Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ENA TAΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ, ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ (ΜΕΡΟΣ 7ο)


 Τα Πιστικοχώρια.

 Οι ιστορικοί Μ. Κλεώνυμος και Χρ. Παπαδόπουλος, στο έργο τους «Βιθυνικά» ή «Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής. Εν Κωνσταντινουπόλει 1867. Αντίγραφο Β 148, φ. 4-5», αναφέρουν τα κάτωθι:

 
 «Χωρία Πιστικών:

 Πιστικός δηλοί παρά τοις εκ Μάνης της Πελοποννήσου τον ποιμένα. Eκλήθησαν δε ταύτα τα χωρία, ένεκα των ποιμένων, οίτινες προ τριών περίπου εκατονταετηρίδων υπό Οθωμανών μετωκίσθηκαν κατά την περιοχήν της Ρυνδακίας και Απολλωνιάτιδος χώρας. Ούτοι έβοσκον ποίμνια Οθωμανού τινός Βέη διότι μέχρι σήμερον καλούσι το μέρος τούτο Τζοβάν κηρί. Την δ’ εκ Πελοποννήσου αποίκησιν μαρτυρούσιν ου μόνον οι πρεσβύτεροι την ηλικίαν πιστικοί, αλλά και τα ήθη και η διάλεκτος της γλώσσης αυτών. Προϊόντος δε του καιρού πληθυνθέντες, συνέστησαν χωρία φόρου υποτελή, όντα τω Μητροπολίτη Νικομηδείας, ου και αντιπρόσωπος, ως είρητοι, εδρεύει εν τη Απολλωνιάδι. Οι κάτοικοι των εξής χωρίων είναι ποιμένες του ανατολικού δόγματος.»

Ανάμεσα λοιπόν, στα 24 χωριά που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική Περιφέρεια Απολλωνιάδας, ήταν και τα παρακάτω εννέα Πιστικοχώρια:

Βουρλάτοι                   ή       Μπάσκιοϊ

Αγινάτοι                      ή       Ικίζτσε

Κωνσταντινάτοι           ή       Τσατάλ Αγήλ.

Βουλγαράτοι               ή       Χωρούδα        ή   Καρατζάομπα

Καμαριωτάτοι             ή      Αγία Κυριακή   ή  Τάς Πινάρ ή Κερεμέντ

Κήδεια                       ή      Καράκοτζα

Απελλαδάτοι               ή       Σούμπαση

Συριάνοι                     ή       Σέυραν

Πριμικήρι                    ή       Κιρμικήρ

Για την προέλευση και εγκατάσταση των κατοίκων των χωριών αυτών, υπήρχαν πολλές παραδόσεις.

Μία από αυτές αναφέρει, ότι  οι Τούρκοι μετά την πτώση του Μυστρά,  αιχμαλώτισαν πολλούς κατοίκους της Μάνης και τους έστειλαν στο Σουλτάνο. Η μητέρα του Σουλτάνου, η Μάρω, που ήταν χριστιανή και κόρη του βασιλιά της Σερβίας Γεωργίου, τους χάρισε τη ζωή και τους έστειλε στην περιοχή της Απολλωνιάδας λίμνης, δίνοντάς τους πρόβατα για βοσκή. Αυτοί ήταν υποχρεωμένοι κάθε χρόνο να παραδίδουν στο δημόσιο διάφορα προϊόντα, όπως μαλλιά, τυριά και τα αρσενικά πρόβατα. Με τον καιρό απέκτησαν δικά τους γιδοπρόβατα και άλλες απασχολήσεις, όπως η γεωργία, η σηροτροφία και η παραγωγή ζαρζαβατικών, τα οποία διέθεταν στις αγορές της Προύσας και του Μιχαλιτσίου.
Διοικητικά  τα περισσότερα υπάγονταν στο Μιχαλίτσι  και στην Προύσα και Εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Νικομήδειας. Οι κοινότητες διοικούνταν από τους δημογέροντες και τους προεστούς.
Η γλώσσα και τα έθιμα των κατοίκων διέφεραν από τα άλλα ελληνικά χωριά. Διατήρησαν όλα τα στοιχεία της γλώσσας των προγόνων τους και τα έθιμά τους, με αποτέλεσμα αυτά, μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή, να θυμίζουν έντονα τη Μανιάτικη καταγωγή τους.

Ένα έθιμο, το οποίο συναντούσε κανείς μόνο στα Πιστικοχώρια, ήταν οι Καντινάδες. Είχε σχέση με τη βουκολική ζωή και πραγματοποιούνταν την παραμονή του Αγίου Δημητρίου. Τη μέρα αυτή έληγε η σύμβαση της μίσθωσης των βοσκών, οι οποίοι παρέδιδαν στα αφεντικά τους τα κοπάδια τους, που ήταν υποχρεωμένοι να τα φυλάνε τη συγκεκριμένη αυτή μέρα. Την επόμενη μέρα συμφωνούσαν για τη νέα μίσθωση, γεγονός που το γιόρταζαν πανηγυρικά.

Με τη δύση του ηλίου, οι βοσκοί μαζί με τους νέους του χωριού μαζεύονταν στην πλατεία. Μεταμφίεζαν δύο άτομα, κυρίως άνδρες, σε Καντνά και Καντνίνα, τους οποίους σε άλλα μέρη ονόμαζαν Καράχοτζα και Καντίνα, δηλαδή γυναίκα. Τους έντυναν με προβιές και παλιά ρούχα, τους κρεμούσαν στη μέση μια κουδούνα και στο λαιμό ένα ζίλι, από αυτά που κρεμούσαν στα κριάρια.

Τα ζίλια ήταν πολύ μεγάλα κουδούνια από μπρούντζο, που όταν τα κουνούσες έκαναν έναν υπόκωφο θόρυβο. Όλοι μαζί με μια βοϊδάμαξα, γυρνούσαν στους δρόμους του χωριού, περνούσαν από όλα τα σπίτια και έπαιρναν από τις νοικοκυρές φιλοδωρήματα, μηλίνες, σουσαμόπιτες, τυρόπιτες και πολλές άλλες λιχουδιές. Εκτός από τις διάφορες πίτες και τα ζαχαρωτά, τους έδιναν και σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκια, που τα πουλούσαν και με τα χρήματα διοργάνωναν μεγάλο πανηγύρι την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, χορεύοντας και τραγουδώντας.

        Μαζί με τα φιλαράκια μου, το Σεφέρ, το Μουσταφά και τον Εμίν, ταξιδεύαμε για το Πριμικήρι. Εν τω μεταξύ, σχολιάζαμε την ακαταστασία που επικρατούσε στην Τσάμλυτζα. Αναγνώριζαν ότι η κατάσταση στο όμορφο αυτό χωριό ήταν απαράδεκτη και κατηγορούσαν τους κατοίκους του για την κατάντια αυτή.

«Μήπως είδαμε και κανένα χωριό της προκοπής, όλα στην ίδια κατάσταση ήταν. Παντού γκρεμισμένα σπίτια, άσχημοι δρόμοι και το αποκορύφωμα… οι απανταχού κοπριές, που με τις μυρωδιές τους δημιουργούν μια πανέμορφη ατμόσφαιρα», τους πείραζα και τους τσίγκλιζα συνεχώς.

«Ναι βέβαια», απαντούσε ο Σεφέρ, «στο Γιουνανιστάν όλα σας τα πράγματα είναι καθαρά και όμορφα. Ας μην ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση και θα σας έβλεπα και εσάς. Όταν κάποτε θα τελειώσουν αυτά τα μπερεκέτια, θα τα ξαναπούμε».Πόσο προφητικά ήταν τα λόγια του!!!

Δεν απάντησα, ήδη μπαίναμε στο Πριμικήρι.

 Στο Πριμικήρι.

        Πριν λίγα χρόνια, είχα συναντήσει στις Σέρρες τον κυρ Παναγιώτη, ο οποίος μου ανέφερε ότι γνώριζε για το χωριό του, έτσι όπως του τα είχε διηγηθεί ο παππούς του, καθώς ο ίδιος είχε γεννηθεί το 1917 και θυμόταν ελάχιστα πράγματα.

«Στο χωριό μας Γιώργη, ζούσαν 70 ελληνικές και 80 τουρκικές οικογένειες. Από ότι έλεγε ο παππούς μου, οι πρόγονοί μου είχαν εγκατασταθεί εδώ προερχόμενοι από την περιοχή των Αγράφων και όχι από την περιοχή της Μάνης, όπως οι περισσότερες οικογένειες που ζούσαν στο χωριό.

Στα τέλη του 1800, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Πριμικήρι και Τούρκοι, οι οποίοι προέρχονταν από την περιοχή της Λάρισας, και τους ονομάζαμε γι’ αυτόν το λόγο Γενησαρλήδες.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Θεόδωρο και ήταν κτισμένη στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού. Ήταν παλιά εκκλησία, αν θυμάμαι καλά, από το 1833 και την ανακαίνισαν το 1903. Γινόταν μεγάλο πανηγύρι την ημέρα της γιορτής της και ο παπάς μετά τη Θεία Λειτουργία μοίραζε στους κατοίκους χαλβά από πετμέζι και τσίπουρο.

Η περιοχή πρέπει να ήταν γνωστή από την αρχαιότητα, διότι στην τοποθεσία Ιμαρέτ είχαμε βρει τα ερείπια ενός αρχαίου κάστρου. Πηγαίναμε και παίζαμε εκεί και χωρίς να γνωρίζουμε την καταστροφή που προκαλούσαμε, παίρναμε τις πέτρες και κάναμε συναγωνισμό ποιος θα τις πετάξει πιο μακριά.

Στην τοποθεσία Ακανλάρ, όπου βρισκόταν το Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου, ο γείτονάς μας, είχε βρει μια εικόνα του Αγίου σκαλισμένη πάνω σε μια πέτρα. Την πήγε στην εκκλησία, αλλά δυστυχώς δε μάθαμε τίποτε για την αρχαιολογική της αξία.

Στις 29 Αυγούστου που γιόρταζε το Αγίασμα, ο παπάς διάβαζε τη Θεία Λειτουργία και με το πέρας αυτής, χορεύαμε και τραγουδούσαμε για να τιμήσουμε το μεγάλο Άγιο. Οι πατεράδες μας έφερναν μαζί τους κοκόρια και έκαναν κουρμπάνι. Τα έσφαζαν και τα χάριζαν στον παπά, ο οποίος στη συνέχεια τα πουλούσε και τα έσοδα τα κρατούσε το ταμείο της εκκλησίας.

Στο Αγίασμα πηγαίναμε και όταν ήμασταν άρρωστοι. Το κλίμα στην περιοχή δεν ήταν και το καλύτερο, και η ελονοσία θέριζε τους κατοίκους. Πηγαίναμε λοιπόν εκεί, πλύναμε το πρόσωπό μας με αυτό, μετά βγάζαμε μια κλωστή από τα ρούχα μας και την αφήναμε σε κάποιο διπλανό θάμνο. Φεύγαμε πιστεύοντας ότι η κακιά αρρώστια εγκατέλειπε το σώμα μας και μεταφερόταν στο δύσμοιρο θάμνο.

Το σχολείο μας είχε κτιστεί το 1900, είχε όμως πολύ λίγους μαθητές οι οποίοι προτιμούσαν να βοηθούν τους γονείς τους στις γεωργικές εργασίες.

Οι σχέσεις μας με τους γείτονες Τούρκους ήταν πολύ καλές. Ήταν ήσυχοι και φιλόξενοι άνθρωποι. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν κυνηγοί και πήγαιναν να κυνηγήσουν στην περιοχή Τσαλί Μπαίρ, όπου υπήρχαν πολλά αγριογούρουνα. Σκότωναν τα αγριογούρουνα και μετά τα προσέφεραν στους Έλληνες, διότι ως γνωστόν η θρησκεία τους απαγορεύει να καταναλώνουν χοιρινό κρέας.

Φαντάζεστε τα τσιμπούσια που γίνονταν στο χωριό; Βέβαια οι χωριανοί για να τους ευχαριστήσουν τους έδιναν κάποια άλλα προϊόντα ή τους βοηθούσαν σε κάποιες δουλειές τους.

Οι γονείς μας ήταν και αυτοί κυνηγοί, αλλά περισσότερο ασχολούνταν με το ψάρεμα. Πήγαιναν στο ποτάμι Ενεφέ Ντερεσί, όπου υπήρχαν πολλά ψάρια, τα έπιαναν, τα πάστωναν σε βαρέλια που είχαν φτιάξει ειδικοί τεχνίτες και τα πουλούσαν στη Βουλγαρία.

Δυστυχώς το 1914 οι Τσέτες πέρασαν και από το χωριό μας και το λεηλάτησαν. Οι δικοί μας για να σωθούν από τη μανία των Τούρκων, κατέφυγαν στην Τρίγλια και σε άλλα μεγάλα ελληνικά χωριά.

Το 1922 πήραμε το δρόμο της επιστροφής και μετά από πολλές κακουχίες καταλήξαμε στο νομό Σερρών».

    Το σημερινό Πριμικήρι είναι λίγο καλύτερο από τα άλλα χωριά, πιο περιποιημένο. Στο καφενείο μας υποδέχθηκαν κάποιοι γνωστοί του Σεφέρ, κερνώντας μας το καθιερωμένο τσάι. Κάποιοι παππούδες μου ανέφεραν ότι η καταγωγή τους ήταν από τη Λάρισα και οι πρόγονοί τους εγκαταστάθηκαν στο Πριμικήρι πριν εκατό χρόνια, επιβεβαιώνοντας έτσι τον κυρ Παναγιώτη.

Με τους Έλληνες ήμασταν σαν αδέλφια και βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο. Δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτε μέχρι που μπήκαν στη μέση οι μεγάλες δυνάμεις και μας κατέστρεψαν».

Ένας νεαρός Τούρκος προθυμοποιήθηκε να μου δείξει την εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου, η οποία ακόμη αντέχει στο πέρασμα του χρόνου. Προτίμησα όμως να πάω μόνος.

Οι φίλοι μου θεωρώντας ότι εκτέλεσαν το καθήκον τους φέρνοντάς με στο χωριό, δε με ακολούθησαν. Δεν είχαν καμία διάθεση να περιεργάζονται από το πρωί ως το βράδυ ερειπωμένα σπίτια και μισογκρεμισμένα ντουβάρια, ακολουθώντας έναν μπουνταλά.

  «Εμείς σε φέρνουμε, είναι ιερό καθήκον μας. Από δω και πέρα κάνε ό, τι θέλεις».

Σπίτια ελληνικά δεν υπάρχουν πολλά στο Πριμικήρι. Λίγο έξω από το χωριό στέκεται όρθια και περήφανη η εκκλησία. Δε χρειάζεται να σας περιγράψω τι αισθανόμουν όταν ανακάλυπτα ότι υπήρχε ακόμη η εκκλησία των χωριών που επισκεπτόμουν. Επεδίωκα να πάω μόνος μου για να μπορέσω να κλάψω ελεύθερα, να κάνω το σταυρό μου, να ακουμπήσω τα χέρια μου στους τοίχους, να ψηλαφίσω τους Αγίους.

 Οι μορφές των Αγίων έχουν πια χαθεί, αλλά διαισθάνεται κανείς την παρουσία τους. Θαρρείς και είναι εκεί, περιμένοντας να σε ευλογήσουν.

 Πράγματι ευλογημένος είναι αυτός που του δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτεί αυτά τα μέρη και να προσκυνήσει τις έρημες εκκλησιές, πλύθηκε με τα νερά των Αγιασμάτων, ήπιε το Άγιο νερό και έφυγε αφήνοντας πίσω στους τεράστιους θάμνους που τα καταπνίγουν, την κλωστή από τα ρούχα τους. Μόνο που τώρα η κλωστή δε μεταφέρει αρρώστιες, αλλά φανερώνει την ύπαρξη ενός Ιερού Τόπου που μάχεται για να επιβιώσει. Αυτή έχει τώρα την ανάγκη του καλού χριστιανού.

Θεωρώ ιερό καθήκον μας να επισκεπτόμαστε τέτοιους τόπους διότι τους δίνουμε ζωή και οι Τούρκοι αντιλαμβανόμενοι την ιερότητα αυτών των τόπων, τους σέβονται περισσότερο και δεν τους καταστρέφουν.

 
 

               Πιρμικήρι. Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα.

 
Παραμέρισα τα πολλά αγκάθια που βρίσκονταν στο εσωτερικό του ναού και έφθασα στην Ωραία Πύλη. Στάθηκα για λίγο με κλειστά τα μάτια, είπα το Πάτερ Ημών και αφού τράβηξα πολλές φωτογραφίες, πήρα το δρόμο για το καφενείο όπου με περίμεναν οι φίλοι μου.

     Άρχιζε να νυχτώνει όταν φθάσαμε στα Κουβούκλια. Ο Εμίν μας άφησε στο σπίτι του Μουσταφά και έφυγε.

Η Σαχανιέ χανούμ είχε κάνει μπιφτεκάκια στο φούρνο με μπόλικη ντοματοσαλάτα και πράσινες πιπεριές.

Mα τι σόι μπιφτέκια ήταν; Και νεκρούς ανάσταιναν. Μετά το δέκατο μπιφτέκι, έχασα τον έλεγχο και όταν σηκώθηκα από το τραπέζι κόντευα να σκάσω.

Με μεγάλη δυσκολία περπάτησα ως το σπίτι του παππού, ο οποίος με περίμενε στωικά. Αρνήθηκα ευγενικά την πρότασή του για φαγητό. Μιλήσαμε λίγο για τα μέρη που επισκέφθηκα, αλλά η κούραση της ημέρας γρήγορα άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της και αποφάσισα να κοιμηθώ.

Την επαύριο το πρόγραμμα είχε επίσκεψη στα άλλα Πιστικοχώρια. Πρώτος σταθμός μας θα ήταν οι Συριάνοι, κοντά στο Πριμικήρι. Η παρέα θα ήταν η ίδια, ο Σεφέρ, ο Μουσταφά και εγώ.

Με τέτοιους φίλους και το πιο δύσκολο ταξίδι γίνεται απόλαυση. Μεγάλη μου χαρά και μεγάλη μου τιμή να έχω τέτοιους φίλους, σχεδόν σαν αδελφούς. Όλα αυτά τα σχόλια που άκουγα στην Ελλάδα για τους Τούρκους, τα θεωρούσα πλέον τουλάχιστον ανόητα και με άφηναν αδιάφορο. Καλοί και άξιοι άνθρωποι ή ανάξιοι υπάρχουν σε κάθε λαό.

     Πλησιάσαμε στους Συριάνους ή Σέυραν στα τούρκικα, το οποίο ανήκε στην υποδιοίκηση Μιχαλιτσίου. Σήμερα ανήκει στον ευρύτερο δήμο του Μιχαλιτσίου ή Kaρατζάμπεη.

 
Στους Συριάνους.

 
 «Εμείς είμαστε Μανιάτες στην καταγωγή», είπε με περηφάνια πριν λίγα χρόνια ο μπάρμπα Νίκος, τον οποίο συνάντησα στις Σέρρες. Στους Συριάνους έμεναν 140 οικογένειες από τις οποίες οι 80 ήταν ελληνικές και κατοικούσαν στον ελληνικό μαχαλά με Έλληνα μουχτάρη. Οι υπόλοιπες εξήντα τουρκικές, στον τούρκικο μαχαλά με Τούρκο μουχτάρη, αντίστοιχα.

Ο πατέρας μου, όπως και οι άλλοι χωριανοί, ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την παραγωγή κρεμμυδιών. Στην περιοχή Μιχαλιτσίου καλλιεργούσαν τα καλύτερα κρεμμύδια, τα οποία οι δικοί μας πουλούσαν στις αγορές της Προύσας και της Κωνσταντινούπολης.

 Εγώ ήμουν πολύ μικρός και δεν μπορούσα να βοηθήσω τον πατέρα στις σκληρές, για μένα, δουλειές του. Απλώς πήγαινα μαζί του στα χωράφια για παρέα.Έτσι έμαθα και όλα σχεδόν τα τοπωνύμια του χωριού… Μελισσόπετρα, Πέτρωμα, Παληόχωρα, Γιάννα, Παλιουρωτή, Τσαγρούδια, Κατσιβέλα, Χηρσήζ χάνι, Αϊ Γιώργης, Αλωνήσιο, Τσαρδακότοπος, Χλιά, Λευκούδια, Σατσμάδες, Ανώγεια, Στέρνα, Κοτζά Γιάννη το πηγάδ, Λόγγος, Τσάμ Μπαίρ, Φτελιά, Προφήτης Ηλίας, Πλιουρούδια, Μύλος, Κυπαρισσούδια, Αγιασματούδ, Ντεβέ Νταμπανή, Αγός, Κρέμασμα, Αραβαντάν Τσεσμές, Ασπρόγεια, Κοκκινόγεια, Ντόμπρο τα μουχάνια.

Οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές ήταν παλιότερα τόποι βοσκής, αλλά ο μπαμπάς μου και οι άλλοι συγχωριανοί, μετά από σκληρή δουλειά, τους μετέτρεψαν σε εύφορα χωράφια.

Η εκκλησία βρισκόταν βορειοανατολικά του χωριού και την είχαν κτίσει το 1874. Ήταν αφιερωμένη στην προστάτιδα των ματιών, την Αγία Παρασκευή. Στις 26 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής της, γινόταν μεγάλο πανηγύρι και έρχονταν κάτοικοι και από τα γύρω χωριά για να γιορτάσουν μαζί μας. Η κοινότητα παραχωρούσε στους διοργανωτές του πανηγυριού, ζώα για σφάξιμο, τα οποία έψηναν και πρόσφεραν το κρέας στους εορτάζοντες. Το κρασί και η ρακί έρρεαν άφθονα και όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν…

 

«Αυτά τα ψηλά τα δέντρα που κάνουν τις ελιές

 κι αυτά τα μαύρα μάτια γεμάτα μαργιολιές.

Σαν πέρδικα περιπατείς, σαν χελιδόνα τρέχεις,

χορέψτε μαύρα μάτια, κορμίμ αγγελικό

μες τον χορό μυρίζεις σαν το βασιλικό.

Βασιλικός πλατύφυλλος πο ‘χεις σαράντα φύλλα,

σαράντα δυο σ’ αγάπησαν και πάλι εγώ σε πήρα.

Γλυκός ο ύπνος την αυγή με δυο παπλωματάκια,

που σ’  είδαν και κοιμόσουνα με δυο μαυροματάκια.»

 

 Έλεγαν και ένα άλλο τραγούδι, λυπητερό, που φανέρωνε και την καταγωγή μας….

 

 «Μας διώξαν απ’ τον τόπο μας κι από τα γονικά μας,

  μας άρπαξαν τα σπίτια μας κι όλα τα καλά μας,

  ανάθεμά τους τους εχθρούς και την κακιά τη μοίρα,

 άλλο δεν τους ευχόμαστε, την ίδια τυραννία.

 Γλυκιά πού ‘ναι η Μάνη μας, πικρός ο χωρισμός της,

 πικρότερος στην ξενιτιά θε να ‘ναι ο καημός της.»

 

 Σε περιόδους ανομβρίας, πηγαίναμε σχεδόν όλοι οι χωριανοί μαζί με τον παπά στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών βορειοδυτικά του χωριού, και κάναμε παρακλήσεις για να βρέξει. Πίναμε λίγο νερό από το Αγίασμα, που υπήρχε εκεί, πλέναμε το πρόσωπό μας και φεύγαμε περιμένοντας τη βροχή.

Το σχολείο μας ήταν στη μέση του χωριού. Κανείς δεν πρόκοβε να το τελειώσει. Πηγαίναμε δυο-τρεις τάξεις και μετά φεύγαμε.

Οι σχέσεις μας με τα διπλανά τουρκοχώρια ήταν πολύ καλές και φιλικές, κυρίως όμως με τους κατοίκους του χωριού Μπατρικιά. Αυτοί μας βοήθησαν, όσο μπορούσαν βέβαια, όταν οι Συριάνοι το 1914 λεηλατήθηκαν από τους Τσέτες, αλλά και κατά την αποχώρησή μας το 1922».

    Φτάνοντας στο χωριό, κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία όπου βρίσκονταν τα καφενεία. Μεγάλη η πλατεία του χωριού, αλλά χωρίς κάτι το ξεχωριστό, κάτι που να της χαρίζει ομορφιά. Σε μια γωνιά της, διάφοροι παραγωγοί πουλούσαν αρπατζίκια ή αλλιώς κοκκάρι, από τα περίφημα κρεμμύδια της περιοχής.

Στο καφενείο οι κάτοικοι του χωριού μας υποδέχθηκαν θερμά και μας κέρασαν τσάι. Οι γονείς τους ήταν και αυτοί πρόσφυγες από την περιοχή του Λαγκαδά.

 
 
    Συριάνοι.

 
Την ώρα που πίναμε το τσάι μας, πέρασε ένα παϊτόνι και πάνω του στεκόταν ένα όμορφο αγοράκι, ντυμένο και καμαρωτό σαν το Μέγα Ναπολέοντα.
 
«Τι είναι αυτό πάλι;» ρώτησα απορημένος τον Μουσταφά.

«Στο παιδάκι αυτό θα κάνουνε σουνέτ, που σημαίνει περιτομή. Γι’ αυτόν το λόγο γυρίζει όλο το χωριό πάνω στο παϊτόνι και προσκαλεί συγγενείς και συγχωριανούς στο σπίτι του», απάντησε ο Μουσταφά. «Παλαιότερα, το Σαββάτο γινόταν χορός και γλέντι στο σπίτι και την Κυριακή το πρωί, ερχόταν ο χότζας να διαβάσει ευχές και να κάνει την επέμβαση.

Το παιδάκι παρέμενε στο κρεβάτι, όπου το επισκέπτονταν συγγενείς και φίλοι για να του χαρίσουν μικρές χρυσές λίρες και χρήματα. Τώρα βέβαια άλλαξαν τα έθιμα και το γλέντι γίνεται σε μεγάλα κέντρα με πάρα πολλούς προσκεκλημένους

Άντε και όταν θα κάνουμε σε σένα σουνέτ, θα μαζέψουμε μεγάλες λίρες. Θα σε κάνουμε πλούσιο αρκεί να το αποφασίσεις», πέταξε την ατάκα του ο Σεφέρ.

Λίρες να δει το μάτι σου… και μη στεναχωριέσαι, δε θα πονέσεις καθόλου».

Με αυτήν δεν θα γινόμουν μουσουλμάνος!!

Οι χρυσές λίρες όμως? Με την κρίση που μας δέρνει θα έλυναν πολλά προβλήματα.

Αχ βρε Ποπάκι μου τι θυσίες κάνω για σένα?

 
Ευχαριστήσαμε τους φίλους για το τσάι και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Κάναμε μια τελευταία βόλτα μέσα στο χωριό για να τραβήξω κάποιες φωτογραφίες ή έστω να δω κάποια παλιά σπίτια. Μάταια όμως, δεν απόμεινε τίποτα Ελληνικό στους Συριάνους, οι οποίοι κατά τα άλλα δε διαφέρουν από τα υπόλοιπα τούρκικα χωριά. Παραμένει παραμελημένο και απεριποίητο χωριό  με ασοβάτιστα σπίτια, πολλές κοπριές και άσχημους δρόμους.

Ο Μουσταφά, ως καλός νοικοκύρης που ήταν, αγόρασε το κοκκάρι που αναζητούσε για τον κήπο του και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.

 

Στο Σούμπασι.

 

       Επόμενος σταθμός μας ήταν το Σούμπασι ή ελληνιστί οι Απελλαδάτοι.  Η καταγωγή των κατοίκων ήταν από τη Μάνη, γεγονός που τους έκανε πολύ περήφανους.

Αναζητώντας πληροφορίες στα αρχεία του Ινστιτούτου Μικρασιατικών Σπουδών, διάβασα πως όταν ρωτούσαν τους κατοίκους από πού κατάγονταν, απαντούσαν: «απέ την Ελλάδα». Έτσι λοιπόν, προέκυψε το ελληνικό όνομα του χωριού, Απελλαδάτοι.

Το Σούμπασι, ανήκε στην υποδιοίκηση του Μιχαλιτσίου και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη της Νικομήδειας, όπως άλλωστε όλα τα Πιστικοχώρια.

Πριν το 1922, στο Σούμπασι κατοικούσαν 160 οικογένειες Ελλήνων, με πιο μεγάλο - περίπου τριάντα οικογένειες - το πατριαρχικό σόι των Καβουνίδηδων ή αλλιώς Καούδια ή Καβούδια. Μεγάλο σόι, το οποίο όλοι στο χωριό αγαπούσαν και σέβονταν.

Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, και παρήγαγαν πολλά κηπευτικά, όπως κρεμμύδια, αλλά και γαλακτοκομικά προϊόντα. Ο πλούσιος κάμπος του Μιχαλιτσίου ή Καρατζάμπεη τους βοηθούσε να έχουν πλούσιες παραγωγές, τις οποίες διέθεταν στις αγορές των μεγάλων πόλεων της περιοχής.

Υπήρχαν και κάποιοι στους οποίους δεν άρεσε η γεωργία, και αυτοί ήταν αρκετοί, ασχολούνταν με μια άλλη επικερδή απασχόληση, την αλιεία ψαριών και καραβίδων από τη λίμνη της Απολλωνιάδας.

Η γλώσσα τους είχε κάποιους ιδιωματισμούς, που τους έκανε να ξεχωρίζουν από τους κατοίκους των άλλων χωριών. Σε κάθε λέξη πρόσθεταν τη συλλαβή «να», με αποτέλεσμα να τους αποκαλούν κοροϊδευτικά «νανάδες». Η ιδιαιτερότητα αυτή γίνεται φανερή και στο παρακάτω Χριστουγεννιάτικο τραγούδι:

 

«Τώρα χριστιανό Χριστονόνεννα, τώρα χριστονός γιγενέται,

στο μέλι κι αν αναγεννήθη, στο γάλα κι αν εθράφη.

 

Το μέλιν Παναγή στους ανάρχοντας και κηρίανα στους Αγίους.

Κι εδώ ναι Χριστιανός κι εκεί ‘ναι χριστιανός κι εδώ είναι χαρανά μεγάλη,

κι εκεί που εκοιμήθη ο Χριστός, χρυσόν δεντρίν έτσι βγενήκε.»

 

Για την εκλογή του μουχτάρη, μαζεύονταν στο καφενείο του χωριού και επέλεγαν έναν πλούσιο άνδρα, ο οποίος ήταν επί κεφαλής των προκρίτων - αζάδων, με τους οποίους διοικούσε το χωριό.

Δεν ήταν εύκολο το έργο τους. Απαιτούσε διπλωματία, εξυπνάδα και γνώση των προβλημάτων του χωριού. Επιπλέον είχε την αρμοδιότητα να ορίζει από το προσωπικό του περιβάλλον τον Πρωτόγερο, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη φιλοξενία των Τούρκων επισκεπτών.

Το Σούμπασι διέθετε δυο εκκλησίες. Η πιο παλιά βρισκόταν έξω από το χωριό, μέσα στο δάσος και ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Η άλλη, είχε κτιστεί το 1888 και ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο.

 


    Το Σούμπασι.

 
Κατά τον εορτασμό τους, διοργανώνονταν πανηγύρια με πολύ τραγούδι και φαγοπότι. Πραγματοποιούνταν επίσης, παλαίστρες με τη συμμετοχή των παλικαριών και από τα γύρω ελληνικά χωριά.

Την παραμονή των αγώνων η εκκλησιαστική επιτροπή, με συνοδεία οργάνων, γύριζε όλες τις γειτονιές του χωριού και μάζευε δώρα τα οποία θα προσφέρονταν στους νικητές.

Την επόμενη μέρα γινόταν περιφορά της εικόνας του Αγίου που γιόρταζε, αρχιερατική Θεία Λειτουργία και αρτοκλασία.

Οι παλαιστές φορούσαν ένα δερμάτινο παντελόνι, το Κιοσπέρτ, καi πριν τον αγώνα άπλωναν σε όλο τους το σώμα λάδι για να ξεγλιστρούν.

 Ανάλογα με το βάρος τους χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες:

 
ΜΠΑΣ : πρωτοπαλαιστής, ο οποίος για τη νίκη του έπαιρνε έναν ταύρο ή μοσχάρι ή χρηματικό ποσό.

ΟΡΤΑ : δεύτερη κατηγορία με έπαθλο ένα πρόβατο.

ΚΙΤΣΙΚ ΟΡΤΑ : τρίτη κατηγορία με έπαθλο ένα αρνί.

 Νικητής ανακηρυσσόταν κανείς στις εξής περιπτώσεις:

 

 Α. Αν γύριζε τον αντίπαλο ανάσκελα και ακουμπούσε την πλάτη του στο χώμα.

Β. Αν τον γύριζε τούμπα και με την πλάτη του στο χώμα.

Γ. Αν τον τέντωνε μπρούμυτα με χέρια και πόδια και αναγκάζονταν να παραδοθεί λέγοντας «πέστ ολντού», ή αν τον χτυπούσε με την παλάμη στην πλάτη που σήμαινε την παράδοσή του.

Δ. Τέλος, εθεωρείτο κάποιος νικητής αν σήκωνε τον αντίπαλό του ψηλά στον αέρα.

 

Μετά από τους αγώνες, συνέχιζαν το γλέντι μέχρι πρωίας, τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας…

 

 «Πανηγυρίτσι γίνονταν στον Άγιο Κωνσταντίνο.

 Όλ’  έτρωγαν, όλ’ έπιναν κι όλοι παρακαλούσαν

 να μην έρθει ο Τσαμαϊδός χαλάσ’ το πανηγύρι.

 Κι ακόμη ο λόγος κράταγε κι η συντυχιά βαστούσε,

 να κι ο Τσαμαϊδός που έρχεται με εξήντα δυο παλαίστρες.

 Δέντρο κρατά στο χέρι του, νίσκιο στην κεφαλή του,

 σαράντα αράδες ο χορός κι εξήντα δυο παλαίστρες.

 Ποιος έχει στήθος μάρμαρο και πλάτες σιδερένιες

 να ξήβει να παλέψουμε σε μαρμαρένιο αλώνι;

 Πετάγεται της χήρας γιος μέσ’  απ’ το τζουμαγιέτι (πανηγύρι).

 Γω έχω στήθος μάρμαρο και πλάτες σιδερένιες.

 Απ’  το πουρνό σαν πιάστηκαν, απ’ το πουρνό ως το γιόμα,

 κι όπ’ έπιανε ο Τσαμαϊδός τα ρυάκια αίμα τρέχαν,

 κι  όπ’ έπιανε της χήρας γιος, τα όρνια κριάς χορταίναν.

Μάνα νερό, λίγο νερό να πιω ν’ απαγανιάσω.

Βάζει στο μαστραπά νερό και στο γυαλί φαρμάκι,

δίνει νερό στον Τσαμαϊδό και το φαρμάκ’ στο γιο της.

Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε, στα μάρμαρα την κρούει.

Να μάνα μ’ το νερό σ’ νερό, να και τον αγαπτικό σου.»

 

Το ίδιο τραγούδι το τραγουδούσαν και στην Πελοπόννησο με διάφορες παραλλαγές.

Το σχολείο του χωριού είχε κτιστεί το 1912 και δίπλα του ήταν το Αδελφάτο, όπου φιλοξενούνταν οι Τούρκοι επισκέπτες. Στο σχολείο οι λίγοι μαθητές διδάσκονταν Ιερά Ιστορία, Ψαλτική, Απόστολο και Αρχαία Ελληνικά.

 Ο δρόμος που ακολουθήσαμε για να φθάσουμε στο Σούμπασι είχε τα μαύρα του τα χάλια. Το αμάξι του Μουσταφά υπέφερε και ο ίδιος κάθε τόσο ψιλομουρμούριζε.

«Υπομονή Μουσταφά, όπου να ’ναι θα φθάσουμε, καρντεσί μ’. Τι να κάνουμε το μουσαφιρλίκι είναι ζόρι και όλοι πρέπει να το υπομένουμε>>, τον πείραζα.

Μπαίνοντας στο χωριό πεζοί, περαστικοί κάτοικοι που κατάλαβαν ότι είμαι Έλληνας, μου έδειξαν τα ερείπια μιας εκκλησίας. Είχε καταστραφεί  ολοσχερώς και μόνο οι πολλές μαζεμένες πέτρες φανέρωναν την ύπαρξή της.

 «Στο χώρο αυτό θα χτίσουμε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο για τους νέους του χωριού», είπε ο πρόεδρος, τον οποίο συναντήσαμε στο καφενείο. Το χωριό μας έχει 1500 κατοίκους και είναι κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Παράγουμε παντζάρια, φασόλια, ρεβίθια και κάθε είδους ζαρζαβατικά.

Όταν ήρθαν οι γονείς μας από τα χωριά της Δράμας και του Λαγκαδά, βρήκαν το χωριό καμένο από φωτιά που είχαν ανάψει οι Έλληνες στρατιώτες. Δεν είχε απομείνει τίποτε, ούτε η εκκλησία, ούτε το σχολείο. Όλα είχαν καεί και οι γονείς μας έχτισαν το χωριό από την αρχή.

Πράγματι στο Σούμπασι, δεν υπάρχει ούτε ένα παλιό ελληνικό σπίτι. Και τα καινούργια όμως που έκτισαν, είναι απεριποίητα, χωρίς σοβάδες, με μεγάλες αυλές που τις …ομορφαίνουν οι σωροί από κοπριές. Οι δρόμοι στο ίδιο μοτίβο, κακοφτιαγμένοι και σκαμμένοι.

 Στους Αγινάτους.

         Μετά από μία πολύ σύντομη ανάπαυλα, φύγαμε για τους Αγινάτους ή Ικίζτσε, όπως είναι γνωστό το χωριό ακόμα και σήμερα.

Πλησιάζοντας στους Αγινάτους, το βλέμμα μου σταμάτησε στην πλαγιά, τα Κάγκελα, που ήταν κτισμένο το παλιό χωριό. Παρατήρησα και τις δύο κορυφές του Ικίζ Τεπέ, που ήταν πανομοιότυπες, σαν δίδυμες, δίνοντας έτσι και το όνομά τους στο χωριό, Ικίζτσε ή Αγινάτοι.

 «Αυτά Γιώργη, όταν τα έβλεπα με θύμιζαν περισσότερο γυναικείο στήθος», μου είχε πει χαμογελώντας πονηρά, ο μπάρμπα Χρήστος από το Ψυχικό Σερρών.

Δεν άλλαξαν καθόλου. Τόσα χρόνια πέρασαν, αλλά παραμένουν τα ίδια τροφαντά γυναικεία στήθη. Μόνο το χωριό άλλαξε την τοποθεσία του.

 << Τη μία κορυφή, την αποκαλούσαμε Καγιά, διότι είχε πολλές μεγάλες πέτρες. Στην άλλη είχαμε δώσει το όνομα του Αγίου Δημητρίου, διότι σύμφωνα με την παράδοση, που κρατούσε πολλά χρόνια, ανήμερα της γιορτής του, έβλεπαν πολλές φορές τον Άγιο να καλπάζει πάνω στην κορυφή με το άλογό του. Γι’  αυτούς που δεν πίστευαν, υπήρχαν άθικτες οι πατημασιές του αλόγου, που επιβεβαίωναν του λόγου το αληθές».

Για τους Αγινάτους, ο Γερμανός περιηγητής Φίλιψον, στο έργο του «Ταξίδια και ανακαλύψεις στη Δυτική Μικρά Ασία», αναφέρει ότι κατοικούνταν από Μανιάτες που είχε φέρει ένας μπέης για να δημιουργήσει ληστοσυμμορίες.

Μια ακόμη γραπτή πληροφορία είχε βρεθεί σε ένα παλιό μνημείο της Απολλωνιάδας και ανέφερε: «Ήλθομεν με το γέροντά μου Άγιον Τιμόθεον εις την Απολλωνιάδα και αύριο αναχωρούμε για τους Αγινάτους. Γράφω εγώ, ο Παναγιώτης, από το Κατιρλή 1602».

«Στο χωριό μου, συνέχισε ο μπάρμπα Χρήστος, υπήρχαν πολλοί μαχαλάδες, οι οποίοι πήραν τα ονόματά τους από τα σόγια που κατοικούσαν παλιότερα εκεί. Για παράδειγμα, Παίσογλου μαχαλάς, Μπακόγλου μαχαλάς, Μπαλτσόγλου μαχαλάς.

Κάθισα μια μέρα Γιώργη, και κατέγραψα όλα τα τοπωνύμια του χωριού, τουλάχιστον όσα θυμήθηκα: Κουριά, Μαντριά, Αϊ Παρασκευή, Μυλόπετρες, Βρωμυνάτ, Κούκοδες, Αλεπούτρυπες, Τσάια, Παλιάμπελα, Αϊ Μαρίνα, Τσεσμέδες, Καρατράχες, Ιντζιρλής, Καλής μας, Μπαϊρια, Αγρή Μπάς, Μπαϊκούς Καγιάς, Αρή Καγιάς, Ανεμόμυλος, Μεγαλάκκος, Αϊ Άννα, Μισοτράχωνα, Ασπριές, Κυδωνιάς το οργιάκι, Βατσινούδια, Θερμπί, Στραβολουριά, Λευκούδια, Αγιασματούδια, Συκόγεια, Πυκνά δέντρα, Αϊ Γιώργης, Χριστού Πηγάδια, Ραχώνια, Κάγκελα, Βαραδάδες, Πητρούδια, Πασαπορτλή Τσεσμές, Λαθηρίστρες, Βασιλιός πάτοδες, Νησούδ και Παλιουρωτή.

Γύρω στο 1900, έλεγε ο πατέρας μου, ήρθαν στην περιοχή Τούρκοι από τη Βουλγαρία και το τουρκικό κράτος τους έδωσε κτήματα για να κτίσουν το χωριό τους με το όνομα Ορχάνιε. Αυτοί θέλησαν με πονηριά να αποκτήσουν και άλλα κτήματα που ανήκαν σε Έλληνες.

Οι τελευταίοι ξεσηκώθηκαν και επακολούθησαν συμπλοκές στις οποίες σκοτώθηκαν δυο- τρεις Τούρκοι. Για να μη ξεσηκωθούν και τα άλλα ελληνικά χωριά, ο βαλής της Προύσας, όρισε τα σύνορα στον τόπο της συμπλοκής, δίπλα στο Αγίασμα Θερμπί.

Η πανέμορφη εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στη Χάρη του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και ήταν κτισμένη βορειοδυτικά του χωριού. Την είχε κτίσει το 1896 ένας σπουδαίος μάστορας, το όνομα του οποίου μου διαφεύγει.

Αυτός, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε στο χωριό μας, το Ψυχικό Σερρών και έκτισε την καινούργια εκκλησία μας. Οι παλιοί έλεγαν ότι είχε κτίσει δώδεκα εκκλησιές, όσα ήταν και τα  Ευαγγέλια.

Οι συγχωριανοί μου ήταν πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη πολλών παρεκκλησιών και Αγιασμάτων.

Το παλαιότερο από τα Αγιάσματα ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο.

Τα μικρά παιδιά που είχαν προβλήματα στην άρθρωση λόγου, πήγαιναν με τους γονείς τους στο Αγίασμα και έπιναν το αγιασμένο νερό που τους βοηθούσε να θεραπευτούν.

Η πίστη και η αγάπη προς το θεό μας βοηθούσε να ξεπερνούμε τα προβλήματά μας και οι Άγιοι μας προστάτευαν και μας θεράπευαν από τις κακοτοπιές. Έτσι αν κάποιος είχε προβλήματα με τα μάτια του πήγαινε στο Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής, έπλυνε με το νερό τα μάτια και το πρόσωπό του και θεραπευόταν.

Όποιος ήταν άρρωστος, πήγαινε στην εκκλησία, έπαιρνε την εικόνα του Αγίου Ιωάννη και μαζί με τον παπά έκαναν παράκληση στον Άγιο στο παρεκκλήσι του, που βρισκόταν 150-200 μέτρα έξω από το χωριό.

Θυμάμαι μια φορά που ήταν άρρωστος ο μικρός μου αδελφός, πήγαμε και εμείς στο παρεκκλήσι. Ζητήσαμε τη βοήθεια του θαυματουργού Αγίου και σε λίγες μέρες ο αδελφός μου θεραπεύτηκε.

Σε κάθε ελληνικό χωριό δεν έλειπε ένα παρεκκλήσι ή έστω ένα Αγίασμα αφιερωμένο στον προστάτη των κατατρεγμένων, τον Άγιο Γεώργιο. Υπήρχε και στο χωριό μας ένα μικρό εξωκλήσι με Αγίασμα αφιερωμένο στη μεγάλη Χάρη του και τη μέρα της γιορτής του κάναμε μεγάλο πανηγύρι με κουρμπάνια.

 

    Αγινάτοι.

 Το άλλο Αγίασμα, του Θερμπί - δεν ξέρω από πού πήρε το όνομά του - το θυμάμαι μόνο από τις φασαρίες με τους Τούρκους του Ορχάνιε.

 Στο κέντρο του χωριού δέσποζε το διώροφο σχολείο μας που είχε κτιστεί το 1905. Στον επάνω όροφο ήταν οι αίθουσες διδασκαλίας και στον κάτω ένα καφενείο και ένα παντοπωλείο.

Οι γονείς μου, όπως και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι, ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τις αγορές και τις πωλήσεις των προϊόντων τους, τις έκαναν την Κυριακή στην Απολλωνιάδα και την Πέμπτη στο Μιχαλίτσι.

Η καταγωγή μας ήταν από τη Μάνη. Αυτό το είχα ακούσει πολλές φορές στις συζητήσεις των μεγαλύτερων. Άλλωστε οι ιδιωματισμοί που χρησιμοποιούσαμε ήταν διαφορετικοί από αυτή των κατοίκων που ήταν δίπλα στην Προύσα. Εμείς τη μάνα τη λέγαμε «μανά», τη γιαγιά «μανάκα», την κουνιάδα και τη μικρή αδελφή «πούλα».

Άσε που δεν ξέρω για ποιο λόγο μας αποκαλούσαν κλεφταράδες της Μάνης. Όποιους και να ρώτησα γιατί μας κατονόμαζαν έτσι, απάντηση δεν πήρα.

Οι σχέσεις μας με τους Τούρκους, τουλάχιστον από τότε που θυμάμαι εγώ, ήταν καλές. Όταν επικρατούσε ξηρασία στην περιοχή, έρχονταν στο χωριό και παρακαλούσαν τον παπά να πάνε στο Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη, που τον πίστευαν πολύ, να κάνουν παράκληση στον Άγιο για να βρέξει.

Αυτό συνέβαινε συχνά. Όταν οι Τούρκοι έφθαναν σε απόγνωση, ζητούσαν τη βοήθεια των Αγίων μας, διότι όπως έλεγαν … Αλλάχ μπίρ.

Θυμάμαι ακόμη την ημέρα των Φώτων, που ο παπάς έριχνε το Σταυρό για να αγιασθούν τα νερά. Εμείς νεαρά παιδάκια, προσπαθούσαμε να ρίξουμε ο ένας τον άλλον μέσα σε λάκκους με νερά και όταν το καταφέρναμε, ο παθών σύμφωνα με το έθιμο, έπρεπε να κεράσει όλη την παρέα.

Την παραμονή της γιορτής του Αϊ Δημήτρη, όπως σε όλα τα Πιστικοχώρια, γιορτάζαμε το έθιμο με τους Χατζηπαπάδες και τις Καντινάδες. Τα παλικάρια του χωριού φορούσαν μεγάλες προβιές και στη μέση τους κρεμούσαν μεγάλες κουδούνες.

Γύριζαν όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι, κάνοντας δυνατό θόρυβο, χορεύοντας και τραγουδώντας. Οι νοικοκυρές τους έδιναν διάφορα τρόφιμα και γλυκά, τα οποία χρησιμοποιούσαν στο βραδινό τσιμπούσι.

     …Από μακριά έρχομαι,τα παιδιά δικά μου είναι,τα πρόβατα μου έχασα…

  Δυστυχώς το χωριό μας λεηλατήθηκε το 1914 από τους Τσέτες και για λίγο καιρό οι κάτοικοί του φιλοξενήθηκαν στην Τρίγλια και σε άλλα μεγάλα ελληνικά χωριά.

Δε θα ξεχάσω επίσης ένα γεγονός που συνέβη το 1915. Είχε ξεκινήσει από το χωριό Τσαμπάζοι και εξαπλώθηκε σε όλα τα ελληνικά χωριά. Ένα κορίτσι ονειρεύτηκε ότι μια μεγάλη δύναμη την ώθησε να σφάξει ένα πρόβατο και να το θυσιάσει σε ένα βωμό. Την επόμενη μέρα βρήκαν στους δρόμους του χωριού ένα σφαγμένο πρόβατο μαζί με το μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει το κορίτσι στο όνειρό της.

Όταν η τρομαγμένη κοπέλα πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας, άρχισε να τρέμει. Τη στιγμή δε που προσκυνούσε, η εικόνα σηκώθηκε και την κτύπησε.

Το γεγονός αυτό επαναλήφθηκε με τον ίδιο τρόπο και στα γύρω ελληνικά χωριά, με διαφορετικά πρόσωπα. Κράτησε έξι μήνες και οι γεροντότεροι έλεγαν ότι ήταν ένα προμήνυμα για το μεγάλο κακό που θα επακολουθούσε με τον ξεριζωμό από τις εστίες τους».

        Φθάσαμε στο Ικίζτσε και προχωρήσαμε προς το καφενείο που βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Ο Σεφέρ είχε ένα φίλο στο χωριό που έτρεξε να μας υποδεχθεί. Ευγενέστατος ο Ισμέτ, μας κέρασε τσάι και κάλεσε στο τραπέζι μας τον πιο ηλικιωμένο θαμώνα του καφενείου για να μας πει ότι ήξερε για το χωριό.

«Είμαστε και εμείς πρόσφυγες από τα χωριά του Κιλκίς Ερέσελι, Καράνταγ και Σέρσελι. Όταν ήρθαν οι πατεράδες μας στο χωριό, το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν, ήταν τα αποκαΐδια από τη φωτιά που είχαν βάλει οι δικοί σας όταν το εγκατέλειψαν.

Κατέφυγαν στην Απολλωνιάδα, όπου παρέμειναν τέσσερα - πέντε χρόνια και μετά επέστρεψαν και έκτισαν το νέο χωριό, σε μικρή απόσταση από το παλιό.

Σήμερα το Ικίζτσε, έχει 800 κατοίκους που ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία».

 Η κτηνοτροφία... κάνει αισθητή την παρουσία της από την έντονη δυσοσμία. Όσον αφορά τη γενική όψη του χωριού, δεν υπάρχει καμία διαφορά από τα υπόλοιπα. Υπάρχει μία μεγάλη πλατεία, όπου δεσπόζει το μεγαλοπρεπές τζαμί.

Κατά τα άλλα… απεριποίητοι δρόμοι και ασοβάντιστα σπίτια, ενώ τίποτα δεν υπάρχει στο χωριό που να σου θυμίζει Ελλάδα.

Οι κάτοικοι του χωριού ευγενέστατοι και φιλόξενοι, σε αισθάνονται και σε περιποιούνται σαν δικό τους άνθρωπο.

Φεύγοντας γύρισα και είδα πάλι τον Ικίζ Τεπέ και θυμήθηκα το Σερραίο παππού, που παρομοίασε τις κορφές με γυναικεία στήθη. Πράγματι είχε δίκιο, και δε χρειάζεται φαντασία για να το σκεφθείς, ίδια και απαράλλαχτα. Το είπα στο Σεφέρ και χαμογέλασε.

  «Λείπεις πολύ καιρό από το σπίτι και ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται!»

      Αφήσαμε τους Αγινάτους με αυτήν την ωραία εικόνα και κατευθυνθήκαμε για την Κήδεια ή Καράκοτζα. Οι πιο ηλικιωμένοι Τούρκοι την αναγνωρίζουν και με το παλιό όνομα Κίντια.

 
Στην Κήδεια.

 Η Κήδεια ανήκε και αυτή στα Πιστικοχώρια της υποδιοίκησης Μιχαλιτσίου και το σημερινό της όνομα είναι Καράκοτζα από το διπλανό ομώνυμο βουνό.

Οι περισσότεροι Πιστικοχωρίτες, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατέφυγαν στα εύφορα χωριά των Σερρών και της Δράμας. Έτσι δε μου ήταν δύσκολο να τους βρω και να τους ζητήσω πληροφορίες για τα χωριά τους.

  «Η Κήδεια, είχε περίπου 200 οικογένειες, οι οποίες ασχολούνταν με τα καπνά, τη σηροτροφία, την κτηνοτροφία και τη γεωργία», μου είπε ο μπάρμπα Μήτσος από τη Δράμα.

Ήταν πολύ όμορφο το χωριό μου, Γιώργη, με πάρα πολύ ωραία διώροφα και τριώροφα σπίτια. Για να τα χτίσουν οι πατεράδες μας χρησιμοποιούσαν ξεχωριστό λευκό χώμα, που το έφερναν από μια περιοχή ανατολικά του χωριού, το Λεύκο.

 Τον επάνω όροφο τον χρησιμοποιούσαμε σαν ξεραντήρι για τα καπνά. Αν και μικρός, γνώριζα τα περισσότερα τοπωνύμια του χωριού, διότι συνόδευα πάντοτε τον πατέρα μου στα χωράφια και έτσι μάθαινα τις διάφορες ονομασίες:

Αγία Παρασκευή, Πουρνιές, Στρουγγιές, Καρά Κοτσάνι, Σωληνάρια, Τραχώνι, Διάκι, Λαχανάς, Λεύκος, Μαντρούδια, Αργκαβάνα, Πλάτανος, Αναστασιά, Αγίασμα, Καρυές, Βρωμοπήγαδο, Κλαδερά, Νησούδια, Μπαχατούρ, Αϊ Θόδωρος, Μέλιος, Αϊ Γιάννης, Νιχωρήσια, Σορόπουλο λάντες, Αγλαβίτσα, Τσατάλ Ντερές, Καζέλι ράχη, Ιτούδ, Μπινέκ Τασί, Μιλάγκι, Πέτρας το οργιάκι, Κουρί, Σκαλόχωμα, Σαραντνούδια, Αλώνια, Κραβασαράς, Ελιάς οργιάκι, Τσεσμούδ, Νεροβούλα, Βλάχι, Ακονόπετρα, Κρηνίδα, Ίνκαγια.

Στην περιοχή Ίνκαγια, που βρισκόταν περίπου μια ώρα μακριά από το χωριό, υπήρχε μια πελώρια σπηλιά. Το χειμώνα, οι τσοπάνοι του χωριού πήγαιναν τα πρόβατά τους εκεί για να ξεχειμωνιάσουν.

 
 

    Κήδεια. Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής.

 
Δίπλα στη μεγάλη αυτή σπηλιά υπήρχε ένας ανεμόμυλος, όπου οι χωριανοί άλεθαν το αλεύρι τους. Πολλές φορές πηγαίναμε στο μύλο για να βοηθήσουμε τους γονείς μας και αργότερα παίζαμε κρυφτό μέσα στη σπηλιά.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή, και είχε κτιστεί το 1847, στα βορειοδυτικά του χωριού, σε ένα πολύ ωραίο μέρος με πολλά δέντρα.

Γιόρταζε την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα και το Δεκαπενταύγουστο. Με την ευκαιρία των εορτών, διοργανώναμε όμορφα πανηγύρια με γλέντια και χαρές, όπου ξεφάντωναν οι χωριανοί μέχρι το πρωί.

Θυμάμαι τον πατέρα μου και τα αδέλφια μου να πηγαίνουν πρωί-πρωί στην εκκλησία φορώντας τις ξακουστές και πανέμορφες βράκες τους, που τις έραβαν μόνο στην Κήδεια. Έπειτα ξεφάντωναν στην πλατεία χορεύοντας και τραγουδώντας.

Στο χωριό υπήρχαν δύο παρεκκλήσια. Άλλωστε σε όλα τα χριστιανικά χωριά της Προύσας, υπήρχαν παντού διάσπαρτα πολλά εκκλησάκια με τα Αγιάσματα τους, που έδειχναν την πίστη των Ελλήνων προς το θεό. Κάθε φορά που υπήρχε κάποια ανάγκη, σε αυτούς τους Αγίους κατέφευγαν ζητώντας τη βοήθειά τους.

Που αλλού να πήγαιναν, έτσι περικυκλωμένοι από μουσουλμανικά χωριά;

Όταν αρρωσταίναμε, μας πήγαινε η μάνα μας στο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, με το τεράστιο πλατάνι δίπλα στο Αγίασμα. Πλενόμασταν με το νερό του Αγιάσματος και λέγαμε μια προσευχή στον Άγιο. Έπειτα, αφαιρούσαμε μια κλωστή από τα ρούχα μας και την τοποθετούσαμε στα κλαδιά του πλατανιού για να του μεταφέρουμε την αρρώστια μας.

Το άλλο παρεκκλήσι του χωριού ήταν αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία και ήταν κτισμένο πάνω στην κορυφή του όρους Καράκοτζα, το οποίο είχε χαρίσει το τούρκικο όνομα  στο χωριό μας. Σε αυτήν την τοποθεσία, που ήταν γεμάτη λιόδεντρα, κατέφυγαν το 1914 τα γυναικόπαιδα του χωριού για να αποφύγουν τη μανία των Τσέτηδων Τούρκων, που  το λεηλάτησαν.

Το σχολείο μας είχε κτιστεί το 1907 στην πλατεία του χωριού. Είχε λίγους μαθητές, οι οποίοι προτιμούσαν να δουλεύουν στα χωράφια των γονιών τους, παρά να πηγαίνουν στο σχολείο και να ξυλοφορτώνονται από τους άγριους δασκάλους…

Το ξύλο που τρώγαμε Γιώργη, ήταν το κάτι άλλο. Που να τολμήσουμε να κάνουμε  φασαρία ή να πειράξουμε κάποιον συμμαθητή μας. Για τιμωρία θα καθόμασταν όλη την ημέρα όρθιοι στο ένα πόδι σε μια γωνία της τάξης ή θα τρώγαμε το ξύλο της χρονιάς μας με το χάρακα.

Επίσης, υπήρχαν και τα βασανιστήρια με τη φάλαγγα. Οπότε καλύτερα στα χωράφια παρά μαρτύρια. Έτσι και έτσι δε μαθαίναμε τίποτε».

       Μπήκαμε στην Κήδεια, το μεγαλύτερο από τα Πιστικοχώρια, που είναι και το πιο προσεγμένο. Οι δρόμοι είναι καλύτεροι και τα σπίτια πιο εμφανίσιμα.

Κατευθυνθήκαμε στην πλατεία, όπου μας περίμεναν φίλοι του Μουσταφά.

Η Κήδεια έχει 1700 κατοίκους, πρόσφυγες από τα χωριά της Δράμας και του Λαγκαδά. Σήμερα ασχολούνται με την παραγωγή κρεμμυδιών, ελαιών, τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Ο μουχτάρης του χωριού, αφού μας κέρασε καφέ και τσάι, προθυμοποιήθηκε να μου δείξει την εκκλησία, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται λίγο έξω από το χωριό.

Περνώντας έξω από ένα παλιό σπίτι, μου ανέφερε ότι ήταν το σπίτι του παπά του χωριού και ότι πριν από λίγα χρόνια ήρθαν να το επισκεφθούν τα εγγόνια του. Έκλαιγαν από χαρά όταν αντίκρισαν το σπίτι, μπήκαν μέσα και πήραν μαζί τους σαν ενθύμιο ένα κομμάτι ξύλο.

Η Ζωοδόχος Πηγή βρίσκεται σε ένα πολύ όμορφο μέρος, ιδανικό για  πικ-νικ, γεμάτο πλατάνια και ελιές. Η οροφή της έχει πέσει και αυτό που απέμεινε είναι οι τέσσερις τοίχοι. Πάνω στους τοίχους έχουν φυτρώσει συκιές, οι οποίες με τις ρίζες τους διευκολύνουν την τελική καταστροφή της.

 «Παλαιότερα έρχονταν εδώ ορισμένοι σερσερήδες και έσκαβαν να βρούν λίρες και θησαυρούς. Έτσι εξηγείται το σκαμμένο εσωτερικό και ο περίβολός της».

Σύντομα επιστρέψαμε στο καφενείο, όπου μας περίμεναν οι φίλοι. Ήρθε στην παρέα μας και ένας ηλικιωμένος παππούς που καταγόταν από ένα χωριό του Λαγκαδά. Γεμάτος νοσταλγία μου ανέφερε ότι πήγαινε μαζί με τον παππού του στα λουτρά του Λαγκαδά για να πλυθούν. Με άλλα παιδιά πηδούσαν στις χαβούζες και σήκωναν τα νερά με αποτέλεσμα να ενοχλούν τους παππούδες που απολάμβαναν το μπάνιο τους.

 «Στο τέλος τρώγαμε τις ξυλιές μας και φεύγαμε…

 Όμορφος ο Λαγκαδάς, Γιώργο Μπέη, με τις πολλές λίμνες του και τα ιαματικά λουτρά του».

 Είχε ήδη σουρουπώσει και έπρεπε να φύγουμε. Αφού χαιρετίσαμε τους φιλόξενους κατοίκους και το σεβάσμιο παππού, φύγαμε για τα Κουβούκλια.

Με είχε προσκαλέσει και ο παππούς Ραμαζάν για φαγητό, για να με συστήσει στα παιδιά του. Ο σοφράς είχε ήδη στρωθεί και ο παππούς περίμενε υπομονετικά.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι γυναίκες που είχα μπροστά μου ήταν δυο νεαρές κοπέλες, που πρέπει να ήταν σύζυγοι των εγγονών του. Μου σύστησε τους γιους του, οι οποίοι έδειχναν να τον σέβονται και να τον αγαπούν πολύ. Tους είχα γνωρίσει νωρίτερα βέβαια, στα καφενεία και είχα συνομιλήσει μαζί τους. Εξαίρετοι κύριοι, που λόγω της σχέσης μου με τον παππού, με θεωρούσαν και αυτοί δικό τους άνθρωπο.

Πιο μεγάλος ήταν ο Μεχμέτ και ακολουθούσαν ο Αλή, ο Χουσείν και ο Γιουσούφ.

Κατά τη διάρκεια του φαγητού, ο παππούς μου ανέφερε ένα φοβερό συμβάν που είχε συγκλονίσει την οικογένεια. Μια μέρα που η οικογένεια εργαζόταν στα χωράφια, οι τρεις νύφες του και η κόρη του Χουσεΐν, κατέφυγαν κάτω από μια βελανιδιά για να προστατευθούν από μια ξαφνική βροχή.

Εκείνη τη στιγμή έπεσε κεραυνός πάνω στη βελανιδιά και σκότωσε και τις τέσσερις γυναίκες. Θρήνος και οδυρμός σε όλο το χωριό, διότι η οικογένεια Κιβράκ ήταν από τις πιο αγαπημένες και σεβαστές σε όλους.

 «Αυτό ήταν το θέλημα του Αλλά», αναστέναξε ο παππούς συγκινημένος και άλλαξε θέμα αμέσως, απευθύνοντας το λόγο σε μένα.

«Γιώργη, αυτοί είναι οι τέσσερις γιοι μου και εσύ είσαι ο πέμπτος. Αν κάποτε πεθάνω, θα έρχεσαι και θα κοιμάσαι εδώ. Δε θα πηγαίνεις αλλού. Αυτό θα είναι το σπίτι σου».

Ευχαρίστησα τον παππού και τα παιδιά του για την εγκάρδια φιλοξενία και τους έδωσα μερικά μικρά δώρα που είχα μαζί μου. Μετά το φαγητό, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου διότι με περίμενε άλλο ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι την επόμενη μέρα. Έπρεπε να επισκεφθώ τα υπόλοιπα τέσσερα Πιστικοχώρια που απέμεναν. Τη Χωρούδα, την Αγία Κυριακή, το Τσατάλ Αγήλ και το Μπάσκιοϊ. Έπειτα, σειρά είχαν τα χωριά που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική Επαρχία Προύσας.

  Πολύ νωρίς το πρωί έφθασε στο σπίτι ο Μουσταφά.

 «Ο Σεφέρ δε θα έρθει σήμερα. Θα πάει στην Προύσα γιατί σε μια εβδομάδα θα παντρέψει την κόρη του και έχουν ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες για το γάμο. Όπως καταλαβαίνεις, θα έχουμε την επόμενη εβδομάδα πολύ καλαμπαλίκι, γλέντια και χαρές. Κανόνισε όμως να έρθεις στο σπίτι μου να κοιμάσαι για να μην ενοχλούμε τα βράδια τον παππού.

Σήμερα θα πάμε στην Κερεμέντ ή Τάς Πινάρ με το σημερινό της όνομα, και απέχει δέκα χιλιόμετρα από το χωριό μας».

Χαιρετήσαμε τον παππού και πήραμε το δρόμο προς το Μιχαλίτσι. Περάσαμε τον κεντρικό δρόμο των Κουβουκλίων και συναντήσαμε πολλούς συγχωριανούς, οι οποίοι μας σταματούσαν στο δρόμο και μας χαιρετούσαν. Άνθρωποι ζεστοί, φιλικοί, σε κερδίζουν με την πρώτη επαφή.

Όταν περπατούσα στο χωριό, περνώντας μπροστά από τα καφενεία, σταματούσαν για να με χαιρετήσουν. Με ρωτούσαν για την υγεία μου και αν περνώ καλά στο χωριό τους. Δέχονταν τα πειράγματά μου χωρίς παρεξήγηση και τα ανταπέδιδαν με χιούμορ. 

Δίπλα μου είχα πάντοτε τα κολλητάρια μου, τα καρντάσια μου. Ο Σεφέρ, ο Μουσταφά, ο Εμίν και πολλοί άλλοι, έτοιμοι να βοηθήσουν ώστε να μη μου λείψει τίποτε.

Ήμουν και είμαι περήφανος για τους υπέροχους ανθρώπους, με τους οποίους είχα την τύχη να δεθώ με φιλικούς δεσμούς στα Κουβούκλια. Καμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι. Ήμουν μέσα στην Τουρκία, ο πασάς με την ακολουθία του.

Στην Αγία Κυριακή.

 
        Η Αγία Κυριακή ανήκε στην υποδιοίκηση Μιχαλιτσίου και το παλιό ελληνικό της όνομα ήταν Καμαριωτάτοι. Κερεμέντ ήταν το παλιό τουρκικό της όνομα, με το οποίο την αναγνωρίζουν μόνο οι ηλικιωμένοι Τούρκοι, όχι όμως και οι νεώτεροι.

 Στην Αγία Μαρίνα της Βέροιας συνάντησα τον παππού Χρήστο, ο οποίος μου εξιστόρησε όλα όσα ήξερε και θυμόταν για το χωριό του.

 «Στην Κερεμέντ, Γιώργο, κατοικούσαν, περίπου 500 με 600 άτομα. Ανήκαμε και εμείς στα Πιστικοχώρια και μας ονόμαζαν έτσι διότι οι πρόγονοί μας ήταν τσομπάνοι του σουλτάνου και εγκαταστάθηκαν σε αυτή την περιοχή μεταξύ Απολλωνιάδας-Προύσας και Μιχαλιτσίου, προερχόμενοι από την περιοχή της Μάνης και των Αγράφων.

Πολλές φορές άκουγα τους παππούδες μου και τους συγχωριανούς να περηφανεύονται για την καταγωγή τους. Είμαστε γνήσιοι Έλληνες, καταγόμαστε από τη Μάνη και μας έφερε εδώ η βασίλισσα του Βυζαντίου, η Μάρω, για να βοσκάμε τα κοπάδια του σουλτάνου.

 

    Η Αγία Κυριακή.

 
Το όνομά του το χωριό το οφείλει στην εκκλησία του χωριού, η οποία ήταν αφιερωμένη στη μεγαλομάρτυρα Αγία Κυριακή. Τη θυμάμαι την εκκλησία μας. Ήταν πολύ παλιά, από τις πιο παλιές εκκλησίες της περιοχής και είχε κτιστεί τον 18ο αιώνα. Τοποθετημένη στο βορειοδυτικό μέρος του χωριού, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από αυτό, είχε το μεγαλύτερο τμήμα της κτισμένο μέσα στη γη.

Για να μπει κανείς μέσα έπρεπε να κατέβει πέντε έως έξι σκαλοπάτια. Στους τοίχους της είχε πολλές αγιογραφίες, οι οποίες, απ’ ότι έλεγαν οι παλαιότεροι, είχαν μεγάλη αρχαιολογική αξία. Δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο μακριά από το χωριό, αλλά πολλές φορές βαριόμασταν και δεν πηγαίναμε να εκκλησιαστούμε, με αποτέλεσμα να μας μαλώνουν οι γονείς μας.

Είχε στη διάθεσή της μεγάλη περιουσία, την οποία αποκαλούσαν «μεράδες» και με τα έσοδά της πλήρωνε τους δασκάλους του σχολείου, τους ιερείς, τους Πρωτόγερους και βοηθούσε τους συγχωριανούς που είχαν ανάγκη βοήθειας.

Ο θεσμός του Πρωτόγερου ήταν κοινός σε όλα τα Πιστικοχώρια, αλλά και στα άλλα Ελληνικά χωριά. Πρωτόγερος ήταν ένας κάτοικος του χωριού, στον οποίο ο μουχτάρης ανέθετε την φιλοξενία των Οθωμανών οι οποίοι για διάφορους λόγους περνούσαν από το χωριό. Την υποχρέωση αυτή την είχαν οι Πιστικοχωρίτες από τότε που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.

Στις επτά Ιουλίου, που γιορτάζαμε την εκκλησία μας, ήμασταν όλοι εκεί. Κανείς δεν ήθελε να χάσει το μεγάλο πανηγύρι που ακολουθούσε μετά τη Θεία Λειτουργία. Μαζευόμασταν λοιπόν, στην πλατεία του χωριού, χορεύαμε και τραγουδούσαμε…….

 
 «Τούρκεψε ο Γιώργης, ο Γιωργής»

 

 Ένα μεγάλο θαύμα, μεγάλο πατιρντί,

 τούρκεψαν το Γιώργο, το Γιώργο, το Γιωργή

 μεσ’ την Ανατολή.

Του τάζουν αγελάδια, του τάζουνε φλουριά

του τάζουν Τσερκεζούλα που προσκυνά τζαμιά.

Σαν τα ‘κουσε η μανούλα τ’ πέφτ’ και λιγοθυμά.

-Δεν είναι εδώ μαχαίρι για να μαχαιρωθώ;

 Δεν είναι εδώ νερό, να πέσω να πνιγώ;

 Άφησ’ την Τσερκεζούλα που προσκυνά τζαμί

και πάρε τη Μαρία που προσκυνά Σταυρό.

 -Δε θέλω τη Μαρία που προσκυνά Σταυρό

μόν’ θέλω την Τσερκεζούλα που προσκυνά τζαμί.

Φτάνει κι ο γιος, ο μέγας και την παρηγορεί.

Άφησ’ τον μάνα, άφησ’ αυτόνε το σκυλί,

αυτός Τούρκος θα γίνει και θα μας αρνηθεί.»

 
Εμείς, τα παιδιά, μαζευόμασταν σε μια γωνιά, σε μια άλλη οι μάνες μας και παρακολουθούσαμε τους άνδρες του χωριού, τους πατεράδες μας, που γλεντούσαν. Χαρακτηριστικοί χοροί ήταν οι καρσιλαμάδες και οι ζεμπεκιές. Μετά τους χορούς, ζαλισμένοι από τη ρακί και το κρασί, έβγαζαν τα πιστόλια τους και πυροβολούσαν στον αέρα.

Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα παιδιά δεν πήγαιναν στο σχολείο. Προτιμούσαν να βοηθούν τους γονείς τους στις γεωργικές δουλειές ή να φυλάνε τα πρόβατα.

Τα περισσότερα καλλιεργήσιμα χωράφια βρίσκονταν στην περιοχή Χαϊντάτ Μερασί. Είχαμε και εμείς χωράφια σε αυτήν την περιοχή και την επισκεπτόμασταν συχνά για να δούμε την πρόοδο των σιτηρών.

Δίπλα ήταν μια άλλη περιοχή, την οποία ονόμαζαν Λεκούδι, από την οποία βγάζαμε μεγάλες άσπρες πέτρες, σαν μάρμαρα. Τις φέρναμε στο σπίτι και τις χρησιμοποιούσαμε για τον καλλωπισμό των αυλών μας.

Θυμάμαι και μια άλλη περιοχή, που αποτυπώθηκε στη μνήμη μου εξαιτίας ενός περιστατικού που συνέβη εκεί. Μια φτωχή γριούλα που δούλευε στα χωράφια για να ζήσει τα άρρωστα παιδιά της, αδιαθέτησε κατά την ώρα της δουλειάς της. Αισθάνθηκε έντονη ζαλάδα και κάθισε πάνω σε μια πέτρα για να αναπαυτεί. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, δίπλα από την πέτρα, ξεπήδησε δροσερό νερό. Η γριούλα ευχαρίστησε το θεό για το θαύμα, ήπιε νερό, δροσίστηκε και συνέχισε την εργασία της. Από τότε, προς τιμήν της γριούλας, ονομάστηκε η περιοχή Μανάπετρα.

Οι σχέσεις μας με τους Τούρκους των διπλανών χωριών ήταν πολύ καλές. Μια δυο φορές με πήρε ο πατέρας μου μαζί του, όταν πήγε σε κάποιους φίλους του σε ένα τούρκικο χωριό για να αγοράσει κοκκάρι κρεμμυδιών. Γνώρισα και έπαιξα με κάποια Τουρκάκια, τα οποία με έβλεπαν σαν φίλο. Άλλωστε δε διαφέραμε μεταξύ μας, ίδιοι και απαράλλαχτοι ήμασταν.

 Οι δυσκολίες άρχισαν από τον Ιούλιο του 1914. Τότε ήρθε ένας υπάλληλος της νομαρχίας από την Προύσα και παρέδωσε στο μουχτάρη ένα σφραγισμένο γράμμα, με την εντολή να μην το ανοίξει κανείς, παρά μόνο όταν τους ειδοποιήσουν οι τουρκικές αρχές. Ο μουχτάρης δεν υπάκουσε στις εντολές του Τούρκου υπαλλήλου και παρέδωσε το γράμμα στον αρχιερατικό επίτροπο της Απολλωνιάδας, τον Παπαθανάση Μεντεσίδη.

Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι το γράμμα αυτό είχε σπουδαία σημασία. Τρέμοντας ο παπάς, άνοιξε το γράμμα και έβγαλε ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο υπήρχε ζωγραφισμένη μια πυραμίδα, ένα γιαταγιάνι και ένα τουφέκι. Απόρεσαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι μπορεί να σήμαινε αυτό το έμβλημα. Αργότερα όμως, όταν κηρύχθηκε το Σεφέρ Μπεηλίκι, που έδινε τάχα ίσα δικαιώματα προς όλους τους Τούρκους πολίτες, κατάλαβαν…

Τότε άρχισαν τα δεινά μας, με πρώτο και χειρότερο την υποχρεωτική πρόσκληση των Ελλήνων στον τουρκικό στρατό. Πόσοι δικοί μας χάθηκαν τότε υπηρετώντας στον τουρκικό στρατό! Στη συνέχεια, σταδιακά άρχισαν να παρουσιάζονται στην περιοχή μας άγνωστοι Τούρκοι, που έρχονταν από τα βάθη της Ανατολής. Μαθαίναμε για τις λεηλασίες πολλών ελληνικών χωριών και περιμέναμε να έρθει και η σειρά μας.

Και αυτή δεν άργησε να έρθει. Δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στους Τσέτες και αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το χωριό μας και να καταφύγουμε στο Μιχαλίτσι. Όταν γυρίσαμε πίσω, το βρήκαμε κατεστραμμένο και λεηλατημένο. Μείναμε εκεί μέχρι τη στιγμή που το αφήσαμε οριστικά και ήρθαμε στην Ελλάδα».

        Πλησιάζαμε στην Αγία Κυριακή ή Τάς Πινάρ. Οι πλαγιές τριγύρω μας ήταν γεμάτες λιόδεντρα, ενώ τα χωράφια ήταν σπαρμένα με ηλιόσπορους.

Η εναλλαγή του πράσινου των λιόδεντρων και του κίτρινου των ηλιόσπορων έδινε στο τοπίο μια ξεχωριστή ομορφιά βγαλμένη από πίνακες του Βάν Γκόγκ.

Σταματήσαμε στο πρώτο καφενείο που βρίσκονταν στην άκρη του δημόσιου δρόμου. Όπως σε όλα τα χωριά, οι κάτοικοι μας πρόσφεραν το απαραίτητο τσάι και συγκεντρώθηκαν γύρω από το τραπέζι μας.
 
 «Είμαστε και εμείς πρόσφυγες από την Ελλάδα», πήρε το λόγο ο Μουσταφάμπεης. «Οι γονείς μας κατάγονταν από την περιοχή του Σοχού Λαγκαδά, από το χωριό Ντουγάντσα. Όταν ήρθαν εδώ, βρήκαν το χωριό καμένο από φωτιά που είχαν βάλει στρατιώτες του ελληνικού στρατού.

Σήμερα στο Τας Πινάρ ζούμε τριακόσια άτομα και οι ασχολίες μας είναι η κτηνοτροφία, η γεωργία και η ελαιοκομία».

Η Αγία Κυριακή δεν παρουσιάζει τίποτε το διαφορετικό από τα άλλα τουρκικά χωριά. Δεν υπάρχουν ελληνικά σπίτια, αλλά και τα καινούργια που έχουν κτιστεί δεν είναι όμορφα, ούτε καν σοβαντισμένα. Οι δρόμοι άσχημοι και οι περισσότεροι χαρακωμένοι από τα αυλάκια που είχε σχηματίσει η βροχή.

Χαιρετήσαμε τους συμπαθητικούς κατοίκους και φύγαμε για το Τσατάλ Αγήλ.

Στο δρόμο  ρώτησα το Μουσταφά γιατί είναι τόσο απεριποίητα τα χωριά τους. Γιατί αφήνουν τα σπίτια τους ασοβάντιστα και γενικά γιατί παρουσιάζουν αυτήν την τραγική κατάσταση.

Δεν μου απάντησε, παρά μόνο αόριστα, ότι αυτό οφείλεται στην άσχημη οικονομική τους κατάσταση. Δεν με έπεισε όμως.

Την προηγούμενη φορά που του είχα απευθύνει την ίδια ερώτηση, μου απάντησε ότι είναι «περισάνηδες», δηλαδή τεμπέληδες και αχαΐρευτοι. Δεν ενδιαφέρονται για την ευπρέπεια και την ομορφιά του χωριού και των σπιτιών τους, είτε είναι πλούσιοι ή φτωχοί.

 Στο Τσατάλ Αγήλ.

          Έξω από το Τσατάλ Αγήλ, όρθωνε λεβέντικα τον όγκο της η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Τοποθέτησαν πάνω στη σκεπή της κάποιες αλουμινοκατασκευές και τη χρησιμοποιούσαν πια σαν αποθήκη ζωοτροφών.

  «Ήταν όμορφη η εκκλησιά μας, κύριε Γιώργο», μου είπε ο μπάρμπα Γιάννης από τις Σέρρες. Είχε κτιστεί στα μέσα του 19ου αιώνα στην πλατεία του χωριού. Γιόρταζε στις 8 Μαΐου και μαζί της όλο το χωριό.

Ανήμερα της γιορτής της, μας σήκωνε η μάνα μας πρωί-πρωί για να πάμε να προσκυνήσουμε τον Άγιο. Εμείς φορούσαμε τα καλύτερα ρούχα μας και καμαρωτοί- καμαρωτοί πηγαίναμε να ανάψουμε ένα κεράκι στη Χάρη του. Λίγο αργότερα, έξω από τον περίβολο της εκκλησίας, στήνονταν χοροί με ζουρνάδες και νταούλια.

Κατά τη διάρκεια του γλεντιού δινόταν η ευκαιρία να γνωριστούν οι νέοι και οι νέες του χωριού μεταξύ τους, με σκοπό τον αρραβώνα και μετέπειτα το γάμο. Επίσης, ήταν μια καλή ευκαιρία και για τα ήδη αρραβωνιασμένα ζευγάρια να συναντηθούν, να ανταλλάξουν κρυφές ματιές και να πιάσουν ο ένας το χέρι ου άλλου, όταν θα ερχόταν η ώρα να χορέψουν.

Τίποτα παραπάνω ασφαλώς…

Κάπως έτσι γνωρίστηκαν και οι γονείς μου και μέχρι να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, μόνο μια φορά έπιασε ο μπαμπάς μου το χέρι της μάνας μου, σε ένα πανηγύρι. Και αυτό έγινε κρυφά από τον παππού μου, διότι αν τον έπαιρνε χαμπάρι… τέρμα ο αρραβώνας.

Το χωριό μου είχε ογδόντα οικογένειες και τετρακόσια περίπου άτομα.

«Τσατάλ» στα τούρκικα σημαίνει περόνη και «Αγήλ» μάντρα. Γιατί πήρε αυτό το όνομα δεν το κατάλαβα ποτέ. Άλλωστε μεταξύ μας χρησιμοποιούσαμε το ελληνικό του όνομα, που ήταν Κωνσταντινάτοι.

Οι γονείς μας ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία. Συχνά πήγαινα και εγώ με τον πατέρα μου και ψαρεύαμε στη λίμνη της Απολλωνιάδας γουλιανούς, σαζάνια και καραβίδες. Ήταν πλούσια σε ψάρια η λίμνη και τροφοδοτούσε όλα τα τριγύρω χωριά.

Το χωριό μας ,όπως άλλωστε όλα τα Πιστικοχώρια, ήταν πλούσιο, διότι είχε πολλές παραγωγές. Σπάνια γίνονταν οι Πιστικοχωρίτες μετανάστες, πράγμα που το θεωρούσαν προσβλητικό και ιδιαίτερα υποτιμητικό.

Μόνο το 1914 είχαν εγκαταλείψει το χωριό τέσσερα - πέντε άτομα, όχι όμως για οικονομικούς λόγους, αλλά για να αποφύγουν την υποχρεωτική στράτευση. Αυτό συνέβη σε όλα τα ελληνικά χωριά και πολλά παλικάρια αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν στην Αμερική και στην Κύπρο για να γλυτώσουν από τα δεινά του τουρκικού στρατού. Έρχονταν αργότερα οι ζανταρμάδες και έψαχναν τους «κατσάκηδες» στα σπίτια τους και βασάνιζαν τους γονείς και τα αδέλφια τους, για να τους φανερώσουν που βρισκόταν ο φυγάς συγγενής τους.

Όταν ο θείος μου ο Στρατής το έσκασε από τον στρατό και κατόπιν έφυγε στην Αμερική, ήρθαν και στο σπίτι μας οι Τούρκοι και ζητούσαν να τους φανερώσουμε που κρύβεται. Ήρθε σε μένα ένας ζανταρμάς και επειδή δεν του απαντούσα, μου έσκασε μια σφαλιάρα που έκανε το αυτί μου να σφυρίζει μια εβδομάδα.

Ένα ρέμα χώριζε το χωριό μου σε δυο μαχαλάδες. Εμείς, τα παιδιά του κάτω μαχαλά, δύσκολα πηγαίναμε στον επάνω μαχαλά για να παίξουμε. Θεωρούσαμε τους πανωμαχαλίτες εχθρούς και όταν βλέπαμε κανέναν από αυτούς στο δικό μας μαχαλά, τον ξυλοφορτώναμε.

Το ίδιο βέβαια γινόταν και αντίστροφα.

Προτιμούσαμε βέβαια να παίζουμε στο Κουρί, στο πανέμορφο δάσος δίπλα στο χωριό. Καμαρώναμε όλοι για το δάσος μας και επειδή όλοι οι χωριανοί φοβόντουσαν μήπως καταστραφεί, ανάγκασαν το Δεσπότη να έρθει και να κάνει αγιασμό. Ήταν πολύ θρήσκοι οι πατεράδες μας.

Εκτός από την όμορφη εκκλησία μας, είχαμε γύρω από το χωριό και Αγιάσματα, αφιερωμένα στους Αγίους Θεοδώρους, στον Προφήτη Ηλία, στον Αϊ Θανάση και στην Αγία Παρασκευή. Όταν γιόρταζε η Αγία Παρασκευή, πηγαίναμε στο Αγίασμα, κάναμε Θεία Λειτουργία και μετά σφάζαμε αρνιά, τα ψήναμε και γλεντούσαμε. Δίπλα στο Αγίασμα υπήρχαν τα ερείπια μιας άλλης εκκλησίας, για την οποία οι παλαιότεροι έλεγαν πως υπήρχε εκεί από την εποχή του Βυζαντίου.

Έξω από το χωριό, σε ένα πολύ όμορφο μέρος με θέα προς τη λίμνη της Απολλωνιάδας, υπήρχε ένα παλιό φρούριο, το οποίο η εκκλησία το είχε μετατρέψει σε χάνι και το εκμεταλλευόταν οικονομικά. Έλεγαν ότι το είχαν κτίσει οι Βυζαντινοί για να ελέγχουν το δρόμο προς την Προύσα.

Tα σπίτια του χωριού ήταν όλα διώροφα ή τριώροφα, κτισμένα με το σύστημα μπάγκνταντι, δηλαδή με θεμέλια πέτρινα και στους τοίχους μεγάλα καδρόνια, που τα γέμιζαν με πέτρες και λάσπη.

Το σχολείο του χωριού μας ήταν τετραθέσιο και είχε δύο ορόφους. Στον επάνω όροφο στεγαζόταν το σχολείο και στο ισόγειο το καφενείο του χωριού. Εμείς σπάνια πηγαίναμε στο σχολείο, όπως οι περισσότεροι εκείνη την εποχή. Εγώ πήγα μόνο δύο τάξεις.

Μάλωσα με το δάσκαλο και δεν ξαναπάτησα το πόδι μου. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια οι δάσκαλοι που έρχονταν στο χωριό ήταν αμφιβόλου μόρφωσης. Εγώ πρόλαβα ένα δάσκαλο από το διπλανό χωριό, που το επάγγελμά του ήταν κτηνοτρόφος. Τον προσέλαβαν σαν δάσκαλο γιατί είχε γνώσεις Ψαλτικής και για να δικαιολογήσουν την πράξη τους, ανέφεραν ότι και ο Μωάμεθ ήταν καμηλιέρης, αλλά εξελίχτηκε σε μεγάλο προφήτη.

 

    Τσατάλ Αγήλ. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

 Θυμάμαι καλά το χωριό μου, και αν σήμερα το επισκεπτόμουν, θα ήμουν σε θέση να αναγνωρίσω όλα τα σπίτια και τις γειτονιές του: Αγιάσματα, Αεράδες, Αλυκές, Αϊ Γιάννης, Βίγλες, Γούρνες, Κελεμπέκια, Διαβολίσιο δέντρο, Καρύδες, Καγιόγλου Κουριά, Κρανιάς Οργιάκι, Καστρούδ, Καστερνόστρατα, Κληματίσιο Οργιάκι, Κουσόρια, Κούκο, Κούτρες, Κλανήτες, Κουρί, Μαρμαρούδια, Μυλόπετρες, Πλάγια, Σταλός, Τραχώνι, Χατζηγιάννη πηγάδια.

Πολλές φορές πηγαίναμε με τους γονείς μας στις περιοχές αυτές και τους βοηθούσαμε στις γεωργικές εργασίες ή βόσκαμε τα γελάδια και τα πρόβατά μας.

Αξέχαστες είναι επίσης και οι ιστορίες της γιαγιάς μου, που μας μάζευε το βράδυ κοντά της και μας έλεγε για τον Κέλ Ογλάν και τον Καμπέρ. Μας μιλούσε επίσης για έθιμα και δοξασίες, όπως για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, που αν κάποιος ευσεβής χριστιανός ανέβαινε στη στέγη του σπιτιού του, θα έβλεπε να ανοίγουν οι ουρανοί και να πέφτει χρυσάφι. Τη Μεγάλη Πέμπτη πάλι, έβαφαν τα κόκκινα αυγά, και για να τιμήσουν την ημέρα αυτή, επτά συνεχείς Πέμπτες έπρεπε να απέχουν της εργασίας.

Με τους Τούρκους των διπλανών χωριών Μπατρικιά και Άκ Τσαλάρ, είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Τους ονόμαζαν Ντελμισάδες, διότι  τάχα πίστευαν περισσότερο στον Προφήτη Ηλία παρά στο Μωάμεθ. Αυτό δεν το καταλάβαινα  και πολύ καλά, από πού προέκυπτε, αλλα και ο παππούς μου που τον ρωτούσα σχετικά δεν μου έδινε σαφή απάντηση.

Μετά την καταστροφή, οι περισσότεροι από εμάς εγκατασταθήκαμε στο νομό Σερρών».

     Φθάσαμε με το Μουσταφά μπροστά στην εκκλησία του Αϊ Γιάννη. Δεν μπορώ να πω ότι θα ήταν όμορφη εκκλησία στον καιρό της. Δε συγκρίνεται με τις εκκλησίες του Ντερέκιοϊ ή του Αϊνασί. Έτσι μάλιστα που τη μεταμόρφωσαν με τη λαμαρινοσκεπή, μάλλον περισσότερο με αχούρι έμοιαζε. Από ότι κατάλαβα τη χρησιμοποιούσαν για αποθηκευτικό χώρο ζωοτροφών.

 Το καφενείο στην πλατεία του χωριού ήταν γεμάτο. Ο Μουσταφά ανέλαβε να με συστήσει στους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι κατάγονταν από τα χωριά της Κοζάνης, Μαυροπηγή, Μαυροδέντρι, Καλαμιά, Βατερό, Λεύκαρα, Καπνοχώρι.

 «Όταν ήρθαν οι πατεράδες μας, βρήκαν το χωριό καμένο από τους Έλληνες στρατιώτες, για να μη μείνει τίποτε σε εμάς», είπε με πίκρα ο Νουρί αγάς. «Όλα τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα και μόνο η εκκλησιά, στο κέντρο του χωριού, διασώθηκε. Χτίσαμε καινούργια σπίτια και γι’ αυτό η εκκλησιά έμεινε στην άκρη.

Σήμερα το χωριό έχει 250 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την παραγωγή κηπευτικών. Ανήκει στο δήμο Νιλουφέρ Προύσας».

 Άφησα το Μουσταφά στο καφενείο και περπάτησα στα σοκάκια του χωριού για να βγάλω τις απαραίτητες φωτογραφίες. Το χωριό δεν παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον, δεν είχε απομείνει άλλωστε και κάτι που να θυμίζει ότι κάποτε κατοίκησαν εδώ Έλληνες!
Επέστρεψα στο καφενείο, ήπια το τσαγάκι που με κέρασαν και φύγαμε για τη Χωρούδα ή Καρατζάομπα.

 Στην Χωρούδα.

         Η Χωρούδα δεν απείχε πολύ από το Τσατάλ Αγήλ. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην Προύσα και μετά από λίγη ώρα, ούτε πέντε λεπτά, στρίψαμε για την Καρατζάομπα, όπως είναι το σημερινό τουρκικό της όνομα. Ανήκει μάλιστα και στον ίδιο δήμο με τα Κουβούκλια, στο Νιλουφέρ, και έτσι ο Μουσταφά είχε και εδώ πολλούς φίλους. Στο καφενείο μας περίμενε ο μουχτάρης ο Χασάν.

 «Εδώ», μου έκλεισε το μάτι ο Μουσταφά, «μείνε ήσυχος...είμαστε στο δικό μας δήμο και ο μουχτάρης δικός μας είναι».

Λεβέντης ο μουχτάρης, ψηλός με ένα μικροσκοπικό μουστακάκι. Ήρθε στο τραπέζι μας και πιάσαμε την κουβέντα.  

«Και τώρα, Γιώργη μπέη, να μας πεις που έκρυψαν οι δικοί σας τις λίρες τους, να τις βρούμε και να τις μοιράσουμε».

«Οι λίρες είναι τα χωράφια που σας άφησαν οι δικοί μας», του απάντησα, «τέτοια πλούσια μέρη δεν τα βρίσκεις στην Ελλάδα. Αλλά κι αν ακόμα ήξερα πως υπάρχουν, θα τις έπαιρνα μόνος μου. Αρκετά πήρατε από τους προγόνους μου».

«Μπρε μπρε… τι Γιαχουντής (Εβραίος) Έλληνας», κούνησε το κεφάλι του ο Χασάν, «δε δίνει ούτε δεκάρα σε εμάς».

 Έφερα στο μυαλό μου τον παππού Θόδωρο από το Κιλκίς. Μου είχε αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι από τα πλούσια Πιστικοχώρια, εγκαταλείποντας τα χωριά τους, έκρυψαν θησαυρούς σε διάφορα μέρη. Είχαν σκοπό, όταν θα επέστρεφαν να τους ξαναπάρουν. Βλέπεις τότε δεν πίστεψαν ότι θα έφευγαν οριστικά.

 

    Η Χωρούδα.

 Οι Τούρκοι που τυχαία ανακάλυπταν τους θησαυρούς αυτούς, γίνονταν ξαφνικά πλούσιοι και το γεγονός αυτό παρακινεί μέχρι και σήμερα κάποιους να προσπαθούν να εντοπίσουν θησαυρούς στις ερειπωμένες εκκλησίες, στις βρύσες, ή στις ρίζες μεγάλων δέντρων. Έτσι έσκαψαν συθέμελα τις εκκλησίες μας και πολλά γέρικα πλατάνια έπεσαν, καθώς οι θησαυροκυνηγοί έσκαβαν βαθιά γύρω από αυτά, με αποτέλεσμα να μη αντέξουν οι ρίζες τους.

Το δικό μας το χωριό ήταν μικρό και γι’ αυτό το έλεγαν Χωρούδα, δηλαδή χωριουδάκι. Αριθμούσε μόλις εξήντα οικογένειες και οι γονείς μας ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη σηροτροφία.

Πολλές φορές ακολουθούσα τον πατέρα μου στα χωράφια μας για να επιθεωρήσουμε την πρόοδο των σιτηρών. Έτσι αποτύπωσα πολλά τοπωνύμια:  Παλιοχώρια, Κουρού Τσεσμές, Βαραδάδες, Καλδηρήμια, Γεφυρούδια, Πετόνια, Αγιάσματα, Μηλούδια, Αλυκές, Τραχωνούδια, Μαυρόγεια, Τσαΐρια, Βίβλες, Λάγνηδες, Ξερόργιακο, Μακρομαλλιά, Λάντες, Παλιάμπελα, Κοκινόγεια, Πηγαδούδ, Ψηνός, Ακτσαλάρ Γιολού, Αμπολιόντ Γιολού, Κέφαλος, Μανδριά, Χώρας τ’ Οργιάκι, Ζωγραφιστός δρόμος, Μπογάζια, Τσαχάλια, Πλάτσες.

Η εκκλησιά μας, που είχε κτιστεί το 1847, ήταν αφιερωμένη στη μεγαλομάρτυρα Αγία Παρασκευή. Ήταν πολύ όμορφη και είχε μεγάλο γυναικωνίτη. Όταν γιόρταζε, οι γυναίκες του χωριού έπλαθαν στα σπίτια τους μικρά πιταρούδια και τα πήγαιναν στο παρεκκλήσι της Αγίας, που βρισκόταν στους αμπελώνες του χωριού. Μετά τη Θεία Λειτουργία, ο παπάς του χωριού τα ευλογούσε και αργότερα τα μοίραζαν στον κόσμο για να γλυκάνουν την Αγία Παρασκευή και να προστατεύει τα μάτια τους.

Εκτός από το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, υπήρχε στο χωριό και ένα άλλο εκκλησάκι που ήταν αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.

Όσο για τις γιορτές, στο χωριό μας γιορτάζονταν όλες με περισσή μεγαλοπρέπεια. Στις μεγαλύτερες από αυτές, τα παιδιά ψάλλαμε τα κάλαντα, από τα οποία ξεχώριζαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς διότι περιείχαν πολλούς ιδιωματισμούς:

 
 «Αϊ Βασίλης έρχεται, Ζενάρης ξημερούνει.

Αϊ Βασίλη Βασιλέμ, τι σπέρνεις την ημέρα;

Τσάι, τσάι ρόβι δεκαοχτώ, μα την αλήθεια στο Ιερό.

Κάτω στο περιγιάλι μοναστήρι ντάρι

έσπερνα τσάι, στάρι δεκοχτώ.

Βασίλε μ’ πές τραζούδια.

Τραζούδια δεν ηξέρω, ξέρω την άλφα βήτα,

του θεού τσάι του Άζιου του Θεολόγου.

Κυράμ τη θυγατέρα σου και τσ αυτήν την αρζυρή σου,

πέντε μικροί τη ζούρεβαν τσάι δώδεκα μεγάλοι

κι ένας μικρός τη ζούρεψε τσ εκείνος θα την πάρει.

Βάλε κυράμ το χέρι σου στην αρζυρή την τσέπη σου,

να βγάλεις μια, να βγάλεις δυο, να βγάλεις τσίτρινο φλουρί,

να τσερνάς τα παλικάρια.»

 

 Στο χωριό μας υπήρχε και διώροφο σχολείο που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία, μόνο που το ισόγειο το χρησιμοποιούσαν σαν καφενείο διότι είχε πολύ λίγους μαθητές. Οι κάτοικοι του χωριού μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στους νομούς Σερρών, Δράμας και Κιλκίς».

Εν τω μεταξύ, στο καφενείο άρχισαν να καταφθάνουν αρκετοί παππούδες, οι οποίοι σε λίγη ώρα θα πήγαιναν στο τζαμί να προσευχηθούν.

«Σήμερα στο χωριό μας κατοικούν περίπου τριακόσια άτομα, από τα οποία κάποιοι ήρθαν από το χωριό Σέρτσιλι του Κιλκίς και άλλοι από τα Γιαννιτσά», μου ανέφερε ο μουχτάρης.

Όταν οι γονείς μας έφθασαν στην περιοχή, βρήκαν τα περισσότερα χωριά καμένα από τους στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Για λίγο χρονικό διάστημα εγκαταστάθηκαν στην Απολλωνιάδα, μέχρι το τουρκικό κράτος να τους κτίσει σπίτια, δίπλα στο παλιό χωριό.

Αν θέλεις, Γιώργη, πάμε να σου δείξω το χώρο όπου βρίσκονταν τα ερείπια της εκκλησίας και μερικές μεγάλες πέτρες, δίπλα σε μια βρύση».

Πράγματι, ακολούθησα τον πρόεδρο και βγήκαμε έξω από το χωριό. Μου έδειξε ένα χωράφι, όπου παράμερα υπήρχαν αραδιασμένες πολλές πέτρες που ανήκαν στην εκκλησία του χωριού. Δίπλα σε μια κοντινή βρύση, υπήρχαν άλλοι μεγάλοι λίθοι, οι οποίοι έμοιαζαν να ανήκαν σε κάποιον παλιό μύλο.

Απαθανάτισα με τη φωτογραφική μου όσα μπόρεσα και γυρίσαμε στο καφενείο. Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, αλλά ο μουχτάρης επέμενε να μας κρατήσει για να μας προσφέρει φαγητό.

Ακολουθώντας τη ρήση του παππού μου «όπου βρεις φαγητό κάτσε και όπου βρεις ξύλο φύγε», αποδέχθηκα την πρόταση του μουχτάρη. Άλλωστε και ο Μουσταφά συμφώνησε με χαρά, διότι θα γλύτωνε το τραπέζι που μου είχε υποσχεθεί στην Απολλωνιάδα.

Αν δεν ταιριάζαμε… δε θα συμπεθεριάζαμε… που λέει και η σοφή ελληνική παροιμία.

Έστησε λοιπόν ο μουχτάρης μια αμφιβόλου καθαριότητας ψησταριά, άναψε φωτιά και άρχισε να ψήνει τα λαχταριστά αρνίσια παϊδάκια που είχε φέρει από το διπλανό κρεοπωλείο.

Επειδή το τζαμί ήταν κοντά μας, δεν ήπιαμε αλκοόλ, αλλά γκαζόζα από τον Όλυμπο, που σύμφωνα με το Μουσταφά ήταν η καλύτερη του κόσμου. Μου έκανε πάντως εντύπωση το πόσο γρήγορα τα ετοίμασαν και πόσο νόστιμα ήταν όλα αυτά που μας πρόσφεραν.

Με γεμάτη την κοιλιά, αποχαιρετήσαμε τους φιλόξενους κατοίκους της Καρατζάομπα και το μουχτάρη της. Αφού τον φίλησα και του υποσχέθηκα παρόμοια φιλοξενία στην Ελλάδα, αναχωρήσαμε για το τελευταίο χωριό της Εκκλησιαστικής Περιφέρειας Απολλωνιάδας, το Μπάσκιοϊ.

 Στο Μπάσκιοϊ.

          Το Μπάσκιοϊ απείχε λίγα χιλιόμετρα από την Καρατζάομπα. Εκεί θα συναντούσαμε το συμπέθερο του Μουσταφά, το Νουρί, πού ήταν πρόεδρος του χωριού.

Πρόσφυγες από το Μπάσκιοϊ είχα συναντήσει στο χωριό Αναρράχη Πτολεμαΐδας. Είχα πάει στην Αναρράχη μαζί με το θείο μου το Χατζηαυγουστίδη το Γιώργο, από τη Γαλάτεια Πτολεμαΐδας.

Είχαμε σκοπό να συναντήσουμε το φίλο του τον μπάρμπα Χρήστο. Αυτός θα είχε πολλά να μου διηγηθεί για το χωριό του, το Μπάσκιοϊ που βρίσκονταν πολύ κοντά στα Κουβούκλια.  Τον συναντήσαμε στο καφενείο, όπου μας κέρασε καφέ και έπειτα μας πήγε στο σπίτι του και άρχισε να διηγείται την ιστορία του χωριού του.

«Το χωριό μου, αγαπητέ Γιώργο, στα τούρκικα το έλεγαν Μπάσκιοϊ, που σήμαινε κεφαλοχώρι και στα ελληνικά Γουρλάτοι. Ανήκε στην υποδιοίκηση του Μιχαλιτσίου.

Οι κάτοικοι, περίπου διακόσες οικογένειες, ήταν όλοι Έλληνες που μιλούσαν μόνο ελληνικά και είχαν έρθει από την περιοχή της Μάνης. Την καταγωγή τους φανέρωνε και η γλώσσα τους, που ήταν γεμάτη ιδιωματισμούς.

 Αντί για δεντράκι έλεγαν «δεντράτσι», τη γυναίκα την έλεγαν «γυναίτσα», «ποίσε» αντί κάνε και «χαράνα» αντί χαρά.

 Στο χωριό υπήρχαν τρεις μεγάλοι μαχαλάδες τους οποίους διαχώριζε μια μεγάλη ρεματιά. Στους μαχαλάδες αυτούς, έμεναν τα μεγάλα σόγια του Παναγιωτάκογλου, του Μυρμίγκογλου και του Σωτηράκογλου, οι οποίοι τους έδωσαν και τα ονόματά τους.

Εμείς μέναμε δίπλα στη ρεματιά, η οποία, όταν έβρεχε, μετατρεπόταν σε ποταμάκι με τα νερά που κατέβαζε. Αυτό ήταν για τα παιδιά της γειτονιάς δώρο θεού! Κάναμε βαρκούλες από σάζια, τα ρίχναμε στο ρέμα και συναγωνιζόμασταν ποιανού η βάρκα θα φθάσει πρώτη στο τέρμα.

Πολύ όμορφο το χωριό μας, Γιώργο, με τα διώροφα και τριώροφα σπίτια του. Ήταν κοντά στον Μπαλουκλί Ντερέ και το Ρυνδάκο ποταμό. Αρκετά κοντά επίσης, στην πανέμορφη λίμνη της Απολλωνιάδας, με τα διπλανά βουνά του Καγιαπά και του Άκτσαλάρ να ρίχνουν πάνω του το πέπλο της σκιάς τους.

Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τα καπνά και τη σηροτροφία. Άλλωστε αυτές ήταν και οι κύριες ασχολίες όλων των κατοίκων της περιοχής. Αγόραζαν τα προϊόντα που χρειάζονταν από την αγορά της Απολλωνιάδας και της Προύσας, ενώ διατηρούσαν συναλλαγές με όλα τα διπλανά ελληνικά χωριά.

Σου αναφέρω ορισμένα από τα τοπωνύμια του χωριού, όσα τουλάχιστον κατάφερα να συγκρατήσω στην μνήμη μου».

Έβγαλε ένα τεφτέρι ο παππούς, όπου είχε καταγράψει τα τοπωνύμια του χωριού του και διάβαζε……

«Πηγάδια, Κατσιβελούδια, Κλήματα, Μονολιές, Κουριά, Μονοπάτια, Αμμούδα, Κουρού Τσεσμές, Καλτηρήμια, Λόφοι, Παλιουρωτές, Ασατζήκ, Λυωτά, Μισοστριβές, Μεσοτράχωνα, Κλανητούδια, Τσαλήκους, Κούκς, Κοτζά Ορμάν, Παναγιά Κεραμίδια, Τσακάλ Μπαγή, Ναλντικές, Μεσοπήγαδα, Κάζ Οβάς, Περδικές, Πασκασιές, Χαρανούδια, Πέπιτσα, Πετρούδια, Κλαδερά, Λάφια Μαυρόγεια, Δαμασκηνιές, Αγελαδαριά, Τσατμάδες, Βαθουρνάκι.

Θυμάμαι πολύ καλά την περιοχή της Αγελαδαριάς, κάτω στη ρεματιά. Εκεί πηγαίναμε τα γελάδια μας να ξεκουραστούν κάτω από τα δέντρα, τα οποία το καλοκαίρι με την αφόρητη ζέστη πρόσφεραν απλόχερα την παχιά σκιά τους.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και γιόρταζε στις 24 Ιουλίου. Την παραμονή του Αϊ Γιάννη, ανάβαμε φωτιές και πηδούσαμε από πάνω τους για να καούν τα κακά πνεύματα. Ανήμερα, μετά τη Θεία Λειτουργία, κάθονταν οι μουσικοί δίπλα στο μεγάλο κυπαρίσσι και έπαιζαν μέχρι το επόμενο πρωί. Πολλές φορές τους φιλοξενούσαμε και στο σπίτι μας. Ο Στράντζος με το κλαρίνο και ο Κατζογιάννης με το βιολί,  ήταν από τους καλύτερους  μουσικούς της περιοχής Προύσας.

Είχαμε ακόμη μια εκκλησία, πολύ παλιά, από την εποχή του Βυζαντίου, έλεγαν, και για να μπει κανείς σε αυτήν, έπρεπε να κατέβει είκοσι πέντε σκαλιά. Την είχαν μάλιστα ανακαλύψει με θαυματουργό τρόπο. Και να πως έχει η ιστορία…

Ένας γείτονάς μας, ο Μαστρογιαννίδης, που δεν ήταν και από τους πιο πιστούς χριστιανούς, μια νύχτα είδε στον ύπνο του την Παναγία.

Του υπέδειξε, λέει, μια τοποθεσία για να σκάψει και να ξεθάψει την εικόνα της. αυτός όμως αδιαφόρησε και δεν έδωσε μεγάλη σημασία στο παράξενο όνειρό του. Πέρασε αρκετός καιρός, και ξαφνικά ακούστηκε στο χωριό ότι ο Μαστρογιαννίδης κουτσάθηκε από το ένα του το πόδι και δεν μπορούσε να περπατήσει. Όταν ο παπάς του χωριού επισκέφθηκε τον παθόντα, αυτός με δάκρυα στα μάτια, του εκμυστηρεύτηκε το μυστικό του.

Όλοι μαζί λοιπόν, συνοδεία της εκκλησιαστικής επιτροπής, πήγαν στην τοποθεσία που του υπέδειξε η Παναγία. Αφού έσκαψαν σε βάθος πολλών μέτρων, ανακάλυψαν μια παλιά εκκλησία, στο κέντρο της οποίας υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας. Ονόμασαν την Παναγία «Φανερωμένη», διότι φανερώθηκε με αυτόν τον τρόπο και από τότε την τιμούσαν και την γιόρταζαν στις 23 Αυγούστου.

Ανατολικά του χωριού, μια ώρα μακριά και ανάμεσα στα τουρκοχώρια, Χασάν Αγά, Ακ Τσαλάρ και Καγιάπα, υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Πνεύματος με το Αγίασμα.

Την ημέρα της γιορτής του  Αγίου Πνεύματος έκαναν πολύ μεγάλο πανηγύρι. Έσφαζαν βόδια, τα έβραζαν σε μεγάλα καζάνια και τα πρόσφεραν στους επισκέπτες. Τα κρέατα αυτά τα ονόμαζαν «παλιόβοκος», διότι ήταν κρέατα υπερήλικων ζώων. Ήταν ζώα που, οι παλιοί κτηνοτρόφοι, τα άφηναν ελεύθερα στους αγρούς για ένα χρόνο και αργότερα τα προσέφεραν στην εκκλησία για να τα σφάξουν.

Στα πλαίσια αυτού του μεγάλου πανηγυριού, διοργανώνονταν και αγώνες πάλης με τη συμμετοχή παλικαριών από όλα τα χωριά. Μια φορά μονάχα δεν έγιναν οι αγώνες αυτοί και αυτό θεωρήθηκε μεγάλο θαύμα. Ήταν η μέρα που είχαν σχεδιάσει οι Τσέτες να πατήσουν το μεγάλο ελληνικό χωριό, τα Κουβούκλια, τα παλικάρια του οποίου συμμετείχαν πάντα στους αγώνες. Έβρεξε όμως τόσο πολύ, που είχε σαν αποτέλεσμα να παραμείνουν τα παλικάρια στο χωριό τους και να αποκρούσουν τους Τσέτες που προσπάθησαν να το καταλάβουν.

Τα άλλα παρεκκλήσια του χωριού ήταν αφιερωμένα στην Αγία Ελένη, στην Αγία Αικατερίνη και στον Άγιο Αθανάσιο.

Όσο για το σχολείο μας, αυτό ήταν πολύ παλιό και αναγκάστηκαν το 1914 να χτίσουν καινούργιο. Λίγες τάξεις πήγα, αν και μου άρεσε η Ψαλτική και η Ιερά Ιστορία. Δεν το θεωρούσαμε και απαραίτητο να το τελειώσουμε γιατί είχαμε προτεραιότητα να βοηθάμε τους ταλαίπωρους γονείς μας στις εργασίες τους.

Ήταν μουχταρλίκι το χωριό και ο μουχτάρης με τους αζάδες εκλέγονταν δια βοής. Προτείνονταν ορισμένα κοινής αποδοχής άτομα και δια βοής ή σηκώνοντας το χέρι τους, οι χωριανοί συμφωνούσαν ή όχι με την επιλογή αυτών των ατόμων. Μετά την εκλογή του, ο μουχτάρης ήταν υποχρεωμένος να ορίσει έναν Πρωτόγερο. Αυτός θα ήταν υπεύθυνος για τη φιλοξενία των περαστικών Τούρκων, σύμφωνα με τη διαταγή του σουλτάνου, η οποία είχε ισχύ σε όλα τα Πιστικοχώρια.

Στη μέση του χωριού ήταν το μεγάλο διώροφο κτίριο που το ονόμαζαν Αδελφάτο. Το χρησιμοποιούσαν σαν καφενείο, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις της κοινότητας, αλλά και σαν χώρο φιλοξενίας των περαστικών.

Δυστυχώς, δε γλυτώσαμε ούτε εμείς από τις ορδές των Τσετών και όπως όλα σχεδόν τα μικρά ελληνικά χωριά, το Μπάσκιοϊ λεηλατήθηκε.
 


    Μπάσκιοϊ. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

 Κατά τη διάρκεια του πολέμου, συνέβη και εδώ το γεγονός που επαναλήφθηκε σε όλα τα χωριά της Προποντίδας, για τρεις με τέσσερις μήνες.

Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία της κοπέλας που κατέφυγε στην Παναγία τη Φανερωμένη, για να προσκυνήσει και να ζητήσει τη βοήθειά της. Μόλις έσκυψε να τη φιλήσει, η εικόνα έγειρε και χτύπησε το κορίτσι, το οποίο τρομοκρατημένο, έτρεξε στον παπά του χωριού και του ανέφερε το περιστατικό.

Την επόμενη μέρα, έκαναν τάματα και προσευχές στη Χάρη της. Αργότερα, οι γηραιότεροι ερμήνευσαν το γεγονός σαν ένα προμήνυμα του μεγάλου κακού που θα επακολουθούσε».
 
 Φθάσαμε στο Μπάσκιοϊ και στο καφενείο μας περίμενε ο συμπέθερος του Μουσταφά, ο Νουρί. Από το καφενείο αντίκρισα το καινούργιο τζαμί, που καταλαμβάνει σήμερα τη θέση της εκκλησίας του χωριού.

 «Πριν δύο τρία χρόνια υπήρχε ακόμη το κτίσμα της εκκλησίας, το οποίο είχαμε χωρίσει στη μέση. Το μισό τμήμα της το χρησιμοποιούσαμε σαν κοινότητα και το άλλο ήταν τζαμί», μου εξήγησε ο Νουρί.

Ούτε άλλο ελληνικό κτίσμα υπάρχει, όπως παρατήρησα στη συνέχεια. Υπάρχει μόνο η ρεματιά και πολλά αραιοκατοικημένα σπίτια με μεγάλες αυλές. Ρώτησα και για την άλλη παλιά εκκλησιά, την Παναγία Φανερωμένη, αλλά δεν ήξεραν που βρίσκεται.

Από το παλιό Μπάσκιοϊ έμεινε μόνο το όνομα. Σήμερα, κάθε άλλο παρά κεφαλοχώρι είναι… Οι περισσότεροι κάτοικοί του έφυγαν στα Κουβούκλια ή στην Προύσα. Όσοι έμειναν στο χωριό θυμούνται τα χωριά των πατεράδων τους που είναι στο Κιλκίς και εύχονται κάποτε να δώσει ο Αλλάχ να τα επισκεφθούν.

 Ήπιαμε το τσάι μας και αναχωρήσαμε για τα Κουβούκλια. Έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου και να μετακομίσω στου Μουσταφά.

Ο παππούς, όπως συνήθιζε, με περίμενε καρτερικά. Ο Μουσταφά ανέλαβε να του εξηγήσει ότι από σήμερα θα μετακόμιζα στο σπίτι του. Στεναχωρήθηκε, όπως φάνηκε από τις συσπάσεις του προσώπου του και ακολούθησαν λόγια από καρδιάς που μου έλεγε συχνά:

«Γιώργο, παιδί μου, να μη ξεχάσεις ποτέ ότι αυτό το σπίτι είναι και δικό σου. Ακόμη και όταν εγώ πεθάνω, μπορείς να έρχεσαι εδώ να μένεις χωρίς δισταγμό. Εγώ σε αγαπώ όπως και τα άλλα μου παιδιά».

Τον διαβεβαίωσα ότι πριν φύγω θα πήγαινα να μείνω λίγες μέρες ακόμα μαζί του και ότι τον αισθάνομαι και τον αγαπώ σαν παππού μου.

Έπειτα τον αγκάλιασα, τον φίλησα γλυκά και του εξήγησα ότι το βράδυ θα πάμε στο γάμο του Σεφέρ που πάντρευε τη μεγάλη κόρη του, τη Σεντεφέ.

Ήταν ημέρα Δευτέρα και είχαν ήδη αρχίσει οι προετοιμασίες του γάμου.

 

7 σχόλια:

  1. Συγκινήθηκα πολύ με το άρθρο που διάβασα. Το ανακάλυψα μόλις σήμερα. Η γιαγιά μου - Συρματένια Κωστίδου - κατοικούσε στο Μπασκιοι, αλλά ποτέ δεν είχα διαβάσει κάτι γι' αυτό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. γνωριζεται ισως κατι για το ονομα χατζηευστρατιου!ειναι το πατρικο ονομα της γιαγιας μου της δεσποινας η καταγωγη της ητανε απο το μπασκιοι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Υπέροχο το άρθρο σας.Συγκινηθηκα διαβάζοντάς το.Οι προπαππουδες μου και ο παππούς μου καταγόταν από την από την Αγία Κυριακή.Μεγαλωσα ακούγοντας τους παππούδες να διηγούνται τη ζωή τους στη Μικρά Ασία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Φανταστικό το άρθρο σας συγκινήθηκα!!!! Και εμας η καταγωγή μας είναι από το μπασκιοι. Μάλιστα και των 2 γονιών του πατέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Παρά πολύ συγκινητικό να διαβάζεις για τις ρίζες σού, εμένα ο παππούς μού είχε καταγωγή από την Αγία Κυριακή και η γιαγιά μου από το μπασκιοι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Πολύ ωραίο άρθρο... Και εμένα
    Οι παππούδες ήτανε απ το μπασκιου. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την αναφορά σας στο Μπάσκιοϊ, (Βουρλάτοι). Τώρα λέγομαι Κουκουσίδης και είμαι στις Σέρρες, αλλά οι παππούδες μου Κοκόσης Γεώργιος (από το Μπάσκιοϊ) εγκαταστάθηκαν στην Αγορά (Ανδριανή) Δράμας και κάποιοι, συγγενείς υποθέτω, πήγαν στην Αναρράχη Πτολεμαΐδας, τέτοια άρθρα τα κοινοποιώ στα παιδιά μου και θα συνεχίσω και στα εγγόνια μου φυσικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή