Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ 0ΧΘΗ, ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ  ( ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ )




Στον Γούλιο.

 

Ο παππούς μου έλεγε ότι το όνομά του το πήρε από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα. Μα οι Τούρκοι το ονόμασαν «Καράαγατς» ,διότι στην περιοχή υπήρχαν πολλά καραγάτσια –ένα είδος φυλλοβόλου δέντρου.

Πριν πολλά χρόνια είχα επισκεφθεί το χωριό Μικρόκαμπο Κιλκίς και συνάντησα το Γουλιώτη παππού Γεωργιλά Στρατή, ο οποίος μου διηγήθηκε αρκετά πράγματα σχετικά με την ιστορία του χωριού.

«Ήταν πολύ όμορφο χωριό ο Γούλιος. Πολιτικά ανήκε στην υποδιοίκηση Μιχαλιτσίου και θρησκευτικά στην Περιφέρεια Απολλωνιάδας. Είχαμε και Τούρκους στο χωριό περίπου 50 οικογένειες με 150 άτομα, ενώ το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε με 140 οικογένειες και συνολικά 750 περίπου άτομα. Με τους συγχωριανούς μας τους Τούρκους τα πηγαίναμε πολύ καλά, ήταν πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Έλεγαν ότι οι πρόγονοί μας ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ κατά το 16ο αιώνα προερχόμενοι από την περιοχή των Αγράφων, ενώ οι Τούρκοι από την περιοχή του Ικονίου.

Όταν οι Νεότουρκοι λεηλατούσαν τα Ελληνικά χωριά, οι Τούρκοι του Γούλιου και του γειτονικού χωριού Άκτσαλαρ, μας βοήθησαν πολύ. Δυστυχώς όμως δεν αποφύγαμε τις λεηλασίες το 1914, όταν ήρθαν Τούρκοι από μακρινές περιοχές και το λεηλάτησαν.   Στο σχολειό μας, το οποίο ήταν δίπλα στην εκκλησία, πήγα 3 με 4 τάξεις, δε θυμάμαι καλά. Είχε κτιστεί το 1883 και ήταν εξατάξιο. Στην αρχή μας δίδασκαν στα Ελληνικά μέχρι που μας επέβαλλαν τη διδασκαλία στην τουρκική γλώσσα.

Τα μαθήματα μας τα καθόριζε ο Δεσπότης αλλά ορισμένες φορές, κυρίως κατά τη διάρκεια Ελληνικών Εθνικών εορτών, ο δάσκαλος μας μιλούσε για την επανάσταση των Ελλήνων και τα ανδραγαθήματά τους και μας έπιανε και εμάς μια έπαρση και τραγουδούσαμε πατριωτικά τραγούδια. Αυτά τα τραγουδούσαμε βέβαια κρυφά, γιατί αλίμονο μας αν μας άκουγε κανείς Τούρκος…» πρόσθεσε ο μπάρμπα Στρατής και συνέχισε να αναπολεί….

 «Όμορφο το χωριό μας Γιώργη, δίπλα στην πανέμορφη λίμνη που όταν φούσκωνε έμπαινε στις αυλές των σπιτιών. Μία περιοχή ονόματι Αμμούδα το χειμώνα ήταν γεμάτη με νερά, γεγονός που το καλοκαίρι την καθιστούσε πολύ εύφορη. Εκεί είχαμε τους κήπους μας, όπου καλλιεργούσαμε τα ζαρζαβατικά μας.

Το χωριό μας πρέπει να ήταν πολύ παλιό διότι παντού έβλεπες σπαρμένα απομεινάρια αρχαίων τειχών και μάρμαρα. Στον Αι Ντρησίλη, έλεγαν οι γεροντότεροι ότι είχε πρωτοκτιστεί το χωριό και στην περιοχή αυτή υπήρχε η είσοδος του φρουρίου που το περιτριγύριζε. Είχαμε και εμείς φρούριο, όπως και στην Απολλωνιάδα και τα Κουβούκλια, και αυτό το φανέρωναν τα εναπομείναντα τμήματά του, τα οποία διακρίναμε στην περιοχή Καλές.

Εκεί πηγαίναμε όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε με τις πέτρες βάζοντας στοίχημα ποιος θα τις πετάξει πιο μακριά. Θυμάμαι και τα ονόματα άλλων περιοχών όπου καλλιεργούσαμε σιτάρια, ζαρζαβατικά, κρεμμύδια, και οι οποίες πήραν τα ονόματά τους από αυτούς που είχαν εκεί τα χωράφια τους.

Σαν παράδειγμα αναφέρω την περιοχή του Λαζάρου, της Μάνας και της Μαρίας Μπαγιασί, όπου μια θεία μου είχε τον κήπο της».

Ασταμάτητος ο μπάρμπα Στρατής. Δίπλα του ο θείος μου ο Χρήστος ο Καράγκιαβουρς τον παρότρυνε να συνεχίσει την περιπλάνησή του στο Γούλιο.

Τον πατέρα του θείου Χρήστου, τον Στρατή, τον έτρεμαν οι Τούρκοι και του έδωσαν το παρατσούκλι «Καράγκιαβουρς», που σημαίνει μαύρος άπιστος. Δύο μέτρα άνθρωπος, χανόμουνα μπροστά του. Λιγάκι άγριος στη φάτσα, αλλά η καρδιά του πλημμύριζε από καλοσύνη και όλοι τον αγαπούσαν. Τρείς φορές εκλέχθηκε πρόεδρος στο Μικρόκαμπο και το έργο που άφησε πίσω του σπουδαίο.

Όταν αποφάσισε, κατόπιν παροτρύνσεών μου, να πάμε να επισκεφθούμε τα χωριά μας στην Τουρκία, η μοίρα του έπαιξε ύπουλο παιχνίδι. Τον χτύπησε αυτοκίνητο και τον σκότωσε, δυο μέτρα άνθρωπο. Κρίμα…γιατί τον συμπαθούσα πάρα πολύ, ήταν πολύ κιμπάρης άνθρωπος.

 

«Άντε μπάρμπα Στρατή, πες μας για τα έθιμα που είχατε στο χωριό και για τα Φώτα που ρίχνατε το σταυρό στη λίμνη.»

«Τα Φώτα έριχνε ο παπάς στη λίμνη το σταυρό και έπεφταν μέσα τα παλικάρια για να τον πιάσουν. Μεγάλη ευλογία για αυτόν που τον εύρισκε πρώτος. Όλοι τον τιμούσαν. Αν η λίμνη ήταν φουρτουνιασμένη, από φόβο μη πνιγεί κανείς, περιορίζονταν μόνο σε λιτανεία περιφέροντας την Άγια εικόνα στα σοκάκια του χωριού. Έρχονταν και οι Τούρκοι στη γιορτή. Αν είχαν άρρωστα παιδιά τα βουτούσαν μέσα στη λίμνη για να θεραπευτούν, και φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους λίγο αγιασμένο νερό.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ και είχε αρκετή περιουσία που την απέκτησε από διάφορες δωρεές. Θυμάμαι ότι σε μια συζήτηση του πατέρα μου με τους γείτονες, όλοι μιλούσαν για μια δωρεά πολλών κτημάτων με μουριές από το Νικόλαο τον Αϊνασιώτη, τον οποίο ευγνωμονούσαν στο χωριό για τις αγαθοεργίες του.

Την ημέρα της γιορτής του Αρχάγγελου, όπως και την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, γίνονταν μεγάλο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού που ήταν στην περιοχή Πέτρα. Εκεί μαζεύονταν όλο το χωριό και γλεντούσε, χόρευε και τραγουδούσε. Για την ακρίβεια… όχι όλο το χωριό… χόρευαν, έπιναν και τραγουδούσαν… οι άνδρες. Οι γυναίκες τους κοιτούσαν από μακριά. Από απόσταση έβλεπαν και τα κορίτσια τους μελλοντικούς γαμπρούς, ενώ οι ήδη αρραβωνιασμένες καμάρωναν για τους αρραβωνιαστικούς τους. .

Πανηγύρι έκαναν και στο πιο παλιό εκκλησάκι του χωριό του Αγίου Νικολάου. Εκείνη τη μέρα έρχονταν και πεχλιβάνηδες από τα γύρω τουρκικά και ελληνικά χωριά και έκαναν παλαίστρες. Χαρά και περηφάνια αν νικούσε Έλληνας…  

 

«Καλά τον έκανε τον Τουρκαλά, μπράβο στο παλικάρ».

 

Αν πάλι νικητής ήταν Τούρκος, το απέδιδαν στην ατυχία και στη γουρσουζιά.  Είχαμε ακόμη δυο παρεκκλήσια στο χωριό, της Αγίας Παρασκευής, προστάτιδας των ματιών και του Αγίου Ντρησίλη, όπου πηγαίναμε και κάναμε Θεία Λειτουργία. Θυμάμαι και το καφενείο του χωριού μας, που είχε κτιστεί το 1900, διότι ήταν μεγάλο και επιβλητικό.

Όμορφο το χωριό μας... με την πεντακάθαρη λίμνη του, όπου μαζί με τους γονείς μας ψαρεύαμε για να βγάλουμε τον επιούσιο. Πολλά και διάφορα τα ψάρια, γριβάδια, γουλιανοί , τούρνες, καραβίδες. Το εύφορο μέρος βοηθούσε και την καλλιέργεια μουριών που ήταν απαραίτητες για τη σηροτροφία, τη  δεύτερη πιο σπουδαία απασχόληση των κατοίκων».

Θυμήθηκα τον παππού Στρατή καθώς μπαίναμε στο χωριό. Σε κάποια σημεία του υπήρχαν ακόμη πολλές μουριές, απλά κατάλοιπα του παρελθόντος, καθώς κανείς δεν ασχολείται με τη σηροτροφία πια.

Μεταξωτά εισάγονται τώρα από την Κίνα και την Ιαπωνία, κάτι που πρέπει να προσέξει ιδιαιτέρως ο τουρίστας στην αγορά της Προύσας όταν θέλει να αγοράσει υφάσματα.

Φθάσαμε στην πλατεία του χωριού όπου βρίσκεται το καφενείο και το τζαμί. Εκεί δίπλα δεσπόζει ένα παλιό κτίσμα, απομεινάρι του παλιού τείχους ή του φρουρίου, δεν μπόρεσα να καταλάβω ακριβώς. Δίπλα στο καφενείο κείτονταν αδιάφορα μάρμαρα και μικροί κίονες, χωρίς να νοιάζεται κανείς για τη σπουδαιότητά τους.

Πήρα το Μουσταφά και κάναμε το γύρο της λίμνης. Άθλια κατάσταση! Παντού καλαμιές, τεράστια χόρτα που είχαν περικυκλώσει το χωριό, έτοιμα να το πνίξουν. Κυρίως στις όχθες της λίμνης επικρατούσε μεγάλη αναρχία, βάρκες αναποδογυρισμένες, παντού πέτρες και σκουπίδια. Η απόλυτη αντίθεση με την υπέροχη λίμνη. Αυτή πιο φιλόξενη από το γύρω τοπίο, δεχόμενη τις αστραφτερές ακτίνες του ήλιου, υποδέχεται χαμογελώντας τον επισκέπτη.

Την ίδια κατάσταση αντικρίζεις και στα στενά σοκάκια του χωριού, τα επίσης απεριποίητα και χορταριασμένα, ενώ υπάρχουν πολλά μισογκρεμισμένα σπίτια που φανερώνουν καταστάσεις εγκατάλειψης. Ελάχιστα τα νέα σπίτια που συναντά κανείς.

Όχι πολύ μακριά από τη λίμνη, βρίσκονται τα ερείπια του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Πάλι καλά που δεν έπεσαν και τα ντουβάρια. Η πρόχειρη πόρτα από σύρματα φανερώνει ότι τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σαν στάβλο για τα γιδοπρόβατα. Πλησιάζοντας διαπίστωσα πως την είσοδό μου σε αυτήν καθιστούσαν αδύνατη πυκνά και μεγάλα χόρτα.

Η καρδιά μου, καρδιά ενός ορθόδοξου, λύγισε στο θέαμα και ζήτησα να επιστρέψουμε αμέσως στο καφενείο.  Είναι πολύ λυπηρό να βλέπεις εκκλησίες σ’ αυτήν την άθλια κατάσταση. Δεν το αντέχεις. Ίσως το ίδιο να αισθάνονται και οι Τούρκοι που επισκέπτονται την Ελλάδα. Πολύ περισσότερο βέβαια, αν αναλογιστούμε πως στα δικά μας χωριά σπάνια

 

   Γούλιος. Ο ναός των Ταξιάρχη Μιχαήλ.

 
συναντά κανείς τζαμί. 

Στο καφενείο μας περίμενε ο μουχτάρης του χωριού που έμαθε την άφιξή μας. Μου εξήγησε ότι ο παλιός Γούλιος έχει τώρα 300 κατοίκους οι οποίοι ασχολούνται με τη γεωργία, την αλιεία και την ελαιοκομία. Οι κάτοικοι του χωριού είναι όλοι πρόσφυγες από την Ελλάδα και συγκεκριμένα από την περιοχή Λαγκαδά και Κιλκίς. Όταν το 1924 έφθασαν στο χωριό, ήταν μισοκαμένο από φωτιά που είχαν βάλει φεύγοντας οι Έλληνες.

Είχε σκοτεινιάσει όταν φύγαμε από το Γούλιο με κατεύθυνση τα Κουβούκλια. Στο δρόμο είχε πολύ κίνηση από αυτοκίνητα που κατευθύνονταν στην Προύσα.

Στο σπίτι του Μουσταφά μας περίμενε η Σαχανιέ χανούμ, η γυναίκα του, η κόρη του η Σεβήλ και ο γιος του ο Οσγκιούρ. Με υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Ήδη από έξω μοσχομύριζε το φαγητό που μαγείρεψε η Σαχανιέ… παϊδάκια στη σχάρα και πρασόπιτα. Φάγαμε παραδοσιακά, καθισμένοι κάτω στο σοφρά, και αφού τελειώσαμε, τους μοίρασα τα δώρα τους και τους ευχαρίστησα θερμά για τη φιλοξενία τους.

«Να αισθάνεσαι σαν το σπίτι σου», μου είπε ο Μουσταφά για πολλοστή φορά, αύριο θα πάμε στο Ταχταλή, που απέχει 7 χιλιόμετρα από τα Κουβούκλια».

«Iyi Aksamlar», τους καληνύχτισα και αποκοιμήθηκα.  

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί άκουσα το Μουσταφά να χτυπά την πόρτα μου.

«Άντε Γιώργο σήκω, η Σαχανιέ έχει ετοιμάσει πρωινό… σήμερα πάμε για το Ταχταλή.»

Στο σαλόνι η Σαχανιέ χανούμ έβαλε κάτω το σοφρά και πάνω του ένα σωρό καλούδια, βούτυρα, μαρμελάδες που είχε φτιάξει η ίδια, μέλι, αυγά από τις κοτούλες της, τυριά και πολλά άλλα αγαθά. Για να με ευχαριστήσει μου έκανε και έναν… ελληνικό καφέ, από αυτόν που της είχα φέρει.

Ευγενική γυναίκα η Σαχανιέ και πολύ ήσυχη. Εν αντιθέσει με το Μουσταφά,  ο οποίος έλεγε όλο χωρατά. Νόμιζε πως τον καταλάβαινα, αλλά τις περισσότερες φορές κουνούσα απλά το κεφάλι μου προσποιούμενος ότι κατανοούσα τη σημασία αυτών που μου έλεγε.

 

    «Σήμερα», είπε ο Μουσταφά, «θα έρθει μαζί μας και ένας δικηγόρος φίλος μου από την Προύσα, ο Μπιλγκίν Αλάμπεης, ο οποίος θέλει πολύ να σε γνωρίσει. Έχει πολλούς γνωστούς στο Ταχταλή και αυτό θα μας βοηθήσει».

Πράγματι μετά από λίγο ήρθε ο Μπιλγκίν, οι γονείς του οποίου ήταν πρόσφυγες από τη Θεσσαλονίκη και από τον Εξαπλάτανο Αριδαίας. Πολυλογάς και αυτός σαν το Μουσταφά, δε σταμάτησε καθόλου να μιλάει.

 

     «Εσείς τι έχετε εδώ στα Κουβούκλια», είπε θέλοντας να με πειράξει, «Τίποτε. Βγάλατε κανέναν σπουδαίο άνθρωπο; Όχι. Εμείς όμως στον Εξαπλάτανο βγάλαμε το σπουδαίο συγγραφέα Μενέλαο Λουντέμη. Μου το είπαν όταν επισκέφθηκα το χωριό πριν πολλά χρόνια.

      Με πήγαν και στο σπίτι του, τρομάρα τους…», και συνέχισε επιπλήττοντάς με. Και εσείς οι Γιουνάνηδες είστε το ίδιο τσαπατσούληδες και αχαΐρευτοι με εμάς. Είναι δυνατόν το σπίτι του Λουντέμη να είναι ερείπιο και έτοιμο να πέσει; Έτσι τιμάτε  τους ανθρώπους που έχουν προσφέρει στην πατρίδα σας;»

Δεν απάντησα, έκανα ότι δεν κατάλαβα τι είπε. Ντράπηκα όμως διότι ένας Τούρκος θεωρεί δικό του άνθρωπο το Μενέλαο Λουντέμη, επειδή κατάγονται από το ίδιο χωριό, και μας κατηγορεί διότι αφήσαμε το σπίτι του να γκρεμιστεί. Αυτή είναι η απόλυτη κατάντια μας σκέφτηκα...Όποιος έχει πάει στον Εξαπλάτανο μπορεί να διαπιστώσει πως πράγματι το σπίτι του Λουντέμη, του αγαπημένου συγγραφέα των νεανικών μας χρόνων, είναι έτοιμο να πέσει. Πόσο άδικο…

Ο τόπος τον οποίο θα επισκεπτόμασταν δεν απέχει πολύ από τα Κουβούκλια. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο για την Προύσα και μετά λίγα χιλιόμετρα στρίψαμε δεξιά με κατεύθυνση το Ταχταλή.

 

 Στο χωριό της θείας Γραμμάτας, το Ταχταλή.

 

Αφού περάσαμε ορισμένα Τουρκοχώρια, φθάσαμε πολύ σύντομα στον προορισμό μας και οδηγηθήκαμε στην πλατεία του χωριού όπου υπήρχαν μικρά μαγαζάκια και καφενεία. Στη μέση της πλατείας υπήρχε ένα τεράστιο πλατάνι κάτω από το οποίο ο καφετζής είχε τοποθετήσει τραπέζια για τους πελάτες του. Ήταν γεμάτο το καφενείο όταν πλησιάσαμε και πολλοί σηκώθηκαν για να χαιρετήσουν το Μουσταφά και τον Μπιλγκίν, τους οποίους προφανώς γνώριζαν. Τους εξήγησαν ότι είμαι Έλληνας, γεγονός που τους κέντρισε την περιέργεια και τους ρωτούσαν για ποιο λόγο βρισκόμουν εκεί.

Με τα λίγα Τουρκικά μου κατάλαβα ότι με έβλεπαν με κάποια δυσπιστία, αφού στις μεταξύ τους συνομιλίες άκουγα συχνά την λέξη γκιαούρης, δηλαδή άπιστος.

«Ήρθε εδώ να ψάξει να βρει λίρες», πέταξε την εξυπνάδα του κάποιος από την άλλη πλευρά του καφενείου και όλοι χαχάνισαν.

 

«Να μας πει που είναι και αν τις βρούμε να τις μοιραστούμε».

Ο Μουσταφά και ο Μπιλγκίν τους εξήγησαν ότι ήρθα να δω τα χωριά των προγόνων μου και το Ταχταλή ήταν ο τόπος καταγωγής πολλών κατοίκων του χωριού μου.

Η γειτόνισσά μου, η θεία η Γραμμάτα, η οποία εγκατέλειψε το Ταχταλή σε ηλικία 12 ετών, καθώς έφευγα από τη Λακκιά μου είπε να προσέχω πολύ διότι οι Τούρκοι Ταχταλιώτες δεν τους είχαν φερθεί πολύ καλά. Από αυτήν πήρα πολλές πληροφορίες για το Ταχταλή, που το όνομά του σήμαινε την έδρα ενός μεγάλου αξιωματούχου.   

 

«Το χωριό πριν την αποχώρηση είχε 250 οικογένειες, εκ των οποίων οι 100 ήταν τουρκικές. Μιλούσαμε την τουρκική γλώσσα. Την ελληνική σπάνια τη χρησιμοποιούσαμε, αν και στο σχολείο τη διδασκόμασταν. Τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία δεν την καταλαβαίναμε και αναγκαζόταν ο παπάς να μας εξηγεί το Ιερό Ευαγγέλιο στα τουρκικά».

Πράγματι, οι Ταχταλιώτες στο χωριό μου σπάνια μιλούσαν ελληνικά και όταν το έκαναν τους κοροϊδεύαμε διότι είχαν μια περίεργη τούρκικη προφορά.

   «Στο χωριό μας και κυρίως στην περιοχή Καμπά Γερλέρ», συνέχισε η θεία Γραμμάτα, «υπήρχαν παντού διάσπαρτες μαρμάρινες πλάκες και πήλινα κιούπια. Οι Τούρκοι χωριανοί δε δούλευαν πολύ, αλλά όλη τη μέρα έψαχναν για λίρες και χρυσά αρχαία νομίσματα. Πολλοί από αυτούς βρήκαν κάποια τα οποία πούλησαν και έγιναν πλούσιοι. Έκτοτε άφησαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στην Προύσα».   

      Στις άκρες των δρόμων συναντήσαμε αρκετές Τουρκάλες, οι οποίες όμως δε μας χαιρέτησαν, αντιθέτως προσπάθησαν να μας αποφύγουν. Φθάσαμε στο τούνελ που μου είχε αναφέρει η θεία Γραμμάτα. Εξωτερικά ήταν σε καλή κατάσταση αλλά εσωτερικά ήταν γεμάτο με πέτρες και ξύλα. θυμήθηκα τότε τα λόγια της…

     «Στο Ταχταλή είχαμε πολλά νερά, επειδή το χειμώνα έπεφτε πολύ χιόνι, και γι’ αυτό το λόγο υπήρχαν εννέα νερόμυλοι. Τα χωράφια ήταν πολύ εύφορα, και στους κήπους μας υπήρχε αφθονία ζαρζαβατικών. Στον κάμπο καλλιεργούσαμε σιτηρά και ροδάκινα, ενώ στην άλλη πλευρά που υπήρχαν λόφοι είχαμε αμπέλια και βγάζαμε πολύ καλό κρασί. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με τη σηροτροφία και την καλλιέργεια μουριών για τη διατροφή των μεταξοσκωλήκων.

      Στα τέλη Απριλίου, έπαιρνε η μάνα μου το σπόρο των κουκουλιών και τον πήγαινε στην εκκλησία, όπου έμενε σαράντα μέρες. Μετά τον ευλογούσε ο παπάς και τον παίρναμε πίσω στο σπίτι. Αν δεν έπαιρνε την ευλογία του Αγίου, προκοπή δε θα είχαμε.
 



    Ταχταλή, Η είσοδος του τούνελ.

 
Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Θόδωρο τον Τήρωνα. Στο κέντρο της ήταν ζωγραφισμένος ο Παντοκράτορας, έργο σπουδαίου ζωγράφου. Όλο το χρόνο περιμέναμε τη μέρα του Αγίου για να γιορτάσουμε το πολύ όμορφο πανηγύρι μας. Τα παλικάρια του χωριού έπιναν πολύ κρασί με αποτέλεσμα να μαλώνουν με τους Τούρκους για ασήμαντες διαφορές. Έτσι χαλούσε το πανηγύρι συχνά, διότι δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φιλονικίες αυτές οδηγούσαν σε μαχαιρώματα και φόνους.

Θυμάμαι τη γειτόνισσα μας, τη θειά Μαλαματού που έχασε το παλικάρι της, και συνέχεια τραγουδούσε στα τούρκικα αυτό το τραγουδάκι ….

 

«Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό,   Το αίμα σου έτρεχε νερό.

 Αχ, Θόδωρέ μου,   οι τελευταίες σου κουβέντες ήταν αυτές».

 

Κοντά στον περίβολο της εκκλησίας ήταν το δημοτικό σχολείο. Οι περισσότεροι το βλέπαμε από μακριά, διότι οι γονείς μας δε μας έστελναν σχολείο, για να τους βοηθάμε στις δουλειές του σπιτιού. Τα κορίτσια πολλές φορές τη γλιτώναμε και μέναμε στο σπίτι κάνοντας σπιτικές δουλειές που ήταν πιο εύκολες. Στα χωράφια πήγαιναν πιο πολύ τα αγόρια. Το αποτέλεσμα ήταν να μένουμε αγράμματες και τώρα δεν ξέρουμε ούτε το όνομά μας να γράψουμε. Και το παράδοξο είναι ότι κάθε οικογένεια, είχε ένα κορίτσι το οποίο το ονόμαζε Γραμματική ή Γραμμάτα ή Γραμματού…

Στο Ταχταλή είχαμε και το Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη. Μια φορά που αρρώστησα, με πήγε εκεί η μάνα μου και με έπλυνε. Μετά έκοψε μια κλωστή από τα ρούχα μου και την τοποθέτησε στα κλαδιά του γειτονικού θάμνου. Με αυτόν τον τρόπο, έλεγε, μεταφέρθηκε η αρρώστιά μου στο θάμνο και έγινα καλά.  Ήταν πλούσιο το χωριό, καθώς είχε τέσσερα μπακάλικα, τέσσερα καφενεία και παλαιότερα ένα χαμάμ, το οποίο στα νεώτερα χρόνια το εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι.

Δίπλα στα σπίτια μας υπήρχαν τα υπολείμματα ενός τείχους και η είσοδος του περιβόητου τούνελ, το οποίο συνέδεε το Ταχταλή με το γειτονικό χωριό Κίτα».

Η Κίτα ή Κατοικία ή Κοίτεια ή Σμυράλεια, ήταν ένα διπλανό χωριό το οποίο εξισλαμίστηκε τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Τούρκων στην περιοχή, και οι περισσότεροι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν στα γύρω μεγάλα, όπως τα Κουβούκλια, ελληνικά χωριά. Ακόμη και σήμερα διακρίνει κανείς υπολείμματα του σπουδαίου τείχους της, οι πέτρες του οποίου χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σπιτιών των κατοίκων του χωριού. Ήταν γνωστή από την εποχή του Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει……

 

«Νικαίας ποιούμενος τον λόγον και Ασκανίας λίμνης προστίθησιν, ότι και πολίχνιον Μυθόπολις και Καισάρεια και ετέρα Σμυράλεια μετονομασθείσα έπειτα Κοίτεια».

Ο παππούς Φωτάκης  όταν κάποτε μιλούσαμε για την Κίτα, μου είπε ότι  οι παππούδες του έμεναν σε αυτό το χωριό και το εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν στα Κουβούκλια διότι δεν αισθάνονταν πολύ άνετα εκεί διότι είχαν έλθει πολλοί Τούρκοι από τα βάθη της Ασίας.

Εν τω μεταξύ, στο καφενείο είχε έρθει ο φίλος του Μπιλγκίν, που ήταν ένας από τους πιο πλούσιους του χωριού και επέπληξε τις χωριανούς του για τα πειράγματά τους σχετικά με τις χρυσές λίρες.

Αφού ήπιαμε αρκετά ποτηράκια τσάι, κατά τη συνήθεια των Τούρκων, ξεκινήσαμε την ξενάγηση στο χωριό. Ανηφορίσαμε το κεντρικό καλντερίμι, περάσαμε δίπλα από ένα παλιό και ιστορικό τζαμί και φθάσαμε στον Ελληνικό μαχαλά.

 
    Ταχταλή. Η μαρφμάρινη επιγραφή του ναού του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα.

«Εδώ ήταν η εκκλησία», είπε ο Χασάν Μπέης. «Δυστυχώς πριν από πολλά χρόνια έπεσαν ο τρούλος και τα ντουβάρια και δεν απέμεινε τίποτε. Κάνε όμως λιγάκι υπομονή και αργότερα, όταν θα πάμε σπίτι μου, θα σου δείξω κάτι που πριν πολλά χρόνια μου έφερε ο γιος μου από την εκκλησία και το κράτησα για ενθύμιο».

Το Ταχταλή είναι ένα χωριό που δεν αναπτύχθηκε καθόλου. Σήμερα έχει περίπου 300 κατοίκους. Άσχημοι δρόμοι, πολλά παλιά ελληνικά σπίτια, τα οποία ακόμη κατοικούνται, και παντού δεξιά και αριστερά σπαρμένες μαρμάρινες επιγραφές και κολώνες.

Υπήρχαν βέβαια και καινούργια σπίτια, αλλά και σε αυτά δίπλα διατήρησαν τα παλιά ελληνικά, τα οποία χρησιμοποιούν σαν αποθήκες. Όλο αυτό το σύνολο αφήνει αισθητικά μια πολύ άσχημη εικόνα.

Λίγο αργότερα, στο σπίτι του Χασάν Μπέη, μας κέρασαν τσάι με μπομπότα. Έβαλαν, όπως συνήθιζαν, πάνω στην πίτα και πετμέζι το οποίο μύριζε υπέροχα. Με την πείνα που είχα την έφαγα αμέσως.

Έξω στην αποθήκη, ο ευγενέστατος και φιλόξενος Χασάν Μπέης μου έδειξε, όπως μου υποσχέθηκε, τη μαρμάρινη επιγραφή από την εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα, την οποία δυστυχώς τώρα τη χρησιμοποιούσε σαν σκαλοπάτι.

Την κοίταξα προσεκτικά και διάβασα:

«Ο ΠΕΡΙΚΑΛΛΗΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗΔΕ ΤΗ ΧΩΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΕΗΜΟΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΣΥΝΔΡΑΜΟΝΤΩΝ. ΕΠΟΝΟΜΑΤΙ ΔΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΟΥΤΟΣ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ ΟΥ ΤΑΙΣ ΠΡΕΣΒΕΙΑΙΣ ΡΥΣΘΕΙΗΕΝ ΟΙ ΠΑΝΤΕΣ  ΕΚ ΠΑΘΟΥΣ ΟΛΕΘΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ  ΠΛΑΝΗΣ ΟΥΤΟΙ ΔΕ ΠΑΝΤΕΣ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΙ ΚΤΗΤΟΡΕΣ ΓΕΓΟΝΟΤΕΣ ΤΟΝ ΜΙΣΘΟΝ ΕΞΟΥΣΙ ΠΑΡΑ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΜΙΣΟΑΠΟΔΟΤΟΥ».

Συγκινήθηκα που είχα στα χέρια μου ένα τέτοιο σημαντικό εύρημα και είπα στο Χασάν Μπέη να το προσέχει για να μην καταστραφεί. Συμφώνησε και μάλιστα μου πρότεινε να το πάρω μαζί μου. Κάτι τέτοιο βέβαια ήταν αδύνατο, διότι η τούρκικη αστυνομία είναι αμείλικτη στους παραβάτες, και δη στους αρχαιοκάπηλους.  Ευχαρίστησα το Χασάν Μπέη για την ευγενική προσφορά, χαιρετήσαμε την ευγενέστατη σύζυγό του και φύγαμε για τα Κουβούκλια.

Φθάνοντας στα Κουβούκλια άκουσα το μουεζίνη να αναγγέλλει κάτι, ενώ διέκρινα μια αναστάτωση ανάμεσα στους κατοίκους του χωριού. Προφανώς κάτι κακό είχε συμβεί. Ρώτησα το Μουσταφά τι είχε συμβεί και όλοι φαίνονται τόσο αναστατωμένοι.

       «Όταν πεθαίνει κάποιος μουσουλμάνος, ο μουεζίνης ανεβαίνει στο μιναρέ και αναγγέλλει το θάνατο του, προσκαλώντας τους χωριανούς στην κηδεία του.

Σήμερα συνέβη ένα δυστύχημα στο χωριό που κόστισε τη ζωή της οκτάχρονης κόρης του καφετζή. Έπαθε ηλεκτροπληξία, προσπαθώντας να βάλει στην πρίζα την ηλεκτρική σκούπα, και πέθανε ακαριαία. Τώρα στο σπίτι η μητέρα του μαζί με άλλες γυναίκες θα καθαρίσουν το νεκρό σώμα, θα το τυλίξουν γυμνό σε άσπρο σεντόνι και οι άνδρες θα το μεταφέρουν έξω από το τζαμί, όπου ο ιμάμης θα διαβάσει τις απαραίτητες ευχές. Οι γυναίκες συνήθως θρηνούν το νεκρό στο σπίτι και δεν έρχονται ούτε στο νεκροταφείο».

Φθάσαμε στο τζαμί την ώρα που έφερναν τη σωρό του κοριτσιού μέσα σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Ο δύστυχος πατέρας ήταν συντετριμμένος. Καθώς τον γνώριζα - τον είχα συναντήσει πολλές φορές στο καφενείο και με είχε κεράσει τσάι - τον πλησίασα για να του εκφράσω τη λύπη μου για τον άδικο χαμό του παιδιού του.  Η πομπή που αποτελούνταν μόνο από άνδρες, κατευθύνθηκε προς το νεκροταφείο, ενώ στη διαδρομή προστέθηκαν και άλλοι θρηνούντες κάτοικοι. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν από τα παράθυρα των σπιτιών ή από μακρινή απόσταση.

Στο νεκροταφείο, μου έκανε εντύπωση ότι σε πολλούς τάφους, πάνω στη μαρμάρινη πλάκα έγραφαν και την καταγωγή του αποθανόντος:

 

«KAVALARI SAKIR  - VODENALI HASAN -SELANIKLI MUSTAFA»

«DRAMALI SEFER -FLORINALI MUZAFER- KARAFERYALI MEHMET»

 Μετά την ταφή επιστρέψαμε στο καφενείο, όπου ο πατέρας του παιδιού μας κέρασε τσάι και μας εξήγησε, ήρεμος πια, πως συνέβη το άτυχο περιστατικό.

Μου έδειξε μια φωτογραφία του παιδιού και δάκρυσε. Ήταν το καμάρι του. Ένα αγγελουδάκι με το απαραίτητο χοντροκομμένο σαλβάρι και το τσεμπέρι στα μαλλιά, που του πρόσθεταν μεν χρόνια, αλλά δεν αφαιρούσαν τίποτε από την παιδική αθωότητα και ομορφιά .

Τον συμπονούσα. Ο πόνος των όλων των γονιών ανά τον κόσμο είναι το ίδιο αβάσταχτος. Τι σημασία έχει αν είσαι Τούρκος ή Έλληνας… σ’  αυτά τα θέματα δεν χωρούν φυλετικές διακρίσεις… Εκείνη τη στιγμή στο πρόσωπο αυτού του τραγικού πατέρα θρηνούσαμε το χαμό της μικρής Αϊσέ, ενώ μέσα μας ευχόμασταν να έχουν καλύτερη τύχη τα δικά μας παιδιά. Χάθηκα για λίγες στιγμές σε ένα λαβύρινθο σκέψεων

Στην πραγματικότητα με επανέφερε η φασαρία που επικρατούσε γύρω μας, κυρίως από αυτούς που έπαιζαν ένα παιχνίδι σαν το ντόμινο. Χτυπούσαν τα πούλια μέσα στην τάβλα με δύναμη και αυτά έκαναν μεγάλο θόρυβο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού υπήρχε μεν η σχετική καζούρα, αλλά ποτέ φασαρίες και μαλώματα. 

Μετά τη θλιβερή αυτή παρένθεση, αποφασίσαμε πως έφτασε η ώρα να συνεχίσουμε την περιήγηση μας στη γύρω περιοχή και έτσι αφού ήπιαμε το τσάι μας, φύγαμε με το Μουσταφά για το επόμενο χωριό. Ήταν το Γιαϊλατζήκι, που βρισκόταν δίπλα στο Ταχταλή.

Από το Γιαϊλατζήκι κατάγονταν ο κυρ Χρήστος από το Βαθύλακο Κοζάνης, ο πατέρας του φίλου μου του Κώστα Μελίδη. Αυτός ήταν ένας από τους τυχερούς παππούδες που κατάφερε να ξαναδεί το χωριό του χάρη στο γιο του Κώστα, ο οποίος επισκέπτεται συχνά την πατρίδα των γονιών του.

Όταν λοιπόν συνάντησα τον κυρ Χρήστο στην Κοζάνη, μου άνοιξε την καρδιά του για το όμορφο χωριό του: 

«Στο χωριό μου ζούσαν 250 ελληνικές οικογένειες και 30 τούρκικες. Πολλά χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Έλληνες τεχνίτες, κτίστες, μαραγκοί από την Κοζάνη και την Ήπειρο, οι οποίοι παντρεύτηκαν, απέκτησαν οικογένεια και παρέμειναν εκεί μέχρι την αναγκαστική αποχώρηση.

Μιλούσαμε μεταξύ μας περισσότερο την τουρκική γλώσσα και σπάνια την ελληνική. Γι’ αυτόν το λόγο, όπως και στα περισσότερα τουρκόφωνα χωριά, την Κυριακή κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, αναγκαζόταν ο παπάς να επεξηγεί το Ευαγγέλιο στα τούρκικα.

 Εμείς μέναμε κοντά στην εκκλησία του χωριού, η οποία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο και είχε κτιστεί το 1899 από έναν σπουδαίο Ιταλό τεχνίτη. Στον περίβολό της υπήρχε το νέο δημοτικό σχολείο. Λίγο πιο μακριά ήταν και το παλιό, το οποίο όμως εγκαταλείψαμε όταν κτίστηκε το καινούργιο, περίπου το 1910.

 Άδικα πηγαίναμε στο σχολείο, δε μαθαίναμε και πολλά. Άσε που οι περισσότεροι το εγκατέλειπαν μετά δυο με τρεις τάξεις, για να βοηθήσουν τους γονείς στους στις αγροτικές δουλειές. Τα κορίτσια ήταν σε δυσμενέστερη θέση, διότι τα περισσότερα από αυτά βοηθούσαν και τους δυο γονείς, στα χωράφια αλλά και στο σπίτι.

Οι λίγοι λοιπόν που πήγαιναν σχολείο για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα, διδάσκονταν Καραμανλήδικα, δηλαδή τούρκικα με ελληνικούς χαρακτήρες.

Οι κύριες ασχολίες του χωριού ήταν η σηροτροφία και τα καπνά. Θυμάμαι τους έμπορους του καπνού που έρχονταν στο σπίτι. Ανέβαιναν στο τρίτο πάτωμα, όπου ξεραίναμε τα καπνά για να ελέγξουν την ποιότητά τους και να τα αγοράσουν. Όταν έφευγαν βλαστημούσε ο πατέρας μου…..

 

    

     Το Γιαϊλατζήκι.

 

 «Αλάχ μπελανίβερσιν, αυτοί είναι χειρότεροι και από τους Εβραίους. Έριξαν πάλι τις τιμές».

Όταν όμως έφερναν τα λεφτά για να πληρώσουν τα καπνά, γελούσαν και τα μουστάκια του. Έπαιρνε τη μάνα μου και πήγαιναν στην Προύσα, που απέχει λίγα χιλιόμετρα από το χωριό, για τα απαραίτητα ψώνια του σπιτιού. Είχαμε και στο χωριό δυο μπακάλικα και δυο καφενεία, αλλά για τα μεγάλα ψώνια όλοι πήγαιναν στην Προύσα. Επέστρεφαν πάντα χαρούμενοι και έδιναν και σ’ εμάς κανέναν παρά για να αγοράσουμε ζαχαρωτά, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσφέραμε.

Το βράδυ μαζεύονταν στα καφενεία και συζητούσαν για τις τιμές των καπνών και των κουκουλιών, έπιναν καμιά ρακί, κανένα μεζέ και οι φωνές και τα τραγούδια τους ακούγονταν σε όλο το χωριό.

 Αν μάλιστα στο καφενείο- που ήταν και ξενώνας - απέναντι από την εκκλησία, φιλοξενούσαν κάποιον Τούρκο, τον καλούσαν και αυτόν και το γλέντι γίνονταν τρικούβερτο.

Κάτι θυμήθηκε φαίνεται ο κυρ Χρήστος, μερακλώθηκε - είχε πιει πριν λίγο και μια ρακί - και άρχισε να τραγουδά με τη σέρτικη φωνή του…….

 

«Begledim de gelmedin, sevdigimi bilmedin gozyasimi silmedin, hic mi beni sevmedin.  Soyle, soyle hic mi beni sevmedin.

 Bir opucuk ver bana, yalvariyorum sana beni kucaklarsana, kollarina alsana.

 Soyle, soyle hic mi beni sevmedin».

Τραγουδούσε ωραία ο κυρ Χρήστος. Και όσο τραγουδούσε αυτός, τόσο περισσότερο δάκρυζε η γυναίκα του. Ωραίο τραγούδι το μπεγκλεντήμ, αλλά πολύ λυπητερό. Το θυμάμαι από τον κινηματογράφο, όταν έπαιζαν στο χωριό έργα με τον περίφημο Τούρκο ηθοποιό και τραγουδοποιό Ζεκί Μουρέν.

Τραγουδούσε ο Ζεκί στο πανί και από κάτω όλες οι θειες και οι κυράτσες του χωριού έκλαιγαν.

<< Να μη ξεχάσω να αναφέρω, Γιώργη, τα πανηγύρια που κάναμε στο χωριό όταν γιόρταζαν τα Αγιάσματα του Αγίου Ιωάννη στις 23 Ιουνίου, που βρίσκονταν στα νότια του χωριού, και της Αγίας Κεφαλής στις 29 Αυγούστου.  Πηγαίναμε στα Αγιάσματα και μετά τη Θεία Λειτουργία, τρώγαμε, πίναμε και χορεύαμε μέχρι να βραδιάσει. Μόλις ερχότανε το βράδυ όμως, μαζευόμασταν στα σπίτια μας και κοιμόμασταν νωρίς, διότι την επόμενη μέρα έπρεπε να πάμε για δουλειά πρωί- πρωί.  Μετά την Καταστροφή οι χωριανοί μου εγκαταστάθηκαν στο νομό Ξάνθης και στο Μαυροδέντρι Κοζάνης.

 Αν πάς Γιώργο στο χωριό, πάρε ένα φακελάκι καφέ και δώσ’ το στον πρόεδρο του χωριού, το Χουσεΐν. Πες του χαιρετίσματα από τον κυρ Χρήστο».
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ, ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ (ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ)



Στην Απολλωνιάδα.

 

Πλησιάζοντας στο χωριό διακρίνουμε τη λίμνη της, η οποία ήταν επίσης γνωστή σαν Αρτυνία, και στα νερά της καθρεπτίζονταν οι βουνοκορφές του Βιθυνικού Ολύμπου. Γύρω από τη λίμνη υπάρχουν πολλές καλαμιές, που ανάμεσά τους φωλιάζουν πολλά είδη αποδημητικών πτηνών.

Στα χωράφια, δίπλα στο δρόμο υπάρχουν πολλές ελιές και συκιές.                              Μπαίνοντας στο χωριό αριστερά, στο δρόμο που οδηγεί στην πλατεία, μας υποδέχεται η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, η μοναδική που σώζεται από τις χριστιανικές εκκλησίες. Έχει ανακαινιστεί πλήρως και αποτελεί το στολίδι της περιοχής.

Η πιο παλιά εκκλησία του χωριού ήταν του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, κτισμένη πάνω σε βυζαντινά θεμέλια. Άλλες εκκλησίες ήταν του Τιμίου Προδρόμου, των Ταξιαρχών και του Αγίου Παντελεήμονα που είναι και η μοναδική που σώζεται μέχρι σήμερα και είχε κτιστεί το 1918.

Ο Κουβουκλιώτης δάσκαλος Βασίλης Δεληγιάννης, ο οποίος έμεινε για αρκετό καιρό στην Απολλωνιάδα ως φιλοξενούμενος της οικογένειας Χριστόδουλου Καράνταη και σπούδασε στα φημισμένα σχολεία της, αναφέρει ότι υπήρχε και μια τέταρτη εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή.

Η μητέρα του Καράνταη του αφηγήθηκε ότι οι Τούρκοι της Απολλωνιάδας ήταν  χριστιανοί εξωμότες και η τότε τουρκική εξουσία τους επέβαλλε να κατοικούν γύρω από την περιοχή «Παλιόπορτα», από την οποία περνούσαν κάθε μέρα οι Απολλωνιαδίτες, για να μπορούν να τους ελέγχουν. Για τις θρησκευτικές τους ανάγκες χρησιμοποιούσαν σαν τζαμί την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που βρισκόταν πιο κοντά στο συνοικισμό τους. Αργότερα όμως, για να μη τους θυμίζει τίποτα τη βδελυρή τους πράξη, γκρέμισαν την εκκλησία και έκτισαν καινούργιο τζαμί που σωζόταν μέχρι το 1922.

Σε ότι αφορά το μιναρέ του, σύμφωνα με την παράδοση, μόλις τελείωναν το χτίσιμό του, αυτός γκρεμιζόταν και οι χριστιανοί απέδιδαν το φαινόμενο αυτό στο γεγονός ότι οι Τούρκοι γκρέμισαν την εκκλησία και πάνω στα θεμέλιά της έκτισαν το τζαμί. Αυτό θεώρησαν και οι Τούρκοι ότι ήταν η αιτία, και για να σταματήσει το κακό, τοποθέτησαν ένα σταυρό πάνω στην κορυφή του μιναρέ, ο οποίος υπήρχε μέχρι που γκρεμίστηκε το τζαμί για να χτιστεί καινούργιο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Πλησιάζουμε στη γέφυρα που συνδέει τη στεριά με το νησί όπου είναι κτισμένη η καστροπολιτεία. Καστρινούς τους ονόμαζαν τους Απολλωνιαδίτες οι κάτοικοι των γύρω χωριών και τους ζήλευαν διότι ζούσαν σε ένα τέτοιο πανέμορφο μέρος.

 Η παλιά ξύλινη γέφυρα που όταν πλημμύριζε η λίμνη σκεπαζόταν με νερά, καταστράφηκε το 1960, και κτίστηκε η σημερινή, πιο σύγχρονη και εξυπηρετική. Πριν περάσουμε την γέφυρα, διακρίνουμε ένα τεράστιο

   Απολλωνιάδα. Ιερός ναός Αγίου Παντελεήμονα.

 

 

    Στο νησάκι της λίμνης, ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

 
αιωνόβιο πλατάνι. Πρέπει να έχει ζήσει πολλές καταστάσεις, καλές και κακές. Θα αναρωτιέται ίσως που βρίσκονται τώρα οι παλιοί του κάτοικοι οι οποίοι του χάρισαν τη ζωή, φυτεύοντάς το δίπλα στην λίμνη. Αν μπορούσε να μας μιλήσει θα είχε προφανώς να μας πει πολλά… Προς το παρόν σιωπά και δροσίζει τους περαστικούς με τη δροσερή σκιά του. Δίπλα στο πλατάνι λειτουργεί ένα εστιατόριο που διαφημίζει σαν σπεσιαλιτέ του τα ψάρια της λίμνης, σαζάνια, γριβάδια, τούρνες και γουλιανούς.

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, η Απολλωνιάδα ήταν αποικία των Μιλησίων και πρώτος ο Στράβων (66-24 π.Χ) την αναφέρει σαν Απολλωνία επί Ρυνδάκω. Ρυνδάκος ήταν ο ποταμός ο οποίος συνέδεε την Απολλωνιάδα με το λιμάνι της Πανόρμου και κατ’ επέκταση με την Κωνσταντινούπολη. Μέσω αυτού με τα περίφημα καΐκια τους, τα επονομαζόμενα τομπάζια, μετέφεραν τις πραμάτειες τους στην Κωνσταντινούπολη. Η πόλη ανήκε στη δικαιοδοσία του βασιλιά της Περγάμου Άτταλου Α’, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος έδωσε στην πόλη το όνομα της γυναίκας του Απολλωνιάδας.                 H Aπολλωνιάδα έζησε ημέρες δόξας και μεγάλης ακμής, και ήταν σύγχρονη  με τη Νικομήδεια, τη Νίκαια και την Κύζικο. Αργότερα, στα Ρωμαϊκά χρόνια και κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Μιθριδάτη, χρησιμοποιήθηκε από τον Τραϊανό σαν χώρος ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του. Για το λόγο αυτό έκτισε τοίχος από την πλευρά του παλιού λουτρού όπου υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με τα κάτωθι :

 

« ΚΑΙΣΑΡ ΤΡΑΙΑΝΟΣ ΘΕΩΝ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ ».

 

Ο χριστιανισμός κηρύχθηκε στην Απολλωνιάδα από τον Απόστολο Ανδρέα και ένεκα του ένδοξου παρελθόντος της ανακηρύχθηκε σε ξεχωριστή επισκοπή ονόματι Θεοτοκιανή που ανήκε στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Νικομήδειας. Η επισκοπή είχε την τιμή να αναδείξει σπουδαίους Αγίους, όπως ο Νικήτας επίσκοπος Απολλωνιάδας, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 20 Μαρτίου, ο Άγιος Ακάκιος, ο Άγιος Θύρσος, που μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Δεκίου 250 μ.χ στις 14 Δεκεμβρίου, και πολλοί άλλοι. Διατηρήθηκε δε μέχρι την άλωση της πόλης από τους Τούρκους το 1330.

Στις μεγαλύτερες νήσους της λίμνης, του Ταχήρ Αγά ή Αγίου Θεοδώρου του Καναρίτη, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Τερζόγλου, ιδρύθηκαν μονές και μετόχια, όπου ακόμη και σήμερα σώζονται πολλά ερείπια ναών, κελιών και αποθηκών.

Στη νήσο Μανακούδα είχε βρεθεί και ένα μαντείο αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα. Στη νήσο του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρχε περίλαμπρος ναός επ’  ονόματι των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου την ημέρα της γιορτής τους γίνονταν μεγάλο πανηγύρι. Ερείπια του παλιού ναού σώζονται μέχρι σήμερα.

Οι Τούρκοι μόλις κυρίευσαν τη Βιθυνία, κατέσφαξαν ή εξισλάμισαν τους κατοίκους των γύρω χωριών. Στους Απολλωνιαδίτες φέρθηκαν καλύτερα διότι τους υπολόγιζαν σαν έμπειρους ναυτικούς, οι οποίοι με τα πλοιάριά τους ήταν πολύ χρήσιμοι. Τα χωριά αυτά τα εποίκισαν με Έλληνες από την Πελοπόννησο, τα Άγραφα, τον Γιδά, που εργάζονταν σαν υποτακτικοί του σουλτάνου. Οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού είχαν μεταφερθεί από την περιοχή του Ικονίου.

Την εκκλησιαστική περιφέρεια Απολλωνιάδας αποτελούσαν τα κάτωθι χωριά: Απολλωνιάδα, Κουβούκλια, Γούλιος,  Ντάνσαρι, Ταχταλή, Αϊνασή, Γιαϊλατζήκι, Ντερέκιοϊ, Αναχώρι, Βελετλέρ, Γιαλί Τσιφλίκι, Τσάμλυτζα, Τσεσνεήρι, Τσαμπάζοι, Ακτσέ Πουνάρ και τα Πιστικοχώρια. Πριμικίρι, Συριάνοι, Αγινάτοι ή Ικίζτσε, Κωνσταντινάτοι ή Τσατάλ Αγήλ, Απελλαδάτοι ή Σούμπαση, Βουρλάτοι ή Μπάσκιοϊ, Χωρούδα ή Βουλγαράτοι, Κήδεια ή Καράκοτζα.

       Περάσαμε τη γέφυρα και φθάσαμε στην πλατεία. Μια από τις πιο όμορφες πλατείες που συνάντησα στη ζωή μου. Πλακόστρωτη, γεμάτη με τραπέζια και καρέκλες, δίπλα στη λίμνη που βρίσκεται σε απόσταση πέντε μέτρων και με μεγάλα πλατάνια τα οποία ρίχνουν τη σκιά τους όλη την ημέρα στην πλατεία, προστατεύοντας τους κατοίκους αλλά και τους τουρίστες που την επισκέπτονται από τον ήλιο. Αριστερά βρίσκεται το τζαμί του χωριού και μπροστά μας η κοινότητα και η είσοδος του κάστρου, τεράστια και επιβλητική.

«Hosgeldiniz», μας υποδέχθηκαν εγκάρδια οι κάτοικοι του χωριού. Στα γρήγορα έφεραν ένα μεγάλο τραπέζι, μαζεύτηκαν τριγύρω μας και μας πρόσφεραν… τσάι. Μόλις έμαθαν  ότι ήμουν Έλληνας έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον.

«Ο κύριος Γιώργος είναι Κουβουκλιώτης», τους πρόλαβε ο Μουσταφά, «οι παππούδες του γεννήθηκαν στα Κουβούκλια».

Ένας παππούλης με πλησίασε και μου είπε με δυνατή φωνή.

«Εγώ είμαι ο Κεμάλ Ντεμιρέλ από το  χωριό Πέτριτσκο, δίπλα στο Σόροβιτς- Αμύνταιο και στο Πάτελι, στο βιλαέτι της Φλώρινας. Το χωριό μου ήταν δίπλα σε λίμνη και κάθε μέρα πήγαινα με τον πατέρα μου για ψάρεμα».

Θυμήθηκα το θείο τον Κωστή τον Τολούδη, Απολλωνιαδίτη στην καταγωγή, που είχαν καφενείο στη Λακκιά, ο οποίος μου είχε πει ότι οι σημερινοί κάτοικοι της Απολλωνιάδας κατάγονται από το χωριό Πέτρες του Αμυνταίου, δίπλα στην ομώνυμη λίμνη. Είχε έρθει πριν χρόνια στην Απολλωνιάδα και οι κάτοικοι του φέρθηκαν πολύ καλά. Τους προσκάλεσαν στα σπίτια τους, μαζί με την κυρά Φωτεινή τη γυναίκα του, τους πρόσφεραν φαγητό και δώρα για να τους θυμούνται. Είχε δακρύσει όταν μου τα έλεγε ο μπάρμπα Κωστής και ανυπομονούσε να ξαναπάει στην πατρίδα του. Δεν πρόλαβε όμως διότι αρρώστησε βαριά και πέθανε. Έξυπνος άνθρωπος…όπως και όλοι οι Απολλωνιαδίτες. Μικρό παιδί πήγαινα στο σπίτι τους και αρμαθιάζαμε καπνά. Μία βελόνα μία δραχμή. Έτσι βγάζαμε τον επιούσιο. Παραδίδαμε τις γεμάτες βελόνες και μας πλήρωνε η κόρη του, η Μαίρη η πολυλογού, όπως την αποκαλούσαμε. Δέκα βελόνες την έδινα για εννιά με πλήρωνε. Διαμαρτυρόμουν, όμως ήταν ανένδοτη.

 

«Όχι Γιώργο έκανες λάθος στο μέτρημα, εννιά ήταν οι βελόνες».

Από μικρή λοιπόν ηλικία γνώρισα τη σκληρή και άδικη μεταχείριση του κεφαλαίου, από την πολυλογού τη Μαίρη, η οποία σήμερα έχει γίνει πια η καλύτερή μου φίλη.

Όταν αρμαθιάζαμε τα καπνά, η μάνα της η Κυρά Φωτεινή, μας έλεγε ιστορίες για την Απολλωνιάδα.

 « Ένα από τα καλύτερα έθιμά μας ήταν το Ζιαφέτι. Μαζευόμασταν πολλά κορίτσια σε ένα σπίτι και κάναμε γλυκά. Η καθεμία έφερνε ζάχαρη, βούτυρο, αλεύρι και ότι άλλα υλικά χρειάζονταν. Φτιάχναμε παραδοσιακά γλυκά, όπως τα μουστοκούληκα, μπουρεκόπιτες (πίτες με ψημένα φύλλα), λαλαγγίτες, ζερτέ (ένα είδος ρυζόγαλου χωρίς γάλα, μόνο με σιτόρυζο με πετμέζι και λίγη κανέλλα). Ήμασταν όλες ντυμένες όμορφα και αφού τελειώναμε πια με τα γλυκά, κάποια από εμάς έπαιζε το τουμπεκί, μια στάμνα που στο στόμιό της ήταν τεντωμένο ένα δέρμα ζώου. Παίζοντάς το κατάλληλα με τα χέρια έβγαζε ήχους και εμείς τραγουδούσαμε και χορεύαμε καρσιλαμά. Τραγουδούσαμε τις ξακουστές βαρκαρόλες και η καθεμία έβγαζε από μέσα της τις επιθυμίες της και τους καημούς της:

«Η εγκαταλειφθείσα» (βαρκαρόλα) 

Μαραμένα της νιότης μου τ΄άνθη, πέφτουν όλα χλωμά εις το χώμα

και το γέλιο μου φεύγ΄ απ΄το στόμα, κι απ΄τα χείλη μου παύει η πνοή.

Σαν κλωνάρι μυρτιάς μαραμένο, το κορμί μου χειμώνας το δέρνει

το ποτάμι του χάρου με παίρνει, στα θολά του και μαύρα νερά.

Ά θεέ μου τι άδικο κρίμα, τέτοια νέα να κατεβώ εις το μνήμα

με του γάμου την άσπρη στολή.

Γράψετέ μου στο μνήμα μ΄ επάνω, πως ποτέ μου δεν είδα χαράν

σ΄ αγαπώ σ΄ αγαπώ θα φωνάζω, και στον άδη όταν θα καταβώ. 

Είπα στον παππού Ντεμιρέλ ότι καταγόμουν από το Έλεβιτς, τη σημερινή Λεβαία, και χάρηκε πολύ.

«Πήγαινα στο Έλεβιτς πολύ συχνά διότι εκεί έμενε η θεία μου η Αϊσέ, η αδελφή του πατέρα μου. Δεν ήταν όμως όμορφο χωριό, είχε πολλές λάσπες και άσχημους δρόμους».

Σε λίγο ήρθε και ο πρόεδρος της κοινότητας. Αφού μας χαιρέτησε και μας κέρασε τσάι, δέχθηκε να μας ξεναγήσει στο όμορφο χωριό του.                                                                 

Περάσαμε τη μεγάλη αρχαία πύλη και ανηφορίσαμε στα σοκάκια του χωριού. Οι δρόμοι ήταν καλντερίμια και δυσκόλευαν το περπάτημα. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν διώροφα και τριώροφα παλιά σπίτια, τα οποία παλαιότερα ανήκαν σε Έλληνες.  Έξω από κάθε σπίτι υπήρχαν δίχτυα και μεγάλα κοφίνια, που φανέρωναν το επάγγελμα του ιδιοκτήτη τους.

«Παλιότερα, είπε ο πρόεδρος, η λίμνη είχε και πολλές καραβίδες αλλά έπεσε μία αρρώστια και εξαφανίστηκαν».

Στο πιο ψηλό μέρος του χωριού είναι κτισμένο το παλιό πετρόκτιστο τζαμί που τώρα ήταν σε άσχημη κατάσταση. Για το λόγο αυτό άρχισαν να το ανακαινίζουν αφού πρώτα το έσκαψαν συθέμελα. Σε λίγο κατεβήκαμε στις όχθες της λίμνης, περνώντας από τα γραφικά στενά σοκάκια. Καθισμένες  μπροστά στην είσοδο των σπιτιών τους οι Τουρκάλες, γριές και νεαρές, με τα τεράστια και άκομψα σαλβάρια τους μας χαιρετούσαν εγκάρδια.

 «Χόσγκεντινίζ, χοσκελντινίζ...»

 Και εγώ, το τιμώμενο πρόσωπο, με ύφος δέκα καρδιναλίων, τους ανταπέδιδα το χαιρετισμό.    «Χόσμπουλντούκ!!!»

Από την άκρη της λίμνης διακρίνει κανείς καλύτερα το τείχος που περικλείει την πόλη. Κατεστραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του, διότι όχι μόνο οι Βυζαντινοί έπαιρναν πέτρες για να χτίσουν τα προστατευτικά φρούριά τους αλλά και οι νέοι άποικοι Τούρκοι έχτιζαν με αυτές τα σπίτια τους. Από εδώ διακρίνουμε τα νησάκια τα οποία είναι σπαρμένα μέσα στη λίμνη. Η πρόσβασή σε αυτά γίνεται με τις μικρές βάρκες που βρίσκονται στην κυριολεξία παραπεταμένες και αυτές, κοντά στην παραλία.

Κάναμε το γύρω του κάστρου από τη δεξιά πλευρά και φθάσαμε στην αντίθετη πλευρά από το σημείο αφετηρίας μας. Αυτό που μου έκανε άσχημη εντύπωση ήταν ότι στις όχθες της λίμνης ήταν πεταμένα κάθε είδους σκουπίδια τα οποία δημιουργούσαν μια φρικτή αντίθεση στην ομορφιά του ξεχωριστού αυτού χωριού.

Στην αντίπερα όχθη της λίμνης, όπως μπαίνουμε στο χωριό αριστερά, είναι το αραξοβόλι όπου αφήνουν οι ψαράδες τις βάρκες τους. Διέκρινα πως εκείνη τη στιγμή είχαν κατεβάσει την πραμάτεια τους και έκαναν δημοπρασία. Τα ψάρια στη μέση σπαρταρούσαν. Τεράστιοι γουλιανοί, γριβάδια και τούρνες. Αφού αγόραζαν τα ψάρια οι έμποροι, περιφέρονταν στα γύρω χωριά και τα πουλούσαν.

Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος που έριχνε τις ακτίνες του πάνω στη λίμνη, την έκανε να φαίνεται ακόμη πιο όμορφη.

«Μια και είμαστε εδώ, δεν πηγαίνουμε να δούμε και το Eski Κaraagac, τον Γούλιο», πρότεινε ο Μουσταφά.

«Και δεν πάμε», του απάντησα και ξεκινήσαμε για ένα άλλο παραλίμνιο ελληνικό χωριό, τον Γούλιο, αφού πρώτα αποχαιρετήσαμε τους κατοίκους που συναντήσαμε στην πλατεία. Περάσαμε από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, έκανα το σταυρό μου και βγήκαμε στο δημόσιο δρόμο.

Όταν βρίσκεσαι στην Τουρκία και συναντάς εκκλησίες, ακόμα και αν δεν είσαι ο πλέον θρήσκος χριστιανός, αυθόρμητα σου δημιουργείται η ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου. Και όταν πάλι τύχει και μείνεις μόνος και δε σε βλέπει κανείς, ένα δάκρυ, αντί του κεριού είναι το λιγότερο που μπορείς να αφήσεις εκεί τιμώντας τον Άγιο. Ένα δάκρυ που μπορεί να σημαίνει σεβασμό αλλά και πίκρα για την κατάντια ενός χριστιανικού μνημείου.

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα διακρίναμε δυο ταμπέλες οι οποίες μας οδηγούσαν η μια δεξιά και η άλλη αριστερά. Στην πρώτη έγραφε Eski Karaagac και στην άλλη σκέτο Karaagac. Κατάλαβε την απορία μου ο Μουσταφά και μου είπε ότι θα πηγαίναμε στο παραλίμνιο χωριό Eski Karaagac ή Παλιό Καραγάτσι, στο οποίο έμεναν οι Έλληνες πριν το 1922.  Το παλιό χωριό το εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του πριν αρκετά χρόνια και έχτισαν ένα καινούργιο από την άλλη πλευρά του δρόμου. Στο νέο χωριό έδωσαν το ίδιο όνομα, Καραγάτσι, ενώ το παλιό ονομάστηκε Παλιό Καραγάτσι.

Πλησιάζοντας στο χωριό διακρίνει κανείς παντού τεράστιες πινακίδες που είχαν ζωγραφισμένους πελαργούς. Η περιοχή αυτή, είπε ο Μουσταφά, προστατεύεται από τη συνθήκη Ραμσάρ, διότι εδώ καταφεύγουν πολλά πουλιά και κυρίως πελαργοί. Το καλοκαίρι ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος και σχηματίζουν μια πολύ όμορφη εικόνα καθώς πετούν σχεδόν πάνω από τα κεφάλια μας ψάχνοντας για τροφή στις καλαμιές της λίμνης.