Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ,ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη,
 στα χωριά της Προύσας.

ΚΟΤΖΑΕΡΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ , ΛΕΒΑΙΑ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012
 
 
Πρόλογος
Εἶναι μεγάλη ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἱκανοποίησή μου διότι μοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ προλογίσω τὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ κ. Κοτζαερίδη μὲ θέμα τὴν περιοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μου δικαιοδοσίας, τὴν περιοχὴ τῆς Προύσης.
Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι καρπὸς κόπου καὶ μόχθου, ἀλλὰ καὶ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ τὸν τόπο τῆς καταγωγῆς τῶν πατέρων του, τὴν ὄμορφη Βιθυνία.
Ἡ λαχτάρα τοῦ συγγραφέα νὰ βρεῖ τὶς ρίζες τοῦ, νὰ ξανα-ἀνακαλύψει τὴν κοιτίδα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ποὺ λέγεται Βιθυνία, νὰ περπατήσει ἕνα-ἕνα τὰ χωριὰ καὶ τὶς πόλεις ποὺ ἔχτισαν οἱ πρόγονοί μας, νὰ συναναστραφεῖ μὲ ἀγάπη μὲ τοὺς σημερινοὺς φιλειρηνικοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς, νὰ σταυροκοπηθεῖ στὰ ἐρείπια τῶν ἐκκλησιῶν καί, τέλος, νὰ καταγράψει τὶς ἐμπειρίες του αὐτὲς σὲ ἕνα καλαίσθητο βιβλίο, ἀξίζουν τὰ συγχαρητήρια καὶ τὸν ἔπαινο ὅλων μας.
Εὐχομαι τὸ βιβλίο αὐτὸ νὰ ἀποτελέσει τὸν ὁδηγὸ τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς διασκορπισμένων ἀπογόνων τῶν ἀδίκως ἐκπατρισθέντων τέκνων τῆς γόνιμης καὶ φιλόξενης βιθυνικῆς γῆς, ὥστε νὰ γνωρίσουν τὶς κοιτίδες τους, τὰ μνημεῖα τῶν πατέρων τους, καὶ νὰ γίνουν ζωντανὲς γέφυρες εἰρήνης καὶ συνεργασίας μὲ τοὺς τούρκους σήμερα κατοίκους.
Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, 14 Φεβρουαρίου 2012,
+ ὁ Μητροπολίτης Προύσης Ἐλπιδοφόρος,
 //////////////////////////////////////////////////////////////////////
Πέρασε πολύς καιρός από το προσκύνημά μου στην Ιερή προγονική γη του Ατάπαζαρ, τον τόπο καταγωγής του παππού μου, του Αρναούτη.  

Ένα ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου, επισκέφθηκα τα χωριά των Ποντίων προγόνων μου, προσκύνησα τα Ιερά τους και δέχθηκα, με μεγάλη έκπληξη, την καταπληκτική φιλοξενία των νέων κατοίκων τους.  Κάπως έτσι απέκτησα πολλούς καλούς φίλους, με τους οποίους η φιλία μας διαρκεί μέχρι και σήμερα.

Με αφορμή τη φιλοξενία αυτή, δράττομαι της ευκαιρίας να κάνω μία παρένθεση για να εκθέσω κάποιες απόψεις μου. Θεωρώ πως οι θεωρίες κάποιων φανατικών «Ελληναράδων» αποτελούν κατάφορη αδικία…

Πρόκειται για αυτούς που αφ’ ενός διαλαλούν ότι δεν πάνε στην Τουρκία για να μην αφήσουν ούτε δεκάρα τσακιστή στους … «Τουρκαλάδες», ωστόσο είναι οι ίδιοι που με περισσή ευκολία αγοράζουν τα φθηνά εισαγόμενα τουρκικά προϊόντα που κατακλύζουν την Ελληνική αγορά. Αφ’ ετέρου απορρίπτουν όλους τους Τούρκους ως υπανάπτυκτους και βάρβαρους και προτάσσουν αυτό ως σοβαρό λόγο να μην επισκεφθούν τους τόπους καταγωγής των γονιών τους.

Οι Τούρκοι που συνάντησα εγώ στο Ατάπαζαρ ήταν ευγενέστατοι, φοβερά φιλόξενοι και άνοιγαν εγκάρδια τις πόρτες των σπιτιών τους για να με φιλοξενήσουν και να με ξεναγήσουν στα μέρη τους, τα οποία γνωρίζουν ότι κάποτε ήταν ελληνικά. Το ίδιο κάνουν και με όλους τους Έλληνες που επισκέπτονται τα εδάφη τους. Τους σέβονται διότι αντιλαμβάνονται το σκοπό της επίσκεψής τους και τους ανοίγουν διάπλατα την πόρτα του σπιτιού τους, που κάποτε ανήκε στους προγόνους τους.

Στα μέρη αυτά οι ερημωμένες και μισογκρεμισμένες εκκλησιές περιμένουν ένα χριστιανικό πόδι να περπατήσει το εσωτερικό τους και ένα χριστιανικό χέρι να χαϊδέψει τις σχεδόν κατεστραμμένες μορφές Αγίων που βρίσκονται στους τοίχους και έχασαν για πολλά χρόνια τη φροντίδα μας.

Η παρουσία μας εκεί, στις προγονικές μας εστίες, είναι απαραίτητη, διότι διατηρεί ζωντανές τις μνήμες μας και υπενθυμίζει στις επερχόμενες γενεές ότι σε αυτά τα ιερά μέρη κατοικούσαν και ευημερούσαν οι δικοί μας άνθρωποι. Επιπλέον, η όποια φωτογραφία ή βίντεο φιλμ, με το οποίο θα απαθανατίσουν οι επισκέπτες τις εκκλησίες και τα ελληνικά σπίτια, θα αποτελέσουν αργότερα ένα σημαντικό ντοκουμέντο για τους ερευνητές του μέλλοντος.

Τέλος, ας μη ξεχνάμε ότι η παρουσία μας εκεί, έστω και για τουριστικούς σκοπούς, κάνει τους  πανέξυπνους -και όχι όπως οι περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν, μπουνταλάδες Τούρκους - να αναστηλώνουν πολλά χριστιανικά μνημεία για να μπορούμε να προσκυνάμε και να αφήνουμε τον …..οβολό μας.

Γι’ αυτόν το λόγο και μόνο αξίζει τον κόπο να επισκεπτόμαστε τις χαμένες μας πατρίδες, για να τις αναστήσουμε!

Ας μη στεκόμαστε μόνο στην παθητική στάση της κατάκρισης των αλλοεθνών γειτόνων. Ας ατενίσουμε και από μια διαφορετική σκοπιά το θέμα και θα διαπιστώσουμε ότι και στις δικές μας ελληνικές πόλεις, όσα από τα τούρκικα μνημεία έχουν απομείνει, είναι και αυτά σε κακή κατάσταση ή έχουν καταστραφεί πλήρως.

Και αυτό διότι η πολιτική και των δυο κυβερνήσεων αποσκοπεί, όχι φυσικά στην επισκευή και ανακαίνιση των ιστορικών μνημείων, αλλά στην εγκατάλειψή τους και την καταστροφή από τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος.   Όταν, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, ο Ανδρούτσος πολιορκούσε την Ακρόπολη των Αθηνών, οι πολιορκημένοι Τούρκοι αποκολλούσαν τα μάρμαρα και έπαιρναν το μολύβι που υπήρχε μέσα, για να το χρησιμοποιήσουν εναντίον των πολιορκητών. Τότε ο Ανδρούτσος έδωσε στους Τούρκους το μπαρούτι που τους έλειπε για να μην καταστρέφουν τα μάρμαρα. Αυτός είναι πραγματικός πατριωτισμός και σεβασμός προς την πατρίδα και την ιστορία της…

Το επόμενο προγραμματισμένο ταξίδι μου είχε προορισμό το χωριό καταγωγής των γονιών της μητέρας μου, τα Κουβούκλια Προύσας.  Για να μην αδικήσω τον παππού Φωτάκη, του οποίου είχα και το όνομα και τη γιαγιά μου, τη  Φωτακίνα, που για πέντε ολόκληρα χρόνια έζησα κοντά τους.

Σε αντίθεση με τους Πόντιους παππούδες μου, αυτοί ήταν πολύ αυστηρών αρχών, γεγονός που διαγραφόταν σε όλη τη συμπεριφορά τους. Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε που ο παππούς ο Γιώργης μέχρι που πέθανε διετέλεσε επί σειρά ετών εκκλησιαστικός επίτροπος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Λεβαία.

Κάθε Κυριακή ήθελα δεν ήθελα, πήγαινα στην εκκλησία και μάλιστα έδινα μάχη με τους άλλους συμμαθητές μου για το ποιος θα έλεγε το «Πάτερ ημών» ή το «Πιστεύω».  Τετάρτες και Παρασκευές απαγορευόταν το κρέας. Αυτό ήταν το μόνο εύκολο… διότι με την καταραμένη φτώχεια που μας έδερνε, που να εύρισκαν λεφτά για κρέας. Το ίδιο ίσχυε και για τις μεγάλες νηστείες. Πήζαμε, στην κυριολεξία, στις πατάτες φούρνου και στα όσπρια. Πριν το φαγητό κάναμε το σταυρό μας και κατά τη διάρκειά του, επικρατούσε άκρα ησυχία.

«Έτσι κάναμε στην πατρίδα μας», έλεγε πάντα ο παππούς.

Όλες αυτές τις συνήθειες τις είχαν μεταφέρει με ευλάβεια από την πατρίδα. Συνήθειες που τους είχαν διδάξει οι γονείς τους και αυτοί με τη σειρά τους μετέδωσαν στα παιδιά και στα εγγόνια τους.  Τα βράδια κοντά τους, με τις ατέλειωτες συζητήσεις και τις ιστορίες για τη γενέτειρά τους, πλημμύριζαν το παιδικό μου μυαλό με μια μαγεία ανεξήγητη. Έτσι μαγικά μεταφερόμουν και εγώ στα Κουβούκλια, που βρίσκονταν είκοσι χιλιόμετρα μακριά από την Προύσα. Ζούσα και εγώ τη δική τους ζωή στο χωριό, βίωνα τα ήθη και έθιμά τους, μάθαινα τα τραγούδια, τα παραμύθια τους και πολλές άλλες ιστορίες που στο τέλος μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη.

Δίπλα στον παππού πάντα καθισμένη η γιαγιά «Φωτακίνα», αναπολούσε και αυτή τα περασμένα και τον συμπλήρωνε αν του διέφευγε κάτι.  Τη θυμάμαι επίσης τη Μεγάλη Εβδομάδα, που μας τραγουδούσε με τη γλυκύτατη φωνή της το «Μοιρολόι της Παναγίας» και μας έκανε όλους να δακρύζουμε από συγκίνηση.  Αν και είναι αρκετά μεγάλο, το παραθέτω όπως το τραγουδούσε η γιαγιά, για να μείνει και στη μνήμη των νεώτερων.

Το Μοιρολόι της Παναγίας

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι

για να σταυρώσουν το Χριστό των Πάντων Βασιλέα.

Και η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της,

τις προσευχές της έκανε για το μονογενή της.

Φωνή της ήρθε απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:

-«Φθάνουν Κυρά μου οι προσευχές, φθάνουν και οι μετάνοιες,

το γιό σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε,

σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε,

και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.»

Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο

και δύο με ροδόσταμο για να ‘ρθει ο λογισμός της.

«Λάβε Κυρά μου υπομονή, λάβε και ανέση,

εσύ αν πάς να κρεμαστείς, ο κόσμος θε να το μάθει.»

Η Μαρία η Μαγδαληνή, του Λάζαρου η μάνα και του Γιακώβου αδελφή,

οι τέσσερις αντάμα επήραν το δρομί – δρομί, το μονοπάτι,

και το δρομί τους έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.

-  «Άνοιξε πόρτα του ληστή! Άνοιξε πόρτα του Πιλάτου!»

Κι η πόρτα απ’ το φόβο της, ανοίγει μοναχή της.

Βλέπει δεξιά, βλέπει αριστερά, κανένα δε γνωρίζει,

βλέπει και δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ Γιάννη.

-«Αχ ! Αϊ Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιού μου,

δεν είδες τον γιόκα μου και σε τον δάσκαλό σου;»

-«Τι να σε πω και πώς να σε τον δείξω.

Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπεταμένο,

που το πουκάμισο φορεί στο γέμα βουτημένο;

Εκείνος είν’ ο γιόκας σου, κ’ εμέ διδάσκαλός μου.»

-«Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»

-«Τι να σου πω Μανούλα μου και τι να σου μιλήσω,

το Μέγα Σάββατο το βράδυ, κοντά στο μεσονύχτιο,

όταν λαλούν οι πετεινοί να ‘χεις χαρές μεγάλες,

τότε θα σηκωθεί ο γιόκας σου και στα ουράνια θα πάει.»

Μεγαλειώδεις στίχοι, που απεικονίζουν εξαιρετικά το Θείο δράμα! Ακόμα και αυτή τη στιγμή που γράφω αισθάνομαι να με διαπερνά το ίδιο ρίγος συγκίνησης.

Φέρνω στο μυαλό μου την όμορφη εικόνα που έβλεπα όταν επέστρεφα από το σχολείο… ο παππούς να κάθεται πάνω σε ένα κιλίμι, κοντά στην πόρτα του σπιτιού και δίπλα του η γιαγιά Φωτακίνα, η τσακίρα, με τα πανέμορφα γαλάζια μάτια. Γύρω τους σχεδόν πάντα συγκεντρωμένη η ίδια όμορφη παρέα.

Η παραμυθατζού της γειτονιάς, η γιαγιά η Μεταξού, που καταγόταν και αυτή από τα Κουβούκλια. Η θεία η Γραμμάτα από το Ταχταλή, πιο εκεί η γιαγιά η Ευρυδίκη η Κακλάβα, που πέθανε 100 χρονών και η θεία η Μανουσαρίνα, από την Κουρούντερε του Ατάπαζαρ, η μοναδική Ποντία. Αγαπημένη συνήθεια του παππού να διηγείται στις «κοτούλες» του -όπως τις αποκαλούσε - τις ιστορίες για το χωριό του, τα Κουβούκλια, για τα ανδραγαθήματά του στο Μικρασιατικό πόλεμο, αλλά και αργότερα ενάντια των Γερμανών και στον εμφύλιο, ενάντια στους κομμουνιστές.

Ήταν ήρωας ο παππούς μου και όταν, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου τραυματίσθηκε σοβαρά και έχασε το ένα του μάτι, η «στοργική», όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις πατρίδα, πέταξε στα σκουπίδια τις αιτήσεις του για μια μικρή σύνταξη πολέμου. Αντί αυτού, του έδωσε παράσημα ανδρείας, τα οποία στολίζουν τώρα τη συλλογή μου. Κάτι είναι και αυτό… μια αναγνώριση ότι οι αγώνες του δεν πήγαν χαμένοι.

Τα βράδια του χειμώνα παρέμενε πάντα ίδιο το σκηνικό ….

Κάθε βράδυ κάναμε νυχτέρια. Κάποιες νύχτες πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς της Μεταξούς, η οποία με τη θυγατέρα της, την Κυρά Παναγιώτα, μας διηγούνταν ατέλειωτα παραμύθια με τον Κέλογλαν, τον Καμπέρ και την Αρζού.

Νυχτέρια βέβαια χωρίς διάφορα μικρασιάτικα εδέσματα και γλυκίσματα δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε. Έτσι η γιαγιά έκανε μουστουκούληκα, χουσμερί, η θεία Μεταξού την περίφημη μπουρμαλού και προς μεγάλη μας ευτυχία, όλο το βράδυ τρώγαμε και τραγουδούσαμε τα Κουβουκλιώτικα τραγούδια:

  «Η Σοφιά»

Ήτανε ένας γέρος και μια γριά, που είχαν ένα κοριτσάκι,

που το έλεγαν Σοφιά.

Η μάνα της τη στέλνει στο σχολειό,

μα η κακιά δασκάλα στο πηγάδι για νερό.

Κοντό σχοινί της δίνει, βαρύ σταμνί, για

ν΄ αργήσει στο πηγάδι, να της εύρη αφορμή.

Μα η κόρη εξυπνούλα και πονηρή,

κόβει τις δυο πλεξούδες κι αβλαντάει το σχοινί.

Και η μάνα της τη βλέπει απ’ τα αργαλειό:

- Σοφία μ’ πούναι τα μαλλιά σου

και οι πλεξούδες σου οι δυό.

- Μάνα μου, συ με στέλνεις στο σχολειό

και η κακιά δασκάλα στο πηγάδι για νερό.

Κοντό σχοινί μου δίνει, βαρύ σταμνί, για να αργήσω

 στο πηγάδι για να μου βρει αφορμή.

Μα η κόρη σου εξυπνούλα και πονηρή.

κόβει τις δυό πλεξούδες και αβλαντάει το σχοινί . 

 Ή πάλι το άλλο, που το τραγουδούσαν μόνο στα Κουβούκλια και το είχαν σαν εθνικό ύμνο - το δημοσίευσε λένε και η εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» της Νέας Υόρκης. Τι εθνικό ύμνο δηλαδή… που όταν πήγα κάποτε σε μία γιαγιά, την  Καραγκιαουρίνα τη Γραμματού από το Μικρόκαμπο Κιλκίς και σε έναν παππού, τον Μπαλαμπανίδη τον Δημήτρη από τη Γαλάτεια Πτολεμαίδας, με το τραγούδησαν πολύ διαφορετικά… με λέξεις που με έκαναν όχι απλά να ντραπώ, αλλά και να κοκκινίσω από συστολή.

«Τηρώ βλέπω στον ουρανό»

Τηρώ βλέπω στον ουρανό, τα σπίτια της μές το γιαλό,

τα παραθύρια της γυαλιά, θεέ μου βγάλ’  ένα βοριά,

να ραγιστούνα τα γυαλιά, να ξέβη πάλι η αγάπη μου.

Έχω δυο λόγια να της πω, σαράντα να της διηγηθώ.

Ν’ ανέβω σε ψηλό βουνό, να βγάλω μια γλυκιά φωνή

για να βγούνε οι λεύτερες.

Να πελεκήσω μάρμαρα, να κάνω μαρμαρόλουτρο.

Να στήσω γούρνες δεκαοκτώ, σαντριβάνια τριάνταδυό.

Όπ’ έχει κόρη λεύτερη για να τη φέρει να λουσθεί,

πέντε τσατάλια να μπλαχή και δεκοχτώ να στολισθεί,

να δώσει και το λουτρικό, ένα σγουρό βασιλικό.

Κρίμα που δεν ποτίζεσαι και δεν κορφολογίζεσαι.

Εγώ το κορφολόγησα, στο μαντηλάκι μ’ το ‘δεσα

και στην αγάπη μ’ το στειλα, με γειές, με χαιρετίσματα,

με του βοριά τα κύματα.

Σταφύλια με τ’ απούρια τνα, ροδάκινα με τα κλωνιά,

ελιές με τα κουκούτσια τνα, δαμάσκηνα με τα τσουνιά.

Η εύθυμη παρέα σοβάρευε όταν άρχιζε ο παππούς και πάλι τις δικές του ιστορίες για το σεφέρ μπεϊλίκι, την επιστράτευση, τις κακουχίες που υπέστη αυτός και ο αδελφός του ο Στρατής στον τούρκικο στρατό και τέλος με τον ερχομό του Ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, τον πόλεμο, την καταστροφή και το ξερίζωμα από τις εστίες τους.

Ακόμη και σήμερα, όταν μιλώ για τη Μικρασιατική Καταστροφή, ανασύρω από τη μνήμη μου όλες εκείνες τις διηγήσεις του παππού για τα διαδραματιζόμενα στην αποβάθρα των Μουδανιών, όπου είχαν καταφύγει όλοι οι Έλληνες της περιοχής Προύσας για να αποφύγουν την οργή των Τούρκων.

«Κεμάλς έρχεται ….Να φύγμε να γλυτώσμε.»

Αυτή η κραυγή αντηχούσε σε όλα τα χωριά της Προύσας και οι ελαιώνες της περιοχής Μουδανιών, γέμισαν από κατατρεγμένους Έλληνες. Μάνες έψαχναν τα παιδιά τους, άνδρες τις γυναίκες τους, μέσα σε στιγμές απέραντου πανικού και απόγνωσης.

«…Έτς  χάθκε και ο αδελφόσιμ ο Στρατής, που ήτανε στρατιώτης. Από τότε που πήγε στρατιώτς δεν τον ξανάδαμε…»

Όταν μιλούσε γι’ αυτές τις στιγμές ο παππούς, δάκρυζε από τη συγκίνηση, λες και τις ξαναζούσε.  Όταν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα σταματούσε τις ιστορίες του, αποχαιρετούσαμε τη θεία Μεταξού και κλείναμε ραντεβού για την επόμενη μέρα στο δικό μας σπίτι.  Αυτό επαναλαμβανόταν σχεδόν όλο το χειμώνα και εγώ με τα αδέλφια μου μεταφερόμασταν νοερώς στα Κουβούκλια ζώντας μαζί τους όλες τις δυσάρεστες και ευχάριστες στιγμές τους.

Μεγαλώνοντας, και αφού πέθαναν πλέον ο παππούς και η γιαγιά και εγώ απέκτησα το πρώτο μου αυτοκίνητο, γύρισα όλα τα χωριά στην Ελλάδα, όπου κατέφυγαν οι Κουβουκλιώτες πρόσφυγες. Επισκέφθηκα όλους τους παππούδες και γιαγιάδες, που μου διηγήθηκαν την ιστορία του όμορφου χωριού τους και διάβασα σχεδόν όλα τα βιβλία που γράφτηκαν γι’ αυτά. Μαζί τους γνώρισα και άλλους πρόσφυγες από τα άλλα, γειτονικά στα Κουβούκλια, χωριά της Προύσας. Έτσι όταν έφθασε η ώρα να τα επισκεφθώ, γνώριζα σχεδόν τα πάντα γι’ αυτά.

 

Το μεγάλο ταξίδι.

 

Ήταν άνοιξη όταν αποφάσισα να πραγματοποιήσω το πολυπόθητο ταξίδι μου στην Προύσα, το οποίο υπολόγιζα ότι θα διαρκούσε τρεις εβδομάδες.  Σκοπός μου ήταν να επισκεφθώ, όπως προανέφερα, όλα τα χωριά που βρίσκονταν γύρω από την Προύσα και την Απολλωνιάδα, να καταγράψω και να φωτογραφίσω όλα τα ελληνικά μνημεία που υπήρχαν ακόμη σε αυτά.       Ακολούθησα την ίδια διαδρομή που είχα κάνει στο προηγούμενο ταξίδι μου για το Ατάπαζαρ μέχρι τα σύνορα και μετά είκοσι χιλιόμετρα έστριψα δεξιά και έφθασα στην πρώτη μεγάλη πόλη, την Κεσσάνη ή Kesan, με κατεύθυνση την Καλλίπολη, η οποία στα Τουρκικά ονομάζεται  Gelibolu.

Πέρασα έξω από την Κεσσάνη η οποία πριν το 1922 είχε περίπου 3.176 χριστιανούς κατοίκους. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν έδρα του Επισκόπου Χαριουπόλεως Φιλόθεου και έδρα Μητροπολιτικού και Πνευματικού Δικαστηρίου. Είχε δύο εκκλησίες, τον Άγιο Αθανάσιο, που κτίσθηκε το 1837 και τους Τρεις Ιεράρχες, που κτίσθηκε το 1860. Στην Κεσσάνη λειτουργούσαν μία Αστική Σχολή με πέντε δασκάλους και διακόσιους είκοσι μαθητές και ένα Παρθεναγωγείο, ενώ τα σχολεία της συντηρούνταν από τα ταμεία των εκκλησιών. Σήμερα πλησιάζει τις 40.000 και είναι μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Θράκης.

Αυτό που διέκρινα από το αυτοκίνητο, ήταν μεγάλες και άχαρες πολυκατοικίες, η μία μετά την άλλη, δίχως μπαλκόνια, λες και αποτελούσαν ένα τοίχος που προστάτευε την πόλη. Αυτό βέβαια, που πραγματικά προστατεύει την πόλη, είναι το μεγάλο στρατόπεδο που βρίσκεται εκεί, καθώς και η παρουσία πολλών στρατιωτών αλλά και στρατιωτικών φορτηγών, που συναντά κανείς πολύ συχνά στο δρόμο.

Η απόσταση Κεσσάνη – Καλλίπολη είναι περίπου μία ώρα και ο δρόμος είναι ευθύς, χωρίς στροφές και όπως παρατήρησα, σε πολύ καλή κατάσταση.

Η Καλλίπολις, πήρε το όνομά της από τον Αθηναίο στρατηγό Καλλία, «Καλλίου πόλις», ενώ οι Βυζαντινοί την αποκαλούσαν Κριθωτή. Αργότερα μετονομάστηκε από τους Τούρκους σε Gelibolu, όνομα που διατηρεί μέχρι σήμερα.  Την Καλλίπολη, την κατέλαβαν οι Οθωμανοί το 1357. Ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή πόλη που έπεφτε στα χέρια τους και την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, λόγω της σπουδαιότητας της θέσης της υπήρξε το επίνειο ολόκληρης της Θρακικής χερσονήσου, και έδρα του τουρκικού στόλου.

Η Μητρόπολη της Καλλίπολης ήταν 16η στην σειρά των ιερών μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αριθμούσε 30 εκκλησίες. Σήμερα… άσχημοι δρόμοι, πολλά καλντερίμια και καταθλιπτικές πολυκατοικίες. Ωστόσο, είναι ένα αξιόλογο εμπορικό λιμάνι.

Από την Καλλίπολη ξεκινά κάθε μισή ώρα το φέρυ –μπότ που περνά τα στενά των Δαρδανελίων και σε οδηγεί στην Ασιατική Τουρκία, με πρώτο σταθμό μία άλλη πρώην Ελληνική αποικία, τη Λάμψακο ή Lapseki.  Το Ταξίδι Καλλίπολη –Λάμψακος διαρκεί περίπου μισή ώρα.

 

Η Καλλίπολη
 Ανεβαίνεις στο κατάστρωμα και μπροστά σου απλώνεται σαν αστραφτερό φίδι ο Ελλήσποντος και πιο πέρα η θάλασσα του Μαρμαρά. Κλείνεις τα μάτια σου και ένα δροσερό αγέρι σου δροσίζει το κορμί… και χάνεσαι... συγκλονίζεσαι μεταφέροντας τη μνήμη σου πολλά χρόνια πίσω……….

Και ξάφνου… την απόλυτη σιωπή, τη διαταράσσουν οι κραυγές της κόρης του άρχοντα του Ορχομενού Αθάμαντα, της τραγικής Έλλης, η οποία για να γλυτώσει από την κακιά μητριά της, Ινώ, μαζί με τον αδελφό της Φρίξο καβάλησαν το χρυσόμαλλο φτερωτό κριάρι, δώρο του Απόλλωνα στη μητέρα τους Νεφέλη, και κατευθύνθηκαν για την Κολχίδα.  Περνώντας πάνω από την Τρωάδα, θαμπώθηκε η Έλλη από την ομορφιά του πανέμορφου τοπίου, έσκυψε κάτω, ζαλίστηκε και πνίγηκε πέφτοντας στη θάλασσα, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του Φρίξου να τη σώσει. Η θάλασσα που μέχρι τότε βρυχιόνταν σαν άγριο θηρίο, ηρέμησε καταπίνοντας την όμορφη κόρη, που προς τιμή της την ονόμασαν Ελλήσποντο.

Συνέχισε ο Φρίξος το ταξίδι του στην Κολχίδα και χρόνια πολλά αργότερα η πενηντάκωπη Αργώ, με επικεφαλή τον Ιάσονα, το γιο του Αίσονα

και πλήρωμα όλους τους μεγάλους ήρωες της εποχής εκείνης, διέσχισε τα περήφανα αυτά νερά με κατεύθυνση την Κολχίδα, για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας και να το φέρουν πίσω στην πατρίδα.

Η φανταστική αυτή περιήγηση διακόπτεται ξαφνικά από τη βάρβαρη φωνή του Τούρκου σαλεπτσή…….    σαλέπ, τσάι, ορελέτ, αιράν, μπούγιουρουν…»

Πλησιάζουμε στην απέναντι όχθη και οι επιβάτες αρχίζουν να οδηγούνται προς την έξοδο. Συναντάς κάθε λογής τύπους, άλλοι μελαχρινοί με μουστάκι, άλλοι ξανθοί, γυναίκες με φερετζέ αλλά και χωρίς φερετζέ, με σαλβάρι αλλά και με μοντέρνα ευρωπαϊκά ρούχα.

      Φθάνουμε στη Λάμψακο που είναι χτισμένη απέναντι ακριβώς από την Καλλίπολη. Την απόσταση αυτή των τριών μιλίων που χωρίζει τις δύο πόλεις, πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, τη διέσχιζαν καθημερινά οι Ρωμιοί ψαράδες που τροφοδοτούσαν με ψάρια τις αγορές των δυο πόλεων.

Στη Λάμψακο, πριν την καταστροφή, ζούσαν πέντε χιλιάδες κάτοικοι, εκ των οποίων οι χίλιοι ήταν Έλληνες. H εκκλησία της ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Τρύφωνα. Διέθετε επίσης Δημοτική Σχολή και Παρθεναγωγείο με 120 μαθητές και μαθήτριες. Το παλιό της όνομα ήταν Πιτυούσα (Πίτυς σημαίνει πεύκο) από τα πολλά πεύκα που βρίσκονται στα γύρω βουνά.

Η αρχαία Λάμψακος ήταν πολύ σπουδαία και πλούσια πόλη. Το 405 π. Χ, την κατέλαβε ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος και ξεκινώντας από εκεί, νίκησε τους Αθηναίους στους Αιγός Ποταμούς. Λένε μάλιστα, ότι ο Αρταξέρξης τη χάρισε στον Θεμιστοκλή, το 460 π. Χ, για να προμηθεύεται τα σπουδαία κρασιά της προς ..ιδίαν χρήσιν.  Πρέπει να παραδεχθούμε τη μεγαλοψυχία του Πέρση βασιλιά και να ζηλέψουμε το συμπατριώτη μας για το πλούσιο αυτό δώρο. Χαλάλι  του … καλός στρατηγός αλλά και σπουδαίος οινοπότης…                                         

Σήμερα, η Λάμψακος είναι σπουδαίο λιμάνι και εξυπηρετεί αυτούς που θέλουν να επισκεφθούν τα παράλια της Μικράς Ασίας με προορισμό το εσωτερικό της. Σαν πόλη δεν παρουσιάζει τίποτε το ξεχωριστό πια. Μάλλον ένα μικρό χωριό θυμίζει, στο οποίο έρχονται ακόμα οι ψαράδες για να πουλήσουν την πραμάτεια τους.

Συνέχισα την πορεία μου με κατεύθυνση την Προύσα, η οποία απέχει από τη Λάμψακο τρεις ώρες. Ο δρόμος δεν είχε πολύ κίνηση και το ταξίδι ήταν ευχάριστο.

 

Στην αθάνατη γη της Μικράς Ασίας.

 

Η επόμενη πόλη που συνάντησα ήταν η Biga ή Karabiga, «αι Πηγαί των Βυζαντινών», όνομα με το οποίο τη μνημόνευσε η Άννα η Κομνηνή.            

Είναι κτισμένη στους πρόποδες του Τσατάλ –Τεπέ, κοντά στην αρχαία Ελληνική πόλη Πρίαπο. Πριν το 1922 κατοικούσαν στην πόλη δύο χιλιάδες Έλληνες μαζί με Πομάκους και άλλους πρόσφυγες που τους είχε εγκαταστήσει η τότε τουρκική κυβέρνηση. Διατηρούσαν δυο εκκλησίες, της Παναγίας και του Αγίου Αθανασίου, Δημοτική Σχολή με 110 μαθητές και Παρθεναγωγείο με 50 μαθήτριες.  Την εύφορη πεδιάδα της Μπίγας διαρρέει ο ποταμός Γρανικός, που σήμερα ονομάζεται  Μπίγα –τσάι. Στις όχθες του Γρανικού, το 334 π. Χ, ο Αλέξανδρος πέτυχε την πρώτη λαμπρή νίκη του ενάντια στους Πέρσες και αργότερα ο ρωμαϊκός στρατός με το Λούκουλο κατατρόπωσε το Μιθριδάτη, το βασιλιά του Πόντου.  Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, διέκρινα πολλές καφετιές ταμπέλες που φανέρωναν ότι κάπου κοντά βρίσκονταν πολλές αρχαίες Ελληνικές πόλεις, όπως η Άσσος, η Κύζικος κ.α.

Μετά την Μπίγα, πέρασα από το Γκιόνεν, την Παλιά Θερμαία Αρτέμιδα. Ένα αξιόλογο γεωργικό κέντρο, κτισμένο στο μέσον μιας τεράστιας και εύφορης πεδιάδας, την οποία διαρρέει ο αρχαίος ποταμός Αίσηπος, που σήμερα ονομάζεται Γκιόνεν τσάι. Δίπλα στην πόλη, υπάρχουν τα θερμά λουτρά της Θερμαίας Αρτέμιδας, τα οποία επισκέπτονται κάτοικοι της γύρω περιοχής.

Πριν τη Μικρασιατική καταστροφή είχε 4.500 κατοίκους ενώ σήμερα ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 20.000.

Δύο ώρες με χώριζαν τώρα από την Προύσα. Η κίνηση στο δρόμο άρχισε να αυξάνεται όσο πλησίαζα προς την Κυζικική χερσόνησο, όπου βρίσκονται τα ερείπια της Κυζίκου, μιας άλλης σπουδαίας ελληνικής πόλης της αρχαιότητας. 

Η αρχαία Κύζικος, υπήρξε κατά το Στράβωνα «εφάμιλλος ταις πρώταις των κατά την Ασίαν μεγέθει τε και κάλλει και ευνομία προς τε ειρήνην και προς πόλεμον». Κτίσθηκε το 756 π. Χ από Μιλησίους και τη Ρωμαϊκή περίοδο, επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, υπήρξε πρωτεύουσα της επαρχίας Ελλησπόντου.                      

Το 1063 καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό.

Την ακμή της η Κύζικος την όφειλε στη στρατηγική της θέση, καθώς αποτελούσε σταθμό επικοινωνίας μεταξύ του Αιγαίου, των λιμανιών της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου.    

Την περίοδο του Βυζαντίου, υπήρχαν στη γύρω περιοχή της πολλά μοναστήρια, με σπουδαιότερο της Παναγίας Φανερωμένης, τα ερείπια της οποίας υπάρχουν ακόμα ξεχασμένα και εγκαταλελειμμένα στην κορυφή του βουνού.  Σήμερα, την Κύζικο κοσμούν, ως ανάμνηση του παλαιότερου μεγαλείου της, τα ερείπια ενός ναού του Δία, τα αρχαία τείχη και το αρχαίο θέατρο.

Επτά χιλιόμετρα πιο μακριά βρίσκεται η γνωστή Αρτάκη. Τη θυμάμαι από τις αφηγήσεις κάποιων παππούδων Αρτακιανών που έμεναν στο χωριό μου, οι οποίοι κορόιδευαν τους Ποντίους ότι είχαν έρθει από τα κατσάβραχα, ενώ οι ίδιοι κατοικούσαν δίπλα στη θάλασσα.  Η Αρτάκη, σημερινό Erdek, πριν την καταστροφή είχε 12.500 κατοίκους εκ των οποίων οι 8.000 ήταν Έλληνες. Φημισμένα ήταν τα κρασιά, η ρακί, το κονιάκ, οι ελιές της και τα απίδια της. Οι περισσότεροι κάτοικοί της ήταν ναυτικοί και εκεί είχε την έδρα του ο μητροπολίτης Κυζίκου. Σήμερα, είναι ένα μικρό λιμάνι και το καλοκαίρι την επισκέπτονται αρκετοί ντόπιοι τουρίστες.

Η επόμενη γνωστή πολιτεία που συνάντησα στο δρόμο μου ήταν η Πάνορμος ή Πάντερμος, όπως την έλεγε ο παππούς, ή Bandirma στα Τουρκικά. Ένα σημαντικό λιμάνι για την περιοχή, με μικρό κατά τα άλλα ενδιαφέρον και αυτή. Είναι άναρχα δομημένη με πολλές άχαρες πολυκατοικίες και με πληθυσμό 80.000 κατοίκους. Πριν το 1922 κατοικούσαν σε αυτήν 20.000 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 12.000 ήταν Τούρκοι, 4.000 Έλληνες και 4.000 Αρμένιοι. Σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομά της από τους βοσκούς που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί εκεί μαζί με τα κοπάδια τους. Αυτοί ονόμασαν την περιοχή Όρμο του Πανός, εξ’ ου και το «Πάνορμος». Η παλιά πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς το 1874 από πυρκαγιά.                                           

Η συγκοινωνία στους δρόμους άρχισε ήδη από την Πάνορμο να γίνεται θορυβώδης και άκρως ενοχλητική. Υπήρχαν πάρα πολλά παλιά φορτηγά που γέμιζαν με καπνούς και ρύπους την ατμόσφαιρα.

Χαρακτηριστική και η παρουσία συχνών μπλόκων της αστυνομίας, που ήταν πολύ αυστηρή στους παραβάτες οδηγούς. Αδιάλλακτοι και ανυποχώρητοι οι Τούρκοι τροχονόμοι, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους…                                                                                                                                      

Με σταμάτησαν μια φορά, λίγο πριν μπω στην Πάνορμο. Είχα προσπαθήσει παράνομα να προσπεράσω ένα φορτηγό που με είχε πνίξει με τους ρύπους του. Το πρόστιμο τσουχτερό... προσπάθησα να δικαιολογηθώ αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να πληρώσω μικρότερο ποσό και μάλιστα χωρίς να μου δώσουν απόδειξη… οπωσδήποτε τα χρήματα αυτά κατέληξαν στην τσέπη τους… Χαλάλι τους...

Μεταξύ της Πανόρμου και της Προύσας βρίσκεται το Μιχαλίτσι. Το Μιχαλίτσι ή Karacabey στα τουρκικά, δε διαφέρει πολύ από την Πάνορμο. Είναι μία  βιομηχανική πόλη που οφείλει την ανάπτυξή της στο γεγονός ότι είναι συγκοινωνιακός κόμβος που συνδέει την Προύσα με την Κυζικική χερσόνησο, τη Σμύρνη και τα παράλια, και στην οποία κάποτε κατοικούσαν 7000 Έλληνες.  Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρω εδώ, πως διασχίζοντας την τεράστια αυτή πεδιάδα από την Μπίγα μέχρι την Προύσα, βλέπει κανείς κατάφυτες εκτάσεις με κάθε είδους ζαρζαβατικά, όπως πράσα, λάχανα, κρεμμύδια, καρότα, πατάτες, τα οποία κατακλύζουν αργότερα την Ελληνική αγορά.

Μετά το Μιχαλίτσι, στην αριστερή πλευρά του δρόμου άρχισε να φαίνεται η λίμνη της Απολλωνιάδας ή Apolyont gοl. Σε ένα από τα νησάκια της λίμνης, είναι κτισμένη η γνωστή από τα χρόνια του Στράβωνα πόλη της Απολλωνιάδας. Από την Απολλωνιάδα καταγόταν η οικογένεια του χωριανού μου, μπάρμπα Κωστή Τολούδη, ο οποίος μου έδωσε αρκετά στοιχεία σχετικά με την ιστορία του χωριού και τα ήθη και έθιμα των κατοίκων της.

Πλησίαζα στον προορισμό μου… Στις διάφορες πινακίδες δεξιά και αριστερά του δρόμου διέκρινα τα ονόματα των χωριών τα οποία είχα σκοπό να επισκεφθώ … Apolyont, Tsatal Agil, Dansari, Gorukle.

To τελευταίο, είναι το χωριό του παππού μου, τα Κουβούκλια… Ρίγος ένιωσα να διαπερνά όλο μου το κορμί καθώς περνούσα δίπλα του. Διέκρινα τα σπίτια του και το λόφο Λαγαρούδες, που ήταν γεμάτος με λιόδεντρα.

Ακολούθησαν είκοσι χιλιόμετρα που συνοδεύονταν από την ταλαιπωρία της κυκλοφοριακής συμφόρησης και έφτασα επιτέλους στην πρωτεύουσα της Βιθυνίας, την Προύσα. Ένα ταξίδι εννέα ωρών, κατά το οποίο διέσχισα όλη τη Μακεδονία, τη δυτική Θράκη, ένα κομμάτι της ανατολικής Θράκης, πέρασα τα Δαρδανέλια και τη Μυσία, είχε φτάσει στο τέλος του… και όμως αυτή ήταν μόνο η αρχή!
 
 
 

1 σχόλιο:

  1. Καλησπέρα! Θα ήθελα να ρωτήσω με ποιον τρόπο μπορούμε να προμηθευτούμε ένα αντίτυπο από το βιβλίο "Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη".
    Ευχαριστώ πολύ!


    --
    Στεφανίδης Αλέξανδρος
    Βιβλιοπωλείο Πολύγραφος
    Χάνδακος 8, 71202, Ηράκλειο Κρήτης
    2810333630, alstefanidis@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή