Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012


ΘΥΜΗΣΕΣ….

Ύστατος φόρος τιμής σε αυτούς που ένοιωσαν στο πετσί τους την Μικρασιατική Καταστροφή.

 

Την εργασία  επιθυμούσα να την πραγματοποιήσω πριν από πολύ καιρό, όταν είχα επισκεφθεί πολλούς Κουβουκλιώτες και Αταπαζαρλήδες παππούδες και γιαγιάδες για να ζητήσω πληροφορίες  για την συγγραφή των βιβλίων μου.

Πολλοί από αυτούς ζούσαν μια δεύτερη προσφυγιά εγκαταλελειμμένοι από τους οικείους τους, τις αρχές του τόπου μας και τους διάφορους Μικρασιατικούς συλλόγους.

Τώρα έμειναν πολύ λίγοι, ελάχιστοι, απομεινάρια μιας γενιάς που έζησε τα χειρότερα δεινά. Σε αυτούς λοιπόν τους εν ζωή ήρωες του 1922,   αφιερώνω αυτή την εργασία σαν ύστατο φόρο  τιμής.

 Κοτζαερίδης Γιώργος
 
 
KOKKONA KAΡΑΜΠΟΥΤΣΑΚΙΔΟΥ
 
Η γιαγιά Κοκκόνα  γεννήθηκε  στις 18-4-1912 στα Κουβούκλια της Προύσας  και σήμερα κατοικεί στο χωριό Γαλάτεια της Πτολεμαϊδας.
 << Πατέρας μου ήταν ο Κυριάκος Κουτσουμπίδης  και μάναμ η Ευγενία από το σόι των Δαφνιωτίδηδων. Εγώ ήμνα μικρή στο χωριό   και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Το σπίτι μας ήταν δίπλα στην πλατεία της Στέρνας και πολλές φορές μαζί με άλλα κορτσούδια  πηγαίναμε στο πεγάδ  και με τα κουβαδάκια μας βγάζαμε νερό και παίζαμε βρέχοντας  η μια την άλλη. Σχολείο δεν πήγα, δεν μου άρεσε και πολύ , προτιμούσα να βοηθώ την μάναμ στις δουλειές του σπιτιού.
Θυμάμαι την συχωρεμένη την μάναμ που έκοβε κάθε μέρα φύλλα από τις μουριές μας και τάιζε τα κοζάκια. Αυτά στην αρχή  ήταν μικρά και αργότερα έγιναν τεράστιες κάμπιες που σε λίγα λεπτά καταβρόχθιζαν όλα τα φύλλα.
Μετά  σκαρφάλωναν στα κλαδιά όπου έκαναν τα κουκούλια, έμπαιναν μέσα και πέθαιναν. Ο πατέρας μου πουλούσε τα κουκούλια στην Προύσα που ήταν ξακουστή  για τα μεταξωτά της.
Όμορφο το χωριό μας Γιώργη, και οι χωριανοί αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Θυμάμαι τον πατέραμ που το βράδυ της Τυρινής   κρεμούσε  από την οροφή  ένα  αυγό και το γυρνούσε σιγά γύρω – γύρω.
Εμείς καθόμασταν κάτω με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη και προσπαθούσαμε να δαγκώσουμε το αυγό, πράγμα που ήταν πολύ δύσκολο.
Όταν το έπιανε κανείς, το καθάριζε και το τρώγαμε όλοι μαζί λέγοντας << να κλείσουμα το στόμα μας με αυγό, και να το ξανανοίξουμα πάλι με αυγό το Πάσχα >>.
Την άλλη μέρα για να μας ξεγελάσει η μάναμ και να μη ζητήσουμε  τυρί, αυγά και γάλα, μας έλεγε  ότι << ψες την νύχτα πέρασαν οι καμήλες και τα πήραν όλα  για να τα φέρουν πίσω την Πασχαλιά>>.
Και εμείς τα χαζοπούλια την πιστεύαμε. Πάντως ότι μάθαμε από τους γονείς μας στο χωριό, μας έμεινε, διότι ακόμη  και σήμερα  ακολουθούμε τις συμβουλές τους.
Την 9η Μαρτίου που γιόρταζαν οι 40 Μάρτυρες μαγείρευε η γιαγιάμ μια ξινή σούπα με   ξύδι και  διάφορα όσπρια και  τα μοίραζε στην γειτονιά..
<<Τ΄ Αι Σαράντη  τσορμπάς, σαράντα να φας, σαράντα να πιεις, σαράντα να μοιράσεις >>.
Καλά περνούσαμε στο χωριό  και με τους Τούρκους δεν είχαμε κανένα μεγάλο πρόβλημα. Όταν έφθασε η ώρα να φύγμε για την Ελλάδα ανέβκαμε στα κάρα και πήγαμε στα Μουδανιά. Μας ανέβασαν  σε ένα μεγάλο παπόρ. Εγώ ήμνα με τον δίδυμο αδελφόμ τον Αποστόλ και άκουγαμε τον ναύτη από ψηλά να φωνάζ…
….Άντε μπούρντι .. μπούρντι.. μπούρντι.
Τι σήμαινε αυτό δεν το καταλάβαμε. Από εκεί ψηλά βλέπαμε πολλούς να προσπαθούν να ανεβούν μόνοι τους στο πλοίο, έχαναν την ισορροπία τους ,έπεφταν στην θάλασσα και πνίγονταν.
Κλάματα παντού και φρίκη  μεγάλη, να βλέπς να πνίγονται συγγενείς και φίλοι, μπροστά στα μάτια  σου.
 Άσχημο πράγμα ο πόλεμος Γιώργη μακάρι να μη ζήσεις αυτά που περάσαμε εμείς.
Το παπόρ μας  κατέβασε στην Ραιδεστό και από εκεί ανεβήκαμε στα κάρα και φύγαμε για την Ελλάδα μέσα σε πόνους και στεναγμούς για το κακό που μας βρήκε.
Μέχρι να περάσουμε την Θράκη, σταματούσαμε  σε διάφορα  Τουρκοχώρια και μας περιποιούνταν οι  ντόπιοι Τούρκοι.
Στον δρόμο τραγουδούσαμε με ότι μεράκι μας απόμεινε …..
…. Σαμπαχτάν κακτούμ
      Πρωϊ  σηκώθηκε
      Γκιουνές παρλαντού
      Ο ήλιος άστραψε
      Οτουρμούς τσετελέρ
      Έκατσαν οι Τσέτες
      Μαβζέρ γιαγλαϊγιορ
      Ατουναούμ  μπακλαντούμ
      Ντελικλί  γιασάρ.
      Γιρμιικί καϊμακάμ
      Μπίρ Κεμάλ Πασά
      Σε μπινέ γιασά
      Μιλέτ νταγλαρά γιασά.
      Γκιοζλερί κιορουσούν
      Μπρέ Κεμάλ Πασά
      Μπίν ισκεντζελέρ
      Νταγιανίν ολουρμούς.
 
Φτάσαμε μετά λίγο καιρό στο Αμύνταιο και εγκατασταθήκαμε στην Λακκιά, ένα μικρό χωριό που το κατοικούσαν Τούρκοι. Μείναμε 1-2 χρόνια μαζί τους   και κοντά τους έμαθα να μιλώ  τα Τούρκικα. Ο μπαμπάς μου ασχολήθηκε στην αρχή με την γεωργία και αργότερα αγόρασε και μεγάλωνε βουβάλια. Από τότε μας έμεινε το όνομα Βουβαλάδες.
Όταν μεγάλωσα,  με έκαναν προξενιό με ένα όμορφο παλικάρ τον Δημήτρη τον Καραμπουτσακίδη από την Γαλάτεια. Όλες οι φιλενάδες  μου  με ζήλευγανε γιατί  ήταν ψηλός και όμορφος με γαλανά μάτια.
Ακόμη και σήμερα με ρωτάνε ..τι σε βρήκε και σε πήρε και αγαπήθκατε?
Εγώ ήμνα κοντή αλλά   ζουμερή και ροδαλή. Στην εκκλησία ο παπάς ήθελε να με δώσει ένα σκαμνάκι αλλά ο Δημήτρης δεν τον άφησε.
Ζούσαμε ωραία χρόνια μαζί, διότι αγαπιόμασταν. Πέρασαν 23 χρόνια από τότε που πέθανε αλλά πάντα τον σκέπτομαι.
Ας με πάρ ο θεός να πάω να τον συναντήσω, εκατό χρονών έγινα.
 
Εκατό χρονών η γιαγιά Κοκκονίτσα αλλά ακμαία και  σφριγηλή, μένει στην Πτολεμαίδα μαζί με την μεγάλη κόρη της την Στρατία.
--- Το καλοκαίρι Γιώργη να ρθούνε τα παιδιάμ από την Αμερική και μετά ας πεθάνω να πάω να βρώ τον θειός τον Δημήτρη.
Μεγάλη μου χαρά όταν συναντώ γριούλες σαν την γιαγιά Κοκκόνα. Ευτυχισμένες, ζωηρές, υγιείς και  έχουν την τύχη να ζουν στα δύσκολα αυτά χρόνια με τα παιδιά τους.  Το ίδιο εύχομαι για όλες τις γιαγιάδες και παππούδες όλου του κόσμου.
 
 
  Κοκκόνα Καραμπουτσακίδου.
  Κουβούκλια  Προύσας.
 
 
ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ο παππούς ο Γιώργης  Ακριτίδης  γεννήθηκε το 1916 στο χωριό Μερσίλ του νομού Τραπεζούντας. Είναι ένας γλυκύτατος παππούς  που χαίρεσαι να συζητάς μαζί του, ευχάριστος και συμπαθέστατος. Σήμερα κατοικεί στο Αγγελοχώρι Νάουσας μαζί με την οικογένεια του γιου του Παναγιώτη.
<< Εγώ  κύριε Γιώργο εγεννέθα σο χορίο Μερσίλ της Τραπεζούντας το 1916 και πάνω-κάτω είμαι 96 χρονών.
Το Μερσίλ  ήταν καθαρά ελληνικό  χορίο και δεν απείχε πολύ από την θάλασσα. Το θυμάμαι διότι πολλές φορές  και σε ηλικία 4-5 χρονών, περπατούσα  δύο ή τρείς ώρες, κατέβαινα  στην θάλασσα  και πήγαινα στις βάρκες των ψαράδων, οι οποίοι μου έδιναν  ψάρια. Έδενα από τα στόματά τους δυο παλαμίδες ,τις κρεμούσα στον λαιμό μου και τις έφερνα στο σπίτι. Εκεί περίμενε η  μάνα μου με τα αδέλφια μου  για να τα μαγειρέψει και να τα φάμε.
Φτώχεια καταραμένη Γιώργη. Η απασχόληση των κατοίκων του χωριού ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, αλλά και αυτή περιορισμένη. Γύρω μας ήταν πολλά τουρκικά  χωριά, με τους κατοίκους των οποίων δεν είχαμε καθόλου προβλήματα. Ήταν και αυτοί πολύ φτωχοί, πιο φτωχοί θα έλεγα από εμάς, και πολλές φορές έρχονταν τα βράδια στο χωριό  μας και έκλεβαν τα απλωμένα ρούχα από τις αυλές των σπιτιών.
Ο πατέρας μου για να μπορεί να μας συντηρήσει, έφυγε στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάζονταν σε μια εγγλέζικη εταιρεία. Ακούγαμε για τον πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά δεν φανταζόμασταν ότι θα αναγκαζόμασταν να αφήσουμε τα σπίτια μας για να πηγαίναμε σε μια άλλη χώρα.
Έτσι μας ανέβασαν σε ένα τούρκικο καράβι από το λιμάνι της Τραπεζούντας και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι φθάσαμε στην Κωνσταντινούπολη. Μείναμε λίγο καιρό στην Πόλη και μετά αναχωρήσαμε για την Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στον προσφυγικό καταυλισμό της Καλαμαριάς. Μετά δεκαπέντε μέρες και ενώ είχαν αποφασίσει να πάμε  δέκα οικογένειες στην περιοχή της Καβάλας, κάποιοι δικηγόροι μας παρακίνησαν να πάμε  στην περιοχή του Αγγελοχωρίου.
 Φθάσαμε στο Αγγελοχώρι και εγκατασταθήκαμε στα σπίτια των ντόπιων, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να μας φιλοξενήσουν   για έναν περίπου χρόνο. Αργότερα ο Εποικισμός μας έχτισε σπίτια, πήραμε και  χωράφια και ξεκινήσαμε μια καινούργια αλλά συγχρόνως δύσκολη ζωή. Ήμασταν μεγάλη οικογένεια με πέντε παιδιά. Αυτό που μας δυσκόλευε πιο πολύ ήταν το άσχημο κλίμα και τα πολλά κουνούπια που κάθε βράδυ μας ρουφούσαν το αίμα.
Σε ηλικία 8 χρονών πήγα στο σχολείο του Αγγελοχωρίου, το οποίο και τελείωσα, συνέχιζα όμως να βοηθώ τον πατέρα μου στις δουλειές του.
Το 1937 πήγα φαντάρος και ένα χρόνο αργότερα πήρα μέρος στους Πανελλήνιους στρατιωτικούς αγώνες όπου πήρα μέρος στο αγώνισμα ρίψης χειροβομβίδας. Θυμάμαι  καλά ότι στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε με την έναρξη των αγώνων, είχαμε κάνει πολλές και σκληρές προπονήσεις, με σκοπό την διάκριση του Σώματός μας. Στους αγώνες διακρίθηκα διότι έριξα την χειροβομβίδα περίπου στα πενήντα μέτρα.
Ήμουν είκοσι ετών όταν παντρεύτηκα την γειτονοπούλα μας  την Αναστασία Μπαλταζίδου, της οποίας η καταγωγή ήταν από τα ελληνικά χωριά της περιοχής του Απές. Μαζί της έκανα έξι παιδιά. Μετά λίγο καιρό  πήγα φαντάρος στην Αλβανία υπηρετώντας στο πυροβολικό, όπου η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική από ότι στο πεζικό, το οποίο είχε πολλές απώλειες.
Δυστυχώς το 1985 πέθανε η Αναστασία  και με άφησε μόνο μου. Μένω τώρα με τον γιό μου τον Παναγιώτη και ευτυχώς είμαι καλά στην υγεία μου. Δεν αντιμετώπισα  μέχρι τώρα κανένα σοβαρό πρόβλημα  υγείας και ελπίζω  να παραμείνω έτσι.
Εν τω μεταξύ καθ΄όλη την διάρκεια της συνέντευξης ο παππούς κάπνιζε και στην παρατήρησή μου γιατί καπνίζει τόσο πολύ, απάντησε ότι αυτή η ευχαρίστηση του έμεινε και δεν πρόκειται να την κόψει. Συμπαθέστατος ο παππούς, δίπλα του το εγγόνι του τον θαύμαζε  με καμάρι. Μακάρι όλα τα εγγόνια να έχουν τέτοιους λεβέντες παππούδες.
Του ευχήθηκα να είναι πάντα υγιής, του φίλησα το χέρι, πήρα την ευχή του και αποχώρησα.
 
     Ακριτίδης Γιώργος
    Μερσίλ Τραπεζούντας
 
 
ΑΜΟΙΡΑΔΗ – ΔΗΜΟΓΛΟΥ ΜΑΤΡΩΝΑ
Η γιαγιά Ματρώνα είναι 98 χρονών και διαμένει στο Άνω Ζερβοχώρι  του δήμου Ναούσης.  Την συνάντησα  στο σπίτι της στο Άνω Ζερβοχώρι όπου ζει υπό την επίβλεψη του γιού της του Ευριπίδη. Μια ακόμη γλυκύτατη γριούλα  που πλησιάζει έναν αιώνα ζωής και οι  ρυτίδες στο πρόσωπό της φανερώνουν τα βάσανα που πέρασε. Οι ρυτίδες όμως αυτές δεν σκληραίνουν το πρόσωπό της, δεν την αγριεύουν  αλλά  αντίθετα της προσδίνουν μια ιδιαίτερη γλυκύτητα  και την κάνουν πιο συμπαθή και αγαπητή.
<< Εγώ κύριε Γιώργο πάνω – κάτω είμαι εκατό χρονών, δόξα στον πανάγαθο θεό. Το όνομά μου  το έδωσε ο παππούς μου ο οποίος πήγαινε συχνά στην Ρωσία, όπου το άκουσε, του άρεσε και έτσι με βαφτίσανε Ματρώνα. Από την Τουρκία ήρθα σε μικρή ηλικία και δεν θυμάμαι να σου πω πάρα πολλά πράγματα. Κατάγομαι από το Απές του νομού Σεβάστειας οι περισσότεροι κάτοικοι του οποίου μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Ειρηνούπολης.
Στο χωριό μας ζούσαν μόνο Έλληνες. Δίπλα μας ήταν πολλά Τουρκικά χωριά και η μάνα μου έλεγε ότι οι κάτοικοί τους ήταν πολύ καλοί και  είχαν πολύ καλές σχέσεις. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν  με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Σχολείο  δεν με έστελναν οι γονείς μου διότι  ήθελαν να πηγαίνω μαζί τους στα χωράφια και να τους βοηθώ. Έτσι έμεινα αγράμματη.
Φτωχικά περνούσαμε στο Απές, διότι ήταν πολύ φτωχική περιοχή. Θυμάμαι μια φορά που η μάνα μου με έστειλε στην εκκλησία με τα τσαρούχια. Ντράπηκα, τα έβγαλα και πήγα στο σπίτι ξυπόλυτη.   Τα τελευταία χρόνια ακούγαμε πολλά για τον πόλεμο μεταξύ  της Ελλάδας και της Τουρκίας. Μας έλεγαν στην αρχή ότι νικούσαν οι Έλληνες και χαρήκαμε. Μετά όμως  μας είπαν ξαφνικά ότι η Ελλάδα έχασε τον πόλεμο και ότι έπρεπε να φύγουμε για την Ελλάδα.
Έτσι μια μέρα  ξεσπιτωθήκαμε και μαζί με άλλα επτά χωριά ξεκινήσαμε για την Σαμψούντα απ΄ όπου θα παίρναμε το καράβι για την Ελλάδα. Περπατούσαμε πολλές μέρες και γέμισαν τα πόδια μας φουσκάλες και πληγές. Μια στιγμή σταμάτησα να περπατώ και κάθισα πάνω σε χαλίκια και έπαιζα.  Όταν η μάνα μου κατάλαβε ότι έλειπα γύρισαν πίσω και ευτυχώς με βρήκαν  και με πήραν μαζί τους, διότι θα πέθαινα από την πείνα μόνη και έρημη. Από τότε η μάνα μου πρόσεχε περισσότερο εμένα και τα πέντε αδέλφια μου.
Φτάσαμε με το πλοίο σε μια μεγάλη και όμορφη πόλη. Θάμαξαν τα μάτια μας ,τόσο όμορφη ήταν.  Αυτή είναι η  Κωνσταντινούπολη μας έλεγαν οι μεγάλοι, εδώ είναι και ο Πατριάρχης μας. Στην Κωνσταντινούπολη  μας χώρισαν σε ομάδες και μας έστειλαν στην Ελλάδα.
Την δική μας ομάδα την έστειλαν στην Αιδηψό της Εύβοιας. Όταν φθάσαμε στην Αιδηψό πάνω στην μεγάλη φασαρία  με έκλεψε μια γυναίκα και με έκρυψε μέσα σε ένα κασόνι. Ευτυχώς όμως  μια άλλη γυναίκα που άκουσε τις φωνές μου, με ελευθέρωσε και με παρέδωσε στους γονείς μου. Εμένα και την  αδελφή μου μας παρέδωσαν   στο ορφανοτροφείο της πόλης, όπου η καημένη η αδελφή μου δεν άντεξε και πέθανε.
Από την Αιδηψό φύγαμε και πήγαμε στην Αριδαία, όπου παραμείναμε πέντε χρόνια και μετά εγκατασταθήκαμε, έστω και για λίγο στην Κρύα Βρύση. Στην Κρύα Βρύση  στους χωριανούς μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα μεγάλα καλαμπόκια και τους άκουγα συχνά να λένε
<< αδακά με τα σκάλας τοπλάβνε τα λαζούδε >>.
Μετά την Κρύα Βρύση βρήκαμε καταφύγιο στο Ζερβοχώρι όπου και παραμείναμε. Κάναμε σπίτι, πήραμε χωράφια και δουλεύαμε όλοι μας πολύ σκληρά για να επιζήσουμε.
Δεκαέξι χρονών παντρεύτηκα τον Γιώργο τον Σταμπολίδη, τον οποίο όμως έχασα πολύ σύντομα στον Αλβανικό πόλεμο. Αργότερα παντρεύτηκα ξανά  τον Γιάννη  Δημόγλου με τον οποίο έκανα οικογένεια. Πριν πολλά χρόνια έχασα και τον  δεύτερο  άνδρα μου και τώρα δόξα τον θεό πλησιάζω τα εκατό αλλά είμαι καλά στην υγεία μου. Έχω και τα παιδιά μου που με προσέχουν και περνώ καλά. Να ζήσεις και συ πολλά χρόνια Γιώργο και να χαίρεσαι τα παιδιά σου.
Φίλησα την γιαγιά, την ευχαρίστησα για τις ευχές που μου έδωσε και της ευχήθηκα με την σειρά μου υγεία και χαρά.
 
 
      Αμοιράδη Ματρώνα
      Απές Σεβάστειας.
 
ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ









Ο μπάρμπα Γιάννης γεννήθηκε το 1915 στο  Πάμπουτζακ Ντεβρέντ  και σήμερα ζει στην Νέα Λυκογιάννη.
Το Πάμπουτζακ  κύριε Γιώργο είχε περίπου 1500 κατοίκους  και  βρίσκεται  κοντά στο δημόσιο δρόμο Νίκαιας και Γενή Σεχήρ.  Ανήκε στην Μητρόπολη της  Νίκαιας . Είχε 9 μαχαλάδες  και ο  καθένας είχε το όνομα της μεγαλύτερης οικογένειας που ζούσε εκεί. Ο μεγαλύτερος μαχαλάς ήταν του Αγίου Γεωργίου όπου βρίσκονταν η πλατεία, η εκκλησία και το σχολείο. Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, ήταν πέτρινη  με ωραίο τρούλο που είχε ζωγραφισμένο τον Παντοκράτορα.  Είχε όμορφο γυναικωνίτη  και στο δάπεδο είχε στρωμένες μεγάλες γκριζόασπρες πλάκες.
Είχε δυο παπάδες που λειτουργούσαν και οι δυο μαζί. Τον έναν τον θυμάμαι διότι έμενε στην  γειτονιά μας και τον έλεγαν παπά Άνθιμο. Έξω από το χωριό σε απόσταση ενός χιλιομέτρου ήταν μια τοποθεσία που οι Τούρκοι ονόμαζαν Χιτιρέλες ενώ  οι  Έλληνες την αποκαλούσαν Άη Γιώργη. Σύμφωνα με την παράδοση κάποιος δικός μας είδε ένα όνειρο και πήγε σε αυτό το μέρος, έσκαψε και βρήκε τα θεμέλια μιας παλιάς εκκλησίας. Στον ίδιο χώρο έχτισε μια εκκλησιά  και από ότι έλεγαν οι γηραιότεροι, τις  σκοτεινές νύχτες του χειμώνα άκουγαν να καλπάζει το άλογο του Αι Γιώργη. Όταν γιόρταζε  ο Αι Γιώργης πηγαίναμε εκεί κάναμε κουρμπάνια και γλεντούσαμε μέχρι το βράδυ.
Υπήρχαν αρκετά Αγιάσματα  που όταν γιόρταζαν πήγαιναν και έκαναν Θεία Λειτουργία. Το σχολείο μας ήταν εξατάξιο και οι δάσκαλοι  έρχονταν από το Γενή Σεχήρ, την Νίκαια και την Προύσα. Τα μαθήματα που δίδασκαν ήταν Ιερά Ιστορία, Αλφαβητάρι, Αριθμητική και Ψαλτική. Εγώ σχολείο δεν πήγα καθόλου διότι βοηθούσα τον πατέρα μου στις γεωργικές εργασίες ή βοσκούσα τα πρόβατα.
Το χωριό μας ήταν πλούσιο και κύρια προϊόντα του ήταν οι ελιές, κουκούλια και κηπευτικά τα οποία πουλούσαν στην Νίκαια και στην Προύσα. Όλοι μιλούσαμε Τουρκικά ,τα Ελληνικά τα μάθαμε εδώ στην Ελλάδα. Οι γονείς μας εδώ στην Νέα Λυκογιάννη μιλούσαν μεταξύ τους μόνο Τούρκικα.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε για την Ελλάδα  βάλαμε στα κάρα ότι μπορούσαμε και φύγαμε στα Μουδανιά απ΄ όπου πήραμε το παπόρι για την Ραιδεστό.  Από εκεί φθάσαμε στην Θράκη, μείναμε λίγο καιρό στην Κομοτηνή και μετά κατευθυνθήκαμε για την Βέροια. Πολλοί χωριανοί έμειναν στην Ροδόπη και άλλοι στον νομό Σερρών.
Εμείς ήρθαμε στην Βέροια  και εγκατασταθήκαμε στην Λυκογιάννη όπου ασχοληθήκαμε με την γεωργία και την κτηνοτροφία.  Εγώ το 1941 παντρεύτηκα την Βασιλική Γκιονουνλού με την οποία απέκτησα τέσσερα παιδιά. Δύσκολα τα χρόνια που ακολούθησαν  με τους πολέμους  και αργότερα σαν να μην έφθασαν όλα τα κακά ήρθε και η πλημμύρα που κατέστρεψε όλη την περιουσία μας.
Άντε πάλι φτού και από την αρχή. Φύγαμε από την  Παλιά Λυκογιάννη και εγκατασταθήκαμε στην Νέα, όπου δόξα τον θεό τα καταφέραμε και συνεχίσαμε την ζωή μας. Σήμερα είμαι 96 ετών ,έχω τα παιδιά και τα εγγόνια μου και περιμένω να πεθάνω, σε λίγο πλησιάζω τα εκατό.
Να τα εκατοστήσεις  μπάρμπα Γιάννη με υγεία και χαρά.
 
 
                     Αμοιρίδης Ιωάννης.
                    Πάμπουτζακ Ντεβρέντ Νίκαιας.
 
 
ΑΝΘΟΥΛΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ –ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ
Σε λίγο καιρό μπαίνουμε στο σημαδιακό έτος 2012 που για εμάς τους  Μικρασιάτες -Ποντίους έχει κάποιο επετειακό χαρακτήρα. Κλείνουν ενενήντα χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολύ λίγοι έχουν μείνει από αυτούς οι οποίοι έχουν ζήσει το τραγικό αυτό συμβάν, και η αναζήτησή τους για τις ανάγκες του ρεπορτάζ έχει γίνει πολύ δύσκολη. Μία από αυτές τις γιαγιούλες, που ευτυχώς χαίρουν πλήρης υγείας είναι και η γιαγιά Ανθούλα ή Αθηνά ή Ανθούσα που μένει με τον γιό της Αδάμ στο σπίτι τους, στην οδό  Πιερίων.
Κρατούσε μολύβι και έγραφε κάτι όταν την επισκέφθηκα.
<< Ντέφτας γιάγια >> ? την ρώτησα.
-Την ιστορίαμ γράφτο πούλιμ Όταν αποθάνω τα εγγόνεμ να διαβάζνε την ιστορίαμ. Εγώ εγγενέθα το 1917 ή 1918 κι θυμούμαι καλά, στο Κατεριντάρ της Ρωσίας το οποίο βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα.
Πρώτος πήγε εκεί, φεύγοντας από την Τουρκία,  ο θείος της μάνας μου, πήρε δάνεια από τον τσάρο και έκανε τσιφλίκια-πλαντάτσια, χτίζοντας ένα χωριό στην μέση ακριβώς μιας μεγάλης και εύφορης πεδιάδας. Έτσι σιγά- σιγά πήγαν όλοι οι συγγενείς εκεί όπου και εργάζονταν στα χωράφια. Εκεί λοιπόν πήγε και ο πατέρας μου όπου γνώρισε την μάνα μου την Άννα  και γέννησαν εμένα.
Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στο χωριό Λερίν της Αργυρούπολης, στην συνοικία Κυριακάντων. Οι κάτοικοι του Λερίν ήταν γανωτζήδες και τους θυμάμαι που ήταν πάντοτε λερωμένοι  και βρώμικοι. Σε αντίθεση με αυτούς οι κάτοικοι της συνοικίας Κυριακάντων ήταν τεχνίτες, μαραγκοί και πολλοί από αυτούς φοίτησαν, όπως και ο πατέρας μου, στο περίφημο Φροντιστήριο Τραπεζούντας.
 Έλεγαν ότι, το χωριό μας πήρε το όνομά του από τον Κύριο  Ιησού Χριστό, διότι πολλοί κάτοικοι ασπάσθηκαν το ράσο και έγιναν παππάδες.
Είχα και μια μικρότερη αδελφή την Αλεξάνδρα η οποία ήταν πολύ φιλάσθενη. Το κλίμα της Ρωσίας δεν ήταν υγιεινό και ο πατέρας μου αποφάσισε να μας στείλει μαζί  με την μάνα μας στο Λερίν για  να γιάνει η άρρωστη αδελφή μου.
Δυστυχώς όμως η Αλεξάνδρα  δεν άντεξε,  πέθανε  και μετά από λίγο καιρό πέθανε και η μητέρα μου αφήνοντάς με ορφανή. Ζούσα πλέον με τους συγγενείς των γονιών μου αναμένοντας τον πατέρα μου να έρθει να με πάρει πίσω στην Ρωσία.
Εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει ο πόλεμος μεταξύ της Ελλάδας  και  Τουρκίας και ξαφνικά  έμαθα από τον θείο μου ότι έπρεπε να φύγουμε  για την Ελλάδα όπου αργότερα  θα έρχονταν να μας συναντήσει και ο πατέρας μου.
Έτσι το 1922 αναχωρήσαμε για την Ελλάδα όπου πρώτος μας σταθμός ήταν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και μετέπειτα ο προσφυγικός καταυλισμός του Χαρμάνκιοϊ.  Δύσκολη  η ζωή μέσα στα τσαντίρια και ευτυχώς δεν μείναμε για πολύ καιρό. Οι συνθήκες διαμονής ήταν τρισάθλιες ιδίως για εμάς τα μικρά παιδιά. Θυμάμαι περνούσα κάτω από τα σύρματα που ήταν γύρω-γύρω από τον καταυλισμό και πήγαινα σε μία βρύση και μετέφερα νερό  μέσα σε τενεκεδάκια στα τσαντίρια μας.
Κάθε χωριό από όλα τα μέρη της Μικράς Ασίας και του Πόντου, όριζε ένα επικεφαλή, κάτι σαν πρόεδρο, ο οποίος με μια μικρή ομάδα αποφάσιζε για τον οριστικό τόπο της  μετεγκατάστασής τους.
 Ο δικός μας επικεφαλής ήταν ο θείος μου ο Τριανταφυλλίδης Τριαντάφυλλος, που σπούδασε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και ο οποίος μας οδήγησε  στο χωριό Μπάρμπες Κούτλες της Ημαθίας την σημερινή Βεργίνα.
Εκεί ήρθε και μας βρήκε ο πατέρας μου το 1928. Εγώ ήμουν όμορφη πολύ έξυπνη και ήθελα να μάθω γράμματα. Δυστυχώς όμως αυτό δεν ήταν δυνατό διότι ήμασταν πολύ φτωχοί. Δύσκολη  η ζωή στο χωριό, όπου ασχοληθήκαμε με την γεωργία και την παραγωγή καπνών, δεν μου άρεσε καθόλου.
Σε ηλικία 16 ετών γνώρισα τον μετέπειτα άνδρα μου τον Δημήτρη τον Θεοδωρίδη και τον ερωτεύθηκα.
<< Αμόν άγγελος έτονε>>!!  Ο πατέρας μου όμως δεν  ήθελε να με παντρέψει  και έτσι αναγκαστήκαμε να κλεφτούμε και να εγκατασταθούμε στο Μετόχι. Ο Δημήτρης ήταν και αυτός Πόντιος και κατάγονταν από το χωριό Μπέζ Κιλισέ της Αργυρούπολης.
Παντρευτήκαμε το 1933 και κάναμε πέντε παιδιά. Περάσαμε δύσκολα χ αλλά ευτυχισμένα χρόνια  αλλά  τα καταφέραμε. Μετά από αρκετά χρόνια φύγαμε από το Μετόχι και εγκατασταθήκαμε  στην Βέροια, κοντά στα Εβραϊκά. Δυστυχώς ο Δημήτρης πέθανε το 1999 και από τότε ζώ με τον γιο μου τον Αδάμ, ο οποίος έχει και την επίβλεψή μου.
Η ζωή μου ήταν πικρή και γλυκιά και ευτυχώς τα πικρά χρόνια τα πέρασα σε μικρή ηλικία. Τώρα δόξα τον πανάγαθο  αν και 95 χρονών είμαι καλά στην υγεία μου και περνώ καλά μαζί με τα παιδιά μου>>.
Χείμαρρος   η γιαγιά δεν σταματούσε με τίποτε και όταν διηγούνταν την ιστορία της φαίνονταν να περνούν χιλιάδες εικόνες από μπροστά της. Δυσάρεστες αλλά και ευχάριστες συνάμα.
< Όταν θα γράφτο το βιβλίομ θα  στο δώσω να το διαβάσεις και να μάθεις  την ιστορία μου που ήταν γεμάτη ένταση>>.
Προσπάθησα να φιλήσω το χέρι της αλλά το τράβηξε πίσω.
<< Εγώ ποπάς κ΄ είμαι, έλα ας φιλώσε σο μάγουλο>>.
 Φίλησα την γιαγιά, ευχαρίστησα τον κύριο Αδάμ για την φιλοξενία και της ευχήθηκα  τώρα με το νέο έτος 2012 να είναι πάντα υγιής και χαρούμενη.
 
     Ανθούλα Παυλίδου-Θεοδωρίδου
     Λερίν Αργυρούπολης.
AΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ–ΤΣΟΥΡΑΠΙΔΟΥ
 ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
 
Η  γιαγιά Αλεξάνδρα  γεννήθηκε το 1913  και ζει σήμερα  στην Βέροια μαζί με την εγγονή της.  Δυστυχώς η γιαγιά Αλεξάνδρα  δεν βλέπει καθόλου  και την βοηθούν η κόρη της και η εγγονή της.
<< ο πατέραμ έτονε ασήν Σαμψούντα, μου διηγείται η συμπαθέστατη και μικροσκοπική γιαγιούλα. Όταν έφυγε από την Σαμψούντα πήγε στο Σοχούμ  της Γεωργίας, όπου εγεννέθα.
Ο πατέραμ επήνε γεωργικές εργασίες για να μεγαλώσει την οικογένειά μας, κάτω από άσχημες συνθήκες.
Όταν πέθανε ο πατέραμ η μάναμ επαντρέφτε έναν άλλο  και  σε ηλικία 13 χρονών έρθαμε στην Ελλάδα μαζί με τον αδελφόμ τον Νικολάκη που τον είχα μεγάλη αδυναμία.
Αχ το πουλίμ ακόμη θυμούματο. Σην Ελλάδα έρθαμε στην Καλαμαριά , όπου η μάνα μου αρρώστησε και μπήκε στο νοσοκομείο. Ο καημένος ο Νικολάκης έφυγε από κοντά μας να ψάξει για την μάνα μας και εξαφανίστηκε. Χάθηκε για πάντα. Τον ψάξαμε παντού  αλλά  χάθηκε, λες και τον κατάπιε η γη. Εν τω μεταξύ πέθανε και η καημέντσα η μάναμ και ο παραπατέραμ  επήρε με και πήγαμε στην Ραχιά Ημαθίας.
Εκεικά πούλιμ εδούλεψα πολύ σκληρά. Και ντο δουλείας κι επήκα ?
Παιδικά χρόνια δεν κατάλαβα, διότι δούλευα σκληρά στα χωράφια και στα καπνά. Μικρή- μικρή επαντρεύτα  έναν χήρο τον Αποστολίδη τον Γρηγόρη  και επήκα 5 παιδία.
Και μετά την παντρείαμ εξακολούθησα να δουλεύω σκληρά στα χωράφια και σα παζάρε. Όλα  αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα είχα ένα μεγάλο παράπονο ότι δεν ήτανε κοντά μου κανένας συγγενής και φίλος.
Μεγάλωσα μόνη μου, έζησα μεγάλη δυστυχία και σήμερα  που πλησιάζω τα 100 ζω με τα παιδιά μου που με αγαπούν και με προστατεύουν.
Γλυκύτατη η γιαγιά Αλεξάνδρα, μέσα στις λουλουδάτες πυζάμες της έμοιαζε περισσότερο με ένα μικρό παιδάκι.
Οι ρυτίδες στο πρόσωπό της φανέρωναν την δυστυχία  που έζησε στα σκληρά παιδικά της χρόνια.  Δίπλα της η κόρη της ,η εγγονή της και το γαμπρός της κρέμονταν από τα χείλη της.
Δεν έζησε καλά παιδικά χρόνια η γιαγιά, δεν είχε φίλους και συγγενείς αλλά τώρα που χρειάζεται την ανάγκη τους έχει τα παιδιά της και τα εγγόνια της που την λατρεύουν.
Σου εύχομαι γιαγιά Αλεξάνδρα να τα εκατοστήσεις και να ζήσεις τα τελευταία χρόνια  με υγεία και χαρά.

    Αποστολίδου-Τσουραπίδου Αλεξάνδρα.
    Σοχούμ Γεωργίας.


ΒΛΑΧΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Ο παππούς Βασίλης  είναι σήμερα 92 χρονών και ζει μαζί με την σύζυγό του στο χωριό Νησί Ημαθίας.
<< Εγώ κύριε  κύριε Γιώργο κατάγομαι από την περιοχή της Μαγνησίας η οποία στα Τουρκικά λέγεται  Manisa.
H μάνα μου κατάγονταν από το χωριό Τσαούσογλου, ενώ ο πατέρας μου από το Μουτεβελί. Ήμουν πολύ μικρός και δεν θυμάμαι τίποτε από την  πατρίδα μου, ούτε καν τον τρόπο με τον οποίο φύγαμε από αυτήν.
Έλεγε η μάνα μου ότι πριν την Μικρασιατική  Καταστροφή ένας αδελφός της εγκατέλειψε την Μικρά Ασία και  εγκαταστάθηκε στην Αταλάντη Φθιώτιδας για να εργαστεί σαν δάσκαλος.
Η μάνα μου είχε και άλλα αδέλφια τα οποία χάθηκαν στην Μικρά Ασία. Εκεί έχασα και τον πατέρα μου και έμεινα ορφανός.
Μετά το 1922 φύγαμε με την μάνα μου και πήγαμε στην Αταλάντη, όπου παραμείναμε για λίγο καιρό.
Αργότερα μαζί με άλλους συγχωριανούς μας  καταλήξαμε στο Καρυοχώρι Εορδαίας.  Εκεί συστήθηκε μια επιτροπή η οποία έψαχνε να βρει τον κατάλληλο τόπο εγκατατάστασής  μας.
Η επιτροπή αυτή ήρθε και στο Νησί Ημαθίας, τους άρεσε και έτσι ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε σε αυτόν τον τόπο.
Δουλέψαμε σκληρά για να επιβιώσουμε και το κράτος για να μας βοηθήσει μας έχτισε σπίτια του Επικοισμού και μας έδωσε χωράφια για να τα καλλιεργούμε.
Το 1947 παντρεύτηκα  μια ντόπια κοπέλα την Μαρία Πιπέρκο  με την οποία, πορεύομαι όλα αυτά τα χρόνια.
Μαζί της απέκτησα τρία κορίτσια τα οποία όμως παντρεύτηκαν και έφυγαν από το χωριό.
 Όταν έχουμε όμως την ανάγκη τους είναι πάντα κοντά μας. Όπως τώρα που η σύζυγός μου είναι στο νοσοκομείο και την προσέχουν  τα κορίτσια μου.
Έχουμε πάρει επίσης  μια κοπέλα την οποίο πληρώνουμε και μας προσέχει.
Στην Μικρά Ασία δεν πήγα και δεν το επιθύμησα τότε που ήμουν νέος, τώρα πια ελπίζουμε να είμαστε υγιείς και να φύγουμε από αυτόν τον κόσμο χωρίς πολλά προβλήματα.
Μακάρι παππού  Βασίλη να είστε πάντα υγιείς και εύχομαι η κυρά Μαρία να αναρρώσει γρήγορα και να έρθει κοντά σου.

 
 
 
 
                      Βλάχος Βασίλειος
                      Μουτεβελι και Τσαούς Κιόϊ Μαγησίας.




ΒΟΥΤΣΙΚΙΔΟΥ ΖΩΗ
 
Γεννήθκα στα Κουβούκλια Προύσας  στις 1 Ιανουαρίου του 1912 και ήμνα  κόρη του Φώτη Καραμανλή  και της   Βασιλικής. Είχα πέντε αδέλφια εκ των οποίων ο μικρότερος ο Γιώργης γεννήθηκε στον δρόμο της προσφυγιάς.
Έμεναμε κοντά στον Αγιοπήγαδο  και έπαιζαμε κάθε μέρα στην πλατεία. Το χωριό μας ήντανα μεγάλο  και  είχαμε πολλούς παλικαράδες. Τούρκος δεν πάτσενα στο χωριό. Το 1914 με το Σεφέρ Μπεϊλίκ προσπάθσανε να  πατήσνε το χωριό μας, όπως έκαναν στα άλλα μικρά Ελληνικά χωριά, αλλά  οι μπουμπάδες μας δεν τους άφσανε. Ως και οι μανάδες μας φυλούσανε σκοπιά .
Εγώ τον μπουμπάμ τον έχασα πολύ μικρή. Μετά το Σεφέρ Μπειλίκ έπαιρναν  και τους  Έλληνες  στο στρατό και τους έστελναν στα Αμελέ Ταμπουρού, όπου πέθαιναν από τις κακουχίες. Οι έρμες οι μανάδες έδιναν στους άνδρες και τα παιδιά τους ρετσινόλαδο για να φαίνονται άρρωστοι και να μη πάνε στο στρατό. Εμένα αρρώστησε ο μπουμπάσημ στον στρατό, τον πήγανε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί πέθανε πριν προλάβει η μάναμ να τον δει ζωντανό.
Έλεγαν οι παππούδες μας ότι οι πιο πολλοί από το χωριό ήρτανα από την Μάνη της Πελοποννήσου και έκατσανε στα χωριά γύρω από την Απολλνιάδα λίμνη. Γι ΄αυτό ήντανα μεγάλ΄ φασαριατζήδες. Μικρή ήμνα στο χωριό αλλά μάθαινα κάθε τόσο ότι έγινε φασαρία  και σκοτώθκε ο τάδε ή ο άλλος.
Τα κορτσούδια τ΄αρραβώνιαζαν νωρίς-νωρίς και μέχρι να παντρευτούν δεν τολμούσαν να κυτάξνε τον αρραβωνιαστκό τους.
Μια μέρα η αδελφή του Μιλτιάδ του Τριχούλ που έμενανε στην Πλατεία της Στέρνας, όταν έλειπαν  οι γονείς της έβαλε στο σπίτ τον αρραβωνιαστικότς. Τον αγαπούσε πολύ η έρμη. Τους είδε όμως ο νουνός της, πήγε στο σπίτ  και έσφακσενα το κορίτς.
Τέτοια μπουνταλακίκια έφτιαχναν οι δικοί μας.

--Είχαμε όμορφο σχολειό  στον μαχαλά της εκκλησιάς  αλλά οι περισσότερες δεν πήγαιναμε περισσότερο από 2-3 τάξεις. Και όταν πήγαινάμε εκεί έτρωγαμε ξύλο από τον δάσκαλο τον Βασίλ του Ντομουχτσή  επειδή δεν διάβαζαμε και δεν ξαναπατούσαμε.
Καθόμασταν στο σπίτ  και βοηθούσαμε την μάνα μας στις δουλειές, καθάριζαμε  τις αυλές, άνοιγαμε τα κοζάκια ή αρμάθιαζαμε καπνό. Οι  μανάδες μας  δούλευγανε σκληρά στα χωράφια και το βράδ έκαναμε νυχτέρια. Μαζευόμασταν στα σπίτια, έκαναμε τσαχλαμπούσκες – πόπ κόρν- και κεντούσαμε όλες μαζί στο καρκάφ –τελάρο. Όποτε ήντανα ξεκούραστες έφτιαχνανε  κουβουκλιώτκα γλυκά, μουστουκούληκα, κεφτέρια, χουσμερί ή μπουρμαλού.
Τις δυο τελευταίες μέρες του Πάσχα  τα ανύπαντρα κορίτσια του χωριού καθώς  και αυτές που θαλά παντρευτούν αυτήν την χρονιά  μαζευόντουσαν σε ένα μέρος για να χορέψνε. Το έθιμο αυτό το έλεγαν Χορεύτρια.
Γυναίκες με παιδιά, μικρά κορτσούδια σαν εμένα και άνδρες δεν  επιτρέπονταν να πάνε εκεί , αλλά έβλεπαν από μακριά. Χόρεβγαν οι αρραβωνιασμένες, και οι πεθερές τις έδιναν διάφορα δώρα. Τότε ο χορός συνεχίζονταν προς τιμή αυτής που έκανε το δώρο.
Θάτανε μεγάλ ντροπή να χόρευε μια νύφ κ΄η πεθεράτς να μη την έκανε δώρο, αμέσως θα χώριζαν.
Με την μάναμ πήγαιναμε συχνά στο Αγίασμα του Αγίου Βαραδά. Μεγάλος Άγιος τούτος με το αγίασμα  τ΄ έγιανε αυτούς που είχανε στο σώμα τους γεράδες.
Οι λεχώνες 20-25 μέρες μετά την γέννα πήγαιναν στον Αϊ  Βαραδά  άναβαν κεριά   και έπλυναν μετά το μωρούδ για να το βοηθά ο Άγιος και να μη αρρωσταίν(ει).
Είχαμ΄ κι άλλα  Αγιάσματα στο χωριό. Αυτό που θυμούμε καλά ήταν το Αγίασμα του Αϊ Θανάς γιατί ήντανα εκεί κοντά ένα μεγάλο τσινάρ που πέντε άντρες δεν μπόρσανε να το αγκαλιάσνε. Στις 2 Μαΐου έφτιαχνανε εκεί παλαίστρες και πάλεβγανε τα παλικάρια από τα Κουβούκλια και από τα γύρω χωριά. ΄Όταν ήρτε ο Ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία χάρκαμε πολύ . Επιτέλους ήρθε η λεφτεριά. Τα παλικάρια στους δρόμους τραγούδαγανε πατριωτικά τραγούδια.

 

Γεια σας Κουβούκλια όμορφα και συ Μυσόπολη γεια σας
που δεν άφσατε τους εχθρούς να μπούνε στα χωριά σας.

 Ή το άλλο..

 Ω κοφτερό και λυγερό σπαθί μου και συ τουφέκι λυγερό πουλί μου.
Εσείς τον Τούρκο διώξατε τον τύραννο σπαράξατε.
Να ζήσει το σπαθί μου ν΄ αναστηθεί η πατρίς μου.

 

Δυστυχώς όμως τα χαμπέρια από τον πόλεμο δεν ήντανα καλά. Το κατάλαβαμα όταν έβλεπαμα  τους χωριανούς να μιλάν ανήσυχα. Και ξαφνικά ήρθε η ώρα  που έπρεπε άρον- άρον να φύγμε απ΄το χωριό.

 Ούτε που κατάλαβα τίποτα

Θυμάμαι μόνο, μικρό κορτσούδ, τον  Χατζήπαπα να φωνάζ τους χωριανούς που έφευγαν…..
                  …χωριανοί που πάτενα θα ρημάξτενα το χωριό !!

Έγκυος η μάναμ με τον Γιώργη στην κοιλιάτς μαζί με τον πατριόμ μας έβαλανα στο κάρο για τα Μουδανιά..
Όταν βγήκαμα από το χωριό, κοντά στα Κοπέλια, γύρσα το κεφάλιμ  και το είδα για τελευταία φορά.

--Έβαλανα φωτιά στο χωριό οι Έλληνες στρατιώτ, καίγεται η εκκλησιά φώναζαν κάποιοι.

Πέρασαμε τα Κοπέλια και άλλα Τούρκικα χωριά και πήραμε τον δρόμο για τα Μουδανιά. Παντού τρελαμένιοι Έλληνες με τον φόβο στα πρόσωπάτνα.

         …..τρεχάτενα Κεμάλς έρχεται θα μας σφάξ.

Πήραμε το παπόρ από τα Μουδανιά  και βγήκαμε στο Ραιδεστό. Από εκεί στο χωριό Λαχανάς μας έδωσανε κάρα και σαν σε κηδεία, τράβηξαμε για τ΄  Ελλάδα.
Εκεί στο δρόμο απάν στο κάρο γεννήθκε και ο Γιώργης. Τα βράδια σταματούσαμε, άναβαμε φωτιές , αν έβρεχε κοιμόμασταν κάτ απ΄τα κάρα και έτσι φθάσαμε στην Ροδόπη, όπου κάθσαμε τρία χρόνια στο Κιουτσούκ Κιόϊ.
Αργότερα ήρθαμε  στην Μεσιανή Κοζάνης, όπου μας έδωσαν χωράφια και οικόπεδα να φτιάξμε τον συνοικισμό που τον ονόμασαμε Κουβούκλια. Να μείνει κάτι απ’  το χωριό μας. Ασχολούμασταν με την γεωργία και με την αμπελουργία.
Τα παιδιά πηγαίναμε σχολειό και πάν σε ψάθες μάθαιναμε γράμματα.
Μεγάλωσα και εγώ , παντρεύκα τον Θανάς τον Βούτσκογλου και έκανα 4 παιδιά. Μετά από πολλά χρόνια ήρθαμε όλοι στην Βέροια που ήταν και πιο πλούσιο μέρος.
Πριν λίγα χρόνια πέθανε ο μπάρμπα Θανάς και μένω μόνημ με τον γιομ και την νύφημ, δόξα τον θεό μ΄ ΄εδωσε προκομένη νύφ, περιμένοντας και εγώ να πεθάνω ,να πάω να τονε βρώ.
Αυτά είχα να πω. Σ ευχαριστώ  Γιώργη μ΄ που με σκέφκες. Πες και στον δήμαρχο Προύσας ευχαριστώ για την κάρτα που μ ΄ έστειλε, και που έφτιαξε τον Αϊ Βαραδά  και δεν τον γκρέμσε.






 
    Ζωή Βουτσικίδου
    Κουβούκλια Προύσας.



ΓΕΡΟΝΤΙΔΟΥ-ΣΑΡΙΑΝΝΙΔΟΥ ΕΙΡΗΝΗ

Η γιαγιά Ειρήνη  ζει με την κόρη της Πολυτίμη στην Νέα Νικομήδεια Ημαθίας. Μια αληθινή αρχοντογυναίκα η οποία στα ενενήντα πέντε χρόνια της ξεχωρίζει με τα ευγενικά χαρακτηριστικά της, τον τρόπο ομιλία της και την εν γένει προσωπικότητά της.
Εγώ κύριε Γιώργο κατάγομαι από την Τραπεζούντα, εκεί γεννήθηκα  στις 20 Απριλίου του 1917. Πατέρα ς μου ήταν ο  Χρήστος Γεροντίδης ο οποίος είχε άλλα τέσσερα αδέλφια. Από τα αδέλφια του πατέρα μου παντρεμένος ήταν μόνο ο μεγαλύτερος αδελφός του ο οποίος μάλιστα  έφυγε από το σπίτι τους και πήγε σώγαμπρος στα πεθερικά του, επειδή η γυναίκα του ήταν από πλούσια οικογένεια.
 Όταν πέθανε η μάνα τους, δηλαδή η γιαγιά μου αναγκάστηκαν να φύγουν στην Ρωσία  η οποία βρίσκονταν σε πόλεμο με την Τουρκία και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Λιντάβα. Το 1918 ο θείος μου γύρισε στην Τραπεζούντα για να πάρει κάποια πράγματα από το σπίτι του αλλά εκεί τον πρόλαβε ο πόλεμος και δεν μπόρεσε να διαφύγει. Έτσι αναγκάστηκε μαζί με πολλούς Έλληνες από την περιοχή να καταφύγουν στα βουνά  αναζητώντας τρόπους για να επιστρέψουν στην Ρωσία.
Κοντά στα Τουρκορωσικά σύνορα  είχαν ακούσει ότι υπήρχε ένα μονοπάτι απόκρημνο, δίπλα στην θάλασσα, το οποίο χρησιμοποιούσαν αυτοί που ήθελαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία.  Την παρακάτω ιστορία Γιώργο μου την έλεγε ο θείος μου και έκλαιγε διότι αυτά που είδε ήταν φρικιαστικά.
Πήραν λοιπόν το μονοπάτι το οποίο θα τους οδηγούσε στην νέα τους πατρίδα, μπροστά τα γυναικόπαιδα και πίσω  οι άνδρες. Δυστυχώς όμως τους πήραν χαμπάρι οι Τούρκοι και έγινε μεγάλη σφαγή.  Όποιον έπιαναν  οι Τούρκοι  τον έσφαζαν και πετούσαν το κεφάλι του στην θάλασσα. Στο σημείο εκείνο η θάλασσα είχε βαφτεί κατακόκκινη από το αίμα των σφαγμένων. Αυτοί που κατάφεραν να γλυτώσουν  ανέβηκαν ξανά στα βουνά όπου για να επιζήσουν και να ξεγελάσουν την πείνα και την δίψα τους, έγλυφαν μεγάλες πέτρες.
Στην Ρωσία Γιώργο μου περνούσαμε καλά και ασχολούμασταν με την γεωργία και την παραγωγή καπνών. Και εκεί όμως μας κυνήγησε η κακοδαιμονία, διότι μπορεί να γλυτώσαμε από τους Τούρκους αλλά μετά  άρχισαν οι διώξεις από τον Στάλιν και έτσι τέλη Μαρτίου του 1924 αναγκαστήκαμε να έρθουμε στην Ελλάδα.
Κατεβήκαμε στην Θεσσαλονίκη όπου για λίγο καιρό μείναμε στην Καλαμαριά και αργότερα φύγαμε για το Κιλκίς. Στο Κιλκίς μείναμε λίγο καιρό, και σε αυτό το χρονικό διάστημα καλλιεργούσαμε πάλι καπνά, δουλειά την οποία γνωρίζαμε ήδη από την Ρωσία.  Εγώ ήμουν περίπου επτά χρονών, και πρόσεχα το μωρό μας στο σπίτι όταν οι γονείς μου πήγαιναν να εργαστούν στα χωράφια.
Μετά το Κιλκίς  καταφύγαμε στον Ίσβωρο Κοζάνης και η τελική κατάληξή μας ήταν το Καπνοχώρι ή αλλιώς Σοφουλάρ. Το 1926 έγινε  διανομή χωραφιών, πήραμε και ένα σπίτι για να κατοικούμε και πάλι φτού από την αρχή.
Εγώ ήμουν πολύ όμορφη κοπέλα  και με ήθελαν πολλά παλικάρια της περιοχής. Τελικά με έκαναν προξενιό με τον μετέπειτα άνδρα μου τον Σαριαννίδη Κωνσταντίνο από το διπλανό χωριό την Κοιλάδα, ο οποίος ήταν πολύ καλός και έξυπνος. Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Πάραλι του Ατάπαζαρ.
Μαζί του έκανα τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια  και δυο κορίτσια. Εγκατασταθήκαμε στο χωριό του την Κοιλάδα Κοζάνης  και ασχοληθήκαμε με την γεωργία και την παραγωγή καπνών τα οποία είχαν τότε πολύ μεγάλη αξία. Έτσι καταφέραμε και κάναμε κάποια περιουσία.
Ζήσαμε ωραία και ευτυχισμένα μέχρι το 1992  που πέθανε ο Κωνσταντίνος και τον έχασα. Τώρα μένω στην Νέα Νικομήδεια με την  κόρη μου την Πολυτίμη, η οποία με προσέχει  και με περιποιείται. Ο θεός να την έχει πάντοτε καλά. Δόξα στον πανάγαθο είμαι καλά στην υγεία μου  και εύχομαι να μην αρρωστήσω και πέσω στα κρεβάτια.
Λεβέντισσα η γιαγιά Ειρήνη, Τραπεζούντια με ευγενική καταγωγή ξεχωρίζει από όλες τις άλλες Πόντιες γιαγιούλες που γνώρισα, εύχομαι ο θεός να την έχει για πολλά χρόνια καλά στην υγεία της, και να εκατοστήσει τα χρόνια της.

 
 
     Γεροντίδου Ειρήνη
     Τραπεζούντα



ΓΙΑΒΡΟΓΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ο παππούς Απόστολος μένει στην Βέροια  και η καταγωγή του είναι από την όμορφη πόλη της Φρυγίας την Κιουτάχεια  το αρχαίο Κοτύαιον, το οποίο ήταν και η πατρίδα του Αισώπου.
Η Κιουτάχεια βρίσκεται 65 χιλιόμετρα από το Εσκή Σεχήρ, ενενήντα από την Προύσα και 300 από την Άγκυρα. Πριν την Μικρασιατική Καταστροφή είχε 35 χιλιάδες κατοίκους από τους οποίους οι πέντε χιλιάδες ήταν Έλληνες. Σήμερα είναι παγκοσμίως γνωστή για τις υπέροχες  πορσελάνες της και έχει πληθυσμό 250 χιλιάδες κατοίκους.

 <<Εγώ κύριε Γιώργο γεννήθηκα στην Κιουτάχεια το 1919 και είμαι πάνω- κάτω 92 χρονών. Ήμουν πολύ μικρός και δεν θυμάμαι  πολλά πράγματα από την ιδιαίτερη πατρίδα μου. Ο πατέρας μου  ήταν οικοδόμος στο επάγγελμα και από ότι έλεγε αργότερα περνούσαμε πολύ καλά.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκατασταθήκαμε με άλλους συμπατριώτες μας στην Βέροια. Στην όμορφη Βέροια ο μπαμπάς μου  εξακολούθησε να εργάζεται σαν οικοδόμος αλλά συγχρόνως και με την γεωργία, με τα χωράφια που πήραμε από το κράτος.
Είχε σύνολο τέσσερα παιδιά, αγόρια , που τον βοηθούσαμε σε όλες τις δουλειές του. Στην Βέροια τελείωσα το σχολείο αλλά δεν συνέχισα λόγω φτώχειας, αν και ήμουν πολύ καλός μαθητής.
Μεγαλώνοντας άρχισα να μαθαίνω ραπτική και συνέχισα ασκώντας το επάγγελμα του ράφτη. Το 1953 παντρεύτηκα την εκλεκτή της καρδιά μου την Κατίνα την Ζαφειρίου, της οποία η καταγωγή ήταν από το Αϊβαλί.
Ήταν πολύ όμορφη η γυναίκα μου και είχε πολύ υπέροχα μάτια. Αποκτήσαμε δυο παιδιά τον Πασχάλη και την Κυριακή. Περνούσαμε πολύ ωραία , δυστυχώς όμως η Κατίνα πριν 3,5 χρόνια πέθανε γεγονός που με στεναχώρησε διότι την αγαπούσα πολύ.
Τώρα είμαι μόνος μου και ευτυχώς στέκομαι στα πόδια μου ακόμη και έχω τα παιδιά μου που με επιβλέπουν. Στην Κιουτάχεια δεν θέλησα ποτέ να πάω διότι δεν την γνώρισα καθόλου και δεν αναμνήσεις από αυτήν.
Συμπαθέστατος ο παππούς, έχει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Όταν παρατήρησα ότι φαίνεται γερός μου είπε όχι κύριε Γιώργο  τα φαινόμενα απατούν, γερός δεν είμαι ..γέρος είμαι.
Ευχαρίστησα τον παππού και τον γιό του Πασχάλη που με δέχτηκαν, και του ευχήθηκα  να είναι πάντα υγιής και να τα εκατοστήσει.

  
   Γιαβρόγλου Απόστολος
   Κιουτάχεια

 





ΔΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ

Η γιαγιά Δεμερτζίδου  Σοφία  γεννήθηκε το 1919, είναι 92 ετών και  κατοικεί στον Σταυρό Ημαθίας.
Μια γλυκιά γριούλα που σου προκαλεί  συναισθήματα αγάπης και συμπάθειας. Δεν θυμάται πολλά πράγματα, αλλά έχει καλή πνευματική διαύγεια και μπορείς να συνομιλήσεις  άνετα μαζί της, χωρίς προβλήματα.

--- Πατέρας  σημ έτονε ο Πασχαλίδης  ο Χαράλαμπος και μάναμ η Κεϊσίδου η Δέσποινα. Έμεναν  στο χωριό Κίραζλι , ένα από τα 14 χωρία του Ατάπαζαρ.  Πολλά πράματα κι θυμούμε ασο χορίο μουνε. 
Ο πατέραμ  και η μάναμ έτονε φτωχοί  και δούλευαν  στα χωράφια. Έσπερναν λαζούδ, σιτάρια και είχαν λευκουτάρε. Θυμάμαι την μάναμ άλεθε λαζούδ, το είχε στην τσέπη της και όταν πεινούσα μου το έβαζε στην χούφτα μου και το έτρωγα.
Πήγαινα  με τα αδέλφεμ στο ποτάμ  που ήταν δίπλα σο χωρίο και επήναμε μπάνιο. Θυμάμαι κάποτε σο πανοήρ τη Παναγίας τον Αύγουστο, πήγε ο πατέραμ σο Ίντζιρλι- Καράσου να πουλεί τα λευκουτάρε.  Έβρε τον έμπορο του έδωσε τα λευκουτάρε  και αυτός του είπε να περιμένει εκεί να του φέρει τα λεφτά.
Αντί να φέρ όμως τα παράδας, εξαφανίστηκε. Στεναχωρέφτε ο πατέραμ, έρθε το βράδο σπίτ το είπε την μάνα μου  που άρχισε να κλαίει  και να τον κατηγορεί.

-Αχ τζάπα εδούλεβα όλο το καλοκαίρ, πάνε τα παράδας.

-Ε ντο να φτάω Σόφια εκόμποσεμε ο Τούρκο έλεγε ο καημένος ο πατέραμ καταστεναχωρεμένος, πολλά επόνεσατονε.

Καλός και ήσυχος άνθρωπος έτονε ο πατέραμ Γιώργο, άκακος. Μετά λίγο καιρό τον κάλεσαν οι Τούρκοι για προσωπική εργασία κοντά στην θάλασσα του Κοτσάαλι και μαζί με  πολλά άλλα παλικάρε από τα Ελληνικά χωρία και τα σκότωσαν. Κάλεσαν  και τον ξάδελφομ τον Γιάνγκο αλλά αυτός το κατάλαβε  δεν πήγε και γλίτωσε.
Μετά  απ΄ αβουτό το φονικό έξέβαμε σο βουνό. Περπάτνε η μάνα μ μπροστά και πίσω πήγαινα εγώ με τα αδέλφια μου. Όταν κουραζόμουν έκλαιγα και έλεγε η σχορεμέντσα η μάναμ.

--Μη κλαίς Σόφια , θα ακούνε την λαλίας οι Τούρκ και θα σκοτόνεμασε.

Με έπαιρνε στην  ρέσενατς  και εκουβάλνεμε μέχρι το ορμάν να κρύφκουμες αση Τούρκς. Ασό βουνό  είπανε οι τρανοί να φέβομε ση Νικομήδεια. Φθάσαμε  στον Σακαριοπόταμο   και εκεί ο Γιάνγκο, ο τρανό ο αδελφόμ  επήρεμε στον όμο νατ , περάσαμε το ποτάμ και επήγαμε σην Νικομήδεια
Από την Νικομήδεια πήραμε το παπόρ, βρώμικοι και  ταλαιπωρημένοι και φύγαμε για την Ελλάδα. Θυμούμαι ότι  μείναμε στην Καλαμάτα, σην Πελοπόννησο  όπου μετά από λίγο καιρό  επάντρεψάμε τον Γιάνγκο μουνε με ένα κορίτς ασο χωρίο μουνε..
Αργότερα πήγαμε στην Κυπαρισσία και από εκεί φύγαμε για την Μακεδονία, όπου καταλήξαμε  στο χωριό Βαλτολίβαδο της Σκύδρας.
Στο Βαλτολίβαδο  πήραμε χωράφε και ασχοληθήκαμε με την γεωργία.  Εγώ το 1934 επαντρεύτα  τον Δεμερτζίδη , έρθα σον Σταυρό  και επήκαμε 4 κορίτσε..
 Άχ πούλιμ Γιώργο  πολλά εστεναχώρεψεμε η Μορφούλα η θυγατέραμ, πέθανε πολλά νέα και έκαψε την καρδίαμ. Καλά περάσαμε στον Σταυρό με τον άντραμ ο οποίος πέθανε το 1981.  Ήθελα πολύ να πάω στο χωρίομ το Κίραζλι, να επαίνα σο ποταμόπο να φτάω μπάνιο, να πάω σην εκκλησία την Παναϊα να αφτήνω ένα κερί.

 Εσύ Γιώργο πήες στο  Κίραζλι. Επάτεσε το ποδάρις τα χώματα τη πατρίδας σημ? Ευλοημένος νάσαι. Επήκανε οι Τουρκάντ τζαμί την εκκλησία? Αχ Γιώργο  εκεί κοντά σην πλατεία της εκκλησία έτονε και τη ποπά το σπίτ. Θυμούματο, πήαινα εκεί με την μάναμ και επήναμε νυχτέρε.
Όμορφο και ευλοημένο έτονε το Κίραζλι. Έρθε εψές το εγγόνιμ  σο σπίτ και είπατονε ιστορίας  για το Κίραζλι
Εχάρε το πουλίμ και μου υποσχέθηκε ότι θα πάει για να προσκυνά τα μέρη όπου εγεννέθα και όπου εσκοτώθε ο πάππος σατ. Ίσαλαχ να μπορεί και πάει το πουλίμ να λέπ το χωρίομ.
Υποσχέθηκα στην γλυκύτατη γιαγιά ότι αν θα πάω ξανά στο Κίραζλι να της φέρω μια σακούλα με φουντούκια από την αγαπημένη της πατρίδα . Με ευχαρίστησε με φίλησε στοργικά, της ευχήθηκα να τα εκατοστήσει και έφυγα αφάνταστα συγκινημένος. Την υπόσχεσή μου θα την κρατήσω, διότι αξίζει γι΄ αυτούς τους ανθρώπους να κάνουμε τις κάθε είδους θυσίες.
 
 


                 Δεμερτζίδου Σοφία
                 Κίραζλι Ατάπαζαρ
 
 
 
 

ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΟΥΚΟΥΡΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Την γιαγιά Βασιλική την επισκέφθηκα στο χωριό της την Κυψέλη  Ημαθίας. Είναι ενενήντα χρονών και γεννήθηκε στο Νιχώρι Τσατάλτσας.
<< Εγώ κύριε Γιώργο ήμουν δεκαπέντε ημερών όταν οι γονείς μου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, το όμορφο Νιχώρι το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Τσατάλτσας. Η μητέρα  κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη, παντρεύτηκε με προξενιό τον πατέρα μου, εγκατέλειψε την Πόλη και εγκαταστάθηκε στο Νιχώρι. Ο πατέρας μου ονομάζονταν Γιώργος Κουκουρίκος και η μάνα μου Περικλυμμένη.
Μετά την αποχώρησή μας από το Νιχώρι ήρθαμε για λίγο καιρό με άλλους πατριώτες, μέχρι να βρούμε οριστικό τόπο διαμονής, στο Χαρμάνκιοϊ της Θεσσαλονίκης. Πολλοί πατριώτες πήγαν στο νομό Κοζάνης, άλλοι σκορπίστηκαν στην Μακεδονία και οι γονείς μου ακολούθησαν τις 75 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην Κυψέλη. Στην Κυψέλη χτίσαμε σπίτι, πήραμε χωράφια και ασχοληθήκαμε  με την γεωργία. Σε ηλικία  τριών ετών έχασα τον πατέρα μου  από πνευμονία.
Μετά λίγα χρόνια η μάνα μου αναγκάστηκε να παντρευτεί για δεύτερη  φορά, και με τον δεύτερο άνδρα της απέκτησε ακόμη μια κόρη, την αδελφή μου την Τασούλα.
Σχολείο πήγα μέχρι την Τετάρτη τάξη, αργότερα το σταμάτησα και βοηθούσα την μάνα μου στις δουλειές   του σπιτιού και στα χωράφια.
Την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής  γνώρισα και παντρεύτηκα τον άνδρα μου τον  Κλεάνθη Ζαφειρόπουλο, ο οποίος ήταν ντόπιος στην καταγωγή και απέκτησα μαζί του δυο κόρες. Δυστυχώς όμως πέθανε πολύ νέος , σε ηλικία σαράντα πέντε ετών.
Από τότε μένω μόνη μου στην Κυψέλη. Είμαι καλά στην υγεία μου  και όποτε χρειαστώ κάτι έρχονται οι κόρες μου και με βοηθούν.Η κυρά Βασιλική μπορεί στα χαρτιά να είναι ενενήντα χρονών αλλά εκ πρώτης όψεως μοιάζει με 75-80. Της ευχήθηκα να τα εκατοστήσει και να είναι πάντοτε υγιής,και χαρούμενη.


 
    Βασιλική  Ζαφειροπούλου - Κουκουρίκου
     Νιχώρι Τσατάλτζας

ΑΘΗΝΑ  ΘΩΜΙΔΟΥ
Η γιαγιά Αθηνά είναι  γεννηθείσα το 1919  από ότι γράφει η ταυτότητά της αλλά είναι τουλάχιστον 3-4 χρόνια μεγαλύτερη, σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιού της Μιχάλη  ο οποίος την φροντίζει. Την συνάντησα πριν από πολλά χρόνια στο χωριό της, τα Κουβούκλια Κοζάνης για να  ζητήσω πληροφορίες σχετικά με τον τόπο όπου γεννήθηκε, τα Κουβούκλια Προύσας. Αυτήν την συνέντευξη θα  δημοσιεύσω σήμερα, διότι  επισκεπτόμενος την  θεία την Αθηνά διαπίστωσα  με μεγάλη μου λύπη ότι πάσχει από γεροντική άνοια και δεν ήταν δυνατή κάποια συνομιλία μαζί της.
<<< Το χωριό μου Γιώργημ ήταν τα Κουβούκλια Προύσας, εκεί γεννήθκα. Ήταν  μεγάλο το χωριόμ και Τούρκος δεν το πάτσε. Το είπανε έτς διότι ο τόπος  που ήταν κτισμένο έμοιαζε με ένα  προστατευτικό κουβούκλιο, που προστάτευε τους χωριανούς από  τους κακοποιούς. Έλεγανα οι παππούδες μας ότι η καταγωγή πολλών κατοίκων του χωριού μας ήντανα από την Μάνη της Πελοποννήσου  και γι΄αυτόν τον λόγο ήταν τόσο σκληροί και ατρόμητοι.
Εγώ ήμνα μικρή και δεν πήγαινα σχολειό. Η  μάναμ κι ο μπουμπάσημ ασχολούνταν με τις γεωργικές εργασίες τα καπνά και τα κουκούλια. Το σπίτ μας ήντανα μεγάλο και στο πάνω μέρος ξέρανάμε τα καπνά και τα κουκούλια.
Οι γυναίκες βοηθούσαν τους άνδρες στις γεωργικές εργασίες  και βέβαια έκαναν και τις δουλειές του σπιτιού. Θυμάμαι που μαζεύγουνταν στην αυλή του σπιτιού μας και άνοιγαν φύλλα για να κάνουν κουσκούς, πληγούρ, ταρχανά, μακαρόνια, μπουρέκια για τον χειμώνα, όπως και κάμποσα γλυκά όπως μπουρμαλού, μουστοκούληκα ρετσέλια, κεφτέρια και χουσμερί.
Τις δυο τελευταίες μέρες του Πάσχα μαζεύγουνταν τα ανύπαντρα κορτσούδια και οι κοπέλες που παντρέφκανε εκείνη την χρονιά, σε ένα ανοιχτό μέρος με σκοπό για να χορέψνε.
Οι άνδρες, όπως  και οι γυναίκες που είχαν  παιδιά δεν επιτρέπονταν να πάνε εκεί, αλλά μπορούσαν να κοιτάνε από μακριά. Έπαιζαν τα όργανα  και οι αρραβωνιασμένες κοπέλες σηκώνονταν για να χορέψνε. Όταν μια αρραβωνιασμένη κοπέλα χόρευε πρώτη, σκώνονταν η πεθεράτς και την έβαζε στο λαιμό τς ένα μπιλετζήκ ή ένα άλλο δώρο. Τότε όλες οι κοπέλες χόρευαν για να τιμήσνε την πεθερά που έκανε δώρο στην νύφ. Αυτό βέβαια γίνονταν   αν το δώρο ήταν μεγάλο, αν ήταν μικρό όλες το κουτσομπόλεβγαν.
Το  έθιμο αυτό το έλεγαν Χορεύτρια και είχε και άλλον σκοπό οι μελλοντικές πεθερές να διαλέξνε τις μελλοντικές νύφες τους. Θα λα σε πω ένα τραγουδούδ  που μέμαθε η μάναμ που το τραγουδούσανε στην Χορεύτρια.
Και άρχισε η θειά Αθηνά να τραγουδά με την γλυκιά φωνή της όχι μόνο ένα αλλά πολλά τραγούδια. Σταματημό δεν είχε. Τι όμορφο και συγκινητικό να βλέπεις και να ακούς ηλικιωμένους ανθρώπους στην δύση της ηλικίας τους  να σου βγάζουν τα εσώψυχά τους, να τα κάνουν τραγούδι και να στα τραγουδούν? Αλησμόνητη εμπειρία.
Μια συννεφιασμένη μέρα.
Μια συννεφιασμένη μέρα  και μια σκοτεινή βραδιά
βάρκα γύρις΄άνω κάτω και πνιγήκαν δυο παιδιά.
Το ένα ήτανε ο Νίκος του  Θεόδωρου υιός,
τ΄άλλο ήταν τα΄Αρμενάκι στην εμορφάδα ξακουστό.
Και ο Θόδωρος φωνάζει τάζει λίρες και φλουριά
για τον Νίκο μου θα φέρτε για κεγώ θα σκοτωθώ.
Θάλασσα δεν θέλει γρόσια, θάλασσα δεν θέλει φλουριά
 θάλασσα θέλει τον Νίκο να τον έχει συντροφιά.
 
Απάν στα κεραμίδια.
Απάν στα κεραμίδια νερό τρεχάμενο
και η δική μου αγάπη πουλί πετάμενο.
Έλα πουλί μου έλα, έλα το  Σάββατο
να πέσουν οι εχθροί μας μέσα στον θάνατο.
Έλα πουλί μου έλα έλα την Κυριακή
να πέσουν οι εχθροί μας  μέσα στην φυλακή.
Έλα το λέγω εσένα πουλί αγγελικό.
 Καλά περνούσαμε Γιώργη μέχρι  την στιγμή που έπρεπε να φύγμε από την πατρίδα μας. Πήγαμε στα Μουδανιά για να πάρμε το καράβι που θα μας έφερνε στην Ραιδεστό.Πολλά άτομα προσπαθώντας να ανέβουν στο μεγάλο καράβι  έπεφταν στην θάλασσα,  και επειδή δεν ήξεραν μπάνιο πνίγονταν. σταθήκαμε στα πόδια μας. Όταν μεγάλωσα παντρέφκα και τον θείος τον Νικόλα τον εγγονό του Παπαθόδωρου, που ο πατέρας του χάθκε στα Αμελέ Ταμπουρού. Ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε  στα Κουβούκλια Κοζάνης . Αποκτήσαμε τρία κορίτσια και ένα αγόρι τον Μιχάλη που μας προσέχουν και μας αγαπάνε πολύ>>.Από την Ραιδεστό φθάσαμε στην Ελλάδα και από εκεί μετά από πολλές περιπλανήσεις εγκατασταθήκαμε στην Γαάτεια Πτολεμαίδας.








Και όμως τα καταφέραμε και

Γέρασε η καημένη η γιαγιά Αθηνά, κρίμα που λόγω  της ασθένειάς της δεν μπορεί να μου πει ένα ακόμη τραγουδάκι παρά μόνο κοιτώντας  με απορημένα με τα όμορφα μάτια της, γύριζε στον γιο της τον Μιχάλη και τον ρωτούσε.
Ποιος είναι τούτος? Τονα ξέβρω?
Φίλησα την γιαγιά χαιρέτησα τον γιό της τον Μιχάλη και την νύφη την Δέσποινα που την λατρεύουν και την φροντίζουν, και  έφυγα για άλλον προρισμό.
 
 
 
                                              Θωμίδου Αθηνά
                                               Κουβούκλια Προύσας
 
ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ  ΣΟΝΙΑ








Την γιαγιά Σόνια  την συνάντησα στο χωριό της το Διαβατό Ημαθίας  όπου κατοικεί με τον γιο της και την νύφη της. Είναι πολύ συμπαθητική γριούλα, χαίρει άκρας υγείας, με μοναδικό της πρόβλημα την μερική απώλεια μνήμης.
<< Εγώ κύριε Γιώργο κατάγομαι από το Αρντίτς Πελίτ  το οποίο βρίσκεται  στην περιοχή του Ατάπαζαρ και ανήκει στα 14 Ελληνικά χωριά.  Γεννήθηκα το 1916  και σήμερα άνω-κάτω πρέπει να είμαι 95 χρονών. Από το χωριό μου δεν θυμάμαι τίποτε διότι  ήμουν πάρα πολύ μικρή, γέρασα κιόλας και ξέχασα τα πάντα.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι εγκαταλείποντας το χωριό μου  ήρθαμε στη Ελλάδα και μετά από πολλές παραπλανήσεις καταλήξαμε στην Ακρινή Κοζάνης.Δύσκολα χρόνια  και δουλέψαμε όλοι, μικροί μεγάλοι, πολύ σκληρά για να τα βγάλουμε πέρα. Θυμάμαι τα αδέλφια μου, τον Θεόφιλο, την Ελένη , την Αγγελική που πηγαίναμε μαζί στα χωράφια βοηθώντας τους γονείς μας, τσαπίζοντας τα καλαμπόκια.
Είχα ακόμη μια αδελφή την Ανίτσα την οποία χάσαμε όταν  εγκαταλείπαμε την Τουρκία. Ήμασταν  στριμωγμένοι  σε μια γωνιά  του πλοίου  μαζί με μια γειτόνισσά μας, η οποία  ζαλίστηκε και θέλησε να πάει στο κατάστρωμα για να πάρει αέρα. Μετά από λίγο  η Ανίτσα μας θέλησε να την ακολουθήσει και έφυγε από κοντά μας. Τι συνέβη δεν το πολυκατάλάβαμε. Η Ανίτσα μας φαίνεται γλύστρησε και έπεσε στο νερό και πνίγηκε.Όταν το καταλάβαμε ήταν πολύ αργά, δεν μπορέσαμε να την σώσουμε.
Σε πολύ μικρή ηλικία αναγκάστηκα να παντρευτώ , με συνοικέσιο  τον Σάββα από τον Άγιο Δημήτριο. Ο γάμος μας  κράτησε μόνο ενάμισυ χρόνο  διότι  ο άνδρας μου  είχε μαυροτήγανο, μια κακιά αρρώστια, και πέθανε.
Μετά από λίγο καιρό με ξαναέκαναν προξενιό και παντρεύτηκα στο Διαβατό  τον Κώστα Κεχαγιόγλου. Δυστυχώς όμως και σε αυτόν τον γάμο μου δεν είχα περισσότερη τύχη. Ξέσπασε ο πόλεμος με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, και ο Κώστας επιστρατεύτηκε και πήγε να πολεμήσει στην Αλβανία. Χάθηκε στην Αλβανία και από τότε δεν τον ξαναείδα. Έμεινα εδώ στο Διαβατό  και δούλεψα σκληρά μόνη μου για να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Σήμερα είμαι 95 χρονών, έχω τα παιδιά μου που με προσέχουν,είμαι καλά στην υγεία μου και περιμένω τον θεό να με πάρει κοντά του.
Ευχαρίστησε την γιαγιά Σόνια, πήρα την ευχή της και έφυγα για άλλον προορισμό.
     Κεχαγιόγλου Σόνια
      Αρντίτς Πελίτ Ατάπαζαρ
 
ΣΟΦΙΑ  ΚΟΤΡΙΔΟΥ- ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΓΟΥ
 
Γεννήθηκε στο Μπουλντούρ του Ικονίου τον Μάρτιο του 1915, και ήταν κόρη της Ευδοξίας και του Ευάγγελου Σταμπούλογλου.
Ο πατέρας της Κυρά Σοφίας Ευάγγελος ήταν απόφοιτος Οθωμανικού Λυκείου της Κωνσταντινούπολης , απ΄ όπου πήρε και το επίθετο  Σταμπούλογλου δηλαδή Πολίτης. Τελειώνοντας τις σπουδές του εργάζονταν σαν γραμματικός στο Κονάκι του Μπουλντούρ.
Οι γονείς της μητέρας της κατάγονταν από το Μπαϊντήρι που απείχε 78 χιλιόμετρα από την Σμύρνη. 
Ο πατέρας της μάνας της  ήταν σαράφης στο επάγγελμα  και κατείχε σπουδαία κοινωνική θέση στο Μπαϊντήρι.
Στο πανέμορφο αρχοντικό του φιλοξενούνταν κάθε τόσο σπουδαίοι επισκέπτες. Η Σοφία ανέφερε συχνά στα παιδιά της ότι ο παππούς ήταν πολύ πλούσιος και είχε στο σπίτι αραπίνες υπηρέτριες, οι οποίες όταν καθάριζαν το σπίτι έβρισκαν συχνά πάνω στα πανάκριβα χαλιά χρυσές λίρες. Τα ρούχα που φορούσαν η μητέρα και τα αδέλφια της ήταν  μεταξωτά και  τα καπέλα φερμένα από τις αγορές της Ευρώπης, ενώ δε φοιτούσαν συχνά σε διάφορα χοροδιδασκαλεία.
Η Μικρασιατική Καταστροφή βρήκε την μικρή Σοφία σε ηλικία 7 ετών στο Μπουλντούρ. Πέρασαν μετά από κακουχίες και ταλαιπωρίες στην Ελλάδα αφήνοντας πίσω την γλυκιά πατρίδα. Πρώτος σταθμός η Πάρος όπου έμεναν μαζί με πολλούς άλλους στον Ιερό Ναό της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής.
 Η μικρή Σοφία βλέποντας τους άλλους πρόσφυγες να ζητιανεύουν ζήτησε και αυτή από την μάνα της ένα τενεκεδάκι να ζητιανεύσει και αυτή, για να βοηθήσει την οικογένειά της. Της άρεσε πάρα πολύ ο θόρυβος που έκανε  το νόμισμα πέφτοντας στο τενεκεδάκι.
Επόμενος σταθμός ήταν ο Πειραιάς όπου ο μπαμπάς Ευάγγελος για να συντηρήσει την οικογένειά του, πουλούσε στις λαχανοαγορές λεμόνια. Οι δύσκολες καταστάσεις τον οδήγησαν στον Βόλο. Στην όμορφη πολιτεία της Θεσσαλίας υπήρχε μια παραγκούπολη με πολλά μικρά μαγαζιά.
Έξυπνος και εργατικός άνθρωπος ο Ευάγγελος άνοιξε ένα ψητοπωλείο  το οποίο δούλευε καλά εξασφαλίζοντας το ζήν στην οικογένειά του. Δυστυχώς όμως το ψητοπωλείο άρπαξε φωτιά και κάηκε και ο μπαμπάς Ευάγγελος αναγκάσθηκε να ασχοληθεί με το εμπόριο, πουλώντας τσιγάρα, σπίρτα και αλάτι.
Οι κακουχίες τον είχαν τσακίσει. Κάποτε, διηγόνταν η Κυρά Σοφία στα παιδιά της, πήγε ο μπαμπάς της σε ένα μαγαζί να αγοράσει προϊόντα και ο υπάλληλος τον πέρασε για ζητιάνο και του έδωσε έναν παρά. Το γεγονός αυτό το αντιλήφθηκε το αφεντικό και τον μάλωσε λέγοντάς του ότι αυτός ήταν ένας σπουδαίος και πολύ μορφωμένος άνθρωπος. Και για να το επιβεβαιώσει του έδειξε την υπογραφή του μπαμπά Ευάγγελου που ήταν ένα αριστούργημα.
Η Σοφία εν τω μεταξύ μεγάλωσε και παντρεύτηκε αποκτώντας και ένα παιδί. Δυστυχώς όμως ο άνδρας της σκοτώθηκε κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και έτσι η Σοφία με τα αδέλφια άφησαν τον Βόλο και εγκαταστάθηκε στην Βέροια όπου γνώρισε  και παντρεύτηκε τον Πόντιο Κοσμά Κοτρίδη με τον οποίο απέκτησε άλλα τρία παιδιά.
Ο Κοσμάς Κοτρίδης  ασχολούνταν με την γεωργία και διέμενε με την οικογένειά του στον Προμηθέα. Στην καινούργια αυτή συνοικία της Βέροιας έμεναν μόνο Πόντιοι και όταν αργότερα άρχισαν να έρχονται Μικρασιάτικες οικογένειες που δεν ήξεραν καλά τα Ελληνικά, η Κυρά Σοφία  εκτελούσε χρέη διερμηνέα για να τους βοηθήσει να συννενούνται  μεταξύ τους. Η Κυρά Σοφία παρά το γεγονός ότι κατάγονταν από αστική οικογένεια  βοηθούσε τον άντρα της στις γεωργικές εργασίες και μεγάλωσε και σπούδασε με μεγάλο κόπο τα παιδιά της.Σήμερα η Κυρά Σοφία μένει στον Προμηθέα μαζί με τα παιδιά της. Δυστυχώς πάσχει από γεροντική άνοια γεγονός που δεν της επιτρέπει να επικοινωνεί άμεσα με το περιβάλλον της. Τις πληροφορίες μου τις έδωσε ο γιος της Θωμάς. Πότε -πότε σε κάποιες αναλαμπές της μνήμης της, αναφέρεται στο Μπαιντήρι , στο Μπουλντούρ και στις δοκιμασίες της προσφυγιάς.
Κατά τα άλλα όμως είναι γερή και της ευχόμαστε να τα εκατοστήσει.


 
 
 
                   Σταμπούλογλου-Κοτρίδου Σοφία
                    Μπαϊντήρι - Μπουλντούρ Μικράς Ασίας
 
 
 
ΜΑΡΙΑ ΣΑΡΟΓΛΟΥ – ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ
Το να βρεις  ηλικιωμένους ανθρώπους  πάνω από ενενήντα ετών και να έχουν γεννηθεί μάλιστα στην Μικρά Ασία, δεν είναι εύκολο. Οι περισσότεροι   έχουν πεθάνει, και αυτούς οι οποίοι ακόμη ζούν, πολύ λίγοι συγχωριανοί   γνωρίζουν την ύπαρξή τους. Έτσι μετά πολλών κόπων και βασάνων αφού ρώτησα τους μισούς κατοίκους του Αγίου Γεωργίου, βρέθηκε ο συμπατριώτης μου ο κύριος Κοσμίδης – και τον ευχαριστώ γι΄ αυτό- ο οποίος με οδήγησε σε μια εξαίρετη και συμπαθέστατη γριούλα την γιαγιά Μαρία Σαρόγλου.
<< Εγώ κύριε Γιώργο κατάγομαι από το χωριό  Βεζίρ Χάν της Προύσας. Γεννήθηκα το 1914 και σήμερα πρέπει να είμαι ενενήντα επτά χρονών. Οι γονείς μου ήταν η Βασιλική και ο Γιορδάνης Σαρόγλου. Εγώ δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτε  από την ζωή μου στην Μικρά Ασία παρά μόνο ότι ξέρω το άκουσα από τους συγγενείς μου.
Οι γονείς μου ήταν πολύ πλούσιοι, ασχολούνταν με την αμπελουργία, την κτηνοτροφία και την σηροτροφία. Όταν έγινε το Σεφέρ μπεηλήκι  το 1914    λίγους μήνες μετά την γέννησή μου, ο πατέρας μου και ο αδελφός του κατατάχθηκαν στον τουρκικό στρατό, απ΄όπου όμως  το έσκασαν και ήρθαν και κρύφτηκαν στο χωριό, σε μια αποθήκη δίπλα στο σπίτι μας.
Μια μέρα κάποια γειτονόπουλα, παίζοντας στην αυλή μας μπήκαν στην αποθήκη  όπου κρύβοντανοι δυο φυγάδες. Μάταια ο πατέρας μου τους είπε να φύγουν και να μη το πουν σε κανένα. Αυτά ξεχύθηκαν έντρομα στους δρόμους  φωνάζοντας, ότι στην αποθήκη του Σαρόγλου ήταν ..καλικάντζαροι. Το άκουσαν οι ζανταρμάδες που τους αναζητούσαν, ήρθαν στην αποθήκη και μπροστά στα μάτια της μάνας μου, τους σκότωσαν.
Έτσι από μικροί μείναμε ορφανοί εγώ και ο αδελφός μου, ευτυχώς  είχαμε στο σπίτι  μια υπηρέτρια η οποία μας πρόσεχε και βοηθούσε την μάνα μου στις δουλειές. Τα βάσανά μου όμως δεν τελείωσαν εκεί. Κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής ήρθαν  εξαγριωμένοι Τούρκοι  στο χωριό, μάζεψαν όποιους κατοίκους βρήκαν, μαζί και την μάνα μου και τους σκότωσαν μπροστά στην εκκλησία.Εμένα με έσωσε μια ξαδέλφη μου και με πήρε μαζί με άλλους συγχωριανούς, στο βουνό. Εκεί οι μανάδες αναγκάζονταν να σκάβουν λακκούβες και να βάζουν μέσα τα κεφάλια των παιδιών τους, για να μη ακούν τα κλάματά τους οι Τούρκοι.
Στην Ελλάδα με έφερε ένα παλικάρι που δούλευε  σαν γεωπόνος στα χωράφια του πατέρα μου. Τον έλεγαν Παπαλιανό Δημήτρη και η καταγωγή του ήταν από την Καρδίτσα. Αυτός επειδή ήταν μορφωμένος  κατατάχθηκε στον στρατό και έγινε αξιωματικός.  Αυτός με μεγάλωσε. Όταν παντρεύτηκε, επειδή εγώ ήμουν πλέον μεγάλη, έκανα την νταντά των παιδιών του. Η πεθερά του κατάγονταν από την Φούστανη Αριδαίας, όπου καλλιεργούσαν κουκούλια και το καλοκαίρι πηγαίναμε να τους βοηθήσουμε. Μια μέρα, έφυγε το μικρό παιδί από κοντά μου και το έψαχνα στους δρόμους του χωριού.
Ξαφνικά  άκουσα μια φωνή να με φωνάζει και να λέει.
<< Καλέ εσύ είσαι η Μαρίκ, δόξα τω θεώ  που σε βρίσκω διότι σε ψάχνει παντού ο αδελφός σου >>.
 Ήταν η υπηρέτρια που είχαμε στην Τουρκία, η οποία με αναγνώρισε. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε  στο Καλλίφυτο Δράμας, κοντά στον αδελφό μου. Όταν παντρεύτηκε ήρθε να μείνει  στην Φούστανη, απ΄όπου κατάγονταν ο άνδρας της. Όταν μάλιστα είδε την  ουλή που είχα στο μάγουλο  τότε σιγουρεύτηκε ότι ήμουν εγώ, η παλιά κυράτσα της.
Μου είπε ότι με έψαχνε απεγνωσμένα ο αδελφός μου ο Ευτύχης ο οποίος έμενε στο Καλλίφυτο Δράμας. Έτσι  μετά από λίγο καιρό , μετά από πολλές δυσκολίες ήρθε ο αδελφός μου  και ξανασυναντηθήκαμε. Τον επισκέφτηκα στο χωριό του στην Δράμα, όπως και τους συγγενείς μου που εγκαταστάθηκαν στις Σέρρες. Εκεί συνάντησα και μια θεία μου, που μου διηγήθηκε όλα μας τα πάθη.
Παντρεύτηκα στον Άγιο Γεώργιο με τον Λάζαρο Χριστοφορίδη , με τον οποίο έκανα πέντε παιδιά.  Τα δυο τα χάρισα στο θεό και έτσι έμεινα με δυο κόρες και τον γιό μου Βαγγέλη, ο οποίος έχει  τώρα που γέρασα  την επίβλεψή μου.
Γέρασα κύριε Γιώργο, όπου νάναι θα περάσω τα 100 και ελπίζω να είμαι πάντα υγιής.
<< Η γιαγιά  κρύβει τα χρόνια της, μου είπε ο γιός της ο Βαγγέλης, κανονικά πρέπει να έχει περάσει προ πολλού τα 100 >>. 
Ευχήθηκα την γιαγιούλα να είναι πάντα υγιής και ο θεός να της δίνει υγεία και δύναμη, μετά από τις πολλές κακουχίες που πέρασε κυρίως στην παιδική της ηλικία. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι αναφέροντας τον χαμό των παιδιών της, δεν είπε ότι πέθαναν αλλά ότι τα χάρισε στον θεό. Εύχομαι λοιπόν αυτός ο θεός να την έχει πάντα καλά.

 
  
          Σαρόγλου - Χριστοφορίου Μαρία
           Βεζίρ Χάν Μπίλετζικ 
 
 
 
ΤΣΙΡΙΔΟΥ-ΜΗΤΣΑΤΣΟΓΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Η γιαγιά Αλεξάνδρα είναι  ενενήντα χρονών. Γεννήθηκε στο χωριό Γιαϊλατζήκι  της Προύσας το 1922,  λίγο πριν από την Μικρασιατική  Καταστροφή.  Σήμερα μένει στην Βέροια, στην Μπαρμπούτα σε ένα μαγευτικό μέρος στις όχθες του Τριπόταμου.
<<  Εγώ κύριε  Γιώργο είμαι από το Γιαϊλατζήκι της Προύσας γεννήθηκα εκεί το καλοκαίρι του 1922 και η μάνα μου με σαραντάρησε στον δρόμο για την  προσφυγιά >>.
Το Γιαϊλατζήκι ανήκε στην διοίκηση της Προύσας και είχε 250 Ελληνικές οικογένειες και τριάντα Τουρκικές.  Οι κάτοικοι μιλούσαν την Τουρκική γλώσσα, δεν καταλάβαιναν τα Ελληνικά και την Κυριακή στην εκκλησία ο παπάς αναγκάζονταν να επεξηγεί το Ιερό Ευαγγέλιο στα Τούρκικα.
Στο σχολείο οι μαθητές διδάσκονταν  Καραμανλήδικα, δηλαδή Τουρκικά με Ελληνικούς χαρακτήρες. Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο και την είχαν κτίσει το 1899, ενώ υπήρχαν και άλλα δυο Αγιάσματα που ήταν αφιερωμένα  στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και  στην Αγία Κεφαλή που γιόρταζε στις 29 Αυγούστου.
<< Οι γονείς μας  και ασχολούνταν   με την αμπελουργία, την γεωργία και την σηροτροφία. Αυτά μου έλεγαν  όταν τους ρωτούσα.
Η μάνα μου δούλευε υπηρέτρια σε ένα πλούσιο Ελληνικό σπίτι στην Προύσα που απέχει πολύ λίγα χιλιόμετρα από το χωριό, και επειδή εκεί μιλούσαν Ελληνικά τα έμαθε, και έτσι δεν συνάντησε αργότερα δυσκολίες όταν εγκατασταθήκαμε στην Ελλάδα. Από ότι μου έλεγαν οι γονείς μου όταν ήρθε η ώρα για να φύγουν πήραν τα απαραίτητα, τύλιξαν εμένα  σε έναν μποχτσά  και πήγαν στα Μουδανιά απ΄ όπου πήραν το πλοίο που τους έφερε μαζί με τους άλλους συγχωριανούς στην Ελλάδα.
Το καράβι μας έφερε στην Θεσσαλονίκη και εκεί  μείναμε λίγο καιρό μέσα στα αντίσκηνα. Πολλές οικογένειες  έφυγαν για την Ξάνθη και άλλοι στο Μαυροδέντρι Κοζάνης. Εμείς πήγαμε  στο χωριό Σκήτη Κοζάνης όπου και παραμείναμε δεκαπέντε χρόνια.Οι γονείς μου ασχολήθηκαν με την γεωργία, άλλωστε τα μέρη στο νομό Κοζάνης ήταν πολύ φτωχά και δεν είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε με κάτι άλλο.
Έτσι το 1938 πήρε ο πατέρας μου την απόφαση και κατεβήκαμε στην Βέροια, η οποία φάνταζε σαν την γη της Επαγγελίας. Δουλειά βρίσκαμε στα χωράφια. Περάσαμε δύσκολα χρόνια αλλά επιζήσαμε. Στην Βέροια το 1944 γνώρισα και παντρεύτηκα τον άνδρα μου τον Χρήστο Τσιρίδη.  Ήταν και αυτός πρόσφυγας  και κατάγονταν από την  Μήδεια της Ανατολικής Θράκης.
Κάναμε μεροκάματα στα χωράφια για να ζήσουμε τα τρία παιδιά που αποκτήσαμε. Πολύ δύσκολα χρόνια κύριε Γιώργο. Το 1994 πέθανε ο άνδρας μου και από τότε κατοικώ με την κόρη μου και τον γαμπρό μου.  Πριν λίγα χρόνια ο αδελφός μου πήγε στο Γιάϊλατζήκι και βρήκε το σπίτι μας, όπως και πολλά άλλα Ελληνικά σπίτια τα οποία ακόμη χρησιμοποιούνται από τους Τούρκους.  Ήθελα και εγώ να πάω να γνωρίσω το μέρος που γεννήθηκα, αλλά τώρα γέρασα και δεν μπορώ.
Αποχαιρέτησα την γιαγιά Αλεξάνδρα και της υποσχέθηκα όταν θα ξαναπάω στο Γιάϊλατζήκι ,το οποίο είχα επισκεφθεί πολλές φορές , να της έφερνα ένα μικρό δώρο από τον τόπο που γεννήθηκε, αλλά δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Γειά σου γιαγιά και να παραμείνεις πάντοτε υγιής!!
 
 
                     Μητσάτσογλου - Τσιρίδου  Αλεξάνδρα
                      Γιαϊλατζήκι Προύσας.










ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ ΑΛΕΚΟΣ

 

Ο παππούς Αλέκος Μπαλαμπανίδης γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1914. Κατάγεται από τα ξακουστά Κουβούκλια της Προύσας και σήμερα κατοικεί στην Πτολεμαίδα.

- Γιώργη τα΄ αγόριμ  πρέπ να είμαι κοντά στα 100 χρονών, διότι από ότι θυμάμαι στο χωριό ήμνα μεγάλο παιδί. Η ταυτότηταμ με κάνει 97 χρονών, δόξα τω θεώ και αυτά καλά είναι.
Πατέρας μου ήταν ο Χατζήγιωργης ο Μπαλαμπανίδης και μάναμ η Χαρίκλεια  το γένος Γρηγοριάδη.
Θυμάμαι πολύ καλά το χωριόμ. Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο  και όταν γιόρταζε κάναμε μεγάλο πανηγύρ.
Γύρω –γύρω από το χωριό είχαμε πολλά Αγιάσματα της Αγίας Μπουρμπουλινής, του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Αθανασίου ,του Αγίου Βαραδάτου, της Αγίας Γαλατινής.
Πιο σπουδαίο είχαμε τον Αι Βαραδάτο που το νερό του ήταν ιαματικό. Όποιος είχε πληγές πήγαινε εκεί, έβαζε λάσπη πάνω τους και μετά γίνονταν καλά.
Στο Αγίασμα του Αι Θανάση υπήρχε ένα μεγάλο τσινάρι που δεν μπορούσαν να το αγκαλιάσουν 3 άνδρες. Κάθε 2 Μαίου γίνονταν παλαίστρες με συμμετοχή παλικαριών από τα γύρω χωριά.
Φορούσαν μόνο ένα δερμάτινο παντελόνι και ήταν αλειμμένοι με λάδι. Έρχονταν και παλαιστές από τα γύρω χωριά.
Θυμάμαι κάποτε που ήταν να παλέψει και έναν ξάδελφός μου στο διπλανό χωριό  το Μπάσκιοϊ. Εκείνη την μέρα όμως, λές και ήταν θέλημα θεού έκανε πολύ άσχημο καιρό και δεν πήγαν.
Ευτυχώς,  διότι οι Τούρκοι Τσέτες είχαν   αποφασίσει να πατήσουν το χωριό μας και έτσι  με όλα τα παλικάρια μας έτοιμα, δεν τόλμησαν να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους.
Στο σχολείο πήγα μόνο 2-3  τάξεις. Οι δάσκαλοι το βράδυ έκαναν έλεγχο στους δρόμους και αν εύρισκαν μαθητές την επόμενη μέρα τους τιμωρούσαν με την μέθοδο της φάλαγγας  ή τους κλείδωναν στο αμπάρι.
Έτσι προτιμούσαμε να πάμε να δουλεύουμε στα χωράφια παρά να πάμε στο σχολείο. Όπως  στην σημερινή εποχή, και στο χωριό οι κάτοικοι είχαν χωριστεί σε δυο κόμματα,  τους βασιλικούς και τους Βενιζελικούς.
Θυμάμαι που μάλωναν στην πλατεία της Στέρνας και ξεσήκωναν το χωριό. Οι Βενιζελικοί που συμπαθούσαν τον Βενιζέλο τραγουδούσαν …..

                                 Με τέτοιο Κωνσταντίνο

                                με τέτοιο βασιλιά

                                θα χάσουμε την Πόλη

                                και την Αγιά Σοφιά.

                                Κάτω ο βασιλιάς.

 

..και απαντούσαν οι άλλοι   

                               Με τέτοιο Κωνσταντίνο

                                με τέτοιο βασιλιά

                                θα πάρουμε την Πόλη

                                 και την Αγιά Σοφιά.

 

Τι να σε πω βρε Γιώργη, όμορφο το χωριό μας και δυνατό, όλοι το ζήλευαν. Στις μεγάλες γιορτές  τα παλικάρια μας  έπαιρναν τα όπλα τους και τραγουδώντας πυροβολούσαν στον αέρα, χωρίς να λογαριάζουν τους Τούρκους ζανταρμάδες.

 

…απάν στα κεραμίδια πουλί τρεχάμενο

και η δική μου αγάπη πουλί πετάμενο.

έλα πουλί μου έλα, έλα το Σάββατο

να πέσουν οι εχθροί μας μέσα στο θάνατο.

Έλα πουλί μου έλα, έλα την Κυριακή

να πέσουν οι εχθροί μας μέσα στην φυλακή.

Έλα   το λέγω εσένα, πουλί αγγελικό.


Γιασά μπρέ Γιώργη τι με θύμσες πάλι. Όταν ήταν να φύγμε από την Τουρκία μαζέφκανε όλοι οι προύχοντες του χωριού με τους παπάδες και αποφάσισαν ότι έπρεπε να παραμείνουν.
Τα  νέα όμως από το μέτωπο ήταν άσχημα και ευτυχώς ήρθαν στο χωριό 5-6  Κουβουκλιώτες φαντάροι και είπαν ότι έπρεπε να φύγουμε αμέσως διότι ο Τουρκικός στρατός πλησίαζε στην Προύσα.
Άρον –άρον πήραμε ότι προλάβαμε και φύγαμε για τα Μουδανιά. Στο λιμάνι γίνονταν χαμός διότι όλοι προσπαθούσαν πανικόβλητοι να ανέβουν στο καράβι. Μπροστά στα μάτιαμ Γιώργη πνίγηκε ένα δικό μας παλικάρ ο Ηλίας του Γιαννάκογλου. Το καράβι μας κατέβασε στην Ραιδεστό και από εκεί διασχίσαμε την Ανατολική Θράκη και φθάσαμε στην Κομοτινή.
Σε ένα διπλανό χωριό το Ντεμίρμπεη  μείναμε 1-2  χρόνια  και μετά φύγαμε για την Μακεδονία  και εγκατασταθήκαμε στην Γαλάτεια.
Πήραμε ένα Τούρκικο σπίτ, χωράφια και …φτού από την αρχή. 
Μεγάλωσα και εγώ μπρέ Γιώργη παντρεύκα την Αναστασία του Μποσδελέκη του Κοτζά Μπιγίκ, έκανα παιδιά  και επειδή είμαι καλός άνθρωπος ο θεός με έδωκε χρόνια πολλά.
Μακάρι μπάρμπα Αλέκο να σε δώσει και άλλα και να ζήσεις έτσι όπως είσαι τώρα κεφάτος,υγιής και πλακατζής , να σε αγαπάμε όλοι και να σε σεβώμαστε.
Άφεριμ Μπαλαμπάνη ντεντέ, λεβέντη. Μακάρι να φθάσουμε τα χρόνια σου.


     Μπαλαμπανίδης Αλέκος
      Κουβούκλια Προύσας
 
 
 
ΠΑΡΘΕΝΑ ΜΠΑΛΤΟΥΒΑΝΟΥ- ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ
Η  γιαγιά Παρθένα είναι  99 χρονών  και ζει μαζί με τον γιο της στο Μακροχώρι. Πολύ Δύσκολα θα καταλάβει κανείς ότι πλησιάζει τα εκατό διότι είναι αεικίνητη, υγιέστατη και …. μη την ματιάσουμε  μοιάζει να είναι 85 χρονών.
<< Εγώ κύριε Γιώργο γεννήθηκα το 1912   δεκαεπτά μέρες πριν τα Χριστούγεννα στο Σούμπατακ του Ατάπαζαρ. Οι παππούδες μου εγκαταστάθηκαν στο Σούμπατακ  γύρω στο 1870,  προερχόμενοι από το χωριό Λύσιτσα της Ορντού.
Στο χωριό μας κατοικούσαν  εβδομήντα οικογένειες  οι οποίες κατάγονταν από τις περιοχές της Ορντού, της Νικόπολης και του Γαράσαρη. Οι γονείς μας  ασχολούνταν με την γεωργία, κτηνοτροφία και  την παραγωγή   φουντουκιών.
Τα χωράφια μας έφθαναν μέχρι τον Σαγγάριο ποταμό, που απείχε 3,5 χιλιόμετρα από το χωριό. Για να περάσουμε τον ποταμό, επειδή δεν υπήρχε γέφυρα  χρησιμοποιούσαμε το σαντάλ  που το σπρώχναμε με  μεγάλα κοντάρια.
Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Παύλο και η καμπάνα της είχε παραγγελθεί από την Ρωσία. Όταν χτυπούσε την άκουγαν όλα τα γύρω χωριά.
Είχαμε δημοτικό εξατάξιο σχολείο το οποίο είχε πολύ λίγους μαθητές, διότι όλοι προτιμούσαμε να βοηθάμε τους γονείς μας   στις δουλειές του σπιτιού ή στις γεωργικές τους ασχολίες. Οι λίγοι μαθητές που παρακολουθούσαν μαθήματα διδάσκονταν Ανάγνωση, Γραμματική, Ιερά Ιστορία και ψαλτική. Τα τελευταία χρόνια  άρχισαν να έρχονται πολύ άσχημα νέα στο χωριό.
Οι Τσέτες έμπαιναν στα Ελληνικά χωριά και τα λεηλατούσαν. Ακούσαμε ότι ξεγέλασαν  πολλούς κατοίκους του Κεστανέ Πινάρ και με την δικαιολογία ότι θα τους πάνε για  αναγκαστική εργασία, τους οδήγησαν στην παραλία του  Τούρκικου χωριού Κοτσάαλι και  τους σκότωσαν.
Πανικός έπιασε όλους τους Έλληνες οι οποίοι άδειασαν τα χωριά τους και κατέφυγαν στα βουνά.  Έτσι και εγώ με τους γονείς μου μείναμε πολύ καιρό πάνω στο  βουνό για να αποφύγουμε τους Τσέτες.  Μετά λίγο καιρό περάσαμε τον Σαγγάριο και καταφύγαμε  στην Νικομήδεια όπου μέναμε σε καταυλισμούς.
Παντού ήταν βρωμιά και  δυστυχία. Πολλοί άνθρωποι μη αντέχοντας την ταλαιπωρία και την ασιτία πέθαιναν  και τους έθαβαν  γρήγορα- γρήγορα για να μη συμβεί κανένα άλλο μεγάλο κακό.
Εγώ είχα κολλήσει ψείρες και η γιαγιά μου  έβαζε πετρέλαιο για να ψοφήσουν. Μια μέρα σηκώθηκα από τον ύπνο και  είδα με φρίκη ότι μου είχαν πέσει όλα τα μαλλιά. Το πετρέλαιο τα είχε κάψει .
Σε  λίγες μέρες  πέθανε η πολυαγαπημένη μου γιαγιά και το σοκ  για μένα ήταν μεγάλο. Όταν  πηγαίναμε να την  θάψουμε  έκλαιγα ασταμάτητα.
<< Φέρτε την  να την βάλουμε και αυτήν στον τάφο να την παραχώσουμε ,γιατί όλο κλαίει >> με απείλησε ο παπάς .
Για τον χαμό της γιαγιάς  στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Μετά λίγες μέρες  φύγαμε για την Ελλάδα με πρώτο  προορισμό την Μυτιλήνη. Μας πήγαν πάνω σε μουλάρια σε ένα όμορφο χωριό  τον Χάλικα όπου μείναμε για αρκετό χρονικό διάστημα. Αργότερα μας πήραν και μας πήγαν στην Θεσσαλονίκη, όπου κατοικούσαμε μέσα σε στρατιωτικά τόλ. Εκεί  δεν περνούσαμε πολύ καλά και θυμάμαι ότι είχαμε προβλήματα με τα μάτια μας.
Μια μέρα ήρθε ο παππούς μου και μας ανήγγειλε ότι θα φύγουμε και θα πάμε να μείνουμε σε ένα χωριό του Λαγκαδά όπου πήγαν και πολλοί άλλοι συμπατριώτες μας.  Η μάνα μου προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει. Πήγαμε στο Κυβέλτσε το σημερινό Φιλαδέλφειο. Πιο βρώμικο χωριό δεν ξαναείδα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λάσπες, τα σπίτια απεριποίητα και οι αυλές βρωμούσαν κοπριά.
Στο χωριό έμεναν Τούρκοι οι οποίοι  μας υποδέχθηκαν με πολύ αγάπη. Ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι και μας βοηθούσαν να ξεπεράσουμε τα προβλήματά μας.
Κοντά τους έμαθα  να μιλώ και να τραγουδώ Τούρκικα τραγούδια. Στο Κυβέλτσε ήρθαν πάρα πολλές οικογένειες από το Σούμπατακ.
Στρωθήκαμε όλοι στην δουλειά και το κάναμε να λάμπει. Οι Τούρκοι απορούσαν και θαύμαζαν  τους χριστιανούς που έφεραν καθαριότητα και ομορφιά στο χωριό τους. Εκκλησία δεν υπήρχε παρά μόνο ένα τζαμί.  Κάθε Κυριακή ο ιμάμης παραχωρούσε το τζαμί στον ιερέα μας, παίρναμε μαζί μας και εικόνες, κάναμε την Θεία Λειτουργία και μετά όταν τελειώναμε έρχονταν και προσεύχονταν οι Τούρκοι.
Καλοί άνθρωποι, στεναχωρηθήκαμε πολύ όταν  το 1924 με την Ανταλλαγή, αναγκάστηκαν να φύγουν.
Τα χρόνια περνούσαν, μεγάλωσα και εγώ και γνώρισα ένα χωροφύλακα από την Ήπειρο τον Μπαλτουβάνο. Παντρευτήκαμε, και το  1931  μετακομίσαμε στην Νέα Νικομήδεια. Το 1957 έχασα τον άνδρα μου και σήμερα μένω μαζί με τα παιδιά μου στο Μακροχώρι. Δόξα τον πανάγαθο που είμαι πολύ καλά στην υγεία μου, στέκομαι στα πόδια μου και δεν βασανίζω τα παιδιά   μου.
Ευχαρίστησα την γιαγιά Παρθένα και έφυγα αφού της φίλησα το χέρι παίρνοντας την ευχή της … να φθάσω τα χρόνια της.
 
 
 
 
                       Μπαλτουβάνου - Γαβριηλίδου Παρθένα
                       Σούμπατακ  Ατάπαζαρ
                       
                       
 
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
  Ο παππούς ο Κώστας είναι ο τελευταίος των  Μοϊκανών στο χωριό μου, την Λακκιά Φλωρίνης,  από αυτούς οι οποίοι γεννήθηκαν στα Ιερά Χώματα της Μικράς Ασίας. Γεννήθηκε το 1918 στην Κουρούντερε  της περιοχής του Ατάπαζαρ.
<< Ο πατέρας μου Γιώργο πούλιμ, ονομάζονταν ΤσανακτσίδηςΔημήτρης και η μάνα μου η Παρθένα, και ζούσαμε  σε ένα από τα 14 χωριά του Ατάπαζαρ την Κουρούντερε, που στα Ελληνικά σημαίνει Ξηροπόταμος. Το όνομά του το πήρε  από ένα ξερό ποτάμι που χώριζε το χωριό στα δύο.
Στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκαν οι προπάπποι μου  κατά το 1850-70 προερχόμενοι από την περιοχή της Γάβζας του Πόντου, γι΄αυτόν τον λόγο τους ονόμαζαν Γαβζάντηδες.
Από ότι μου έλεγε ο πατέρας μου,  επειδή  υπήρχαν πολλοί χωριανοί, με το ίδιο όνομα, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα το αλλάξαμε σε Παπαδόπουλος, για να δείξουμε ότι κρατάμε από παπαδική οικογένεια.
Και στα άλλα χωριά συναντούσαμε Τσανακτσίδηδες, διότι οι περισσότερο ασχολούνταν με την κατασκευή τσανακιών, ξύλινων πιάτων, σκαφών, και έτσι έπαιρναν αυτό το όνομα, σύμφωνα με την εργασία τους.
Όταν ήρθαν στην περιοχή, άρχισαν να ξεχερσώνουν τις διάφορες βουνοπλαγιές και τις έκαναν χωράφια, φυτεύοντας καλαμπόκια ,δημητριακά και αργότερα φουντουκιές. Ο πατέρας μου  γνώριζε και μια άλλη τέχνη που του απέφερε χρήματα, έφτιαχνε  ξύλινα τσόκαρα. Ο πεθερός του, του χάρισε ένα  άλογο και με αυτό γύριζε σε όλα τα χωριά και τα πουλούσε.
Το βράδυ έρχονταν  κατακουρασμένος  και μας έφερνε  τρόφιμα και ψώνια για το σπίτι. Ήμασταν μεγάλη οικογένεια, εγώ, ο αδελφός μου ο Γιάννης, ο Θοδωρής που πέθανε πολύ νέος και οι αδελφές μου Συμέλα και Φωτεινή.
 Ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, δίπλα στο ποτάμι έχτισε έναν μύλο και άλεθε καλαμπόκια και σιτάρια. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, πολλές φορές κρυβόμασταν στα ορμάνια, για να αποφύγουμε  τις επιδρομές των Τσετών, οι οποίοι ρήμαζαν  και λεηλατούσαν όλα τα Ελληνικά χωριά.
Θυμάμαι καλά την μέρα εκείνη που αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και να φύγουμε για την Ελλάδα.
Ο θείος μου ο παπά Αριστείδης   πήρε τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας και κάποιες εικόνες και τα φόρτωσε σε ένα κάρο για να τα μεταφέρει στην Ελλάδα.
<< Να έχουμε κάτι από εκκλησία μας στην καινούργια μας πατρίδα>>.
Ο μπαμπάς μου , μας έβαλε πάνω στο  κάρο και ξεκινήσαμε για την Νικομήδεια. Πρόβλημα μπροστά μας ο Σαγγάριος ποταμός. Οι μεγάλοι έσφιγγαν πάνω τους τα παιδιά για να μη τα χάσουν.  Εμένα, που ήμουν και ο πιο μικρός με πήρε στους ώμους του ο συγχωρεμένος ο θείος μου ο Δαμιανός και με πέρασε στην απέναντι όχθη. Φθάσαμε στην Νικομήδεια που ήταν ακόμη ελεύθερη  και παραμείναμε λίγες μέρες  κάτω από άθλιες συνθήκες.
Το καράβι που ήρθε για να μας σώσει, μας μετέφερε στην Λέσβο, όπου εγκατασταθήκαμε για αρκετό χρονικό διάστημα. Επόμενος σταθμός μας ήταν  η Ελλάδα και μετά από περιπλάνηση αρκετών μηνών σε διάφορα μέρη , μας μετέφεραν στην Μαλακάσα και από εκεί με το τρένο στο Βαλτοχώρι του νομού Λάρισας. Θυμάμαι που έτρεχα δίπλα στις όχθες  του ποταμού  Πηνειού κυνηγώντας πεταλούδες, και επειδή δεν μπορούσα  να τις πιάσω έκλαιγα ασταμάτητα, με αποτέλεσμα να με δέρνει η μάνα μου.
Στο Βαλτοχώρι, όνομα και πράμα,  είχε πολλά κουνούπια με επακόλουθο να αρρωστήσουν πολλοί  συγχωριανοί μας και να πεθάνουν.
Έφυγαν οι καημένοι από τα σπίτια τους, πέρασαν τόσες δοκιμασίες και πέθαναν ξεχασμένοι από ελονοσία σε κάποιο χωριό της Λάρισας. Οι επικεφαλείς και αρχηγοί της ομάδας μας ο Παπά Αναστάσης και ο δάσκαλος του χωριού  ο Γρηγοριάδης αποφάσισαν να φύγουν για  την Μακεδονία για να ψάξουν  μέρη με καλύτερο κλίμα. Με το τρένο έφθασαν στο Αμύνταιο  και από εκεί στην Λακκιά.
Τους άρεσε η τοποθεσία του χωριού αλλά και το καλό του κλίμα. Έμαθαν ότι οι κάτοικοί του ασχολούνταν με  την γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως ακριβώς και οι ίδιοι.
<< Αδακά θα έρχουμες είπε ο Παπά Αναστάσης. Έχ και το τρένο για  να ταξιδεύομε και το κλίμα νατ εν καλό>>.
Έτσι με αυτά τα καλά νέα γύρισαν στο Βαλτοχώρι, πήραν τους χωριανούς τους και  με το τρένο έφθασαν στην Λακκιά.
Στο χωριό ζούσαν ακόμη Τούρκοι οι οποίοι μας φιλοξένησαν για αρκετό χρονικό διάστημα, μέχρι που με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών έφυγαν για την Μικρά Ασία και έτσι εγκατασταθήκαμε εμείς στα σπίτια τους. Δουλέψαμε σκληρά στα χωράφια, βάλαμε καπνά και καλαμπόκια και ορθοποδήσαμε. Ο πατέρας μου  που είχε εμπορικό πνεύμα, άνοιξε ένα μεγάλο παντοπωλείο και ένα καφενείο  που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των χωριανών μας.
Ο παπά Αναστάσης  τοποθέτησε τα εξαπτέρυγα και διάφορες εικόνες που έφερε από το χωριό, στην νέα εκκλησία που έφερε και αυτή το όνομα του Στρατηλάτη Αγίου Γεωργίου. Καλά περνούσαμε στην νέα μας πατρίδα, αλλά ποτέ μου δεν θα ξεχάσω τους αναστεναγμούς και τα κλάματα των γονιών μου  για το χωριό τους που είχαν χάσει.
<< Εκεί εν θαμέν ο πάπομ και η γιάγια μ και ούλ οι συγγενείς, μοιρολογούσε  η μάναμ >>.
Εν τω μεταξύ τα χρόνια περνούσαν και το 1941  πήγα φαντάρος. Όταν απολύθηκα με έκαναν προξενιό την  Θωμαή της οποίας η καταγωγή ήταν από το Ταχταλή της Προύσας. Παντρευτήκαμε , και κάναμε τρία  κορίτσια, όλα πανέμορφα όπως η μάνα τους. Μεγαλώσαμε Γιώργο, ήδη πάτησα τα 93 και ελπίζω  ο θεός να μας έχει καλά  και  να αποφύγουμε τις μεγάλες αρρώστιες. Έχασα δυστυχώς το ένα μου κορίτσι την Ρούλα, μεγάλος πόνος για έναν γονιό, αλλά έχω τα  άλλα δυο που μας φροντίζουν.  Άλλα δεν έχω να σου πω, και σε ευχαριστώ που με θυμήθηκες>>.
Η κυρά Θωμαή μας κέρασε καφέ, συζητήσαμε λίγο για τους γονείς της στην γειτονιά των οποίων είχα περάσει τα παιδικά μου χρόνια, και θυμηθήκαμε παλιές ιστορίες. Τους ευχήθηκα να είναι πάντα υγιείς, τους φίλησα το χέρι και έφυγα.
 
                         Παπαδόπουλος Κώστας
                         Κουρούντερε  Ατάπαζαρ.
 
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
 Ο παππούς ο Στέφανος Πασχαλίδης  γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1919 στο χωριό Ταχταλή  κοντά στην Προύσα, είναι 92 ετών και σήμερα ζει  στο χωριό Λεβαία του Δήμου Αμυνταίου.
--Μάνα μου ήταν η Μπαλαμπανίδου η Μαλαματού η θυγατέρα του Χριστοφή του Μπαλαμπανίδη από τα Κουβούκλια. Εμένα με έκανε με τον δεύτερο τον άντρατς, τον Πασκάλογλου από το Ταχταλή. Ο πρώτος της ο άντρας ο Μποσδελέκης από τα Κουβούκλια χάθηκε στα Αμελέ Ταμπουρού. Ήρθαν από την Προύσα και πήρανε από τα Κουβούκλια 60 παλικάρια και τα πήγανε στα Άδανα όπου εργάζονταν σκληρά  για το ντοβλέτι.
Δυο από αυτούς τον Καγιά και τον Κακλίδη τον Θανάσ τους πήραν  ιδιώτες  στην δούλεψή τους και τους ξεχώρισαν από τους άλλους 58, οι οποίοι κάποτε αποφάσισαν να δραπετεύσουν και να γυρίσουν στα Κουβούκλια.  Στον δρόμο όμως πείνασαν και πήγαν σε ένα χωριό και ζήτησαν φαγητό. Εκεί τους αντιλήφθηκαν και τους παρέδωσαν στους ζανταρμάδες. Από αυτούς κανείς τους δεν γύρισε στο χωριό, πέθαναν από το πολύ ξύλο και τις κακουχίες. Ο Καγιάς και ο Κακλής γύρισαν στο χωριό  και έφεραν τα κακά μαντάτα.
Η μάναμ  ήταν γενναία γυναίκα  και άντεξε. Κάποτε που ήρθαν ζανταρμάδες στα Κουβούκλια  για να τα καταλάβουν, ο μουχτάρης  τους είπε, θα φύγουμε αλλά με όλο τον οπλισμό μας.
Οι Τούρκοι δεν το δέχθηκαν και  έτσι άνδρες και γυναίκες Κουβουκλιώτες  μέρα-νύχτα φιλούσαν σκοπιά για να σώσουν το χωριό.
Η μάναμ με άλλες γυναίκες  πήραν ντενεκέδες με βενζίνη  και κρύφθηκαν σε μια αχυρώνα. Αν έμπαιναν Τούρκοι στο χωριό θα έβαζαν φωτιά και θα καιγόντουσαν, παρά να έπεφταν στα χέρια τους.
Ευτυχώς έφυγαν οι Τούρκοι και δεν έγινε τίποτε. Η μάναμ παντρεύκε στο Ταχταλή τον Πασκάλογλου, έναν καλό και εργατικό άντρα.
Το Ταχταλή  ήταν ένα μικρό χωριό κοντά στα Κουβούκλια και στην Προύσα. Είχε 250 οικογένειες από τις οποίες  οι 140 ήταν Ελληνικές και οι υπόλοιπες Τούρκικες. Στον μαχαλά μας υπήρχαν έναν Καλές, η είσοδος ενός υπόγειου τούνελ και  παντού πεταμένα μάρμαρα. Έλεγαν ότι παλαιότερα το χωριό ήταν η έδρα ενός αξιωματικού του Σουλτάνου ο οποίος μάζευε χαράτσια και χρησιμοποιούσε το τούνελ για τις μετακινήσεις του.Το θυμάμαι αυτό το τούνελ διότι το σπίτι μας ήταν πολύ κοντά και πηγαίναμε εκεί και παίζαμε. Δεν μπαίναμε μέσα διότι μας φοβέριζε η μάναμ ότι εκεί μέσα ζούσαν φαντάσματα.
Τον πατέρα μου τον σέβονταν όλοι, Τούρκοι και Έλληνες  και γι΄αυτό μια μέρα που μαζέφκανε στο καφενείο τον έκαναν πρόεδρο του Ταχταλή. Εγώ ήμνα μικρός αλλά θυμάμαι κάποια πράγματα. Αυτό που δεν θα ξεχάσω είναι όταν αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το χωριό μας. Όλοι φώναζαν και θρηνούσαν για το κακό που μας βρήκε.
Κυριακή φύγαμε από το Ταχταλή και πήγαμε στα Μουδανιά. Εγώ ήμουν μαζί με τον φίλο μου τον Ιωσηφίδη τον Δημήτρη και επειδή δεν μπορούσαμε να ανεβούμε στο πλοίο, μας έδεσαν και μας τράβηξαν πάνω στο κατάστρωμα, όπου επικρατούσε πανικός.
Βγήκαμε στην Θράκη και από εκεί κατευθυνθήκαμε για την Μακεδονία. Σταματήσαμε στην Βέροια και εκεί ο γείτονάς μας ο Τσεσμετζής μας είπε να κατεβούμε διότι  στην πόλη αυτή  υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια.Μπήκε στην μέση όμως ο θείος ο Παλτόγλου ο Παναγιώτς και επέμενε να πάμε στο Έλεβιτς… Ελεβίτστα γκιντετζέις φώναζε επιτακτικά και αναγκαστήκαμε να τον ακολουθήσουμε.
Ο θείος ο Παναγιώτς το 1908 είχε έρθει στο Αμύνταιο στρατιώτης και του άρεσε πολύ η περιοχή με τα πλούσια αμπέλια.
Έτσι κατεβήκαμε στο Αμύνταιο και εγκατασταθήκαμε στην Λεβαία. Στο χωριό κατοικούσαν ακόμη Τούρκοι οι οποίοι  περίμεναν την ανταλλαγή για να φύγουν στην Τουρκία.  Ήταν φιλόξενοι και πολύ καλοί άνθρωποι. Μαζί τους μείναμε ενάμισυ χρόνο. Ο πατέρας μου  ασχολήθηκε με την αμπελουργία και συγχρόνως άνοιξε  στην γειτονιά μας ένα μπακάλικο , όπου εγώ είχα βρει την ευτυχία μου διότι το επισκεπτόμουν συχνά και έκλεβα λουκούμια.
Μετά λίγα χρόνια πέθανε και ο πατέρας μου και η μάνα μου αναγκάστηκε να παντρευτεί για τρίτη φορά, έναν Θρακιώτη τον Στράντζαλη, για να μας μεγαλώσει. Σχολείο δεν πήγα και βοηθούσα τον πατριό μου ο οποίος συχνά έλεγε ότι  ..τα γράμματα δεν βγάζνε ψωμί. Παντρεύτηκα το 1942 την Μαργάκη Μελίδου, μία Θρακιώτισσα, και έκανα τέσσερα παιδιά.
Καλά είμαι στην υγεία μου Γιώργη, δεν χρειάζομαι ακόμη βοήθεια και τα παιδιά μου είναι πάντοτε κοντά μας.
Η θεία έχει βέβαια γεροντική άννοια αλλά ακόμη τα καταφέρνω μαζί της. Αν πας στο Ταχταλή βγάλε μια φωτογραφία το σπίτ μας που είναι κοντά στο τούνελ και φέρτηνα. Είχα φωτογραφίες από το Ταχταλή, του έδειξα το τούνελ και τα σπίτια γύρω από αυτό και τον είδα να δακρύζει.
 
 Αχ πατρίδα μου αξέχαστη, είπε και με αποχαιρέτησε.

                        Πασχαλίδης Στέφανος
                         Ταχταλή Προύσας.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ  ΣΤΑΥΡΟΣ
 Ο παππούς ο Σταύρος ζει στον Σταυρό Ημαθίας. Η ταυτότητά του αναφέρει ότι γεννήθηκε το 1917, αλλά ο ίδιος λέει ότι είναι λάθος. Πατέραμ έτονε ο Παυλίδης ο Σάββας και μάναμ η Πασχαλίδου η Σοφία.
- Εγώ όταν έρθαμε ασην πατρίδα  έμνε  έξι χρονών, άρα σήμερα είμαι 95 χρονών. Το χωριό μου έτονε η Κουρούμεσε από τα 14 χωριά του Ατάπαζαρ, μικρό και    κτισμένο απάν σα  ορμάνε. Πενήντα οικογένειας απάν- αφκά  και σην εκκλησία μας είχαμε τον Αι Γιώργη.
Φτωχοί έμνες, δεν είχαμε πολλές δουλειές. Βόσκαμε  χαιβάνε και σπέρναμε λαζούδε. Μικρός πήγαινα στο χωράφι με τον πατέρα μου και εμακέλιζαμε το λαζούδ.
Οι πλούσιοι του χωριού καλλιεργούσαν  λευκουτάρε. Οι δρόμοι του ήταν γεμάτοι λάσπες  και χαλίκια.  Τρέχαμε  στα ορμάνια ξυπόλητοι  και όταν γυρίζαμε πίσω στο σπίτι , τα πόδια μας ήταν γεμάτα λάσπες και αίματα.
Σχολείο είχαμε αλλά   κανείς δεν πήγαινε. Πήγα και εγώ λίγο καιρό, μάλωσα με τον δέσκαλο και έφυγα. Λιθάρ έλεε ο δέσκαλος , Νιθάρ έλεγα εγώ. Έφαγα πολύ ξύλο από τον δάσκαλο που νόμιζε ότι το κορόιδευα και δεν ξαναπάτησα το πόδι μου στο σχολείο.
Έκιτι μελμεκέτ Κουρούμεσε. Πολλές φορές το βράδυ θυμούμε το χωρίομ, την μάναμ τον πατέραμ και κλαίω.  Επέμνα μοναχός.
 Πριν να εγκαταλείψουμε το χωριό ήρθε ένας φίλος Τσερκέζος του πατέρα μου από το  Λιμάντερε. Σάββα εσείς πρέπει να φύγετε γιατί θα σας σκοτώσουν οι Τσετάδες, αβούτο έτονε το κισμέτι σουνε.
-Να με δώσεις  τα χαιβάνες και αν  γυρίσετε πίσω θα στα επιστρέψω.
Πήρε τα χαιβάνε, έδωσε κάποια τρόφιμα στον  πατέρα μου για   να τρώμε σην στράτα,  μας φίλησε  και έφυγε. Τα χαμπάρια όμως ήταν άσχημα. Ακούσαμε ότι οι Τούρκοι στο κοντινό Κοτσάαλι σκότωσαν πάνω από 100 παλικάρια από  τα Ελληνικά χωριά. Ξεσηκώθηκε όλο το χωριό να φύγει. Ο καημένος ο πατέρας μου είχε 7 παιδιά και  εμένα  τον μικρότερο με κρατούσε στους ώμους του.
-Σόφια, είπε στην μάνα μου  ενεγκάστα, δεν μπορώ άλλο  ας αφήσουμε τον Σταύρο εδώ, κάποιος θα τον λυπηθεί και θα τον πάρει μαζί του.
Αν απομέν ο Σταύρος αδακά, θα μείνω και εγώ είπε η μάνα μου και έτσι την άλλη μέρα, όλοι μαζί περάσαμε τον Σαγγάριο και  φθάσαμε με τα πόδια, στην Νικομήδεια. Με το παπόρ πήγαμε στην Καλαμάτα. Παντού  φτώχεια και δυστυχία. Στην Καλαμάτα εκάθουμες σε ένα άδειο στρατόπεδο. Δεν είχαμε να φάμε, ζητιανεύαμε  και πηγαίναμε στις ταβέρνες της παραλίας. Εκεί οι ντόπιοι  μας πετούσαν κόκαλα από τα αποφάγια και γελούσαν που μας έβλεπαν να μαλώνουμε ποιος θα τα  αρπάξει.
Στην πόλη υπήρχε μια τεράστια λαχαναγορά. Πηγαίναμε  σηκώναμε τα νάιλον με τα οποία είχαν σκεπασμένα τα λαχανικά και κλέβαμε ότι μπορούσαμε. Μια μέρα με άρπαξε ένας Εβραίος που δεν είχε παιδιά και θέλησε να φύγει. Ευτυχώς όμως τον αντιλήφθηκαν τα αδέλφια μου  και τον ανάγκασαν να με αφήσει.
--Αχ τον άτιμο τον Εβραίο, κλαψούρισε ο καημένος ο παππούς, σοκαρισμένος με την σκέψη ότι θα τον έκλεβε ο Εβραίος.
Από εκεί με το τραίνο ήρθαμε στην Μακεδονία και για λίγο καιρό μείναμε στο Αμύνταιο. Από εκεί  φύγαμε και εγκατασταθήκαμε στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης. Θυμάμαι  τον κάμπο που ήταν γεμάτος αθέριστα σιτηρά και καλαμπόκια. Ζούσαν ακόμη Τούρκοι στο χωριό οι οποίοι μας φέρθηκαν πολύ καλά, μέχρι την στιγμή που αναγκάστηκαν να  αποχωρήσουν. Η μάνα μου πέθανε σε ηλικία 106 χρονών και την έκλαψα πολύ διότι χωρίς αυτήν δεν θα ήμουν τώρα εδώ.
Δουλέψαμε πολύ σκληρά στον Άι Δημήτρη. Το 1936 παντρεύτηκα την Τεντζογλίδου Βαρβάρα και το 1937 κατατάγηκα στον στρατό. Το 1966 κατεβήκαμε στον Σταυρό Ημαθίας  όπου  υπήρχαν πολλοί συγγενείς μας.
Πριν πολλά χρόνια πέθανε η  Βαρβάρα, και τώρα είμαι μόνος  με το κορίτσι μου  την Ελένη, τον γαμπρό και τα εγγόνια. Δεν έχω άλλον στον κόσμο, όλοι οι μεγάλοι πέθαναν. Κοίταξε την εικόνα  του Αγίου Λουκά που του είχα φέρει και γεμάτος φόβο μου είπε…
Γιορίκα πούλιμ , να λέσατονε  τον Άγιο να μην έρτε να πέρμε, θέλω να ζω κι άλλο πολλά.          ΜΑΚΑΡΙ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

 
 
                  
                       Παυλίδης   Σταύρος
                        Κουρούμεσε Ατάπαζαρ



ΠΕΤΡΙΔΟΥ- ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

 

Η γιαγιά Αναστασία είναι  91 ετών , κατοικεί στην Βέροια και  γεννήθηκε στην Άγκυρα το 1920.
Την συνάντησα στο σπίτι της  όπου μένει μόνη της υπό την επίβλεψη των παιδιών της. Όταν την γνώρισα από κοντά παραξενεύτηκα διότι μοιάζει πάρα πολύ νεώτερη από ότι γράφει η ταυτότητά της.

…Κύριε Γιώργο , οι γονείς μου, Βαρβάρα και Σταύρος Πετρίδης κατάγονταν από την Άγκυρα, όπου γεννήθηκα το 1920.

Αργότερα ο μπαμπάς μου μας πήρε και  πήγαμε στο Κεσκίν Μαντέν το οποίο βρίσκεται 65 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Άγκυρας. Ο κεντρικός δρόμος  από την Άγκυρα προς την Σεβάστεια, περνάει από εκεί.
Οι Ρωμιοί κάτοικοι του Κεσκίν Μαντέν ή ορυχείου Δενέκ, είχαν καταγωγή από την Αργυρούπολη του Πόντου και μιλούσαν Τουρκικά.
Tο χωριό χωρίζονταν σε δυο μαχαλάδες. Στον  νότιο μαχαλά  ζούσαν Τούρκοι, Κούρδοι και Κιρκάσιοι, και στον βόρειο Έλληνες και Αρμένιοι.
Το Κεσκίν Μαντέν ανήκε στην Μητρόπολη  Xαλδίας και είχε γίνει γνωστό διότι υπηρετούσε εκεί σαν ιερέας ο γνωστός Παπά Ευτύμ που θεωρούσε τον εαυτό του Πατριάρχη των ορθόδοξων  Τούρκων. Σήμερα το Κεσκίν Μαντέν έχει περίπου 50.000 κατοίκους.
Ο πατέρας μου κύριε Γιώργο είχε έναν φίλο βουλευτή στο Κεσκίν Μαντέν ο οποίος  του είπε να πάρει την οικογένειά του  και να φύγει στην Ελλάδα διότι με τα γεγονότα που θα επακολουθήσουν, δεν θα μπορεί να μας προστατέψει, ούτε ακόμη από τα ίδια τα παιδιά του.
Του έδωσε μια επιστολή την οποία θα παρέδιδε όταν θα φτάναμε στην Θεσσαλονίκη. Έτσι το 1924 και ενώ εγώ ήμουν τεσσάρων ετών ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη και βρήκαμε τον φίλο του Τούρκου βουλευτή στον οποίο ο πατέρας μου παρέδωσε την επιστολή. Αυτός μας βοήθησε πολύ και  μας παρεχώρησε ένα ωραίο σπίτι.
Λογάριασε όμως χωρίς την γιαγιά μου η οποία δεν ήθελε να μείνει στην πόλη αλλά σε χωριό, διότι όπως χαρακτηριστικά έλεγε ήθελε να τρώει ψωμί ζυμωτό χωριάτικο και όχι  ψωμί της πόλης.
Ήμασταν οκτώ αδέλφια , μια πολυμελής οικογένεια και ο πατέρας μου έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να επιβιώσουμε. Εγκατασταθήκαμε στο Ανατολικό Πτολεμαίδας  όπου ο πατέρας μου, έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος, εργάζονταν σαν εργολάβος.
 Σε ηλικία 26 χρονών παντρεύτηκα  τον άντρα μου και εγκατασταθήκαμε στην Βέροια. Αποκτήσαμε παιδιά  και δόξα τω θεώ περνούσαμε καλά. Τώρα είμαι πάνω από 90 χρονών, έχασα δυστυχώς τον άνδρα μου  και ένα παιδί μου, γεγονός που με στεναχώρησε πολύ.
Έχω όμως και άλλα παιδιά τα οποία με προσέχουν και με περιποιούνται.
Σοβαρή, ευγενική και περιποιημένη  η Κυρά Αναστασία δεν σου δίνει την εντύπωση ότι είναι πάνω από 90 χρονών. Διακρίνει όμως κανείς στα μάτια της μια μελαγχολία για τον χαμό των δικών της.
Της ευχήθηκα να τα εκατοστήσει , να είναι πάντα υγιής και να χαίρεται τα παιδιά και τα εγγόνια της.



                  Πετρίδου Καρασαββίδου  Αναστασία
                  Κεσκίν Μαντέν Άγκυρας
 
 
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΙΤΣΙΔΗΣ
Ο παππούς Αντώνης Πιλιτσίδης μένει στο χωριό Κιβωτός των Γρεβενών. Γεννήθηκε στο χωριό Καράπιρ του Άκ Ντάγ Μαντέν το 1919 και σήμερα  είναι  93 ετών.  Το Καράπιρ βρίσκεται  πέντε χιλιόμετρα βόρεια της πόλης του Άκ Ντάγ Μαντέν, κοντά στον δημόσιο δρόμο που ενώνει  την Σεβάστεια  με την Γιοσγκάτη.
 Έχει πληθυσμό 197 κατοίκους και είναι μικρό και φτωχικό χωριό. Στο Καράπιρ υπάρχουν ακόμη ερείπια της εκκλησίας. Τον παππού Αντώνη τον βρήκα στο Μακροχώρι Ημαθίας όπου μένει προσωρινά με την κόρη του και τον γαμπρό του. Πριν λίγες μέρες είχε πεθάνει η  γυναίκα του και οι δυο κόρες του τον πήραν  μαζί τους για να μη αισθάνεται  μοναξιά και εγκατάλειψη. 
<< Εγώ κύριε Γιώργο γεννήθηκε στο Καράπιρ του Άκ Νταγ Μαντέν το 1919. Πάνω – κάτω πρέπει να είμαι 92 ή 93 ετών.
Δυστυχώς  δεν θυμάμαι τίποτε από  την πατρίδα μου το Καράπιρ αλλά από ότι έλεγε η μάνα μου ήταν ένα ορεινό χωριό της επαρχίας  Γιοσγκάτης στον Πόντο.  Όταν οι γονείς μου εγκατέλειψαν τον Πόντο εγκαταστάθηκαν στο χωριό Κιβωτό του νομού Γρεβενών. Ο πατέρας μου ασχολήθηκε με την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Δυστυχώς όμως η μάνα μου  δεν άντεξε και μετά  από 8 χρόνια  πέθανε. Ο πατέρας μου έκανε συνολικά τρεις γάμους και είχε έντεκα παιδιά.
Εμένα με ζήτησε και με υιοθέτησε ο αδελφός του ο οποίος δεν έκανε παιδιά.  Τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν πολύ εύκολα αλλά  με σκληρή δουλειά τα καταφέραμε.
Το 1938  παντρεύτηκα την  Σοφία Παναγιωτίδου με την οποία απέκτησα έξι παιδιά, πέντε κορίτσια και ένα αγόρι. Δουλέψαμε πολύ με την Σοφία στα χωράφια, στα πρόβατα και μεγαλώσαμε τα παιδιά μας.
Δυστυχώς πριν δεκαπέντε μέρες πέθανε η γυναίκα μου και έμεινα μόνος. Ήρθα τώρα στο Μακροχώρι  στα παιδιά μου αλλά πάντα ο νούς μου είναι στο χωριό μου την Κιβωτό που είναι πιο ωραία και έχει καλύτερο κλίμα.
Είναι κρίμα και πολύ δύσκολο να χάνεις τον άνθρωπο με τον οποίο έζησες  μια ολόκληρη ζωή. Αυτό φαίνονταν στα μελαγχολικά μάτια του παππού που θυμήθηκε την αγαπημένη του σύζυγο.Ο ίδιος πάντως φαίνεται πολύ ακμαίος. Του ευχήθηκα να τα εκατοστήσει και να είναι πάντοτε υγιής.
 
                   Πιλιτσίδης Αντώνης
                   Καράπιρ  Άκ Ντάγ Μαντέν 
 
ΣΑΡΙΑΝΝΙΔΟΥ ΜΑΡΙΑ
Η γιαγιά Μαρία  γεννήθηκε στην Καισάρεια  της Καππαδοκίας το 1918 και σήμερα κατοικεί στον Άγιο Γεώργιο Ημαθίας.
--- Εγώ αγαπητέ μου γεννήθηκα το 1918 στην Καισάρεια αλλά η ταυτότητά μου γράφει το 1915. Πάνω – κάτω πρέπει να είμαι 95 χρονών. Πατέρας μου ήταν ο  Παυλίδης ο Παύλος. Σε μικρή ηλικία ο πατέρας μου έφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να εργασθεί και εκεί εξελίχθηκε σε πολύ καλό μάγειρα.
Έρχονταν στην Καισάρεια πότε-πότε και εκεί γνωρίσθηκε με την μάνα μου. 17 χρονών εκείνος 14 η μάνα μου την πήρε στην Κωνσταντινούπολη και παντρεύτηκαν στο Πατριαρχείο. Όταν  έμεινε έγκυος η μάνα μου την έστειλε στην Καισάρεια για να γεννήσει και έτσι ήρθα εγώ στον κόσμο, στον τόπο  του Μεγάλου Βασιλείου.
Ο μπαμπάς μου όμως έπρεπε να πάει φαντάρος και έτσι  αναγκαστήκαμε να φύγουμε για την Άγκυρα όπου έμεναν οι γονείς της μάνας μου. Ήμουν δεν  ήμουν  7-8χρονών. Εν τω μεταξύ τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και η στάση των Τούρκων απέναντί μας άρχισε να γίνεται πιο εχθρική.
Πηγαίναμε   κρυφά στο σχολειό να μη το καταλάβουν οι Τούρκοι διότι μας ενοχλούσαν και δεν μας άφηναν να κάνουμε μάθημα. Αληθινό Κρυφό Σχολειό.
Πολλές φορές έμπαιναν στην τάξη μας Τουρκάκια και μας ενοχλούσαν κατά την διάρκεια του μαθήματος.  Θυμάμαι μάλιστα   μια φορά που ένα Τουρκάκι χωρίς κάποια αιτία μαχαίρωσε μια Ελληνίδα η οποία  φώναζε σπαρακτικά.
Ακόμη  θυμάμαι τις κραυγές της.Μια μέρα έγινε ένα περιστατικό που μας συντάραξε όλους στην οικογένεια. Της μάνας μου  η γιαγιά είδε στο όνειρό της την Παναγία η οποία της υποδείκνυε να πάει να σκάψει  σε ένα μέρος, όπου θα έβρισκε κάτι το πολύτιμο. Η γιαγιά επικοινώνησε με τον Δεσπότη ο οποίος έδωσε την εντολή να πάνε να σκάψουν , κρυφά από τους Τούρκους στο υποδεικνυόμενο μέρος.
Με έκπληξή τους βρήκαν πολλά ασημένια και χρυσά  εκκλησιαστικά σκεύη  και παλιές  εικόνες. Αμέσως  με εντολή του Δεσπότη σκέπασαν τον λάκκο και έκτισαν πάνω του μια βρύση την οποία ονόμασαν Ογλέν Τσεσμεσί. Αργότερα για να είναι περισσότερο σίγουροι ότι θα θυμούνται την τοποθεσία  και να μη προκαλούν την περιέργεια των Τούρκων, έκτισαν   δίπλα και ένα μικρό εκκλησάκι.Η βρύση Γιώργη μου έμαθα ότι υπάρχει ακόμη αλλά δεν ξέρω τι απέγινε  ο θησαυρός που υπήρχε κάτω από αυτήν.Το1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαμε στην Βέροια όπου είχε ήδη εγκατασταθεί ο αδελφός του πατέρα μου. Σαν καλός επαγγελματίας ο μπαμπάς μου έκανε ένα μπακάλικο το οποίο δούλευε πολύ καλά. Το1935 παντρεύτηκα , σε ηλικία 17 χρονών τον Κουβουκλιώτη Σαριαννίδη Θόδωρο και εγκαταστάθηκα στον Άγιο Γεώργιο. Εκεί δεν μπορώ να πω ότι πέρασα καλά διότι ήμουν άβγαλτο κορίτσι, και στον Αι Γιώργη έπρεπε να δουλεύω σκληρά στα χωράφια. Τέλος πάντων περασμένα ξεχασμένα σήμερα είμαι καλά στην υγεία μου, έχω τα παιδιά μου και τον Θεό που είναι κοντά μου και ελπίζω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου να παραμείνω υγιής.
 
                    Σαριαννίδου Μαρία
                     Καισάρεια Καππαδοκίας
 
ΣΑΡΡΑ –ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ  ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Η γιαγιά Δέσποινα γεννήθηκε στο Γενή Ντάγ, ένα από τα 14 χωριά του Ατάπαζαρ. Σήμερα διαμένει στην Νέα Νικομήδεια.
<< Εγώ   πούλιμ κατάγομαι από το χωριό Γενή Ντάγ το οποίο ανήκει  στα 14 χωριά του Ατάπαζαρ>> .
Από το Γενή Ντάγ που στα Ελληνικά σημαίνει  Νέο Βουνό κατάγονταν τα δυο μεγάλα σόγια των Γεωργιαδαίων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Λακκιά Φλωρίνης,  και των Κετογλιδαίων που ήρθαν στην Νέα Νικομήδεια.
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν κυρίως με την γεωργία, κτηνοτροφία και υλοτομία. Άλλοι  ασχολούνταν με την κατασκευή ξύλινων εργαλείων οικιακής χρήσης, όπως σκάφες, πινακωτές, γαβάθες, κουτάλες, τα οποία πουλούσαν στις αγορές του Ατάπαζαρ και της Καράσου. Λίγα χρόνια πριν φύγουν άρχισαν να καλλιεργούν φουντούκια και τα γύρω βουνά γέμισαν από φουντουκιές.
Για τις αγορές τροφίμων και άλλων ειδών οι κάτοικοι πήγαιναν στο Ατάπαζαρ και ψώνιζαν  τα απαραίτητα για όλον τον χειμώνα. Τα σπίτια ήταν κτισμένα με το σύστημα  μπάγ-νταντή δηλαδή μεγάλα καδρόνια ξύλινα  τα οποία γέμιζαν με πλιθιά και λάσπη ανακατωμένη με άχυρα. Η  σκεπή της ήταν χάρτωμα, δηλαδή λεπτά σανίδια καρφωμένα το ένα πάνω στο άλλο. Το κλίμα  στο χωριό ήταν πολύ καλό, πολύ δροσιά το καλοκαίρι ενώ τον χειμώνα έπεφτε πολύ χιόνι με αποτέλεσμα να  καθιστά δύσκολη την μετακίνηση των κατοίκων.
<< Η ταυτότητά μου γράφει ότι γεννήθηκα το 1914 άρα σήμερα πάνω – κάτω πρέπει  να είμαι  97 χρονών.
Πολλά πράγματα δεν θυμάμαι από το χωριό μου διότι ήμουν  πολύ μικρή και δεν είχα ακόμη προλάβει να πάω και στο σχολείο. Οι γονείς μου ασχολούνταν με την γεωργία  και δούλευαν πολύ σκληρά για να  μεγαλώσουν τα δώδεκα παιδιά τους, από τα οποία  απέζησαν τα οκτώ.  Θυμάμαι ότι σχεδόν κάθε μέρα έτρωγαμε καλαμποκίσιο αλεύρι, χαβίτς και μπομπότα. Δύσκολα χρόνια.
Όταν ήρθε η ώρα για να φύγουμε, ο μπαμπάς μου μας ανέβασε στο κάρο και φθάσαμε στον Σαγγάριο απ΄ όπου μας πέρασε  πάνω στους ώμους του,   στην απέναντι  όχθη και μετέπειτα μας πήγε στην Νικομήδεια ή αλλιώς Ισμίτ.
Το καράβι  που μας πήρε από την Νικομήδεια μας μετέφερε στον Βόλο όπου μείναμε για λίγο καιρό και μετέπειτα  φύγαμε για τον Τύρναβο. Στον Τύρναβο  ήρθε και μας βρήκε ο πατέρας μου ο οποίος έμεινε στην Τουρκία για να πουλήσει τα ζώα του και   κινδύνεψε να τον σκοτώσουν. Εκεί δυστυχώς έχασα τον αδελφό μου τον Παύλο τον οποίο αγαπούσα πάρα πολύ. Από τον Τύρναβο φύγαμε για τα Φιλιατρά όπου μείναμε περίπου δυο χρόνια και  εκεί πρωτοπήγα στο σχολείο.
Οι ταλαιπωρίες μας δεν σταμάτησαν διότι πέρασαν δυο χρόνια και αναγκαστήκαμε να φύγουμε.
Μετά από μεγάλο ταξίδι καταλήξαμε  στην Ρέντα Τσοτυλίου όπου τελικά εγκατασταθήκαμε και το 1926 πήραμε χωράφια και σπίτι. Κύριες απασχολήσεις μας ήταν η καλλιέργεια καπνών και σιτηρών. Ο άνδρας μου  έμενε στην Δραγασιά Τσοτυλίου και ο πατέρας του ήταν ο σιδεράς του χωριού. Ο πατέρας μου ο Γαράνικόλας ήταν τσαμπάζος, γύριζε στα χωριά  και έκανε αγοραπωλησίες ζώων.
 Έτσι γνώρισε τον πεθερό μου και μαζί έκαναν το προξενείο και μας πάντρεψαν. Τα πεθερικά μου ήταν και αυτοί πρόσφυγες από το χωριό Τσίπρε της Έρπαα.
Το 1947 με τον ανταρτοπόλεμο 80 οικογένειες  κατεβήκαμε στο Τσοτύλι  και από εκεί  τρεις οικογένειες στην Νέα Νικομήδεια. Στην Νέα Νικομήδεια δουλέψαμε σκληρά, αποκτήσαμε παιδιά και ζούσαμε , μπορώ να πώ πολύ καλά.
Πριν λίγα χρόνια πέθανε ο άνδρας μου και απέμεινα μόνη  μου  μαζί με τον γιο μου τον Παναγιώτη. Ευτυχώς έχω καλά παιδία και  με προσέχουνε.
Εγώ Γιορίκα θυμούμε τον πάππος τον Αρναούτ διότι ήμαστε συγγενείς . Καλός άνθρωπος αλλά πολλά πεισματάρτς έτονε >>.Κουράστηκε η γιαγιά η Δέσποινα και στο τέλος με δυσκολία απαντούσε στις ερωτήσεις μου και ευτυχώς ήταν μαζί μας ο γιος της ο Παναγιώτης και μας βοηθούσε.Φίλησα την γιαγιά, ευχαρίστησα τον Παναγιώτη κα έφυγα για άλλον προορισμό







.
                      Σάρρα - Παπαδοπούλου Δέσποινα
                       Γενή Ντάγ  Ατάπαζαρ
 
ΤΣΑΝΑΚΤΣΙΔΟΥ-ΣΙΣΜΑΝΙΔΟΥ ΜΑΡΙΑ
Την γιαγιά Μαρία την θυμόμουν από την παιδική μου ηλικία, όταν από  το φτωχικό μου το χωριό την Λακκιά, πήγαινα  στην Νέα Νικομήδεια για να μαζέψω βαμβάκι και να οικονομήσω καμιά δραχμούλα. Με φιλοξενούσε η αδελφή του πατέρα μου η θεία  Χρυσούλα  Αποστολίδου,  που ήταν γειτόνισσά της, με την οποία  ήταν αχώριστες φίλες. Μου είχε κάνει εντύπωση το παρατσούκλι της που ήταν Κουρούζα, αλλά δεν τόλμησα ποτέ να την ρωτήσω γιατί την αποκαλούσαν έτσι.
Ήταν αεικίνητη και που την έχανες που την έβρισκες, μέσα στους κήπους να περιποιείται τα φυτά και τα λουλούδια της. Σήμερα η γιαγιά είναι 92 χρονών με κάτασπρα μαλλιά  και μένει μόνη της στην Νέα Νικομήδεια.
<< Εγώ πούλιμ έρθα πολλά μικρέσα ασην πατρίδα και εγεννέθα σο Γιασί Γκετσίτ της περιοχής του Ατάπαζαρ. Πατέρας μου ήταν ο Τσανακτσίδης ο Μανώλης και μάνα μου η Παπαδοπούλου η Παρθένα. Έλεε η μάναμ ότι το Γιασί Γκετσίτ ήταν το κεφαλοχώρι της περιοχής  του Ατάπαζαρ και ζούσαν 150 οικογένειες Ελλήνων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 1875 προερχόμενοι από  τα χωριά της Ορντού και της Αργυρούπολης. Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο  και ήταν η μοναδική που ήταν κτισμένη  από πέτρες.
Όταν γιόρταζε κάναμε στο χωριό μεγάλο πανηγύρι και οι πατεράδες μας γλεντούσαν ως το πρωί. Πανηγύρι έκαναν και όταν γιόρταζε το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου και αυτήν την μέρα έρχονταν και γλεντούσαν μαζί μας Τούρκοι και Τσερκέζοι από τα διπλανά χωριά.Οι γονείς μου ασχολούνταν με την γεωργία, την κτηνοτροφία και την παραγωγή λευκουταριών. Πολλοί  ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία και έβοσκαν τα γελάδια και τα πρόβατά τους σα πλούσια ορμάνε της περιοχής.
Όταν έρθε η ώρα για να φέβομε, ένα βράδυ περάσαμε τον Σαγγάριο ποταμό και πήγαμε στην  Νικομήδεια. Από εκεί ανεβήκαμε στο καράβι και φύγαμε για την Ελλάδα. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες φθάσαμε στον σταθμό της Βέροιας όπου μείναμε, μέχρι να μας τακτοποιήσουν, για  3-4 μέρες.
Έλεε η σχωρεμέντσα η μάναμ ότι όταν μέναμε στον σταθμό ερχόντουσαν οι στρατιώτες με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν και έκλαιγαν λέγοντας ότι και εμείς έχουμε κοριτσάκια στην ηλικία σου και τα αφήσαμε για να έρθουμε στον πόλεμο. Οι παππούδες μου έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Άψαλο Αριδαίας, ενώ οι γονείς μου στον Διαβατό. Πήραμε σπίτι και χωράφια και όλοι μαζί δουλεύαμε για να επιζήσουμε.
Εννιά παιδιά έκαναν οι γονείς μου και το μεγαλύτερο ήμουν εγώ που τα πρόσεχα όταν αυτοί δούλευαν στα χωράφια. Έτσι έμεινα αγράμματη διότι δεν υπήρχε χρόνος να πάω στο σχολείο. Ο πατέραμ σο  χορίο αλλά και στην Κωνσταντινούπολη έτονε ράφτης. Όταν έρθαμε αδακά άνοιξε ραφείο και είχε πέντε καλφάδες. Δεν πήγαινε καλά όμως και συνέχισε με την γεωργία. Εγώ έμνε 16 χρονών όταν η μάναμ επήκεμε  προξενιό με τον Σισμανίδη.
<< Αυτοί είναι πλούσιοι και θα ζείς καλά >> μου έλεγε.
Όλα μόνη της τα έκανε . Τότε δεν ήταν όπως σήμερα που τα κορίτσια έχουν γκόμενους και παντρεύονται όποτε θέλουν.  Η μάνα  έκανε την προξενιά και αυτή μας πάντρεψε, εγώ απλώς ακολούθησα την επιθυμία της, ήθελα δεν ήθελα. Μόνο που ο Σισμανίδης τελικά ήταν πιο φτωχός και από εμάς. Παντρευτήκαμε και  πήγα στην Νέα Νικομήδεια όπου δούλευα σκληρά τα επόμενα χρόνια. Έκανα τέσσερα παιδιά  και δούλευα όλο τον χρόνο στα χωράφια για να τα μεγαλώσω. Μαζί με την θεία σου την Χρυσούλα ντο ετράβηξάμε?
Στην θύμηση της Χρυσούλας ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλά της.
<< Πολλά αγαπούσα την Χρυσούλα, ήμασταν πολλά χρόνια μαζί. Τώρα πάω στα νεκροταφεία βλέπω το μνήμα της και κλαίω.
Ο άνδρας μου πέθανε πριν 12 χρόνια και τώρα ζώ μόνη μου εδώ στο χωριό. Έχω όμως καλές νύφες και παιδιά και με προσέχουν >>.
Πριν φύγω δεν άντεξα  και την ρώτησα…
Θεία Μαρία συγνώμη αλλά πές μου γιατί λένεσε Κουρούζα?
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Αχ πούλιμ εκατό χρόνε να ζεις επήκεσμε και γέλασα. Όταν έρθα  νύφε στην Νικομήδεια  είχα πολλά και  μακριά μαλλιά. Παρατήρησα όμως ότι όλες οι νύφες του χωριού είχαν κοντά μαλλιά και έτσι πήρα ένα ψαλίδι και άρχισα σιγά- σιγά να τα κόβω.  Το  απόγευμα που βγήκα στην γειτονιά η πρώτη που με είδε ήταν η θεία η Πανιτσίνα η οποία με μάλωσε...
…..αχ αφορισμέντσα Κουρούζα γιατί έκοψες τα μαλλίας , να χέζω την ευλογίας Κουρούζα.
Αυτό ήταν ,το άκουσε η γειτονιά και από τότε όλοι με φώναζαν  Μαρία η Κουρούζα.  Πριν πεθάνει η γιαγιά Πανιτσίνα  με κάλεσε κοντά της και μου ζήτησε συγνώμη για το παρατσούκλι αλλά εγώ ήδη το είχα συνηθίσει και ξεχάσει.
Αποχαιρέτησα την θεία Μαρία και ελπίζω ο θεός να την έχει πάντα καλά.
 

 
                     Τσανακτσίδου - Σισμανίδου Μρία
                      Γιασί Γκετσίτ Ατάπαζαρ


ΣΤΡΑΤΗΣ  ΣΤΡΑΤΑΚΗΣ
Ο παππούς Στρατής  είναι γεννημένος το 1917,  ζει στο χωριό Φιλώτας του δήμου Αμυνταίου και η καταγωγή του είναι από το Μπογάζ Κιοϊ  της Ανατολικής Θράκης. 
<< Το χωριό μου κύριε Γιώργο το έλεγαν Μπογάζ Κιόϊ, ήταν στην Ανατολική Θράκη και απείχε περίπου 15 χιλιόμετρα από την ένδοξη Κωνσταντινούπολη. Το όνομά του προέρχεται από την λέξη Κιόϊ που σημαίνει χωριό και την λέξη Μπογάζ που σημαίνει  στενό θαλάσσιο πέρασμα, επειδή ήμασταν κοντά στον Βόσπορο. Για άλλους μπογάζ σημαίνει ένα μέρος όπου υπάρχουν ρεύματα αέρος.
Οι κύριες ασχολίες στο Μπογάζ Κιόϊ  ήταν η  γεωργία και η κτηνοτροφία και επειδή ήμασταν σε μέρος με πλούσια βλάστημη πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν  και με την υλοτομία. Φημισμένα στην περιοχή ήταν τα ξυλοκάρβουνα του χωριού μας  τα οποία πουλούσαν οι χωριανοί μας στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Θράκης.
Εγώ ήμουν πολύ μικρός και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από το όμορφο χωριό μας. Θυμάμαι μόνο τους γονείς μου, που τους έλεγαν Διονύση και Σουλτανιώ, οι οποίοι κάθε μέρα πήγαιναν να εργαστούν στα χωράφια μας και τα βράδια γύριζαν ψόφιοι από την κούραση. Θυμάμαι επίσης την πανέμορφη εκκλησία του χωριού μας, η οποία ήταν αφιερωμένη στην  Αγία Παρασκευή. Την ημέρα της γιορτής της κάναμε μεγάλο   πανηγύρι με χορούς και τραγούδια, και γιόρταζε όλο το χωριό, μικροί και μεγάλοι.
Όταν άρχισε ο πόλεμος της Ελλάδας μες την Τουρκία, όλοι μέσα στο χωριό ήταν ανήσυχοι. Δεν πιστεύαμε ότι  κάποτε θα αναγκαζόμασταν να  εγκαταλείψουμε το όμορφο χωριό μας, όπου ήταν θαμμένοι οι συγγενείς και οι χωριανοί μας.Και όταν μάθαμε ότι η Ελλάδα έχασε τον πόλεμο καταλάβαμε ότι ήρθε και η δική μας η σειρά. Η Ανταλλαγή  του 1924 ήταν πολύ σκληρή για εμάς, αλλά όπως μάθαμε αργότερα, οι άλλοι Έλληνες της Μικράς Ασίας πέρασαν πολύ χειρότερα και ήρθαν στην Ελλάδα γυμνοί και  ρακένδυτοι.
Εμείς φορτώσαμε τα πράγματα μας πάνω σε κάρα και πήγαμε στο λιμάνι των Μετρών, τα βάλαμε στο πλοίο και  φύγαμε συντετριμμένοι  με προορισμό την Ελλάδα και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.  Εκεί για δεκαπέντε μέρες περίπου κατοικούσαμε σε καταυλισμούς στο Χαρμάν Κιόϊ όπου  έμεναν συγκεντρωμένοι πολλοί πρόσφυγες από όλοι την Μικρά Ασία και τον Πόντο. Οι χωριανοί μας έκαναν μια επιτροπή, η οποία ανέλαβε να βρει ένα μέρος όπου θα χτίζαμε την καινούργια μας πατρίδα. Πολλοί  χωριανοί μας άφησαν και    εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης που το έλεγαν Καράσενα.
Οι υπόλοιποι ακολουθήσαμε τους αρχηγούς και μετά από αναζήτηση αρκετών ημερών ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε σε ένα  τούρκικο χωριό του νομού Κοζάνης το Τσάντζιλαρ. Στο χωριό  είχαν εγκατασταθεί Πόντιοι από την περιοχή των Σουρμένων και Μικρασιάτες από το Αυδήμι. Στην αρχή  είχαμε μεταξύ μας πολλές φασαρίες και διενέξεις αλλά αργότερα που ηρέμησαν τα πράγματα, εργαστήκαμε όλοι μας σκληρά για επιζήσουμε στην καινούργια μας πατρίδα.
Στο χωριό δώσαμε καινούργιο όνομα , Φιλώτας από τον μεγάλο στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στον Φιλώτα ασχοληθήκαμε  με την γεωργία διότι τα χωράφια ήταν πολύ εύφορα. Κοντά μας ήταν και η λίμνη Βεγορίτιδα η  οποία σιγά- σιγά έφευγε προς την Άρνισσα και άφηνε πίσω της γόνιμα χωράφια. Εγώ ήμουν ομορφόπαιδο και πρωτοπαλίκαρο. Όλες οι κοπέλες  με ήθελαν για άνδρα τους.
Τελικά παντρεύτηκα την  Κυρά Μαρία και έκανα  τρία παιδιά. Δούλευα σκληρά  κάνοντας και τον αγωγιάτη, μεταφέροντας πράγματα από τον Φιλώτα σε άλλα μέρη. Πριν λίγα χρόνια ο θεός με βοήθησε και πήγα στο χωριό μου το Μπογάζ Κιόϊ, όπου  μας υποδέχθηκαν  οι Τούρκοι με μεγάλη χαρά και μάλιστα εμένα με τίμησαν με αναμνηστική πλακέτα.  Λαλίστατος ο συμπαθέστατος παππούς Στρατής δεν του φαίνεται καθόλου, ότι είναι 94 ετών. Είναι μάλιστα και συμπέθερός μου διότι η νύφη του η Αθηνά Τολούδη είναι ξαδέλφη μου. Του φίλησα το χέρι,πήρα την ευχή του και με την σειρά μου του ευχήθηκα να τα εκατοστήσει και να είναι πάντοτε υγιής και χαρούμενος.
 
                      Στρατής   Στρατάκης
                      Μπογάζ Κιόϊ Ανατολικής Θράκης

 




ΣΥΡΜΑΛΟΥ   ΤΣΕΧΕΛΙΔΟΥ

Η γιαγιά Συρμαλού είναι 97 ετών  και ζει  με την νύφη της Ευρυδίκη  στο Άνω Ζερβοχώρι Ναούσης. Μία κάτασπρη, αδύνατη  συμπαθέστατη γριούλα από αυτές, που μόλις τις γνωρίσεις σου δημιουργούν συναισθήματα  συμπάθειας και αγάπης.
Ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι αλλά  μόλις κατάλαβε για ποιο πράγμα την ήθελα, πήρε δύναμη και άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις μου.

-----Γεννήθηκα  στο χωριό Ιντζέσου της περιοχής Τοκάτης.  Οι γονείς μου Σημέλα και Παύλος Τσεχελίδης, ασχολούνταν με την  γεωργία και την κτηνοτροφία. Είχαμε πολλά ζώα  τα οποία αρμέγαμε, κάναμε γιαούρτι και τυρί τα οποία πουλούσε ο πατέρας μου στην Τοκάτη. Σχολείο δεν πήγα καθόλου  διότι ήμουν  πολύ μικρή. Όταν ήρθε η σειρά μου να πάω στο σχολείο, άρχισαν οι φασαρίες με τους Τούρκους και αναγκαστήκαμε να  καταφύγουμε στο   πιο κοντινό βουνό που το έλεγαν Τόψαμουν.
Εκεί ο πατέρας μου μαζί με πολλούς άλλους χωριανούς έκανε αντάρτικο εναντίον των Τούρκων οι οποίοι τους κυνηγούσαν να τους εξοντώσουν. Εμείς ήμασταν  μικρά παιδιά, δεν  καταλαβαίναμε τον πόλεμο και εκεί πάνω στο βουνό μαζεύαμε φουντούκια και πολλά άλλα φρούτα για να ξεγελάσουμε την πείνα μας.

Όταν αγρίεψαν περισσότερο τα πράγματα, ο πατέρας μου μας έστειλε κάτω στο χωριό, διότι στο βουνό δεν ήμασταν πλέον ασφαλείς. Μια μέρα  ήρθαν Τούρκοι στο χωριό  και μας διέταξαν να τους ακολουθήσουμε. Η καημένη η μάνα μου πήρε εμένα που ήμουν εφτά χρονών και τις άλλες δυο αδελφές μου που ήταν τεσσάρων ετών και  δυο μηνών . Περπατούσαμε όλη την ημέρα από χωριό σε χωριό.
Θυμάμαι  που μας πήγαν στην Σεβάστεια,  στο Πατμάν μπασί ένα Τσερκέζικο χωριό και στο Νίξαρι. Εκεί μας έβαλαν σε ένα μαντρί για να ξαποστάσουμε. Πολλοί πέθαναν από την εξάντληση και τους βάλαμε στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί η μάναμ  κατάφερε να ανοίξει ένα παράθυρο έβγαλε πρώτα εμένα και ύστερα την αδελφή μου και το σκάσαμε. Δυστυχώς όμως δεν μπορούσαμε να πάρουμε την μόλις 2 μηνών αδελφή μου την Μαγδαληνή και την εγκαταλείψαμε μέσα στους πεθαμένους. Εκείνη την στιγμή η γιαγιά Συρμαλού ξέσπασε  σε λυγμούς  και δεν μπορούσαμε να την συνεφέρουμε.
----Αχ που να βρίσκεται τώρα η καημένη η αδελφή μου? Τι απέγινε άραγε?

Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ βλέποντας την γριούλα να ξεσπά σε κλάματα. Ήρθαν στην μνήμη της, μετά από ενενήντα χρόνια, τα φρικτά γεγονότα της εποχής εκείνης και δεν άντεξε. Δάκρυσα και εγώ κοτζάμ άνδρας. Μέσα από την συνταρακτική αφήγησή της έζησα και εγώ την φρίκη του Μικρασιατικού δράματος.
--- Μετά από αρκετή περιπλάνηση φθάσαμε στο χωριό μας όπου συναντήσαμε τον πατέρα μου.
Με την ανταλλαγή του 1924 ήρθαμε στην Ελλάδα , στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Θεσσαλονίκης και από εκεί στην  Επισκοπή Ναούσης.
Οι δυσκολίες στην καινούργια πατρίδα μας ήταν πολλές. Κανείς δεν μας ήθελε και αγωνιστήκαμε σκληρά για να επιβιώσουμε. Παντρεύτηκα  τον Αλιτζανίδη Γιάννη και εγκαταστάθηκα στο Ζερβοχώρι.
Όταν πέθανε ο Γιάννης μετά από πολλά χρόνια παντρεύτηκα τον Ουζουνίδη Θεόφιλο αλλά και πάλι έμεινα χήρα. Σήμερα  μένω με την νύφη μου την Ευρυδίκη διότι πέθαναν και όλα τα παιδιά που απέκτησα. Ο θεός να την έχει καλά. Με περιποιείται και με προσέχει για να μη μου λείψει τίποτε.
Πράγματι η κυρά Ευρυδίκη δεν άφηνε από τα μάτια της την γιαγιά και μπράβο της αξίζουν συγχαρητήρια, διότι τέτοιες γιαγιάδες σαν την γιαγιά την Συρμαλού που τράβηξαν τόσα πολλά στην διάρκεια της ζωής τους, αξίζουν αγάπη και στοργή.
Φίλησα το χέρι της γιαγιάς , της χάρισα μια εικόνα , πήρα την ευλογία της και έφυγα για άλλον προορισμό.

       
                        Συρμαλού  Τσεχελίδου
                         Ιντσέ Σού  Τοκάτης             







ΤΣΑΝΑΚΤΣΙΔΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ  ΣΟΦΙΑ

 

Η γιαγιά Τσανακτσίδου Σοφία  είναι 92 ετών και κατάγεται από το χωριό Κουρούντερε  του Ατάπαζαρ, όπου γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1920. Τουλάχιστον αυτό  αναφέρει η ταυτότητά της.
Την θυμάμαι όταν περνούσε μπροστά από το σπίτι μας στην Λεβαία, πηγαίνοντας κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Μια δυναμική, μικρή το δέμας γυναίκα  με μεγάλη καρδιά και ψυχή.

-         Έκειτι Γιορίκα ετράνηναμε. Θυμάσε που ερχόσουν στο σπίτι  της Πατουρκιουτουρίνας ή της Τσενεκλάβας της Μαρίας , έπιναμε καϊβέ  και λέγαμε αστεία?

Γέρασα αλλά δόξα τον πανάγαθο είμαι καλά σην υγείαμ.
Πατέρας  μου ήταν ο Τσανακτσίδης ο Αναστάσης, ο οποίος φορούσε  στο κεφάλι του ένα μπασλίτς, επειδή ήταν φαλακρός.
Όλοι τον γνώριζαν στο χωριό σαν Κέλναστας και σαν  τουλούμπατζη. Θυμάσαι Γιορίκα τον πατέραμ που σε κάθε γιορτή, πανηγύρι και γλέντι γυρνούσε το χωριό παίζοντας την τουλούμπα?
Μάνα μου ήταν η Ευσεβία  η Τσακάλα η οποία κατάγονταν  από  το Γενή Ντάγ το οποίο ήταν δίπλα  στην Κουρούντερε. Το Γενή Ντάγ ήταν μικρό χωριό και έλεγε η μάνα μου  ότι ο πατέρας της ασχολούνταν με την γεωργία την κτηνοτροφία και την υλοτομία.

-- Είχαμε επίσης και  πολλές φουντουκιές  και το καλοκαίρι μικροί μεγάλοι μαζεύαμε τα φουντούκια και τα πουλούσαμε στην Καράσου.

 Εγώ θυμάμαι λίγα πράγματα, ήμουν πολύ μικρή. Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο και από ότι έλεγε η μάνα μου την μέρα της γιορτής του, κάναμε μεγάλο πανηγύρι.
Η Κουρούντερε από ότι έλεγε  ο πατέρας μου ήταν μεγάλο χωριό, με 120 οικογένειες οι οποίες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 1870 από την περιοχή Χαψάμανα της Ορντού. Είχε πολλούς τεχνίτες, αραμπατζήδες, σιδεράδες, τενεκετζήδες υλοτόμους.
Το χωριό είχε  πέντε μαχαλάδες, τον Τσιφτσόγλου, των Γαβζάντων, του Κοτανίκ, των Τεκέντων και τον Τεπέ μαχαλά.
 Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και την ημέρα της γιορτής του, τα παλικάρια του χωριού έκαναν παλαίστρες και πάλευαν μεταξύ τους.
Οι κάτοικοι του χωριού ήταν παλικαράδες  και κακοποιά στοιχεία, κλέφτες και ληστές απέφευγαν να το πληγιάσουν.
Δυστυχώς όμως  όταν άρχισε ο πόλεμος άρχισαν και τα προβλήματά μας. Όταν μάθαμε τα νέα ότι έχασε ο Ελληνικός στρατός συγκεντρωθήκαμε το βράδυ στην περιοχή Καβλάρ Ντερέ και αφού περάσαμε τον Σακαριοπόταμο, με την βοήθειά του Καπετάν Φωτιάδη που έσωσε πολλές ψυχές, φτάσαμε στην Νικομήδεια.
Εμένα που ήμουν πολύ μικρή με κρατούσε στους ώμους του ο πατέρας μου ενώ ο αδελφός του πατέρα του ο Παπά Αναστάσης πήρε από την εκκλησία τα δυο εξαπτέρυγα  και τα έφερε στην πατρίδα.
Από εκεί  το πλοίο μας πήγε στην Πελοπόννησο  όπου παραμείναμε για λίγο καιρό κάτω από άθλιες καταστάσεις. Με το τραίνο φύγαμε και πήγαμε στην Μακεδονία και εγκατασταθήκαμε στο Έλεβιτς την σημερινή Λεβαία Αμυνταίου.
Στην Λεβαία πήγα σχολείο 2-3 χρόνια και  μετά το παράτησα. Προτιμούσα να βοηθώ τον πατέρα μου στις δουλειές του,  και όλη την ημέρα βοσκούσα στα τσαΐρια τα βουβάλια μας.
Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ο καημένος ο πατέρας μου έκανε πολλές δουλειές για να μπορέσει να μας ζήσει. Εκτός από την γεωργία, πήγαινε και σε ένα νταμάρι , έσπαγε πέτρες και τις πουλούσε. Τα βράδια τον θυμάμαι  που έπαιρνε την τουλούμπα του και μας έπαιζε ποντιακά τραγούδια. Καλός άνθρωπος ο πατέρας μου αλλά και πεισματάρης. Όταν μεγάλωσα με ζήτησε σε γάμο ένας Θρακιώτης  αλλά ο πατέρας μου δεν τον ήθελε. --Εσέν θα δείγοσε σε τεμέτερον παιδί όχι σε Θρακιώτη μου έλεγε. Το ξύλο που έφαγα θα μου μείνει αλησμόνητο. Αλλά το πείσμα μου το έκανα, αν και δεν τον αγαπούσα τον Κωνσταντινίδη Γιάννη τον πήρα με το ζόρι.

--Ναι,τάχα δεν τον αγαπούσε πετάχτηκε η κόρη της η Σούλα. Δέκα παιδιά έκανε μαζί του,φαντάσου και να τον αγαπούσε.

Σηκώθηκα να φύγω , με αγκάλιασε σφιχτά , με φίλησε και είπε.

--Ευχαριστώ πουλίμ που δεν με ξεχνάς, εγώ εσέν αγαπώσε πάρα πολύ.

Φίλησα και εγώ την γιαγιά την Σοφία της ευχήθηκα να τα εκατοστήσει και έφυγα για άλλον προορισμό..


     Τσανακτσίδου Σοφία
     Κουρούντερε Ατάπαζαρ
 
 
ΤΣΙΜΑΧΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Τον παππού Χαράλαμπο τον βρήκα  στο σπίτι του στο Νησί Ημαθίας.  Ζει μόνος του στο Νησί , ένας λεβέντης παππούς  που οι αρρώστιες τον έχουν καθηλώσει σε μια καρέκλα, απ΄ όπου σηκώνεται με δυσκολία και όταν έχει ανάγκη. Μου είπε ότι είναι 93 ετών, αλλά από  αυτά που μου εξιστόρησε, κατάλαβα ότι πρέπει να είναι μεγαλύτερος σε ηλικία.
Σηκώθηκε από την καρέκλα του να με υποδεχθεί, κρατώντας ένα βοήθημα για να μη πέσει. Το σπιτάκι που μένει ήταν πεντακάθαρο, διότι πληρώνει μια γυναίκα για να το καθαρίζει.
<< Κατ΄ αρχάς κύριε Γιώργο σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφθείς και να ακούσεις την ιστορία μου. Εγώ γεννήθηκα το 1919 και σήμερα είμαι 93 ετών.
Οι γονείς μου κατάγονταν από το Άκ Ντάγ Μαντέν του Πόντου. Ο πατέρας  μου ήταν μάστορας, δούλευε καλά την πέτρα και ήταν ειδικός στην κατασκευή   πιδάκων σιντριβανιών. Την εποχή εκείνη υπηρετούσε στον Τουρκικό στρατό αλλά είχε πάρει άδεια διότι είχε προβλήματα υγείας.  Πήγε στο Άκ Ντάγ Μαντέν για να αναρρώσει. Επειδή ήταν άριστος τεχνίτης, το Τουρκικό κράτος του είχε δώσει  μια ειδική άδεια με την οποία είχε την δυνατότητα να κυκλοφορεί ελεύθερα όπου ήθελε.
 Δυστυχώς όμως κάποιος συγγενής του την έκλεψε  και όταν αυτός συνελήφθη από τις αρχές, θεώρησαν ότι του την παρέδωσε οικιοθελώς για να έχει και αυτός τα προνόμια της κάρτας. Για να τον τιμωρήσουν τον έστειλαν εξορία στα Άδανα. Η μάνα μου για να μπορέσει να ζήσει αναγκάστηκε να πάει σε ένα χωριό, την Χάϊμανα που ήταν κοντά στην Άγκυρα. Κάποτε θέλησαν οι αρχές της Άγκυρας  να χτίσουν ένα σιντριβάνι με πίδακες, και ζήτησαν την βοήθεια του στρατού.
Αυτοί απήντησαν ότι υπάρχει ένας άριστος τεχνίτης ο οποίος όμως ήταν εξόριστος στα Άδανα. Πήγαν τότε, καβάλα σε άλογα στην Άδανα και τον έφεραν πίσω. Έπιασε δουλειά ο πατέρας μου  και νοίκιασε σπίτι στην Άγκυρα μέχρι να κτίσει το σιντριβάνι.
Συγχρόνως πήγαινε στην Χάϊμανα και συναντούσε την μάνα μου, με αποτέλεσμα να γεννηθώ εγώ. Το σπίτι μας στην Άγκυρα ήταν δίπλα σε ένα φυλασσόμενο κτίριο και εγώ συνήθιζα να το σκάω και να πηγαίνω εκεί για να παίξω.
Έρχονταν ο φύλακας, ένας καλός και ευγενικός Τούρκος , με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με πήγαινε στην μάνα μου που ανησυχούσε.
<< Άντε Χαραλάμπη κουζούμ, άντε να πάμε σπίτι >>.
 Καθίσαμε έναν χρόνο στην Χάϊμανα και μετά επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή και το 1924 αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τις εστίες μας. Στις 20 Μαΐου του 1924 επιβιβαστήκαμε  στα βαγόνια ενός τραίνου και μετά έναν μήνα, ζώντας πολλές ταλαιπωρίες, φθάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και επιβιβαστήκαμε σε πλοία τα οποία μα πήγαν στον Πειραιά.
Στον Πειραιά αφού μας πέρασαν από κλίβανο μας έστειλαν στην Νέα Ιωνία όπου μέναμε  για αρκετό καιρό μέσα σε αντίσκηνα. Το καθημερινό φαγητό μας ήταν τσάι με ελιές, και η αδελφή μου τα έβαζε μέσα στο καρσάν και μας τα μοίραζε. Από τον Πειραιά, οδηγηθήκαμε με το τραίνο στην Θεσσαλονίκη.  Ακόμη θυμάμαι τα κάγκελα γύρω-γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό, ακόμη και σήμερα υπάρχουν. Μέναμε μέσα σε σκηνές στο Χαρμάνκιοϊ σε τρισάθλιες συνθήκες. Πολλές φορές οι σκηνές έπεφταν από την βροχή και τον αέρα και δυσκόλευαν την επιβίωσή μας.
 Οι χωριανοί μας έκαναν μια επιτροπή για να ψάξουν να βρουν έναν καλό μέρος για εγκατάσταση. Διάλεξαν την Γουμένισα του Κιλκίς. Πήραμε το τραίνο και κατεβήκαμε στον σταθμό της Γουμένισας που πρέπει να ήταν έξω από την πόλη.
Θυμάμαι έβρεχε καταρρακτωδώς  και εμείς προχωρούσαμε μέσα στην βροχή και στο κρύο. Η δύστυχη μάνα μου με κουβαλούσε στους ώμους της και όταν κουράζονταν, αναγκαζόμουν να προχωρώ μέσα στις λάσπες.
Στην Γουμένισα  είχαν κτιστεί παράγκες για την εγκατάσταση των προσφύγων και  μετά  5-6 μήνες έκτισαν και σπίτια. Εμείς  μέναμε στην αρχή σε ένα σχολείο. Ο πατέρας μου έκτιζε σπίτια στο Χαρμάνκιοϊ και πηγαινοέρχονταν στην Γουμένισα.
Σχολείο τελείωσα στην Γουμένισσα και το 1938-39 παρακολούθησα δυο τάξεις γυμνασίου. Τελικά φύγαμε και από  εκεί και εγκατασταθήκαμε οριστικά στο Νησί.
Το 1940 υπηρέτησα στρατιώτης και το 1948 παντρεύτηκα την Κατερίνα Σαματίδου από την Μεθώνη Πιερίας, με καταγωγή από το Κάρς.
Κάναμε τέσσερα παιδιά και ζήσαμε μαζί ωραία χρόνια. Δυστυχώς όμως  πέθανε η γυναίκα μου και απόμεινα μόνος και άρρωστος, διότι τα παιδιά μου ζουν  με τις οικογένειές τους μακριά. Πληρώνω μια γυναίκα η οποία με φροντίζει. Άσχημα κύριε Γιώργο τα γεράματα, ιδίως όταν έχεις χάσει το ταίρι σου και είσαι άρρωστος και μόνος. Λυπήθηκα τον λεβέντη παππού, που στα νιάτα του τσάκιζε … πέτρες αλλά τώρα  είναι μόνος και ανήμπορος. Δυστυχώς η ζωή πολλές φορές είναι  πολύ σκληρή και τα γεράματα είναι κάτι που δεν μπορεί να το αποφύγει κανείς.Τον ρώτησα αν μπορώ κάπως να τον βοηθήσω αλλά περήφανα μου το αρνήθηκε. Του φίλησα το χέρι και έφυγα, αφού του υποσχέθηκα ότι θα τον επισκεφθώ σύντομα.

        Τσιμαχίδης  Χαράλαμπος
     Άκ Ντάγ Μαντέν Πόντου



ΧΑΛΥΒΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΟΖΑΝΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

Η γιαγιά Σωτηρία  είναι  ενενήντα πέντε  χρονών και μένει στην  πανέμορφη  Κουμαριά. Δεν είχα ξαναπάει σε αυτό το χωριό και μου έκανε εντύπωση για την όμορφη τοποθεσία που είναι κτισμένο, καθώς και τα περιποιημένα σπίτια  του.
Η άλλη έκπληξη ήταν η γιαγιά που  ήταν αιτία να επισκεφθώ το όμορφο αυτό  χωριό, η κυρία Σωτηρία μια αληθινή αρχόντισσα της Τραπεζούντας. Η εν γένει συμπεριφορά της, ο τρόπος ομιλίας της φανέρωναν την  αρχοντική καταγωγή της.

<< Εγώ κύριε Γιώργο γεννήθηκα το 1916 στην Τραπεζούντα και είμαι σήμερα 95 ετών. Οι γονείς και συγγενείς μου  ασχολούνταν με το εμπόριο  και ήταν από τις πιο πλούσιες οικογένειες της πόλης. Ο πατέρας μου, όπως και όλα τα αδέλφια της μητέρας μου,  αποφοίτησαν από το  Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Ασχολούνταν με το εμπόριο   και ταυτόχρονα εργάζονταν  σαν λογιστής  στον συγγενή μας, από το σόϊ  της μητέρας μου, τον γνωστό Πόντιο τραπεζίτη Καπαγιαννίδη.
Εγώ ήμουν πολύ μικρή  δεν πήγα στο σχολείο και περιοριζόμουν να παίζω στο σπίτι, στον γνωστό οικογενειακό κύκλο. Οι γονείς μου κατά την διάρκεια της εβδομάδος λάμβαναν μέρος  στα διάφορα παρακάθια, τα οποία διοργανώνονταν από τις πλούσιες οικογένειες της πόλης, όπου έπαιζαν χαρτιά  και γλεντούσαν. Εγώ μαζί με τον αδελφό μου αναγκαζόμασταν  να μείνουμε με την γιαγιά μας.
Στην Τραπεζούντα, η κοσμική ζωή ήταν εφάμιλλη της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης,  διοργανώνονταν πολλοί χοροί  και έρχονταν για παραστάσεις πολλοί θεατρικοί και μουσικοί θίασοι από την Ελλάδα.
Τότε όλες οι  πλούσιες κυρίες   φορούσαν τις τουαλέτες τους, τις οποίες είχαν αγοράσει  οι έμποροι   σύζυγοί τους από το Παρίσι ή το Λονδίνο  και παρακολουθούσαν  με τις οικογένειές τους  τις παραστάσεις, οι οποίες πάντα είχαν μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Εμείς στην πόλη δεν φορούσαμε  τις γνωστές ποντιακές στολές, αυτές τις φορούσαν μόνο στα χωριά. Στην πόλη μας υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι και έξυπνοι άνθρωποι, οι οποίοι κρατούσαν  στα χέρια τους το εμπόριο της πόλης, γεγονός που τους έδινε μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη.
Θυμάμαι όμως ότι δεν υπήρχαν γιατροί και πολλές φορές καλούσαν έναν γιατρό από την Βέροια, που τον έλεγαν  Χατζηνώτα. Ήταν βλάχος στην καταγωγή, πολύ καλός άνθρωπος και γιατρός, γι΄ αυτό τον αγαπούσαν όλοι, Τούρκοι και Έλληνες.
Τον Δεκαπενταύγουστο   η μάνα μου πήγαινε με τις φίλες της στο πανηγύρι της Παναγίας Σουμελά και διανυκτέρευαν στους κοιτώνες της μονής. Εγώ όμως  δεν πήγα  διότι ήμουν μικρούλα, αλλά άκουγα μετά τις διηγήσεις της για το  κέντρο αυτό του χριστιανισμού στον Πόντο.
Με τους Τούρκους της Τραπεζούντας είχαμε πάρα πολύ καλές σχέσεις, οι οποίοι μας βοηθούσαν πάρα πολύ και μάλιστα μας προειδοποιούσαν  αν τυχόν υπήρχαν προβλήματα. Ευτυχώς εμείς στην Τραπεζούντα δεν είχαμε πάθει τα δεινά που τράβηξαν οι Έλληνες σε άλλες πολιτείες του Πόντου. Είχαμε και τον Μητροπολίτη μας τον Χρύσανθο, ο οποίος μας βοηθούσε πάντοτε στις δύσκολες στιγμές.
Όταν  αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την πόλη, νομίζω το 1924  ήρθε και μας πήρε  ένα ιδιωτικό βαπόρι  και μας αποβίβασε στον Βόλο όπου υπήρχαν συγγενείς μας. Μετά από διάφορες περιπλανήσεις σε διάφορες πόλεις,  καταλήξαμε στην Θεσσαλονίκη όπου και εγκατασταθήκαμε. Ένας από τους θείους μου εγκαταστάθηκε στην Βέροια και τα καλοκαίρια ερχόμασταν στην πόλη και τον επισκεπτόμασταν.
Δυστυχώς ο αδελφός μου  ο Λάζαρος Χαλυβόπουλος σκοτώθηκε κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Εγώ παντρεύτηκα τον Ποζάνη Γιώργο,  ο οποίος είχε καταγωγή  από το Ερζερούμ, και έκανα μαζί του  τρία παιδιά.
Ο  άνδρας μου πέθανε πολύ νέος, το 1967. Πριν λίγα χρόνια επισκέφθηκα την Τραπεζούντα  και πήγα στην βίλλα του θείου μου του Καπαγιαννίδη, την οποία οι Τούρκοι την έκαναν μουσείο Ατατούρκ. Επειδή ο θείος μου ήταν φυματικός, πήγαινε συχνά για θεραπεία στην Ελβετία, με αποτέλεσμα εγώ με τον αδελφό μου και την μάνα μου να πηγαίνουμε να μένουμε στην περιβόητη βίλλα του.
Αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση βλέποντας ξανά το σπίτι που πέρασα κάποια χρόνια της ζωής  μου, είδα το δωμάτιο και το κρεβάτι που κοιμόμασταν, τα παλιά έπιπλα που διατήρησαν οι Τούρκοι, τους όμορφους κήπους και την στέρνα που έτρεχε πάντα νερό.
Το καλύτερο από αυτά που μου είχε πει η λαλίστατη κυρία Σωτηρία ήταν το εξής…

 << το  επίθετο της γιαγιάς μου, από την πλευρά του μπαμπά μου ήταν Υψηλάντης από το περίφημο σόι των Υψηλάντηδων, η καταγωγή των οποίων ήταν από ένα διπλανό χωριό το Υψίλ και το άλλαξαν σε Μακρίδης φοβούμενοι του Τούρκους, οι οποίοι κυνηγούσαν την οικογένεια των Υψηλάντηδων.
Ο αδελφός της γιαγιάς μου είχε στο πατάρι του όλα τα έντυπα, προκηρύξεις, βιβλία του Υψηλάντη  αλλά φοβούμενος ότι θα τα βρούν οι Τούρκοι, τα έκαψε. Αυτή είναι η ιστορία μου κύριε Γιώργο, και τώρα που είμαι 95 ετών μένω εδώ στην Κουμαριά με  τα παιδιά μου. Εύχομαι δε το θεό να με κρατήσει υγιή και να μην αρρωστήσω. Ευχαρίστησα την γιαγιά για την ωραία αφήγησή της που μας μετέφερε στην πρωτεύουσα του Πόντου, αισθανόμενος περήφανος που γνώρισα από κοντά μια μακρινή συγγενή του ήρωα του 1821.

Πήρα την ευχή της, της φίλησα το χέρι και  αποχώρησα, αφήνοντας την γλυκιά γιαγιούλα να ξεκουραστεί.
 
 
                     Χαλυβοπούλου  Σωτηρία
                      Τραπεζούντα
 
 

ΧΟΥΛΟΥΙΛΙΔΟΥ ΜΟΡΦΟΥΛΑ

 

Η γιαγιά Μορφούλα είναι 93 ετών   και κατοικεί στον Σταυρό Ημαθίας. Γεννήθηκε στο χωριό Κίραζλι ή Κερασοχώρι του δήμου Κοτσάαλι στον ευρύτερο νομό των Ατάπαζαρ.

- Εγώ γεννήθηκα  στις 14 Ιουνίου  του 1919 στο χωριό Κίραζλι του Ατάπαζαρ, τουλάχιστον αυτό γράφει η ταυτότητά μου.
 Πατέρας μου έτονε ο Δεμερτζίδης ο Ηλίας και μάναμ η Κερεκή  Δεμερτζίδου. Πολλά πράγματα ασην πατρίδα κι θυμούμε διότι έμνε πολλά μικρέσα. Μόνο η μάνα μου έλεγε για το χωριό της το Κίραζλι που βρίσκονταν κοντά στην Μαύρη θάλασσα, και σε απόσταση 15 χιλιομέτρων.
 Το έλεγαν Κερασοχώρι από τις πολλές κερασιές που βρίσκονταν στη περιοχή. Το Κίραζλι ήταν μεγάλο χωριό και εκεί κατοικούσαν 140 οικογένειες και περίπου χίλια άτομα. Έλεγε η μάνα μου ότι όλοι τους ήταν Πόντιοι, μιλούσαν  μόνο την Ποντιακή γλώσσα και εγκαταστάθηκαν στο χωριό,  ερχόμενοι από την περιοχή της Ορντού  και της Αργυρούπολης.
Πολλοί από τους προγόνους μας κατάγονταν από  το Ντερένταμον της περιοχής  Σερμπίρ Καραχισάρ ,άλλοι από το Μελέτ της περιοχής Γαρά Σαρή  και  εγκαταστάθηκαν στο χωριό το 1856 ενώ οι υπόλοιποι το 1878.
Στο Κίραζλι ασχολούνταν με την γεωργία και την παραγωγή καλαμποκιού και φουντουκιών. Είχε όμως και πολλούς ξυλοκόπους το χωριό που έκοβαν τα ξύλα από το βουνό τα έριχναν στο ποτάμι και αυτό τα μετέφερε στην θάλασσα, απ΄ όπου τα έπαιρναν   και τα πουλούσαν.
Η μάνα μου ήταν παντρεμένη με τον Παναγιώτη Νικολαίδη και επήκε 4 παιδία. Μετά όμως χήρεψε και ξαναπαντρεύτηκε τον Δεμερτζίδη τον Ηλία με τον οποίο έκανε άλλα 4 παιδία.
 Έκλαιγε η καημέντσα όταν έλεγε τα ιστορίας πως άφησαν το χωρίο και έρθανε στην Ελλάδα. Εγώ έμνε η μικρέσα και με κουβαλούσε όλο τον καιρό στους ώμους της , για να με φέρει στην Ελλάδα. Αφού περάσαμε τον  Σακαριοπόταμο, εξέβαμε στην Νικομήδεια  και από εκεί όπως έλεγε η μάναμ έρθαμε στην Ελλάδα.
Έφθασαν με το καράβι  στην Πελοπόννησο όπου οι ντόπιοι δεν τους φέρονταν καλά, ήρθαν στην Μακεδονία  και έμειναν για λίγο καιρό στην Κωνσταντία  και μετά στο Βαλτολίβαδο την σημερινή Δάφνη Σκύδρας.
Εκεί  ασχολούμασταν με την γεωργία. Εγώ  πήγα μόνο 4 τάξεις στο σχολείο διότι βοηθούσα τον περισσότερο καιρό τους γονείς μου στις δουλειές , μαζί με τα άλλα μου τα αδέλφια.
Παντρεύτηκα το 1935 σε πολύ μικρή ηλικία  τον Σταύρο τον Χουλουιλίδη  και μείναμε στον Σταυρό όπου κάναμε εννέα παιδία.
Φτώχεια καταραμένη πούλιμ, έπρεπε να δουλεύουμε όλοι για να τα βγάλουμε πέρα. Τα καταφέραμε όμως παρά τα δυσκολίας.
Ο Κύρης μου πέθανε το 1992 και με άφησε μόνη. Ευτυχώς έχω κοντά μου τα παιδιά μου και έρτανε οι νυφάδες και με βοηθούν όταν τις έχω ανάγκη. Ο θεός να δώσει και να μη έχουμε αρρώστιες και όλα τα άλλα ξεπερνιούνται. Νάσαι και εσύ καλά που έρθες να ελέπς με και να χαίρεσαι τα παιδία σ΄.


  Χουλουιλίδου Μορφούλα
   Κίραζλι Ατάπαζαρ
 
 
ΧΡΗΣΤΑΚΗ –ΜΑΡΓΑΡΙΤΙΔΗ ΜΕΤΑΞΙΑ
Η γιαγιά Μεταξία κατάγεται από  το  Σουσουρλούκ το οποίο απέχει από την Προύσα 10 χιλιόμετρα. Είναι  92 ετών σε πολύ καλή πνευματική κατάσταση και μένει στο Τσερμένι υπό την επίβλεψη της κόρης της Στέλλας. Το Σουσουρλούκ  είναι ανατολικά της Προύσας και η σημερινή του ονομασία είναι Γκύρσοϊ. Πριν το 1922 είχε πληθυσμό 2.500 κατοίκους, Έλληνες και Τούρκους.  Οι περισσότεροι κάτοικοι το χωριού είχαν ρίζες από τις περιοχές των Γρεβενών και Κοζάνης και εγκαταστάθηκαν στο Σουσουρλούκ τον 19ο αιώνα, αναζητώντας καλύτερη τύχη στην Μικρά Ασία.
Το Σουσουρλούκ είχε άφθονα νερά, αυτό άλλωστε φανερώνει και η ονομασία του, και οι κάτοικοί του παρήγαγαν εκλεκτά κηπευτικά προϊόντα  με τα οποία τροφοδοτούσαν την αγορά της Προύσας.  Εκτός από γεωργία και κτηνοτροφία οι Σουσουρλουκιώτες  ασχολούνταν και με  την σηροτροφία. Πολλά δε κορίτσια από το χωριό εργάζονταν στα μεταξουργεία της Προύσας.
Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και μέσα στον περίβολό της υπήρχε διώροφος ξενώνας με 7-8  δωμάτια τα οποία χρησιμοποιούσαν για την φιλοξενία των επισκεπτών. Η εκκλησία υπάρχει ακόμη σήμερα  και έχει μετατραπεί σε τζαμί.
Στον Τουρκομαχαλά υπήρχε ακόμη μια εκκλησία  που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και λειτουργούσε κάθε Σάββατο. Εκεί βρίσκονταν τα  νεκροταφεία και το οστεοφυλάκιο. Στο Σουσουρλούκ υπήρχε Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο με 250 μαθητές, τα οποία συντηρούνταν από το εκκλησιαστικό ταμείο και το Ζαρίφειο ίδρυμα. Συνάντησα την γιαγιά Μεταξία στο σπίτι όπου μένει στην περιοχή Τσερμένι της Βέροιας.
Γλυκύτατη και ευγενέστατη γριούλα που στα νιάτα της πρέπει να έχει κάψει καρδιές με την ομορφάδα της  και τους ευγενικούς της τρόπους.
Δυστυχώς έχει κάποια κινητικά προβλήματα  αλλά τα ξεπερνά με την βοήθεια του μπαστουνιού και την φροντίδα της κόρη της, που έχει την επιμέλειά της.
<<   Εγώ κύριε Γιώργο γεννήθηκα στο Σουσουρλούκ το 1919 και σήμερα πάνω- κάτω πρέπει να είμαι 92 χρονών. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από  την ζωή μας στην Μικρά Ασία διότι ήμουν πολύ μικρή, και τώρα η μνήμη μου δεν με βοηθά να θυμηθώ έστω και κάτι λίγο από το χωριό μας. Σχολείο δεν πήγα, αν και από ότι έλεγε η μάνα μου, είχαμε μεγάλο και ωραίο σχολείο.
Θυμάμαι την μάνα μου να λέει, ότι κατά την διάρκεια της αποχώρησης από την Μικρά Ασία  επειδή ήμουν πολύ ζωηρή και δημιουργούσα προβλήματα, κάποιος συγγενής είπε στην μάνα μου να με πετάξουν στην θάλασσα, αλλά αυτή αρνήθηκε και έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα. Ήρθαμε στην Βέροια και εγκατασταθήκαμε στο Γιολά Γκελντί. Μιλούσαμε Τουρκικά και πολύ λίγα Ελληνικά.
Σχολείο πηγαίναμε σε αυτό που είναι κοντά στο Μεντρεσέ τζαμί. Ήμασταν 6 αδέλφια, πέντε αδελφές και 1 αδελφός. Σήμερα μόνο εγώ απόμεινα.  Σχολείο  πήγα μέχρι την Τετάρτη τάξη.  Μια μέρα  ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε λέγοντάς μου…
  << Άντε Μεταξού  κουζούμ ταρλαντά γκιτελίμ >>
Από τότε θυμάμαι την ζωή μου να εργάζομαι μέσα στα χωράφια. Πρωί φεύγαμε και βράδυ γυρίζαμε. Στο δρόμο για το χωράφι υπήρχε μια μουριά, αυτήν έβαζα σημάδι και έβρισκα τον δρόμο για τα χωράφια μας.
Στην δούλεψή μας είχαμε και ένα παλικάρι τον Θεοφάνη τον  Μαργαριτίδη με τον οποίο δουλεύαμε κάθε μέρα μαζί.  Τον αγάπησα, με αγάπησε και όταν ήμουν σε ηλικία 19 χρονών τον παντρεύτηκα. Συνεχίσαμε να δουλεύαμε στα χωράφια  για να ζήσουμε, μιας και αποκτήσαμε τέσσερα παιδιά. Δούλεψα  πολύ στην ζωή μου κύριε Γιώργη και  παρ΄ όλα αυτά  είμαι σήμερα 92 χρονών και ευτυχώς στέκομαι ακόμη, έστω και κούτσα –κούτσα, στα πόδια μου.Δυστυχώς έχασα τον άντρα μου αλλά έχω τα παιδιά μου τα οποία με προσέχουν.



Χρόνια πολλά γιαγιά Μεταξία πάντα υγεία και χαρά.

Χρηστάκη Μεταξία
Σουσουρλούκ Προύσας. 
 
 
      Δαφνιωτίδου Θεοδώρα
      Γαλατάς Καλλίπολης
 
 
 
         Φωτακίδου - Τσαλίδου Μαρία
      Νεοχώρι Τσατάλτσας
  
 
 
  
AHMET COBAN

Εκμεταλλευόμενος το γεγονός της επίσκεψής μου στα Κουβούκλια Προύσας επισκέφθηκα  στο χωριό Αϊνασή Προύσας τον παππού Αχμέτ Τσομπάν  95 ετών, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό  Ζαρκάδια της επαρχίας Χρυσούπολης. Όταν έφθασα στο χωριό Αϊνασή, συνάντησα  στην πλατεία τον γιο του παππού Αχμέτ ο οποίος με περίμενε μαζί με άλλους Αϊνασιώτες.Καθίσαμε λίγο στην πλατεία και ήπιαμε το καθιερωμένο τσαγάκι μας, κάτω από τον βαθύ ίσκιο του τεράστιου πλατανιού.Δίπλα μας  η ανακαινισμένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποία χρησιμοποιείται πλέον σαν πολιτιστικό κέντρο.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου μέσα στην εκκλησία, στα πλαίσια του Ελληνοτουρκικού φεστιβάλ, θα παρουσιαστεί η έκθεσή μου  με παλιές και πρόσφατες φωτογραφίες της Βέροιας. Επίσης στον αυλόγυρο  ο Πολιτιστικός Σύλλογος της Νέας Νικομήδειας, θα παρουσιάσει Ποντιακούς  χορούς.Ο παππούς Αχμέτ παρά το προχωρημένο της ηλικίας που φαίνονταν  massalah ακμαιότατος.
<< Εγώ  Γιώργο  εφέντη  κατάγομαι από το όμορφο  χωριό  Καράτζαλάρ ( Ζαρκάδια ) της περιοχής  Sari Saban (Xρυσούπολης). Μέχρι το 1922 ζούσαμε ειρηνικά με τους Έλληνες συγχωριανούς μας  και ασχολούμασταν με την παραγωγή καπνών,  την γεωργία και την κτηνοτροφία. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός που πήγαινα στο διπλανό σπίτι και έπαιζα με την γειτονοπούλα μας την Δέσποινα.  Άραγε τι κάνει η Δέσποινα? Ζεί ακόμη? Αν πας στα Ζαρκάδια και την συναντήσεις να της δώσεις πολλούς χαιρετισμούς.
Δυστυχώς το 1922 αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το όμορφο χωριό μας, επιβιβαστήκαμε  γρήγορα- γρήγορα στο  τραίνο, και φύγαμε με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.

<< Ντεντέ πές του για τις λίρες που έκρυψε ο παππούς >> μας διέκοψε γελώντας ο γιός του.
<< Εγώ ήμουν μικρός και δεν πήρα χαμπάρι, αλλά αργότερα ο πατέρας μου   είπε ότι κοντά στα Τουρκικά νεκροταφεία, κάτω από ένα δέντρο, έκρυψε ένα κιούπι με χρυσές λίρες. Αν πάς Γιώργο εφέντη και τις βρεις φέρε  λίγες και σε μένα>> .

Στην Κωνσταντινούπολη μείναμε λίγες μέρες και αργότερα ανεβήκαμε σε ένα πλοίο το οποίο μας έφερε στα Μουδανιά.Από τα Μουδανιά  ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε στο Αϊνασή Προύσας. Το χωριό φαίνονταν ότι ήταν μικρό και φτωχό. Όλα τα Ελληνικά σπίτια ήταν άδεια και περίμεναν τους νέους ιδιοκτήτες. Ο πατέρας μου έψαξε το καλύτερο , που ήταν κοντά  στην εκκλησία. Μικροί  και  μεγάλοι έψαχναν να βρουν…. χρυσές  λίρες και άλλα αγαθά που  είχαν αφήσει πίσω τους οι Έλληνες.Στο υπόγειο του νέου σπιτιού μας  έψαξα και βρήκα ένα κιούπι το οποίο είχε μέσα τυρί. Ήταν λίγο μουχλιασμένο αλλά με την φτώχεια που είχαμε το φάγαμε με μεγάλη όρεξη. Η εκκλησία του χωριού   ήταν  σε καλή κατάσταση και οι γονείς μας την μετέτρεψαν σε τζαμί.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Καλλιεργούσαμε χωράφια και σιγά – σιγά αποκτήσαμε ζώα και ασχοληθήκαμε με την κτηνοτροφία.Είχαμε και τους  ντόπιους Τούρκους οι οποίοι μας έβλεπαν με κακό μάτι και μας αποκαλούσαν  Yunan dogdum ( Ελληνόσπορους). Σχολείο δεν πήγα καθόλου διότι βοηθούσα τους γονείς μου και έβοσκα τα πρόβατά μας.
Το 1940 παντρεύτηκα την Bembe Hanim  και απόκτησα μαζί της ένα παιδί. Δυστυχώς όμως τον επόμενο χρόνο πέθανε  και το 1942 παντρεύτηκα ξανά την  Haacer Hanim  με την οποία απόκτησα 8 παιδιά. Πέρυσι πέθανε και η δεύτερη γυναίκα μου  και τώρα μένω με το γιό μου Γιακούμπ και την νύφη μου. Δόξα τον θεό είμαι καλά  στην υγεία μου και περνώ καλά. Μακάρι να μπορούσα να πάω στον τόπο μας τα Ζαρκάδια. Πολλοί χωριανοί πήγαν και μου είπαν ότι το χωριό μεγάλωσε και είναι πάρα πολύ όμορφο.
Ίσως  καταφέρω  και πάω μαζί με τον Γιακούμπ, ο θεός είναι μεγάλος.
Φίλησα τον παππού, πήρα την ευχή του και του υποσχέθηκα ότι αν πάω στα Ζαρκάδια και βρω το κιούπι με τις λίρες θα του φέρω πίσω τις μισές.
 
 
                      Αχμέτ Τσομπάν
                      Ζαρκάδια Καβάλας - Αινασή Προύσας
 
 
SULEYMAN MANDAR

O ντεντές Σουλεϋμάν  είναι ενενήντα χρονών  και κατοικεί στα Κουβούκλια – Gorukle του δήμου Νιλουφέρ Προύσας. Τον είχα πρωτοσυναντήσει πριν  περίπου 25 χρόνια όταν είχα επισκεφθεί για πρώτη φορά το χωριό του παππού μου.
<< Άλλαξες πολύ Γιώργο Μπέη,  άσπρισαν τα μαλλιά σου και  masallah  χόντρυνες πολύ, δεν σε γνώρισα. Έλα να σε κεράσω ένα τσάϊ.
Εγώ Γιώργο Μπέη γεννήθηκα το 1921 στο χωριό Σοχός του Λαγκαδά. Ήμουν πολύ  μικρός και δεν θυμάμαι  να σου πω πολλά πράγματα από τον τόπο που γεννήθηκα.
Οι σχέσεις μας με τους Έλληνες του Σοχού ήταν πολύ καλές, δεν είχαμε καθόλου προβλήματα. Αντίθετα θυμάμαι ότι πολλές φορές έβλεπα στο σπίτι μας πολλούς από τους γείτονες οι οποίοι έφερναν τα παιδιά τους και έπαιζα μαζί τους.
Οι γονείς μας  ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Πολλές φορές πήγαινα και εγώ,  μαζί με τον πατέρα μου και τα αδέλφια μου  στις πλαγιές του βουνού και βοσκούσαμε τα πρόβατά μας.
Ήταν όμορφο χωριό ο Σοχός  και  στην πλατεία του είχε μια μεγάλη και όμορφη εκκλησία. Από ότι έλεγαν οι γονείς μας ότι από το 1918 είχε αρχίσει πόλεμος  μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας  και ότι το μέλλον  μας εκεί ήταν αβέβαιο. Το 1922 η Ελλάδα έχασε τον πόλεμο και όλοι οι Έλληνες της Τουρκίας ήρθαν στην Ελλάδα.
Αρκετοί ήρθαν και στον Σοχό και τους φιλοξενήσαμε στα σπίτια μας, μέχρι να εγκατασταθούν κάπου  αλλού. Είδαμε τον φόβο και την αβεβαιότητα στα μάτια τους και ήμασταν σίγουροι ότι θα έφθανε και οι δική μας σειρά.
Έτσι, το 1924 ειδοποιηθήκαμε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουμε τον τόπο μας, τα σπίτια  όπου γεννηθήκαμε και να πάμε στην Τουρκία. Δεν θέλαμε να φύγουμε, ούτε  εμείς , ούτε και οι γονείς μας. Πατρίδα μας ήταν ο Σοχός και δεν ξέραμε που θα καταλήγαμε. Πήραμε ότι μπορούσαμε, αποχαιρετήσαμε κλαίγοντας τους φίλους και γείτονες Έλληνες,  πήγαμε στην Θεσσαλονίκη, ανεβήκαμε στο πλοίο SAKARYA δηλαδή Σαγγάριος και φύγαμε  για την Κωνσταντινούπολη.
Από εκεί μετά από πολλές μετακινήσεις, ήρθαμε στο χωριό των παππούδων σου τα Κουβούκλια. Εδώ  πήραμε πολλά χωράφια και σπίτι και ασχοληθήκαμε με αυτό που ξέραμε καλά , την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Παντρεύτηκα το 1948 μια συμπατριώτισσά μου την Pakize Mandar με την οποία απέκτησα 3 παιδιά. Γέρασα τώρα Γιώργο Μπέη, πέρασα τα ενενήντα, είμαι δόξα τον Αλλάχ καλά στην υγεία μου και έχω κοντά μου τα παιδιά μου τα οποία με προσέχουν και με αγαπούν.
Θα ήθελα πολύ να πάω να δω την πατρίδα μου αλλά φοβάμαι ότι δεν θα αντέξω το ταξίδι, θα στείλω όμως τα παιδιά μου. Αν πας εσύ στο χωριό  δώσε χαιρετισμούς τους συγχωριανούς μου>> .
Εν  τω μεταξύ γύρω μας  συγκεντρώθηκαν αρκετοί Κουβουκλιώτες και κάποιοι από αυτούς ήταν υπερήλικες και περίμεναν την σειρά τους, οι οποίοι παρακολουθούσαν την συνομιλία μας.
Ευχαρίστησα τον ντεντέ Σουλεϋμάν , ο οποίος παρεχώρησε την θέση του στον άλλο παππού τον HUSEYN APAK.  

                     
                      Σουλεϋμάν Μαντάρ
                       Σοχός Λαγκαδά - Κουβούκλια Προύσας                       
 

HUSEYIN APAK

Ο παππούς  Χουσείν από την πρώτη φορά που τον συνάντησα Μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση διότι μοιάζει φοβερά  τον Κουβουκλιώτη παππού μου τον Γιώργη. Όποτε με βλέπει στα Κουβούκλια, έρχεται κοντά μου με κερνά τσάι  και δείχνει ότι με θεωρεί σαν μέλος της οικογένειάς του.
Ήταν ομορφόπαιδο στα νιάτα του και πολύ γυναικάς  μου είπε ο φίλος μου ο Μουσταφάς.
<< Εγώ κουζούμ Γιώργο γεννήθηκα στον  Σοχό του Λαγκαδά το 1920.

Οι γονείς μου  ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Από ότι μου έλεγαν αργότερα  στον Σοχό περνούσαμε πάρα πολύ καλά και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα με τους Έλληνες γείτονές μας. Πουλούσαμε ο ένας στον άλλον  τις πραμάτειες μας, κάναμε αλισφερίσια, πηγαίναμε στις γιορτές των Ελλήνων, όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, έρχονταν και αυτοί στα δικά μας Μπαϊράμια, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Ακόμη και όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας εμείς δεν αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα, αλλά βέβαια κατά βάθος ανησυχούσαμε για το μέλλον μας.
Ακούγαμε ότι θα γίνονταν ανταλλαγή πληθυσμών και φοβόμασταν, δεν θέλαμε να  εγκαταλείψουμε την χώρα μας. Πατρίδα μας δεν ήταν η Τουρκία, εμείς είχαμε γεννηθεί στην Ελλάδα η οποία παλιότερα  ήταν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εμάς μας άρεσε  όπως ήμασταν στον Σοχό με τους φίλους μας και γείτονες Έλληνες, και δεν θέλαμε να φύγουμε. Θυμάμαι τον πατέρα και τον παππού μου που όλοι την ώρα μουρμούριζαν ανήσυχοι και όταν άρχισαν σιγά-σιγά να πουλούν τα κοπάδια μας καταλάβαμε ότι η αποφράδα ημέρα πλησίαζε.
Όταν άρχισαν να έρχονται τα καραβάνια των Ελλήνων από την Ανατολή καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε τίποτε. Φιλοξενήσαμε κάποιες οικογένειες Ελλήνων στα σπίτια μας και προσπαθούσαμε να τους παρηγορήσουμε για το κακό που τους βρήκε. Το 1924  εξαναγκασμένοι και φοβισμένοι, οδηγηθήκαμε στην Θεσσαλονίκη και με το πλοίο πήγαμε στην Τούζλα της Νικομήδειας και αργότερα στα Μουδανιά.
Από εκεί μας οδήγησαν στα χωριά της Προύσας τα οποία είχαν εγκαταλειφτεί από τους  Έλληνες. Στα Κουβούκλια, που ήταν πολύ πλούσιο μέρος, πήραμε ένα σπίτι και αρκετά χωράφια. Όταν πρωτοήρθαμε στο χωριό  ο μαχαλάς της εκκλησίας, και η εκκλησία είχαν καεί από πυρκαγιά την οποία είχαν προκαλέσει οι Έλληνες  στρατιώτες.
Τα σπίτια ήταν όλα ρημαγμένα και άδεια, διότι οι Τούρκοι   των γύρω χωριών φρόντισαν να μην αφήσουν ούτε μια πόρτα. Δουλέψαμε σκληρά και τα καταφέραμε. Εγώ το 1948 παντρεύτηκα την Νεφιζέ Χανίμ και έκανα μαζί της τέσσερα παιδιά.
Δόξα στον Αλλάχ είμαι καλά στην υγεία μου, τα παιδιά μου είναι τακτοποιημένα και από εδώ και πέρα όσα χρόνια ζήσουμε είναι μπερεκέτ.
Ευχήθηκα στο παππού Χουσείν να τα εκατοστήσει και αφού ήπια το τσάι που με κέρασε,κατευθύνθηκα στον άλλο παππού που περίμενε καρτερικά, τον μεγαλύτερο της παρέας, τον ΙΜΠΡΑΉΜ ΑΤΑΥ.
 
                      Χουσείν Απάκ
                       Σοχός Λαγκαδά



ΙBRAHIM ATAY

O παππούς Ιμπραήμ με τα 94 χρόνια του  είναι ο πιο ηλικιωμένος κάτοικος των Κουβουκλίων. Η καταγωγή του είναι, όπως και των άλλων παππούδων  που επισκέφθηκα από τον Σοχό του Λαγκαδά.
<< Εγώ Γιώργο εφέντη  γεννήθηκα στον Σοχό  το 1917 και σήμερα είμαι πάνω –κάτω 94 χρονών.
Θυμάμαι πολύ καλά το χωριό μου τον Σοχό όπου ζούσαμε ειρηνικά με τους Έλληνες συγχωριανούς μας. Στον πάνω Σοχό ήταν τα δικά μας σπίτια και στον κάτω ήταν τα Ελληνικά. Είχα πολλούς φίλους Έλληνες με τους οποίους βοσκούσαμε μαζί τα πρόβατα στα ορμάνια του Σοχού. Ο πατέρας μου ήταν ναλμπάντης στο επάγγελμα, πετάλωνε σχεδόν όλα τα άλογα και τα μουλάρια της περιοχής.
Το 1922 μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο  άρχισαν να έρχονται οι Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Ήρθαν και στο σπίτι μας μερικές οικογένειες και τους φιλοξενήσαμε για λίγο καιρό. Το 1923  αποφασίσαμε να φύγουμε για να πάμε στην Τουρκία, δεν μας σήκωνε πλέον το κλίμα στην Ελλάδα.
Πήραμε ότι μπορούσαμε και  πήγαμε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπου περιμέναμε περίπου 25 μέρες μέχρι να έρθει το πλοίο  << ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ>> το οποίο θα μας μετέφερε στην καινούργια μας πατρίδα.
Αποβιβαστήκαμε στο κέντρο υποδοχής της Τούζλας, κοντά στην Νικομήδεια. Εκεί παραμείναμε  για ένα μήνα σε παράγκες όπου μας εξέτασαν γιατροί μήπως έχουμε διάφορες κολλητικές αρρώστιες .
Αργότερα  με το καράβι φύγαμε για τα Μουδανιά και από εκεί μετά πολλές ταλαιπωρίες φθάσαμε στα Κουβούκλια. Το χωριό ήταν άδειο και λεηλατημένο. Όλα τα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα .
Διαλέξαμε ένα σχετικά καινούργιο και εγκατασταθήκαμε εκεί. Αργότερα πήραμε χωράφια, ασχοληθήκαμε με την γεωργία – κτηνοτροφία, και η ζωή μας άρχισε να γίνεται φυσιολογική.
Πολλές φορές τα βράδια άκουγα την μάνα μου να κλαίει και να αναζητά το χωριό της τον Σοχό, όπου γεννήθηκε και όπου ήταν θαμμένοι οι γονείς της. Ο χρόνος όμως ήταν το καλύτερο γιατρικό. Μεγάλωσαν και τα αδέλφια μου, απέκτησαν οι γονείς μου εγγόνια  και  έτσι ξέχασαν τα βάσανα που τράβηξαν. Το 1939 παντρεύτηκα την χωριανή μου Εμινέ και έκανα μαζί της πέντε παιδιά. Περάσαμε καλά χρόνια μαζί και ευτυχισμένα. Το 1998 πέθανε η Εμινέ και τώρα ζω με τα παιδιά μου τα οποία με σέβονται και με αγαπούν.
Χάρηκα Γιώργο Εφέντη που σε γνώρισα, διότι άκουσα πολλά καλά λόγια για σένα. Αν πας στον Σοχό φέρε μια πέτρα να την βάλουν στο μνήμα μου.
 Φίλησα το χέρι του σεβάσμιου παππού και του υποσχέθηκα ότι θα πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου.
Με τον παππού Ιμπραήμ τελείωσαν στα Κουβούκλια οι  πρόσφυγες παππούδες  οι οποίοι γεννήθηκαν στην πατρίδα τους την Ελλάδα  και την οποία εγκατέλειψαν βιαίως, σε πολύ μικρή ηλικία.
 Η αναζήτησή μου  συνεχίστηκε  και σε άλλα χωριά της Προύσας.

 
 
                      Ιμπραήμ Ατάϊ
                      Σοχός Λαγκαδά - Κουβούκλια Προύσας






                         Τέλος


 

 

 


 

 



 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 

 
 
 
 






 

 


 

 

 

 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 


 
 

                     
 
 
 
 


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

1 σχόλιο:

  1. ο παππους μου ειχε εναν φιλο τζερκεζο, που τον βοηθουσε πολυ γιατι ζουσε μονος του,που ειναι θαμενος στο χωριο μου.αυτος ο ανθρωπος βοηθησε πολυ τους συγχωριανους μου.λογο της βοηθειας του αναγκαστηκε να ερθει μαζι τους,στην ελλαδα.εμαθα, τωρα τελευταια,οτι ηρθαν δικοι του και τον ψαξαν,οι χωριανοι μου τους εδειξαν τον ταφο,που τον θαψανε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή