρησιμοποιούσε η εκκλησία για την φιλοξενία των επισκεπτών.
Στον τουρκομαχαλά υπήρχε και μια άλλη παλιά εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και κοντά σε αυτήν βρίσκονταν τα νεκροταφεία με το οστεοφυλάκιό τους.
Η εκκλησία λειτουργούσε κάθε Σάββατο και την ημέρα της γιορτής του Αγίου. Στο άνω τμήμα της εισόδου της, θυμάμαι, υπήρχε ένα ωραίο ανάγλυφο του Αγίου που έλεγαν ότι ήταν πάρα πολύ παλιό.
Στην περιοχή Καρά Πινάρ υπήρχε ένα Αγίασμα, το νερό του οποίου είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Ο άρρωστος που ερχόταν στο Αγίασμα πλενόταν με το θαυματουργό νερό και αποχωρούσε, αφού πρώτα έδενε στα κλαδιά του διπλανού δέντρου ένα μαντήλι.
Σύμφωνα με την παράδοση, η οποία υπήρχε σε όλα τα ελληνικά χωριά της Μικράς Ασίας, μέσω του μαντηλιού μεταφερόταν η αρρώστια στο δέντρο με αποτέλεσμα τη ταχεία ίαση του ασθενούς.
Προς το χωριό Τσατάλτσα, υπήρχε και ένα άλλο Αγίασμα, δε θυμάμαι όμως το όνομά του.
Στο Σουσουρλούκ υπήρχε ένα Αρρεναγωγείο και ένα Παρθεναγωγείο με διακόσιους πενήντα μαθητές και μαθήτριες, τα οποία συντηρούνταν από τις εισφορές του εκκλησιαστικού ταμείου και του Ζαρίφειου ιδρύματος.
Ποιος πήγαινε όμως στο σχολείο; Κανείς δεν το τελείωνε… Πηγαίναμε λίγα χρόνια και αργότερα, όταν βρίσκαμε τα ζόρια, προτιμούσαμε να βοηθάμε τους γονείς μας στις σπιτικές δουλειές ή να βόσκουμε τα κοπάδια μας στα λιβάδια.
 Μπαϊλντίζαμε βλέπεις από το ξύλο και τις τιμωρίες των δασκάλων, επειδή δε διαβάζαμε.
Στην αρχή οι γονείς μας έκαναν ότι δε συμφωνούσαν και μας έστελναν πίσω με το ζόρι, αλλά όταν έβλεπαν ότι προσφέραμε σημαντική εργασία, τότε έβρισκαν δικαιολογίες στους δασκάλους και μας κρατούσαν στο σπίτι.
Με τους Τούρκους των διπλανών χωριών περνούσαμε καλά, δεν άκουσα να έχουμε προβλήματα. Όταν έφθασε η καταραμένη ώρα να φύγουμε, πήγαμε με την ψυχή στο στόμα στα Μουδανιά και από εκεί βγήκαμε στη Ραιδεστό. Με τα κάρα ήρθαμε στην Ελλάδα και διασκορπιστήκαμε στους νομούς Σερρών και Ημαθίας».
 
        Μπήκαμε στο Σουσουρλούκι την ώρα που τελείωνε το παζάρι, και νοερά έψαχνα να βρω τον μπάρμπα Γιώργη να βοηθά στον πάγκο του πατέρα του. Πάνω στους πεντακάθαρους πάγκους υπήρχε και του … πουλιού το γάλα.
Παντός είδους ζαρζαβατικά και φρούτα από τεράστια ρόδια μέχρι κατάμαυρα ζουμερά σύκα. Εδώ που τα λέμε είχε δίκιο ο μπάρμπα Γιώργης. Με αυτά τα σύκα λιγουρεύονται μεγάλοι άνθρωποι, όχι μόνο μικρά και πεινασμένα παιδιά. Δοκίμασα ένα σύκο και ήταν σκέτο μέλι!!
«Τα σύκα της Προύσας, μετά τα σύκα του Αϊδινίου, είναι τα καλύτερα στην Τουρκία», συμπλήρωσε ο Μουσταφά.
 

 
Σουσουρλούκι. Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου.
 
 Το Σουσουρλούκ είναι πολύ κοντά στην Προύσα και αποτελεί ξεχωριστό δήμο. Έχει πολλά νέα σπίτια και όμορφες πλατείες και σε ορισμένες από τις γειτονιές του διατηρούνται ακόμα παλιά ελληνικά σπίτια για να θυμίζουν το εγγύς παρελθόν. Η άλλοτε εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου έχει μετατραπεί σε τζαμί.
 Πλησιάσαμε με κάποια επιφύλαξη και ζητήσαμε από τον ιμάμη να μας επιτρέψει να δούμε το εσωτερικό της. Ευγενικά ο ιμάμης μας άνοιξε την πόρτα.
 
«Ο θεός είναι ένας μου είπε. Μπορείς ελεύθερα και να προσευχηθείς».
Τεράστια χαλιά βρίσκονται στο δάπεδο, ενώ οι τοίχοι που παλιά είχαν αγιογραφίες, είναι τώρα άδειοι.
  «Στο Ισλάμ, δεν επιτρέπεται να υπάρχουν φωτογραφίες και εικόνες στο εσωτερικό των ιερών χώρων», μου εξήγησε ο ιμάμης, «γι’ αυτόν το λόγο σε όσες εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, σκεπάστηκαν με σοβά όλες οι αγιογραφίες που τις κοσμούσαν.
Δεν υπήρχε δόλος εκ μέρους των υγιώς σκεπτόμενων μουσουλμάνων να καταστρέψουν τις εικόνες των Αγίων που τιμούν οι χριστιανοί. Βέβαια υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πολλοί φανατικοί μπουνταλάδες, οι οποίοι προβαίνουν σε βανδαλισμούς, αλλά αυτοί δεν είναι καλοί μουσουλμάνοι, διότι δε σέβονται τη θρησκεία και το θεό άλλων ανθρώπων, όπως διδάσκει το Κοράνι».
Έκανα το σταυρό μου και βγήκαμε έξω. Εκεί συναντήσαμε δυο-τρεις κατοίκους οι οποίοι μου ανέφεραν ότι πολλοί από τους κατοίκους του χωριού είναι πρόσφυγες από τις περιοχές της Αλμωπίας και του Λαγκαδά.
Χαιρετήσαμε τους φίλους από το Σουσουρλούκ και φύγαμε για τα Κουβούκλια.
Κάπου εδώ τελείωσε και η αποστολή μου, να επισκεφθώ τα είκοσι τέσσερα χωριά της Εκκλησιαστικής Περιφέρειας Απολλωνιάδας και τα δεκατέσσερα που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική Επαρχία Προύσας.
 Στα περίφημα ιαματικά λουτρά της Προύσας.
 Στη διαδρομή για τα Κουβούκλια, ο Μουσταφά μου πρότεινε να πάμε στα λουτρά της Προύσας. Πλησίαζε η μέρα που θα έφευγα από την Τουρκία και δεν είχα επισκεφτεί τα περίφημα αυτά λουτρά, τα οποία ήταν ξακουστά από τη Βυζαντινή εποχή.
Εκεί πήγαιναν οι γαμπροί Κουβουκλιώτες με τους φίλους τους δυο μέρες πριν το γάμο τους για να πλυθούν. Ήταν ένας χώρος όμως, στον οποίο προσέρχονταν και ασθενείς, αναζητώντας απαντήσεις για τη θεραπεία τους. Νοίκιαζαν ένα δωμάτιο στο οποίο τοποθετούσαν τον ασθενή και πάνω στο τραπέζι άφηναν να καίει όλη τη νύχτα ένα κερί.
Την επόμενη μέρα άνοιγαν την πόρτα και τον ρωτούσαν τι όνειρο είχε δει. Αν το όνειρο ήταν καλό, αυτό σήμαινε ότι ο άρρωστος σύντομα θα θεραπευόταν, αν το όνειρο ήταν άσχημο, σήμαινε ότι η αρρώστιά του ήταν σοβαρή και απαιτούνταν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τη θεραπεία της.
Δέχτηκα με χαρά την πρόταση του Μουσταφά, εφόσον χρόνος υπήρχε μέχρι το βραδινό γλέντι του γάμου. Μετά το μεγάλο πάρκο της Προύσας στρίψαμε αριστερά και βρεθήκαμε μπροστά στους όγκους των κτιρίων των λουτρών.
Υπήρχαν γυναικεία και ανδρικά χαμάμ. Διαλέξαμε το Κάπλιτζα, που ήταν το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο. Τα άλλα δυο ήταν το Καρά Μουσταφά και το Χουσνού Γκιουζέλ. Μπαίνοντας στο λουτρό, αντίκρισα μια μεγάλη αίθουσα, με ένα συντριβανάκι στη μέση, ενώ σε μια άκρη υπήρχε η ρεσεψιόν. Κάποιες σκοτεινές φιγούρες, φορώντας μια πετσέτα στη μέση, μια πετσέτα στο κεφάλι και μια στις πλάτες, έκαναν βόλτες.
 
 «Θα κάνετε και κεσέ;» ρώτησε ο ταμίας.
 «Βέβαια… κεσέ και τσαμούρ», απάντησε ο Μουσταφά.
 Πήραμε από τρεις πετσέτες και πήγαμε σε μια ντουλάπα, όπου ξεντυθήκαμε. Τοποθετήσαμε τη μια πετσέτα γύρω από τη μέση μας και ήμασταν έτοιμοι!
Ανοίξαμε την επόμενη πόρτα και βρεθήκαμε σε ένα μεγάλο χώρο, γεμάτο υδρατμούς. Στο κέντρο υπήρχε μια μεγάλη χαβούζα με ζεστό νερό. Μέσα τσαλαβουτούσαν νεαρά παιδιά, κάνοντας ιδιαίτερο θόρυβο, πιτσιλώντας με τα νερά τους άλλους λουόμενους.
Γύρω από τη χαβούζα, υπήρχαν μικρές στέρνες, μέσα στις οποίες έτρεχε ζεστό και κρύο νερό. Χρησιμοποιώντας μικρά μαστραπαδάκια, οι λουόμενοι πλένονταν και κατόπιν ξεπλένονταν με το ιαματικό ζεστό νερό. Παιδάκια με τους πατεράδες τους, παππούδες, νέοι άνδρες, ακολουθούσαν αυτή τη διαδικασία, χωρίς να λογαριάζουν τι γινόταν γύρω τους.
 «Πάρε λίγη λάσπη, τοποθέτησέ την κάτω στις μασχάλες σου και έπειτα πλύσου καλά. Αν θέλεις άπλωσε τη σε όλο σου το σώμα και μέσα σε λίγα λεπτά θα είσαι κάτασπρος, χωρίς καμία τρίχα.
Όμορφος και καθαρός, όχι όπως τώρα που είσαι σαν αρκούδα με όλες αυτές τις τρίχες που στο σώμα σου…»
 Πήρα λίγη λάσπη, πήγα σε ένα ειδικό μέρος και την τοποθέτησα στις μασχάλες μου. Μετά από πέντε λεπτά ξεπλύθηκα και ήμουν πεντακάθαρος!! Ούτε μια τρίχα.
 
«Οι Τούρκοι, άντρες και γυναίκες», μου εξήγησε ο Μουσταφά, «ερχόμενοι στο χαμάμ, ξυρίζουν τις μασχάλες τους και άλλα … απόκρυφα μέρη του σώματός τους… για να διατηρούνται απόλυτα καθαροί, η καθαριότητα είναι το παν στο Ισλάμ», μου εξήγησε.
Πριν πολλά χρόνια χρησιμοποιούσαν αυτήν τη λάσπη, που μύριζε θειάφι, αλλά τελευταία χρησιμοποιούν τις ξυριστικές μηχανές.  Μπήκα στον πειρασμό να τοποθετήσω τη λάσπη και σε άλλα σημεία, αλλά δίστασα… άλλωστε με φώναζε ο Μουσταφά για να κάνω κεσέ.
Μπήκα σε ένα μικρό δωματιάκι, όπου με περίμενε ένας τεραστίων διαστάσεων Τούρκος, με ένα μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι.
 «Ωχ, άσχημα τα πράγματα!» σκέφθηκα. Στο νου μου ήρθαν σκηνές από το Εξπρές του Μεσονυχτίου. Ευτυχώς είχα το Μουσταφά δίπλα μου.
 «Αυτός ο κύριος είναι ο Αλή και κατάγεται από το Σίβας, τη Σεβάστεια», μας σύστησε ο Μουσταφά.
Σημασία δε μου έδωσε ο Αλή, έβαλε στο χέρι του ένα γάντι σκληρό, έριξε πάνω μου νερό και άρχισε να με τρίβει. Η απαλή σαπουνάδα, το ζεστό νερό, και το τρίψιμο του Αλή, άρχισαν να αποφέρουν αποτελέσματα. Από το κεφάλι ξεκίνησε και έφθασε μέχρι τα πόδια, καθαρίζοντας το σώμα μου από τα νεκρά κύτταρα που άρχισαν να αποβάλλονται σαν μαύρα λέπια, ντροπιάζοντας με.
  «Προχθές πλύθηκα» αναρωτήθηκα, «που βρέθηκαν όλα αυτά;»
  Ξανάρχισε στο κεφάλι μου ο Αλή με μια άλλου είδους αρωματική σαπουνάδα. Γύρισε το κεφάλι μου μια φορά αριστερά, μια δεξιά και με μια απότομη κίνηση το ξανάφερε μπροστά. Αισθάνθηκα ένα κράκ… σαν κάτι να σπάζει.
  «Με έφαγε το σκυλί!!!» σκέφθηκα. Αντί του πόνου όμως, αισθάνθηκα μια υπέρτατη αγαλλίαση! Σαν να έφυγε ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου.
   «Αferim Ali, cok guzel», του είπα και για πρώτη φορά ο Αλή χαμογέλασε.
  «Afiyetolsun».
Στη συνέχεια, κάθισα σε μια γωνιά της αίθουσας και παρακολουθούσα όλες τις σκηνές που διαδραματίζονταν. Παιδιά να πλατσουρίζουν στη χαβούζα, σεβάσμιοι παππούδες με μεγάλες άσπρες γενειάδες να προσπαθούν να συγκρατήσουν τις πετσέτες για να μη φανούν τα αχαμνά τους, τους κεσετζήδες με τα μεγάλα μουστάκια να φωνάζουν τα… θύματά τους. Αισθάνθηκα να βρίσκομαι σε ένα διαφορετικό κόσμο, απόμακρο, μα τόσο αγαπητό και επιθυμητό.
Περίεργο το συναίσθημα που με συνεπήρε… σαν να βρισκόμουν σε μια μηχανή του χρόνου που με έφερε χρόνια πίσω, πριν το 1922, τότε που στη θέση μου βρίσκονταν οι αγαπημένοι μου παππούδες.
Είχα νιώσει έτσι πολλές φορές όταν τριγυρνούσα βράδυ στα σοκάκια των Κουβουκλίων και περίμενα μήπως ξεπροβάλλει ο παππούς Φωτάκης ή η γιαγιά Τριανταφυλλού να με καλωσορίσουν και να με ευχαριστήσουν που επισκέφθηκα το χωριό τους.
 «Ηade Yorgo gidiyorus», πάμε να φύγουμε, να ξεκουραστούμε διότι το βράδυ έχουμε και το γάμο, με ξύπνησε ο Μουσταφά.
Ντυθήκαμε και πήγαμε στη ρεσεψιόν για να πληρώσουμε.
 Εκεί μας περίμεναν όλοι σχεδόν οι υπάλληλοι του χαμάμ, αυτός που μας έδωσε τσάι, αυτός που έβαψε τα παπούτσια μας, αυτός που μας κέρασε αϊράνι, αυτός που μας έδωσε τις πετσέτες και στο τέλος της γραμμής αυτής ο … Αλή, ο κεσετζής, με την τεράστια μουστάκα. Όλοι περίμεναν μπαξίς. Άρχισα και εγω να μοιράζω λίρες.
Στον Αλή, που το άξιζε, έδωσα πέντε ευρώ, άλλωστε δεν είχα άλλες λίρες. Πέταξε από τη χαρά του, μόνο που δε με φίλησε.
 «Sagol efendim, cok tesekurler! Iyi yolculuk!»
 Φύγαμε αμέσως για τα Κουβούκλια. Μετά την υπέροχη εμπειρία αισθανόμουν κουρασμένος και ήθελα να ξεκουραστώ. Πήγαμε δίχως καθυστέρηση στο σπίτι.
Η Σαχανιέ είχε ανάψει το μαγκάλι και έψηνε κεφτεδάκια και αρνίσιες μπριζόλες. Κατάλαβε ότι αυτά μου αρέσουν πολύ και ήθελε να με ευχαριστήσει. Παρά την κούραση που προφανώς αισθανόταν ο Μουσταφά από το πολύωρο ταξίδι, τη βοήθησε να ετοιμάσει τις σαλάτες και να στρώσει το τραπέζι.
Σήμερα τη βοηθούσε και η φιλενάδα της, η Ιμιχάν από το Μπαλίκεσιρ, η οποία νοίκιαζε τον επάνω όροφο του σπιτιού τους. Σπούδαζε τα παιδιά της στο Πανεπιστήμιο που είναι έξω από τα Κουβούκλια και ήρθε να μείνει μαζί τους, τα ….βρήκε με τη Σαχανιέ και έγινε οικογενειακή φίλη.
Είχε ετοιμάσει ένα παραδοσιακό γλυκό, το χουσμερί και το έφερε για να το φάει ο καλοταϊσμένος μουσαφίρης. Πασάς στα Γιάννενα ήμουν, όλοι είχαν την έγνοια μου.
 «Σήμερα, Γιώργο Μπέη, όλοι πηγαίνουν στο σπίτι της νύφης, διότι θα εκθέσει το σύνολο της προίκας της. Θα περάσουν να τη δουν όλοι οι χωριανοί, οπότε θα έχει πολύ κόσμο. Θα βάλουμε τα γιορτινά μας λοιπόν και εσείς οι δυο θα μας συνοδέψετε!»
Πράγματι το βράδυ πήγαμε στο γάμο. Γεμάτο το σπίτι από επισκέπτες, οι οποίοι είχαν έρθει για να θαυμάσουν την προίκα. Μας υποδέχθηκε και εμάς η νύφη, η γλυκύτατη Σεντέφ…
 «Yorgo amca yarin biz ikimiz Bursada gidiyorus. Θείε Γιώργο, αύριο θα στολίσουμε το αμάξι σου και θα με πάς στην Προύσα, στην κομμώτρια. Και αφού θα είμαι έτοιμη νύφη πλέον, θα με πας στο σπίτι.»
Συγκινημένος δέχθηκα με χαρά τη μεγάλη τιμή που μου έκανε, φίλησα τη Σεντέφ και της υποσχέθηκα ότι την επόμενη μέρα θα είμαι στη διάθεσή της. Η Σαχανιέ με την Ιμιχάν είχαν πάει στην αυλή όπου ήταν συγκεντρωμένες και άλλες γυναίκες, ενώ εγώ και τα καρντάσια μου ήμασταν σε μια άλλη γωνιά της.
Από νωρίς είχε έρθει και ο παππούς, ο Ραμαζάν Κιβράκ, που μου έκανε παράπονα ότι τον ξέχασα και δεν πήγα ξανά στο σπίτι του να τον επισκεφθώ.
Τον αγκάλιασα, του φίλησα το χέρι με σεβασμό και του είπα ότι θα τον αγαπώ και θα τον τιμώ για πάντα. Τον θεωρούσα πλέον παππού μου, δικό μου άνθρωπο, πρόσθεσα. Δάκρυσε ο παππούς Ραμαζάν και αφού μου έδωσε μερικές ευχές, πήγε να χαιρετήσει τον παππού Μεχμέτ, τον πατέρα του Σεφέρ.
Όλο το βράδυ, χορεύαμε ακούραστοι. Οι χοροί πάνω κάτω οι ίδιοι, καρσιλαμάδες, τσιφτετέλια και χασαποσέρβικα.
Κάποια στιγμή με πλησίασε ο Σεφέρ και μου ζήτησε να μην του χαλάσω το χατίρι και να τραγουδήσω μερικά τούρκικα τραγούδια που γνώριζα. Για να με πείσει επιστράτευσε και τα μεγάλα μέσα…
 «Μου το ζήτησαν οι παππούδες Ραμαζάν και Μεχμέτ, οπότε είναι αδύνατο να αρνηθείς!»
 
 Πήρα το μικρόφωνο, λοιπόν, και τραγούδησα τον «Τσακιτζή» και το «Μπεγκλεντίμ ντε γκέλμεντιν», αφιερώνοντας τα, στους παππούδες.
 Ξαφνικά άρχισαν ένα- ένα τα καρντάσια να έρχονται κοντά μου και να μου κολλούν στο μέτωπο διάφορα χαρτονομίσματα.
Το έκαναν μάλιστα με εντυπωσιακό τρόπο!!! Μιλημένοι από το πειραχτήρι το Σεφέρ, για να κολλήσει καλύτερα, το έφτυναν πρώτα και μετά το κολλούσαν στο άτυχο μέτωπό μου.  Και κάπως έτσι γέμισα από πάνω μέχρι κάτω με σάλια και χάρτινες τούρκικες λίρες…
 «…αχ βρε Γραμμάτω… να ήσουν εδώ και να καμάρωνες το λεβέντη σου», σκεφτόμουν με περηφάνια!
Οι παραγγελίες διαδέχονταν η μία την άλλη, όπως και οι… χάρτινες λίρες. Έβγαλα και εγώ από το σεντούκι του ρεπερτορίου μου όποιο ελληνικό και τούρκικο τραγούδι θυμόμουν. Πολλά μάλιστα τα τραγούδησα και στις δυο γλώσσες, το «Από ξένο τόπο ή Uskudara gider iken», τον «Kaϊκτσή», το «Canakalle icide», το «Αραμπάς περνάει» και κάποια ακόμη. Όση ώρα τραγουδούσα, τα παλικάρια των Κουβουκλίων ξεφάντωναν στην πίστα και ο γάμος μετατράπηκε σε φιέστα!
Φοβερές στιγμές !!!
Όταν τελείωσα το πρόγραμμά μου, αποχώρησα καταχειροκροτούμενος από όλους τους παρευρισκομένους, προσφέροντας τα χρήματα στην υπέροχη ορχήστρα μου.
Ο παππούς Ραμαζάν σηκώθηκε από την καρέκλα του και ήρθε να με φιλήσει…
«aferim oglum, ne guzel sarkiler», μου θύμισες την πατρίδα μου!
 
Ο Σεφέρ ήρθε κοντά μου και με ασπάσθηκε ιδιαίτερα συγκινημένος.
 «Tesekur Yorgo kardesim. Cok guzel!»
 Τώρα άρχισαν να χορεύουν οι φίλες και οι συγγενείς της νύφης και το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα, όταν ξαφνικά ακούστηκε κάποιος θόρυβος και διέκρινα κάποια άτομα να τρέχουν σαν αλαφιασμένοι.
«Τι συμβαίνει», ρώτησα το Μουσταφά, σαστισμένος. 
 «Ήρθαν τα παλικάρια του γαμπρού και μπήκαν στο κοτέτσι για να αρπάξουν κότες, έτσι είναι το έθιμο. Τώρα πήραν τις κότες και τρέχουν, τάχα για να ξεφύγουν.»
Του εξήγησα ότι έχουμε και εμείς αυτό το έθιμο και ότι τις περισσότερες φορές η νύφη δίνει οικειοθελώς μια δυο κότες στα παλικάρια του γαμπρού, για να μην τον κακοκαρδίσει.
 Λίγο αργότερα, πήραμε τις συνοδούς μας, τη Σαχανιέ και την Ιμιχάν, τις οποίες είχαμε παντελώς εγκαταλείψει στο μεταξύ, αποχαιρετήσαμε όλους τους φίλους και φύγαμε για το σπίτι. Έπρεπε να ξεκουραστώ για να εκτελέσω τα αυριανά καθήκοντά μου, ως ένας καλός θείος απέναντι στην ανιψιά μου…
Το ραντεβού μας στην Προύσα ήταν στις 10.00 το πρωί. Μετά το απαραίτητο πρωινό στο σπίτι του Μουσταφά, πήγα στο σπίτι του Σεφέρ, όπου με περίμεναν με ανυπομονησία.
Η Γκιούλ ή Τριανταφυλλού, όπως την αποκαλούσα, θα πήγαινε με την κόρη της στο κομμωτήριο και εγώ με το Σεφέρ θα στολίζαμε το αμάξι.
Αφήσαμε τις γυναίκες στο κομμωτήριο και πήγαμε το αυτοκίνητο στο λουλουδά. Στο διάστημα που θα περιμέναμε, παρακάλεσα το φίλο μου να με πάει στην κλειστή αγορά, στο Καπαλί Τσαρσί, για να αγοράσω κάποια δώρα για την Κυρά Γραμμάτα και για την υπόλοιπη οικογένειά μου.
Γυρίσαμε την αγορά πάνω-κάτω, μπήκαμε σε κάθε είδους στοές, γεμάτες με κάθε λογής πράγματα, πήγαμε στο Κοτζά Χάν με τα μεταξωτά, και καταλήξαμε στα μαγαζιά με τα μπαχαρικά.
«Εγώ τηδέν πα κι θέλω», έλεγε η Κυρά Γραμμάτα, όταν τη ρωτούσα τι δώρο να της φέρω από την Τουρκία. «Μονάχα, αν θυμηθείς, να μου φέρεις πλιγούρι που είναι ξακουστό.»
Στο μαγαζάκι με τα μπαχαρικά βρήκα πλιγούρι και πήρα μπόλικο διότι ήταν φθηνό. Αγόρασα ό, τι άλλο μου γέμισε το μάτι και καταλήξαμε στην κεντρική πλατεία του δημαρχείου με τα σιντριβάνια να πίνουμε το τσαγάκι μας.
Χιλιάδες κόσμος περνούσε από μπροστά μας. Γυναίκες με φερετζέ, με μαντήλα, χωρίς φερετζέ, χωρίς μαντήλα, με σαλβάρια ή με ευρωπαϊκά ρούχα… τα πάντα μπορούσες να δεις. Μια Βαβυλωνία ανθρώπων και φυλών…
Δίπλα μας το πιο παλιό τζαμί της πόλης το Ούλου τζαμί. Από τα παπούτσια που ήταν έξω από την πόρτα του, μπορούσες να καταλάβεις πόσοι πιστοί προσεύχονταν κάθε στιγμή.
Οι λαχειοπώλες, όπως και στην Ελλάδα, αναρωτιόντουσαν γιατί δε θέλουμε να κερδίσουμε τα εκατομμύρια λίρες που κληρώνονταν σε λίγες ώρες, ενώ οι πλανόδιοι βαφείς παπουτσιών μόνο που δε σου έβγαζαν τα παπούτσια με το ζόρι για να σου τα βάψουν.
Μετά το τσάι, παραγγείλαμε και έναν τούρκικο καφέ και μετά πήγαμε να πάρουμε το αυτοκίνητο. Μεγαλεία για το ταπεινό μου Άουντι, έτσι που το στόλισαν με τα εκατοντάδες άσπρα και κόκκινα γαρύφαλλα. Αγνώριστο είχε γίνει.
Σε λίγο ήταν έτοιμη και η Σεντέφ. Σκέτη κούκλα και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Η Γκούλ - Τριανταφυλλού χτένισε μεν τα μαλλιά της, αλλά έβαλε την μαντήλα και τα κάλυψε για να μη φαίνονται.
  «Εγώ είμαι μεγάλη γυναίκα, δε χρειάζομαι πολλά λούσα. Αυτά είναι για τις νέες.»
 «Κούκλα είσαι!» της είπα. Σέφο σήμερα πρέπει να την προσέχουμε μην τη χάσουμε.»
Κοκκίνισε από ντροπή, δεν ήθελε να μιλάνε γι’ αυτήν. Ο Σεφέρ μου έκλεισε το μάτι και άρχισε να την πειράζει.
Έχουν και μια άλλη κόρη, τη Σιντικά. Πολύ καλό κορίτσι, αλλά εσένα δε σε πλησιάζει διότι ανήκει στο κόμμα των Ισλαμιστών. Αυτοί δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους επαφές με ξένους άνδρες.
Στο σπίτι, πίσω στα Κουβούκλια, μας υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά και όλοι τους θαύμαζαν την ονειρεμένη νύφη. Πιο συγκινημένος απ’ όλους ο παππούς, όπως όλοι οι παππούδες του κόσμου, όταν βλέπουν νύφη την αγαπημένη τους εγγονή.
Δάκρυσε και στη συνέχεια τον έπιασαν τα κλάματα, όταν η Σεντέφ του φίλησε το χέρι. Απόλυτη συγκίνηση συνεπήρε τους πάντες. Όλοι μας ψάχναμε να καλύψουμε τα μάτια μας που ακούσια γέμισαν δάκρυα.
Η Γκιούλ είχε εν τω μεταξύ στρώσει το τραπέζι και καθίσαμε να φάμε. Οι υπόλοιπες κυρίες συνέχισαν τις προετοιμασίες για το βράδυ, για να λάβει χώρα το έθιμο της κινιάς.
Θυμάμαι από τις διηγήσεις των Κουβουκλιωτών το έθιμο αυτό. Η νύφη, Σάββατο βράδυ, το τελευταίο βράδυ της νύφης στο σπίτι των γονιών της, έβαφε τα δάχτυλά της με ένα είδος σκούρας βαφής, που την ονόμαζαν κινιά.
Μετά το φαγητό, έφυγα για το σπίτι του Μουσταφά, όπου δέχθηκα τα συγχαρητήρια της Σαχανιέ και της Ιμιχάν για την … καταπληκτική μου εμφάνιση, σαν τραγουδιστής, το προηγούμενο βράδυ.
«Aferim Yorgo Bey, ne guzel sarkici. Bravo!»
Πήγα στο δωμάτιό μου, τακτοποίησα στις βαλίτσες τα πράγματα που είχα αγοράσει και έπεσα για ύπνο.
Σκεπτόμουν ότι όλα αυτά που ζω είναι ένα έντονο, ζωντανό όνειρο, το οποίο ευχόμουν να μην τελειώσει ποτέ. Σαν σκηνές ευχάριστης ταινίας περνούσαν από μπροστά μου όλες οι στιγμές μου εδώ στην Τουρκία. Από τη στιγμή της άφιξής μου, τη γνωριμία μου με τους αχώριστους  φίλους μου, τον παππού μου, το Ραμαζάν και όλους τους υπέροχους Gorukleli – Κουβουκλιώτες, που δεν έπαψαν, στη διάρκεια της παραμονής μου στα Κουβούκλια, να μου δείχνουν το σεβασμό και την αγάπη τους.
Έχοντας αυτές τις όμορφες εικόνες στο μυαλό, κατάφερα να κοιμηθώ ελάχιστα. Άλλωστε ποιος θείος κοιμάται όταν παντρεύει την αγαπημένη του ανιψιά;
Όταν ξύπνησα το απογευματάκι, όλοι στο σπίτι ετοιμάζονταν για το γάμο. Έφυγα με το Μουσταφά, ενώ η Σαχανιέ θα κατέφθανε αργότερα.
Το έθιμο της κινιάς.
 Στο σπίτι του Σεφέρ είχε μαζευτεί όλο το χωριό και επικρατούσε το ίδιο πάντοτε σκηνικό. Στη μια πλευρά οι γυναίκες και στην άλλη οι άνδρες και κάπου σε μια γωνιά της αυλής, η ορχήστρα έπαιζε μελαγχολικούς ρυθμούς.
Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε η νύφη Σεντέφ με φόρμα κόκκινη, ενώ στο κεφάλι της είχε το νυφικό πέπλο.
Η μουσική έγινε έντονα θλιβερή, την ώρα που της έβαφαν τα χέρια με την «κινιά» και η Σεντέφ μη αντέχοντας την ψυχολογική ένταση, ξέσπασε σε κλάματα.
Οι συγγενείς και οι φίλοι άρχισαν να την πλησιάζουν για να της καρφιτσώσουν στο πέπλο μικρά χρυσά φλουριά. Όταν τελείωσε το βάψιμο των χεριών, της τα σκέπασαν με διάφορες γάζες για να μη φύγει η κινιά. Και ξαφνικά άλλαξε το τοπίο!!!
Μόλις το δέσιμο των χεριών ολοκληρώθηκε, η μουσική πλέον έγινε χαρούμενη και η νύφη έδωσε πρώτη το παράδειγμα, χορεύοντας το λικνιστό τσιφτετέλι.
Από το γυναικείο πλήθος, που μέχρι τότε παρακολουθούσε ήσυχα τα διαδραματιζόμενα, ξεπετάχθηκαν πανέμορφα κοριτσάκια και άρχισαν να χορεύουν ασταμάτητα, πλαισιώνοντας τη νύφη.
Από τους άνδρες, άρχισε πρώτος το χορό ο μπαμπάς της νύφης και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι συγγενείς και φίλοι.
Έτσι ολοκληρώθηκε το έθιμο της κινιάς που τράβηξε μέχρι τα μεσάνυχτα.
Η Σαχανιέ είχε ήδη φύγει και κοιμόταν, όταν πια φθάσαμε στο σπίτι. Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το ονειρεμένο αυτό ταξίδι στα ιερά χώματα των προγόνων μου, έφθανε στο τέλος του.
Από τη μια, αισθανόμουν όμορφα διότι θα επέστρεφα στην οικογένειά μου και από την άλλη, στεναχωριόμουν διότι θα εγκατέλειπα την οικογένεια και τους φίλους που είχα αποκτήσει εδώ. Τόσο πολύ δεμένος αισθανόμουν με αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Κοιμήθηκα σαν πουλάκι με αυτό το γλυκόπικρο συναίσθημα και το επόμενο πρωί ξύπνησα αργά.
Η μέρα του γάμου του Μπαϊράμ και της Σεντέφ.
 Στο σπίτι του Σεφέρ, άρχισαν να έρχονται οι μουσαφίρηδες από ξένες περιοχές. Ήδη είχαν αριβάρει τα ξαδέλφια από την Κυζικική Χερσόνησο, από το Πέραμα ή Καρσίγιακα, και την Αρτάκη. Μόλις με είδαν από μακριά ο Γιασάρ και ο Χασάν έτρεξαν κοντά μου.
 «Όταν θα φεύγεις μου είπαν, οπωσδήποτε θα περάσεις από το χωριό μας. Μιλήσαμε με το Σεφέρ, το Φερίτ και το Μουσταφά και θα έρθετε όλοι μαζί να το γιορτάσουμε.»
Καθίσαμε στο τραπέζι και δεν σταματήσαμε να συζητάμε για την πατρίδα τους, που ήταν ο Ζυγός Καβάλας.
 «Θα έρθουμε οπωσδήποτε να σε δούμε στην Ελλάδα Γιώργο και θα πάμε μαζί να επισκεφθούμε τα χωριά μας.»
Κατά το μεσημέρι, ακούστηκαν τα όργανα από το σπίτι του γαμπρού, που ήταν κοντά στο σπίτι της νύφης.
  «Πάμε Γιώργο στο σπίτι του γαμπρού, διότι τώρα τον ξυρίζουν και έχει ενδιαφέρον.»
 Το σπίτι του Μπαϊράμ ήταν στην ίδια γειτονιά. Στη μέση της αυλής, ο  γαμπρός τυλιγμένος με μία μεγάλη πετσέτα, δεχόταν τις περιποιήσεις του κουρέα.  Μόλις πλησιάσαμε, ήρθε κοντά μας ο συμπέθερος, μας καλωσόρισε και έστειλε τα κορίτσια να μας κεράσουν.
 Κατά τη διάρκεια του ξυρίσματος, οι φίλοι και συγγενείς του γαμπρού τον πλησίαζαν και του καρφίτσωναν στην πετσέτα διάφορα χαρτονομίσματα. Στο τέλος, γέμισε η πετσέτα με πολλά χρήματα και το μόνο που διέκρινες ήταν το κεφάλι του γαμπρού.  Μετά το γαμπρό, σειρά για ξύρισμα έπαιρνε ο πατέρας του παιδιού και τα αδέλφια του και όταν πια ο κουρέας τελείωνε, η ορχήστρα άρχισε να παίζει πιο έντονα και όλοι το έριξαν στο χορό. Η μεγάλη στιγμή πλησίαζε…
 «Άντε Γιώργο, ετοιμάσου… θα πάμε τώρα με το στολισμένο σου αμάξι να πάρουμε τη νύφη από το σπίτι του παππού της», φώναξε ο Μουσταφά.
Δεν έλειψαν όμως και τα απρόοπτα… Το αμάξι μου ήταν παρκαρισμένο στο σπίτι του Μουσταφά, κάτω από σκιερό μέρος για να μη μαραθούν τα λουλούδια. Κάνοντας πίσω για να βγω δεν πρόσεξα μια τσιμεντένια κολώνα και με φόρα έπεσα πάνω της. Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και το αποτέλεσμα ήταν να διπλωθεί στα δυο το πόρτ μπαγκάζ.
«Γούρι – γούρι», μου φώναξαν κάποιοι που είδαν το περιστατικό και εγώ αντί να βλαστημώ, έπρεπε κιόλας να χαμογελώ.
Είχα και το Μουσταφά να με πειράζει, αντί να με παρηγορεί…
«Μα τι κιόρ - αόμματη κολώνα ήταν αυτή, δε σε είδε καθόλου την ώρα που έβγαινες, για να παραμερίσει;»
«Στην Ελλάδα όλοι τέτοιοι οδηγοί είστε;»
Τέλος πάντων, μπροστά τα όργανα με τα παλικάρια του γαμπρού να χορεύουν, πίσω εγώ με το στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο και παραπίσω ο γαμπρός με το μισό χωριό, κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του παππού. Μια απόσταση πεντακοσίων μέτρων, με μια πομπή βγαλμένη από ταινία του Αγγελόπουλου.
Όταν φθάσαμε στο σπίτι, παλικάρια του γαμπρού ενώθηκαν με τα παλικάρια της νύφης και οι οργανοπαίκτες επίσης. Σε όλο το χωριό αντηχούσαν τα ακούσματα της γκάιντας, του κλαρίνου και του ζουρνά. Ο γαμπρός πλησίασε στις σκάλες για να υποδεχθεί την αγαπημένη του, που έλαμπε από χαρά. Άστραφτε η Σεντέφ καθώς κατέβαινε τις σκάλες, συνοδευόμενη από τα αδέλφια της και την οικογένειά της. Ο άλλοτε τραχύς Σεφέρ, έλιωνε σαν απαλό βούτυρο, καμαρώνοντας τη νυφούλα κόρη του και η Γκιούλ-Τριανταφυλλού έκλαιγε από χαρά, κρυμμένη πίσω από την όμορφη μαντήλα της.
Εγώ περίμενα μέσα στο αυτοκίνητο, σκεπτόμενος πότε-πότε το ατύχημα και κατηγορώντας τον εαυτό μου για την απροσεξία μου. Μόλις έφθασε η Σεντέφ στο αμάξι, από το παράθυρο πρόβαλλε ο παππούς Μεχμέτ, ο οποίος έχοντας ένα σακούλι με μεγάλα κέρματα, τα πετούσε πάνω στο νιόπαντρο ζευγάρι.
 Ο θόρυβος που έκαναν τα νομίσματα όταν έπεφταν πάνω στο αυτοκίνητό μου, ήταν εφιαλτικός. Δε μου έφτανε το ατύχημα, είχα τώρα και τα κέρματα που μου γέμισαν με καρούμπαλα το αυτοκίνητο.
Γύρω μου επικρατούσε χάος. Τα παιδάκια από τη στιγμή που πέταξε ο παππούς τα κέρματα, κυλιόντουσαν στο χώμα για να τα αρπάξουν, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Οι μουσικοί έδιναν τα ρέστα τους και τα παλικάρια του γαμπρού και της νύφης συναγωνίζονταν στο χορό.
Το ζευγάρι μπήκε στο αυτοκίνητο επιτέλους και ξεκινήσαμε. Θα περνούσαμε από τον κεντρικό δρόμο, την πλατεία και μετά θα καταλήγαμε στο καινούργιο τους σπίτι. Μπροστά τα όργανα με τα παλικάρια που χόρευαν, πίσω εγώ με το ζευγάρι και παραπίσω ολόκληρο το σόι. Κάθε εκατό μέτρα, τα μεθυσμένα από το πολύ ποτό παλικάρια, σταματούσαν, έπιναν λίγη ρακί και συνέχιζαν χορεύοντας.
Έπειτα από πενήντα στάσεις περίπου, φθάσαμε στο καινούργιο σπίτι. Εκεί υποδέχθηκε το ζευγάρι η μητέρα του Μπαϊράμ, κέρασε τη νύφη γλυκό και τους καλωσόρισε στο καινούργιο τους σπίτι.
Πάρκαρα το αυτοκίνητο στου Μουσταφά και επέστρεψα στο γάμο για να συνεχίσουμε το γλέντι. Ήμασταν μια παρέα, εγώ, ο Σεφέρ, ο Μουσταφά, ο Εμίν, ο Φερίτ και οι δυο μουσαφίρηδες από την Αρτάκη, ο Γιασάρ και ο Χασάν. Είχαμε γίνει αχώριστοι και ήμουν ευτυχισμένος που τους είχα γνωρίσει, διότι ήταν καταπληκτικοί άνθρωποι.
Ο γάμος της Σεντέφ, συνέπεσε με την τελευταία μέρα μου στα Κουβούκλια, οπότε συνεχίσαμε το γλέντι μέχρι το πρωί.
Αποφασίσαμε ότι την επομένη, η παρέα σύσσωμη, θα επισκεπτόμασταν την Αρτάκη και το Πέραμα, που ήταν στο δρόμο μου και απείχαν περίπου μια ώρα από τα Κουβούκλια. Οι ντόπιοι, γνωρίζοντας την αναχώρησή μου για την Ελλάδα, με αποχαιρετούσαν εγκάρδια. Ορισμένοι από αυτούς μου έφεραν και κάποια δώρα, όπως Γενή ρακί, φουλάρια για τη μάνα μου και τη γυναίκα μου και παιχνίδια για τα παιδιά μου.
Δεν έβρισκα τα κατάλληλα λόγια να τους ευχαριστήσω για την εξαίρετη φιλοξενία τους. Τους πρότεινα να έρθουν στην Ελλάδα για να τους ξεναγήσω στα χωριά των προγόνων τους.
Φύγαμε με το Μουσταφά παραπαίοντες. Πρώτη φορά ήπια τόσο πολύ κρασί. Ο ύπνος ήρθε ακαριαίος, ούτε όνειρα, ούτε εφιάλτες... 
Όταν ξημέρωσε, η Σαχανιέ μου έφτιαξε τη διάθεση με το χιούμορ της, λέγοντάς μου ότι το ροχαλητό μου θύμιζε κλάξον βαποριού.
 
Ο αποχαιρετισμός.
 
Μετά από ένα πλουσιοπάροχο πρωινό, τακτοποίησα τα πράγματά μου, έδεσα και έκλεισα το πορτ - μπαγκάζ με ένα σχοινί και πήγα να αποχαιρετήσω τον παππού Ραμαζάν.
Με περίμενε στην πόρτα. Του φίλησα το χέρι και με αγκάλιασε στοργικά.
 «Παιδί μου να ξέρεις πως θα είσαι ευπρόσδεκτος πάντα εδώ, σε κάθε επίσκεψή σου στην Τουρκία. Το ίδιο ισχύει για όλη την οικογένειά σου.»
Δάκρυσε ο παππούς, τον φίλησα ξανά, τον έσφιξα ακόμη μια φορά στην αγκαλιά μου, για να του δείξω τη μεγάλη αγάπη μου και έφυγα.
Ένιωσα στεναχωρημένος, όπως όταν ένα εγγόνι αποχαιρετά τον παππού του, τον οποίο δεν ήταν βέβαιο ότι θα ξανάβλεπε στο μέλλον.
Στο σπίτι του Σεφέρ η παρέα ήταν έτοιμη και με περίμενε. Μαζί τους όλη η γειτονιά και το νιόπαντρο ζευγάρι, που ξύπνησαν νωρίς, παρά την …κουραστική νύχτα, για να με αποχαιρετήσουν.  Τους χαιρέτησα έναν προς ένα, τους άνδρες με ασπασμό, τις γυναίκες με χειροφίλημα και ξεκινήσαμε για την Αρτάκη.
Όταν ξεκίνησε το αυτοκίνητο, παρατήρησα πίσω τη Σαχανιέ και την Γκιούλ να ρίχνουν κουβάδες με νερό για καλό κατευόδιο.
«Όπως κυλά το νερό, έτσι να κυλίσει το αυτοκίνητό σου, ώστε να φθάσεις εύκολα χωρίς προβλήματα στην πατρίδα σου!»
Κάναμε τη συνηθισμένη διαδρομή για τελευταία φορά. Περάσαμε από τα χωριά της Απολλωνιάδας, το Μιχαλίτσι, την Πάνορμο και λίγο πριν την Αρτάκη, στρίψαμε αριστερά, σε έναν παράδρομο που μας οδήγησε στο εργοστάσιο παραγωγής τυριού, που ανήκε στο Γιασάρ.
Από τα λεγόμενά τους και τα τηλέφωνα που έκαναν κατάλαβα ότι κάτι ετοίμαζαν...κάποιο τραπέζι ίσως… Άλλωστε είχε μεσημεριάσει και έπρεπε να φάμε.  Από εκεί πήγαμε στην Κarsiyaka, την ξακουστή Πέραμο, αφού πρώτα διασχίσαμε πολλά παλιά ελληνικά χωριά.
Η θάλασσα από τη δεξιά πλευρά τη χερσονήσου, φαινόταν ρυπαρή, πράγμα που οφειλόταν στη ρίψη των αποβλήτων από τα εργοστάσια της Πανόρμου.
Η Πέραμος δε με εντυπωσίασε. Αντίθετα με απογοήτευσε, διότι είχε πολλά παλιά απεριποίητα ελληνικά σπίτια, τα οποία στέκονταν εκεί περιμένοντας να πέσουν και να γλυτώσουν από τη συμφορά που τα βρήκε. Αυτά κάποτε ανήκαν σε πλούσιους Περαμιώτες, οι οποίοι διέσχιζαν τον Κυανό κόλπο με τα καράβια τους και πουλούσαν τις πραμάτειες τους στην Πόλη.
Στο πιο ψηλό μέρος του χωριού, παρατήρησα το σχολείο, που ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση, διότι προφανώς το χρησιμοποιούσαν ακόμη.  Φθάνοντας στην πλατεία, μας περίμεναν με γεμάτες σακούλες στα χέρια, ο πρόεδρος του χωριού και άλλοι φίλοι. Ο πρόεδρος, μια ξεχωριστή φιγούρα ανθρώπου, με… βαμμένο το τριχωτό της κεφαλής του, δε σταμάτησε να μιλάει και να τραγουδάει. Είχε κάνει την προεργασία του μάλλον με τη ρακί.
Φθάσαμε σε ένα πολύ όμορφο μέρος στις πλαγιές του βουνού, δίπλα σε μια βρύση. Στρώσαμε κάτω κιλίμια, ανάψαμε φωτιά και οι Αρτακιανοί οικοδεσπότες, άρχισαν να ψήνουν στη θράκα τα κρέατα.
Και το γλέντι όπως ήταν φυσικό… δεν άργησε να ανάψει.
Ο πρόεδρος άρχισε να τραγουδά τραγούδια του Ζεκί Μουρέν. Οι άλλοι τον πείραζαν συνεχώς, έπιναν ρακί και χόρευαν, ενώ ο Σουμπάι με τον Αρούν, οι δυο άλλοι Περαμιώτες, έψηναν τα διάφορα κρέατα που είχαν φέρει. Μια τρελοπαρέα με απίθανο κέφι!
Όποιος κουραζόταν, ξάπλωνε για λίγο κάτω από τον πυκνό ίσκιο ενός μεγάλου πλατάνου και επανερχόταν δριμύτερος λίγο αργότερα.  Είχε πια σκοτεινιάσει όταν αναχωρήσαμε για την Πέραμο. Στο καφενείο της παραλίας, ήπιαμε το καφεδάκι μας και καταλήξαμε στο σπίτι του Γιασάρ, όπου θα διανυκτερεύαμε.
Αποχαιρέτησα το Σουμπάι, τον Αρούν, τον πρόεδρο και φύγαμε για το σπίτι. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου, πέντε άνδρες μέσα σε ένα σπίτι… έτοιμοι να το ανατινάξουν με το ροχαλητό τους.
Για πρώτη φορά ανακουφίστηκα όταν κτύπησε το ξυπνητήρι. Ο Γιασάρ ετοίμασε το πρωινό και μου έκανε σάντουιτς για το δρόμο της επιστροφής. Τα λόγια περίσσευαν… δεν έβρισκα τα κατάλληλα λόγια, που να είναι αντάξια της φιλοξενία τους. Δώσαμε υποσχέσεις αιώνιας φιλίας, τους φίλησα και έφυγα βιαστικά, όταν πια τα δάκρυά μου ήταν ασυγκράτητα.
Στην πορεία της επιστροφής μου στην Ελλάδα, πέρασα από τα ίδια μέρη, το Γκιόνεν, την Μπίγα, τη Λάμψακο, τον Ελλήσποντο, την Καλλίπολη και την Κεσάνη. Μετά από τέσσερεις ώρες πέρασα τα σύνορα…
 Το ταξίδι μου στην «Αντίπερα όχθη» είχε λάβει τέλος…
 Ένα ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου, είχα την ευτυχία να πατήσω τα Άγια Χώματα της πατρίδας των προγόνων μου και να γνωρίσω ξεχωριστούς ανθρώπους, οι οποίοι μου άνοιξαν την πόρτα της καρδιάς τους, χαρίζοντάς μου απέραντη χαρά και αποδεικνύοντας ότι οι λαοί του κόσμου δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα! Ας αναλογιστούμε λοιπόν, μήπως η διχόνοια που μας προκαλούν, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι υπόγειων επεκτατικών σχεδίων...
Υποσχέθηκα στους φίλους μου και στον εαυτό μου, να κάνω όσα περνούν από το χέρι μου για τη φιλία και συνεργασία μεταξύ των δύο λαών.
Κάπως έτσι, το ταξίδι αυτό τελείωσε… αλλά ήμουν βέβαιος ότι το επόμενο δεν ήταν πολύ μακριά...
 Αντί επιλόγου.
  Μετά το πρώτο μου αυτό ταξίδι, επισκέφθηκα ουκ ολίγες φορές τα Κουβούκλια, τα οποία σήμερα έχουν μεταλλαχθεί σε μια άναρχη, θα έλεγα, δομημένη πόλη.  Τα περισσότερα Ελληνικά σπίτια γκρεμίστηκαν και στη θέση τους φύτρωσαν τεράστιες πολυκατοικίες.
Ο λόφος Λαγαρούδες, σφύζει και αυτός από επταώροφες πολυκατοικίες, οι οποίες νοικιάζονται σε σπουδαστές αλλά και σε Τούρκους, οι οποίοι έρχονται προς αναζήτηση εργασίας από τον Πόντο και την Ανατολή.  Σύγχρονα σνακ-μπαρ, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφετέριες και μεσιτικά γραφεία δίνουν νέα όψη στα Κουβούκλια, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των φοιτητών.
Το πλατάνι στην πλατεία της Στέρνας μεγάλωσε, αλλά δεν υπάρχουν πλέον τα σεβάσμια παππουδάκια μου, που συναντιόντουσαν εκεί, αναζητώντας δροσιά.   Πέθανε και ο παππούς Ραμαζάν, αλλά τα παιδιά του μου φέρονται σαν να ήμουν αδελφός τους. Θέλησα να βάλω μια φωτογραφία του στον τάφο, αλλά μου είπαν ότι δεν επιτρέπεται. Φύτευσα όμως ένα κυπαρίσσι κοντά στον τάφο του, να του κρατάει συντροφιά και να επιβεβαιώνει πως παραμένει άσβεστος στη μνήμη και την καρδιά μου.
Τα καρντάσια μου, Σεφέρ, Εμίν και Μουσταφά, μου δείχνουν πάντοτε την αγάπη τους και δε μου αρνούνται ποτέ οτιδήποτε. 
Η Σαχανιέ έχει πάντοτε έτοιμο το κρεβάτι μου να με φιλοξενήσει. Το πρωινό της είναι πάντοτε πλουσιοπάροχο και τα κεφτεδάκια της το ίδιο πεντανόστιμα.
 Στο χαμάμ δεν ξαναπήγα. Την τελευταία φορά, χρησιμοποίησα   …. τελικά σε όλο το σώμα μου τη θειούχα λάσπη, με την οποία εξαφανίστηκαν όλες οι τρίχες. Όταν μια εβδομάδα αργότερα, άρχισαν να ξαναβγαίνουν, έπαθα μόλυνση του δέρματος και γέμισε όλο μου το σώμα σπυριά. Η φαγούρα ήταν αφόρητη και ο γιατρός μου είπε ότι ήμουν πολύ τυχερός που δεν έπαθα τα χειρότερα.
Κατόπιν παροτρύνσεών μου στο δήμαρχο των Κουβουκλίων, διασώθηκε το Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου, το οποίο ξεθάφτηκε από τη γη και φανερώθηκε το θολωτό κτίσμα, για να μπορούν οι επερχόμενες γενεές να το επισκέπτονται και να ζητούν τη βοήθειά του. Έτσι διασώθηκε και ο τσεσμές του Αι Γιώργη με το όμορφο κτίσμα του.
Η προσπάθειά μου για Ελληνοτουρκική συνεργασία ευοδώθηκε. Μετά από τρεις εκθέσεις μου στην Προύσα, στην Κωνσταντινούπολη και στα Κουβούκλια, διοργανώσαμε το πρώτο «Ελληνοτουρκικό φεστιβάλ ειρήνης, φιλίας και συνεργασίας» μεταξύ των δήμων Νιλουφέρ Προύσας και Βέροιας, με εκθέσεις, συναυλίες και παρουσίαση χορών με συγκροτήματα από τη Βέροια. Εντέλει υιοθετήθηκε η πρότασή μου για μελλοντική αδελφοποίηση των δήμων…
 
 Και η συνέχεια έπεται…
 
ΠΗΓΕΣ
 
Τα μοναστήρια και οι Άγιοι του Ολύμπου της Βιθυνίας.
Bernandin Menthon
 
Προποντίδα. Μια θάλασσα της Ρωμιοσύνης.
Ακύλας Μήλλας
 
Τα 9 Πιστικοχώρια της Μικράς Ασίας.
Δημήτριος Καλπακίδης
 
Απολλωνιάς.
Ευστράτιος Κατζαφέρης
 
Μικρασιατικά Χρονικά.
 
Λαογραφικά Παλλαδαρίου Προύσας Μικράς Ασίας.
Κωνσταντίνος Μαντάς
 
Κουβούκλια
Βασίλης Δελληγιάννης
 
Die Inschriften Griechischer staedte aus Klein Asien.
Thomas Corsten
 
Eine reise in Mysien.
TheoWiegand
 
Αντίλαλοι των Μουδανιών.
 
Γεωγραφία  της Μικράς Ασίας
Παντ.Μ.Κοντογιάννη
Αθήναι 1921
 
ΠΡΟΥΣΑ
Βασίλειος Κανδής
Αθήναι 1883
 
ΒΙΘΥΝΙΚΑ Επίτιμιος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής.Κωνσταντινούπολις 1867
 
 Ευχαριστώ  την αγαπημένη μου ξαδέλφη Τριανταφυλλιά Φωτιάδου για την αμέριστη συμπαράσταση και την φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου.
 
Αφιερωμένο στους αγαπημένους μου πατέρα και θείο, που έχασα πρόσφατα.