Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012


ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ, ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)

Κουβούκλια.
 
Το χωριό βρίσκεται σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων δυτικά της Προύσας. Πριν το 1922 ήταν καθαρά Ελληνικό, με εξακόσιες οικογένειες που μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα με πολλούς ιδιωματισμούς.
Ήταν κτισμένο πάνω στο λόφο Λαγαρούδες, γύρω από το γνωστό φρούριο των Κουβουκλίων, το οποίο είχαν οικοδομήσει μαζί με το φρούριο του Λοπαδίου οι  Βυζαντινοί αυτοκράτορες για να διαφυλάξουν τις διάφορες πόλεις και χωριά της Βιθυνίας από τις εχθρικές επιδρομές. Δυστυχώς όμως, για την ανέγερση αυτών των φρουρίων, πολλές φορές έπαιρναν πέτρες από το κάστρο της Απολλωνιάδας, με αποτέλεσμα αυτό να καταστραφεί.
Σαν φρούριο της Βυζαντινής εποχής το αναφέρει ο Βυζαντινός ιστορικός Γιώργος Παχυμέρης στην πραγματεία του για τον Μιχαήλ και Ανδρόνικο Παλαιολόγο 1282-1341, έκδοση Βόννης 1835, όπου αναφέρει…
 «…συνέπεσε δε εντεύθεν δεινά φρουρίω τινί κατά την Μυσίαν την εν τω Ολύμπω τα Κουβούκλια λεγομένω. Επειδή γάρ οι εν τω φρουρίω επιθεμένων των περί τον Πέρσην Ατάρην εν χρω κινδύνου εγένοντο, αμηχανούντες, μόνο σύμφορον ενενόουν την εκ Λοπαδίου αρωγήν.»
Στο ιστορικό αυτό σημείωμα αναφέρεται ότι το φρούριο κυριεύθηκε και οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν. Αργότερα ξαναγύρισαν και ξανάφτιαξαν το χωριό στο ίδιο μέρος.
Ο δάσκαλος του χωριού, Βασίλης Δεληγιάννης, αναφέρει ότι τον 10ο αιώνα, πολλά ελληνικά χωριά, τα οποία βρίσκονταν κοντά στο φρούριο, συνενώθηκαν και έκτισαν ένα καινούργιο, ικανό να αντιμετωπίσει τους διάφορους εισβολείς. Γύρω από τα Κουβούκλια ήταν περίπου δεκαπέντε χωριά από τα οποία διασώθηκαν μόνο οι ονομασίες τους όπως Παντούρια, Τρυγόνα, Βελονάς, Πυργιά κ.α.
Στο νέο αυτό χωριό έδωσαν το όνομα Κουβούκλια, το οποίο, όπως έλεγε ο αείμνηστος ιερέας του χωριού παπά Πολυχρόνης «όπως αποβή τούτο είδος κουβουκλίου», θα αποτελούσε ένα κουβούκλιο προστασίας και για τα άλλα  ελληνικά χωριά που βρίσκονταν κατάσπαρτα στην περιοχή. Γύρω από το χωριό έκτισαν πολλά μικρά μοναστηράκια, ίχνη των οποίων διακρίνει κανείς μέχρι σήμερα.
Στο λεξικό του Ελευθερουδάκη αναφέρεται το χωριό με την ονομασία Δούβλουτζε. «Κουβούκλια (τουρκιστί Δούβλουτζε) φρούριο της Μικράς Ασίας  εν Βιθυνία επί του Μυσίου Ολύμπου κυριευθέν υπό του Οσμάν το 1308. Προ της ανταλλαγής  των πληθυσμών κατώκουν εν αυτώ περί τας 350 οικογενείας Ελλήνων γεωργών των οποίων η γλώσσα περιέχει πολλούς αρχαϊσμούς».
Τα Κουβούκλια υπέκυψαν στις ορδές του Οσμάν το 1305, σύμφωνα με την << Ιστορία της Εκδοτικής Αθηνών>>, και επιδόθηκαν στον επιτελή του Σουλτάνου, τον Χαρατσόγλου, σαν επιβράβευση για τις υπηρεσίες που πρόσφερε προς αυτόν. Το χωριό καταστράφηκε και οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν.
Έλεγε ο παππούς ο Γιώργης, ότι ο Χαρατσόγλου ήταν αξιωματούχος του σουλτάνου, ο οποίος μάζευε τους φόρους από τα γύρω χωριά. Είχε κτίσει μια έπαυλη στο χωριό και από τότε το όνομά του συνδέθηκε με αυτό των Κουβουκλίων.
Διοικητικά, τα Κουβούκλια ανήκαν στην Προύσα και εκκλησιαστικά στην επαρχία Νικομήδειας. Μαζί με άλλα 23 χωριά αποτελούσαν την εκκλησιαστική περιφέρεια Απολλωνιάδας.  Αυτός ήταν και ο σκοπός μου ξεκινώντας το ταξίδι αυτό. Να επισκεφθώ όλα τα χωριά που αποτελούσαν την εκκλησιαστική αυτή περιφέρεια με έδρα την Απολλωνιάδα.  Θυμάμαι τον παππού Φωτάκη να αναφέρει με συγκίνηση τα θαυματουργά Αγιάσματα του Αγίου Βαραδάτου, τους Αγίας Παραπολινής, τους Αγίας Γαλατινής, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Ανδρέα, τους Αγίας Ελένης.
Ξεκινώντας από την εκκλησία των Κουβουκλίων, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και είχε κτιστεί το 1860, δε θα μπορούσα να παραλείψω την ιστορία τους θαυματουργής εικόνας του αγίου. Την εικόνα προσπάθησε να μεταφέρει στην Ελλάδα μία καλή χριστιανή γυναίκα, τη μαύρη μέρα της αποχώρησης, κουβαλώντας την στην πλάτη της. Το ίδιο συνέβη και σε όλες τις πόλεις τους Μικράς Ασίας, καθώς οι περισσότεροι χριστιανοί προτίμησαν να φύγουν γυμνοί στην Ελλάδα παρά να αφήσουν πίσω τους ιερές εικόνες των εκκλησιών τους. Η ευσεβής αυτή γυναίκα έφερε την εικόνα μαζί της στα Μουδανιά και με το παπόρι πέρασε απέναντι στη Ραιδεστό.
Εκεί σε ένα από τα ερειπωμένα Τουρκοχώρια γύρω από τη Ραιδεστό, καταπονημένη από τις κακουχίες, έπεσε να κοιμηθεί. Όταν ξύπνησε η εικόνα είχε χαθεί… Κόντεψε να πεθάνει από τη στεναχώρια της. Έπρεπε όμως να συνεχίσει. Έκανε την προσευχή της και συνέχισε τον δρόμο της. Ποιος πήρε την εικόνα δεν έμαθε ποτέ κανείς. Σαν Κουβουκλιώτης, ελπίζω και εύχομαι ο Αϊ Γιώργης να κάνει το θαύμα του και να μας αξιώσει να βρούμε την εικόνα του για να πάρει τη θέση που του αξίζει στην εκκλησία του Αι Γιώργη του χωριού μας.
Από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου διασώθηκε ο Άγιος Επιτάφιος, τον οποίο έφερε στην Ελλάδα ο παπάς του χωριού, ο αποκαλούμενος Χατζήπαπας. Τον εναπόθεσε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο χωριό Τροπαιούχος του νομού Φλωρίνης, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του. Ο βελούδινος και χρυσοκέντητος Επιτάφιος αγοράστηκε το 1899 από τα Ιεροσόλυμα.
Πριν εγκαταλείψει τα Κουβούκλια, μη γνωρίζοντας ή μάλλον μη θέλοντας να πιστέψει αυτό που θα επακολουθούσε, προσπάθησε απεγνωσμένα να κρατήσει στο χωριό τους συγχωριανούς του…
«Που πάτενα, μη φεύγετε... Θα ρημάξτενα το χωριό.»
 
 
 
    Χάρτης των  Κουβουκλίων.
 
 
Όπως ήταν φυσικό όμως, κανείς δεν τον άκουγε και τελικά, αφού τύλιξε τον Άγιο Επιτάφιο σε ένα υφαντό, έφυγε για τα Μουδανιά. Πριν φύγει πήρε μαζί του τον μπάρμπα Ηλία Μαστιχά, ο οποίος μεθυσμένος τριγύριζε στους μαχαλάδες του χωριού, χορεύοντας και τραγουδώντας, μη γνωρίζοντας τον κίνδυνο που καραδοκούσε. Με το ζόρι τον ανέβασε στο κάρο, δεν ήθελε να εγκαταλείψει τα Άγια Χώματα…
 
« Άφσε με παπά εγώ εδώ θαλαποθάνω, δίπλα στον μπουμπάμ και στην μάναμ.»
Κάποτε σε ένα χωριό των Σερρών, το Κουβούκλιο - που τιμητικά πήρε το όνομα του παλιού χωριού - είχα την τύχη να γνωρίσω την κόρη του Χατζήπαπα, τη θειά Χρυσούλα και τον άνδρα της τον Αργύρη του Πασόγλου, που μου διηγήθηκαν τις δραματικές στιγμές της αποχώρησης.                                                                                                                           
Ο μπάρμπα Αργύρης, ένα αξιαγάπητο γεροντάκι 80-85 ετών, μου ανέφερε τα κάτωθι……..  
«Εγώ ήμνα στα χωράφια δυο μέρες πριν φύγμε απ’ το χωριό και έπαιζα με το Γιάννη τον Τούμπη, ένα φιλαράκιμ. Ξαφνικά ο Γιάννης χωρίς να το θέλ’ άναψε φωτιά, η οποία φούντωσε και έκαψε τα τριγύρω σπαρτά. Ο καημένος ο Γιάννης τρόμαξε, με παράτσε μοναχόμ και έφκε για τα Κοπέλια, ένα γειτονικό  Τουρκικό χωριό.
Τη μέρα που έπρεπε να φύγμε ήρθανα ο πατέραστ κ΄η μάνατ και τον έψαχναν. Μάταια όμως… ο Γιάννης χάθκε στο χωριό Κοπέλια κ΄οι δικήτνα ήρτανα μοναχοίτς στην Ελλάδα.»
Έπειτα μου διηγήθηκε πως πριν τρία χρόνια πήγε στην Τουρκία και αναζήτησε τον φίλο του τον Γιάννη. Πήγε στα Κοπέλια και συνάντησε τον Αχμέτ Αγά, ένα παππού ογδόντα πέντε χρονών. Ο τελευταίος τον πληροφόρησε ότι όταν έφυγαν, ο Γιάννης φυλούσε σαν βοσκός τα πρόβατα του πατέρα του και έμενε στο σπίτι τους. Έγινε μουσουλμάνος και πήρε το όνομα Χασάν. Όλοι τον αγαπούσαν στο χωριό.
Μια μέρα κάποια παλιόπαιδα βρήκαν τον σκελετό ενός Έλληνα, τον έφεραν στο χωριό και έπαιζαν μπάλα με το κεφάλι του. Ο Γιάννης- Χασάν στεναχωρήθηκε και τους έκανε παρατηρήσεις. Τότε αυτά άρχισαν να τον βρίζουν… γκιαούρη. Δεν άντεξε ο καημένος ..Τρείς μέρες μετά αυτοκτόνησε. Τον έκλαψε όλο το χωριό. 
Ας σημειωθεί εδώ, ότι ο ελληνικός στρατός είχε φθάσει στα Κουβούκλια στις 24 Ιουνίου του 1920 και την επόμενη μέρα κατέλαβε την Προύσα. Ωστόσο, η παραμονή τους εκεί έμελλε να είναι λίαν σύντομη, καθώς αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν μετά την καταστροφή, τον Αύγουστο του 1922. 
Στην ιερή προγονική γη.
            Το ντολμούς άρχισε να μπαίνει στο χωριό. Υπάρχει ένας κεντρικός δρόμος τον οποίο διασχίζοντάς τον, οδηγείσαι στην άλλη άκρη του, προς το Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου. Η πρώτη στάση ήταν κοντά στα τούρκικα νεκροταφεία, στην είσοδο του χωριού, δίπλα στο Δημοτικό σχολείο. Οι συνειρμοί οδήγησαν τις σκέψεις μου στα λόγια του δάσκαλου Δεληγιάννη που έλεγε ότι στην αυλή του σχολείου βρισκόταν το πρώτο ελληνικό νεκροταφείο, ενώ το άλλο βρισκόταν στην άλλη άκρη του χωριού.
Εδώ έπρεπε να κατέβω, διότι αρχικός προορισμός μου ήταν το δημοτικό σχολείο. Άνοιξα την πόρτα του προαύλιου και βρέθηκα μπροστά σε πολλά ζευγάρια απορημένα ματάκια. Φορούσαν όλα μπλε ποδιά με γιακαδάκι. Θυμήθηκα τα μαθητικά μου χρόνια, με την ίδια ακριβώς ποδίτσα… μόνο που είχαν περάσει κάπου τριάντα χρόνια από τότε…                                       
«Merhaba! Hosgeldiniz!» Γειά σας! Καλώς ήλθατε… με χαιρέτισαν όλα μαζί και με ακολούθησαν μέχρι το γραφείο των δασκάλων.  
Διέκρινα από μακριά έναν ξανθομάλλη Τούρκο να έρχεται προς το μέρος μου. Όταν με πλησίασε είδα ότι είχε και γαλάζια μάτια. Ξανθομάλλης και γαλανός Τούρκος… γίνεται καμιά φορά; Εμένα περισσότερο μου θύμιζε Πομάκο της Ροδόπης. Και όμως... αργότερα μου εξήγησε ότι οι γονείς του κατάγονταν από το χωριό Παλιά Καβάλα του νομού Καβάλας.
Με χαιρέτισε ευγενικά, μόνο υπόκλιση δε μου έκανε. Ήταν ο Μουσταφά Εσέν, ο λογιστής του σχολείου, ο πρώτος κύριος που γνώρισα στο χωριό του παππού μου και ο οποίος έμελλε να γίνει αδελφικός μου φίλος…
Καθώς με οδηγούσε προς το γραφείο του διευθυντή, παρατήρησα πως το σχολείο έλαμπε από καθαριότητα. Στους τοίχους δεν υπήρχε τίποτε, ούτε κάδρα, ούτε αφίσες, ούτε μουντζούρες και συνθήματα.
Μπροστά εγώ, πίσω ο Μουσταφά και παραπίσω οι μαθητές απορημένοι ακόμα για το ποιος ήταν ο σπουδαίος μουσαφίρης τους.                                                                                                      
Εν τω μεταξύ, στην παρέα μας προστέθηκαν και μερικοί δάσκαλοι που μόλις είχαν τελειώσει τα μαθήματά τους και έτρεξαν να με προϋπαντήσουν.                                                                           
Ο διευθυντής, ο Ρετζέπ Μπέης με υποδέχθηκε θερμά. Κοντά μας ήρθε ο δάσκαλος των Αγγλικών, οπότε με ευκολία του εξήγησα ότι ήμουν Έλληνας και ήρθα να επισκεφθώ το χωριό των προγόνων μου. Χάρηκε πολύ και μου τόνισε ότι οι κάτοικοι του χωριού είναι όλοι πρόσφυγες και κατάγονται από την Παλιά Καβάλα, την Δάφνη Σερρών και τον Σοχό Λαγκαδά. Όταν με είδαν τρόμαξαν, μου είπε χαριτολογώντας, διότι αυτήν την εβδομάδα περίμεναν έλεγχο από επιθεωρητές του υπουργείου παιδείας.                   
Με κέρασαν έναν τούρκικο καφέ, ο οποίος δε θύμιζε τον παραδοσιακό Ελληνικό καφέ. Ήταν καβουρντισμένος και άνοστος. Κρίμα, διότι ενώ όλοι νομίζουμε ότι στην Τουρκία θα πιούμε το γνήσιο Τουρκικό καφέ, απογοητευόμαστε όταν διαπιστώνουμε ότι αυτό που πίνουμε είναι σκέτο νεροζούμι. Ίσως αυτό να εξηγεί την ιδιαίτερη προτίμηση που δείχνουν στο τσάι … Ο καφές τους δεν πίνεται με τίποτα…
Έβγαλα από την τσάντα μου και τους έδωσα τα στυλό που είχα φέρει μαζί μου για να τα μοιράσουμε στους μαθητές της έκτης τάξης. Η χαρά των μαθητών ήταν απερίγραπτη, έπαιρναν το χέρι μου και το φιλούσαν – είναι συνήθεια των Τούρκων να φιλούν το χέρι και μετά να το ακουμπούν στο μέτωπό τους για να δείξουν σεβασμό σε κάποιον μεγαλύτερό τους.
Εδώ που τα λέμε και τα στυλό δεν ήταν της σειράς.. Τετράχρωμα και μεταλλικά, ένα σωρό λεφτά μου κόστισαν…                                                
Ο Μουσταφά και ο δάσκαλος Αγγλικών, ο Μεχμέτ Απάκ, πρότειναν να με συνοδέψουν και να μου δείξουν το χωριό. Δέχθηκα με ευχαρίστηση και αφού αποχαιρέτησα τους καθηγητές και το Ρετζέπ Μπέη, φύγαμε για το κέντρο του χωριού.
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου ήταν ο  Γενή Μαχαλάς με πολλά παλιά Ελληνικά σπίτια. Ένα από αυτά, το πιο μεγάλο που μου έδειξε ο Μουσταφά, ήταν το σιδεράδικο του Λουκάκη.
Στο διαδρομή, μέχρι να φθάσουμε στην πλατεία, μας σταματούσαν οι συγχωριανοί και γεμάτοι σεβασμό με χαιρετούσαν …                    
«Ηosgeldiniz efendim. Nasilsiniz! » 
Σταματούσαν όλοι, ακόμη και αυτοί που έπαιζαν χαρτιά στα καφενεία. Ο Μουσταφά τους εξηγούσε ποιος ήμουν, ενώ συγχρόνως με ξεναγούσε στα σοκάκια του χωριού… Μεγάλες στιγμές και μεγαλεία που θα μου μείνουν αξέχαστα!! Ούτε πρίγκιπας να ήμουν!!
 Κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, δεξιά και αριστερά σώζονταν ακόμη πολλά ελληνικά σπίτια. Ο Αγά τσεσμές εξακολουθεί να δροσίζει με το νερό του τους περαστικούς διαβάτες. Περνώντας τον Αγά Τσεσμέ, και λίγο πριν φθάσουμε στην κεντρική πλατεία της Στέρνας, στη δεξιά πλευρά διακρίνουμε ένα επιβλητικό κτίριο, με εντυπωσιακά ξύλινα σκαλίσματα. Παρέμεινε όπως το άφησαν οι δικοί μας.
«Αυτό ήταν το σπίτι του βουτσά- βαρελά του χωριού, του Στρατή Δεληγιάννη», είπε ο Μουσταφά, «γι’ αυτό έχει και τόσο ωραία ξύλινα σκαλίσματα και απέναντί του ήταν το μπακάλικο του Πέτρου Δεληγιάννη».
 

 

 
Κουβούκλια. Η πλατεία της Στέρνας κατά την επίσκεψη της Ζαφείρας Μαστιχίδου το 1955.
 
 
Φθάσαμε στην πλατεία της Στέρνας με το ιστορικό πηγάδι που πότιζε όλη τη γειτονιά. Βρίσκεται στη μέση της πλατείας με ένα μεγάλο αρχαίο ελληνικό κιονόκρανο σαν σκέπασμα. Στη θέση του παλιού μεγάλου τσιναριού φύτρωσε ένα άλλο, που σκεπάζει με τη σκιά του όλη την πλατεία. Εδώ μαζεύονταν και τα παιδιά του μαχαλά της Στέρνας και έπαιζαν τα παιχνίδια τους.
Αριστερά βρίσκεται το τζαμί του χωριού το οποίο κτίστηκε το 1935 στα οικόπεδα των οικογενειών των Κωνσταντή, του Παράσχου, του Γιάννη, του Σταυράκη Παπάζογλου, του Χατζήπετρου Παπαδόπουλου και του Θεόφιλου Καραμπουτζακίδη.
Στο σοκάκι που είναι δίπλα στο τζαμί και κατηφορίζει προς την πλατεία της Στέρνας, το χειμώνα με το πολύ χιόνι, τα παιδιά της γειτονιάς έβαζαν τσουβάλια πάνω του και έκαναν τσουλήθρες. Με τη φόρα που είχαν κατέληγαν στο κέντρο της πλατείας δίπλα στο πηγάδι.
Αυτό έκανε και η γιαγιά μου η Φωτακίνα και κατέληξε … μέσα στο πηγάδι… Ευτυχώς την είδαν από το διπλανό καφενείο και την έβγαλαν έξω έγκαιρα. 
«Το ξύλο που έφαγα από τον μπουμπάμ το Θεόφιλο ακόμη το θυμάμαι», έλεγε χαριτολογώντας.
Στην πλατεία Στέρνας υπήρχαν τα μουτάφικα των Γιώργου και Θανάση Γιοβάντσου, τα κουρεία του Δημήτρη Σκούτζου και Χριστοφή Δεληγιάννη καθώς και το μπακάλικο του Αυγουστή Γιαννακόπουλου. Στην άλλη πλευρά ήταν το κτίριο της κοινότητας και το σπίτι του Μιλτιάδη του Τριχούλη, όπου λίγα χρόνια πριν την καταστροφή, συνέβη ένα έγκλημα που συντάραξε την τοπική κοινωνία.
Στα Κουβούκλια δεν επιτρεπόταν στους αρραβωνιασμένους να συναντώνται μεταξύ τους. Όταν τυχαία συνέβαινε αυτό, απέφευγαν ο ένας τον άλλο. Αν ο γαμπρός ήταν πολύ θερμόαιμος και ήθελε περισσότερα… διακινδύνευε την διάλυση του αρραβώνα.
Θερμόαιμος ήταν και ο γαμπρός του μπάρμπα Μιλτιάδη του Τριχούλη και μια μέρα, όταν έλειπαν τα πεθερικά του, μπήκε στο σπίτι για να συναντήσει την καλή του που τον περίμενε με λαχτάρα. Φοβόντουσαν πολύ, αλλά ο έρωτάς τους ήταν μεγάλος. Δυστυχώς όμως για το ερωτευμένο ζευγάρι, τους πήρε χαμπάρι ο γείτονας που ήταν και νονός του κοριτσιού.
Πήρε ένα κοφτερό μαχαίρι και μπήκε στο σπίτι για να σώσει την τιμή του κοριτσιού. Ο γαμπρός πρόλαβε και το έσκασε, η νύφη όμως δέχθηκε την επίθεση με το μαχαίρι από το νονό της για το ρεζιλίκι που τους έκανε βάζοντας στο σπίτι τον αρραβωνιαστικό της. Την έσφαξε σαν τραγί…                                 
Την ιστορία μου την διηγήθηκε με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Μιλτιάδης  μαζί με την γυναίκα του, τη θειά Ζαφείρα, όταν τους συνάντησα στο Αδελφικό Σερρών.  Κατάκοιτος ήταν, αλλά όταν έμαθε ότι ήρθε ένα Κουβουκλιωτάκι να τον συναντήσει, ξαναζωντάνεψε, σηκώθηκε από το κρεβάτι και μου διηγήθηκε πολλές ιστορίες. Ιστορίες που τις φύλαγε μέσα του πολλά χρόνια, και ήρθε η ώρα να τις εξομολογηθεί.
Αν πρέπει να είμαι περήφανος στη ζωή μου για κάτι, αυτό είναι γιατί αφιέρωσα ένα κομμάτι της ακούγοντας εξομολογήσεις από τα γεροντάκια αυτά, τα οποία μου εμπιστεύονταν τα εσώψυχά τους, τον πόνο τους για τη μεγάλη Καταστροφή. Στο μυαλό τους, επανέρχονταν τα ευτυχισμένα παιδικά τους χρόνια, γίνονταν παιδιά. Τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί μου με πάθος τον Τσακιτζή ή το Μπεγκλεντήμ ντε γκέλμεντην, παλιά τούρκικα παραδοσιακά τραγούδια…
«Ιζμιρίν καβακλαρί, ντοκιουλούρ γιαπρακλαρί
μπιζέ ντεντέρλερ Τσακιτζή, γιαρ φιντάν μπόϊλουμ
γιακαρίζ κονακλαρί.
Σέρβιμ σέντεν ούζουν γιόκ,γιαπραούντα ντούζουν γιόκ
Καμαλούντα ζέμπεκ βουρουλντού γιάρ φιντάν μπόϊλουμ
τσακιτζή για σώζουμ γιόκ».
 
«Γιασασίν μπρέ Γιώργο εκατό χρόνια να ζήσεις, τι θυμήθκαμε πάλι οι έρμοι!»
Και αργότερα πάλι ιστορίες από την Έξοδο, γεμάτες πόνο και δάκρυα. Ιστορίες που δε βγαίνουν εύκολα από το νου και δύσκολα ξεπερνιούνται.   Ανεβαίνοντας το σοκάκι του τζαμιού, βγήκαμε σε μια μικρή πλατεία όπου ήταν η ανακαινισμένη βρύση του Αγίου Γεωργίου. Υπάρχει ακόμη η επιγραφή της αλλά δύσκολα μπορεί κανείς να διαβάσει τα γράμματα που είναι σκαλισμένα πάνω της.
 
«Η ΒΡΥΣΗ ΑΥΤΗ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΑΝΩΝ ΚΤΙΤΟΡΩΝ Τ΄ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΙΘΕ ΝΑ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΝΤΑΙ ΠΑΡ΄ΟΛΩΝ ΑΙΩΝΙΑ. ΕΤΟΣ 1896, ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 5>>.
 

 
 
Κουβούκλια. Η βρύση του Αγίου Γεωργίου.
 
 
Στην αρχή, το μπέρδεψα με το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, αλλά αυτό μου είπαν ότι είχε κατεδαφιστεί παλαιότερα. Δίπλα υπήρχε το βαθύ παλιό πηγάδι, το οποίο όμως σκέπασαν με χώματα και ξύλα.   Ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, βρεθήκαμε στη μεγάλη πλατεία του Αγιοπήγαδου. Όπως και στην πλατεία Στέρνας, έτσι και εδώ, υπήρχε ένα κιονόκρανο που φανέρωνε την ύπαρξη του πηγαδιού. Δίπλα στο πηγάδι υπήρχε το μπακάλικο-καφενείο του Θανάση Κούσουντη και το ξυλουργείο των Νικόλα, Γιάννη Λιτρίδη και Χατζήγιωργη Ζαφείρογλου. Λίγο πιο πάνω από το πηγάδι ήταν το σπίτι του προπάππου μου, του Παπά Θόδωρου.
Στις ιστορίες του ο παππούς ο Γιώργης ανέφερε συχνά ότι στην αυλή του σπιτιού του ο Παπά Θόδωρος είχε κρύψει λίρες με σκοπό να τις ξαναπάρει όταν θα γύριζαν πίσω. Έτσι πίστευαν οι περισσότεροι…  
Η νύφη του, η θεία Στρατία, ήρθε με το γιο της μετά από πολλά χρόνια στα Κουβούκλια για να βρει τις λίρες αλλά δυστυχώς δε βρήκε τίποτε. Πιο τυχερός στάθηκε ο γείτονας Τούρκος που πήρε το σπίτι του πιο πλούσιου Κουβουκλιώτη, του Χατζηθοδωρή Βαλσαμίδη. Αυτός είχε κρύψει τις λίρες του στο παχνί και έτσι πολύ εύκολα τις βρήκε ο Τούρκος. Θα ευχήθηκε προφανώς να ζήσει εκατό χρόνια ο Χατζηθοδωρής, που του άφησε αυτό το πεσκέσι και έκτισε εκεί τριώροφη πολυκατοικία, τη στιγμή που οι άλλοι Τούρκοι έμεναν ακόμη στα παλιά Ελληνικά σπίτια.  «Μπερεκέτ ολσούν!»
Γύρω στα εκατό μέτρα παρακάτω, στο δρόμο προς την περιοχή Χάνια, υπήρχε κάποτε το σπίτι του παππού μου.
 

 
 
          Κουβούκλια. Το Αγιοπήγαδο.
 
 
Το κατάλαβα από τις περιγραφές του και από το πηγάδι που ήταν μπροστά από το σπίτι, στο οποίο μια σαλεμένη γειτόνισσα πέταξε και έπνιξε το παιδί της.                                                                                                                                
Γεμάτος λαχτάρα κατευθύνθηκα προς το πηγάδι. Δυστυχώς όμως στη θέση του σπιτιού, υπήρχαν μόνο ερείπια. Πέρυσι δεν άντεξε και έπεσε μου είπαν. «Τώρα θα χτίσουμε καινούργιο.»                             
Στεναχωρημένος γι’ αυτήν την εξέλιξη, πήρα το Μουσταφά και πήγαμε στην κεντρική πλατεία της Στέρνας, όπου μας περίμεναν πολύ κάτοικοι του χωριού.
Καθίσαμε σε ένα μικρό καφενεδάκι. Στους τοίχους υπήρχαν πολλές φωτογραφίες του Ατατούρκ. Γενικά, αυτό που δεν περνά απαρατήρητο, όταν επισκέπτεσαι την Τουρκία, είναι ότι παντού, στους δρόμους, στα κτίρια, στους τοίχους, στις πλατείες, υπάρχουν κάθε είδους και μεγέθους φωτογραφίες, πανό και ανδριάντες του Κεμάλ Ατατούρκ, συνοδευόμενα πάντα από τουρκικές σημαίες.
Αυτό βέβαια σημαίνει σεβασμό και μεγάλη αγάπη στον ιδρυτή του τουρκικού κράτους και τη σημαία του, και τους αξίζει ένα πολύ μεγάλο μπράβο. Για ένα ξένο μάτι όμως, είναι λίγο κουραστικό και μάλιστα για ένα ελληνικό… ίσως και προκλητικό…
Το καφενεδάκι βρωμούσε υπερβολικά τσιγαριλίκι, διότι όλοι οι θαμώνες είχαν ένα τσιγάρο στο στόμα και το ντουμάνιαζαν. Σιγά – σιγά άρχισαν να έρχονται πολλά άτομα στο τραπέζι μας. Ο Μουσταφά τους εξηγούσε ποιος ήμουν και με καλωσόριζαν εγκάρδια. Τους ενδιέφερε πολύ να μάθουν πως ήταν οι τόποι καταγωγής των γονιών τους, η Παλιά Καβάλα, η Δάφνη Σερρών και ο Σοχός Λαγκαδά.
Την ίδια ώρα σχόλασε και το τζαμί και το καφενεδάκι γέμισε με γεροντάκια. Γεροντάκια με τραγιάσκα και ένα μπαστουνάκι στο χέρι. Όλα τους σχεδόν είχαν κάτασπρο μούσι που φανέρωνε ότι είχαν πάει στο χατζηλίκι στη Μέκκα και είχαν γίνει χατζήδες. Αντίστοιχα με εμάς τους χριστιανούς, που όταν επισκέπτεται κάποιος τους Αγίους Τόπους γίνεται χατζής. Μόνο που οι Μουσουλμάνοι χατζήδες αφήνουν απαραίτητα μούσι για να ξεχωρίζουν.
Ο Μουσταφά, που μέχρι τότε η γλώσσα του δεν έστεκε καθόλου, τα προσκάλεσε στο τραπέζι μας. Με κοιτούσαν παράξενα αυτά τα γλυκύτατα, γεμάτα σοφία, γεροντάκια που δεν διέφεραν σε τίποτε από τα αντίστοιχα γεροντάκια του χωριού μου. Όταν έμαθαν ποιος είμαι μια λάμψη χαράς και συμπάθειας φάνηκε στο πρόσωπό τους.                          
«Μπρε εσύ, δικό μας παιντί», μου είπε ο παππούς Χασάν Κιζίλ και τελείως αυθόρμητα με αγκάλιασε και με φίλησε στοργικά.
«Αχ μπρε Γιώργκη», αναστέναξε, «εγώ είμαι από τη Δάφνη Σερρών και έφυγα σε μεγάλη ηλικία από το πολυαγαπημένο μου χωριό. Θυμάμαι τα πάντα διότι έφυγα μεγάλος. Στο χωριό μου ήταν και Τούρκοι και Έλληνες, είχαμε πολύ καλές σχέσεις και στεναχωρήθηκαν όταν φύγαμε. Ο γείτονάς μου ο κασάπης ο Χαράλαμπος ήρθε και με βρήκε πριν πολλά χρόνια... Τρελαθήκαμε από την χαρά μας.»                              
Ακολούθησε μια παύση και ένα νοσταλγικό ατένισμα… και συνέχισε…
«Αν πάς εκεί να του δώσεις πολλούς χαιρετισμούς από το Χασανάκι. Πήγαινα και σχολείο…» σταμάτησε και πάλι καθώς τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα.                                                        
«Δε θέλαμε να φύγουμε διότι εκεί ήταν η πατρίδα μας, εκεί μεγαλώσαμε και εκεί θάψαμε τους δικούς μας. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Όποιος ήταν μουσουλμάνος έπρεπε να φύγει».
«Γκαρσόν» φώναξε με δυνατή φωνή, «φέρε στο πατριωτάκι μου έναν καϊβέ.»
Δάκρυσα και εγώ, διότι μου θύμισε τους παππούδες μου. Δε διέφεραν σε τίποτε άλλωστε από αυτούς.  Μαζεύτηκαν τριγύρω μου, με περικύκλωσαν, και με τη βοήθεια του Μεχμέτ Απάκ, του δασκάλου των Αγγλικών, ζητούσαν πληροφορίες για τα χωριά τους. Ο παππούς Ραμαζάν Κιβράκ από την Παλιά Καβάλα, ο παππούς  Σαμπάν Σαβασερί από τον Σοχό. Όλοι τους ρουφούσαν στην κυριολεξία τις πληροφορίες μου. Όσες μπορούσα βέβαια να τους δώσω.
Εν τω μεταξύ το τσάι έδινε και έπαιρνε. Ήταν σε μικρά ποτηράκια και καταναλίσκονταν γρήγορα. Πρέπει να ήπιαν από πέντε ο καθένας τους. Προσπαθούσαν να μιλήσουν χρησιμοποιώντας τα λίγα Ελληνικά που θυμόντουσαν. Ζόριζαν τη μνήμη τους για να μου δείξουν ότι έχει μείνει κάτι από Ελλάδα μέσα τους…
«Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ
να μαθαίνω γράμματα του θεού τα πράματα.»
Γεμάτος περηφάνια ο παππούς Χασάν, απάγγειλε το γνωστό τραγουδάκι και οι υπόλοιποι τον χειροκρότησαν. 
«Κουσκουτούρα νε ιστέρ? Αλαχτάν γιαμούρ ιστέρ.» Τι θέλει η κουσκουτούρα; Από το θεό βροχή θέλει…
«Αυτό το λέγαμε όταν είχε ανομβρία και παρακαλούσαμε τον Αλλάχ να φέρει βροχή, είπε ο Ραμαζάν ντεντές. Χρησιμοποιούσαμε ένα κοντάρι που στη μια άκρη του είχε ένα χοντρό πανί, που ονομάζαμε κουσκουτούρα, και με αυτό καθαρίζαμε το φούρνο όταν φουρνίζαμε ψωμιά. Τρέχαμε σε όλο το χωριό υψώνοντας το κοντάρι και τραγουδούσαμε το μικρό αυτό τραγουδάκι. Οι κάτοικοι του χωριού μας έδιναν τότε καραμέλες και ζαχαρωτά. Το κάναμε και μετά όταν ήρθαμε στην Τουρκία».
Μετά από λίγο μπήκε στο καφενείο ένας μεσήλικας ο οποίος με χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε στο τραπέζι μας. Ο κύριος Χουσείν Ινάκ, που καταγόταν από την Παλιά Καβάλα, μου είπε ο Μουσταφά, ξέρει πολλά Ελληνικά σπίτια και μαχαλάδες διότι, όταν έρχονταν επισκέπτες από την Ελλάδα, αυτός τους συνόδευε και έμαθε πολλά πράγματα σε σχέση με το χωριό.
Έτσι λοιπόν ανέλαβε να με ξεναγήσει και να μου δείξει τα σπίτια και τα Αγιάσματα του χωριού. Ευχαρίστησα τους παππούδες, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ και βγήκαμε από το καφενείο. Καιρός ήταν… ο καπνός από τα τσιγάρα κόντευε να φράξει τα πνευμόνια μου.                                                                                                                   
Κατευθυνθήκαμε προς το χωριό Ντάνσαρι ή Αγίους Θεοδώρους, και αφού αντικρίσαμε πολλά ελληνικά σπίτια που έστεκαν εκεί σαν φαντάσματα του παρελθόντος, ασοβάτιστα και απεριποίητα, φθάσαμε στο Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου.  Το παλιό κτίσμα είχε κατεδαφιστεί το 1894, ενώ αυτό που υπάρχει τώρα είχε κτιστεί τον Ιανουάριο του 1922. Το Αγίασμα ήταν αφιερωμένο στον άγνωστο σε εμάς Άγιο Βαραδάτο, που καταγόταν από την Αντιόχεια, για το οποίο όμως είχα ακούσει πολλά από τους Κουβουκλιώτες παππούδες.
Στα Κουβούκλια Κοζάνης, ο παππούς Νίκος Θωμίδης, με τη βοήθεια του γιου του Μιχάλη και πολλών Κουβουκλιωτών, έχτισαν σε μια πολύ όμορφη περιοχή, δίπλα στο φράγμα του Αλιάκμονα, μια εκκλησία προς τιμή του Αγίου. Σε αυτό το σημείο συγκεντρωνόμασταν κάθε χρόνο, τρώγαμε, πίναμε, τραγουδούσαμε και συναντούσαμε τους συγγενείς μας που έρχονταν από όλα τα μέρη της Ελλάδος.  Είδε ο παπάς του διπλανού χωριού ότι αυτήν τη μέρα το παγκάρι γέμιζε πολύ και έδιωξε το θείο Νίκο και τους Κουβουκλιώτες από την επιτροπή του ναού, για να καρπώνεται ο ίδιος τα έσοδα. Τα κατάφερε, αλλά έκτοτε κανείς Κουβουκλιώτης δεν ξαναπήγε στην εκκλησία. Ο θείος Νίκος πέθανε με το μαράζι ότι του έκλεψε ο παπάς, για λίγα χρήματα, την εκκλησία για την οποία τόσο πολύ μόχθησε.
«Θα λα τον καρυδώσω δεν θα την γλυτώς», μουρμούριζε κάθε φορά που τον συναντούσα.
 

 
 
    Κουβούκλια. Το Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου.
 
Το Αγίασμα στα Κουβούκλια γιόρταζε στις 22 Φεβρουαρίου και το νερό του είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Έπαιρναν νερό, το ανακάτευαν με χώμα και τη λάσπη που σχηματιζόταν την τοποθετούσαν πάνω σε πληγές και θεραπεύονταν. Οι λεχώνες πάλι, 20-25 μέρες μετά τη γέννα, πήγαιναν στο Αγίασμα μαζί με το νεογέννητο, άναβαν κεριά και το έπλεναν με το αγιασμένο νερό. Αυτό το έκαναν τρεις φορές, τη μία Πέμπτη και δυο Σάββατα.      
 Δίπλα στο Αγίασμα υπήρχαν ακόμη ερείπια του αλευρόμυλου δύο Ηπειρωτών από το Αργυρόκαστρο, που είχε κτιστεί το 1909, ενώ στην άλλη πλευρά του δρόμου υπάρχουν τα τεράστια πλατάνια που είχε φυτέψει το 1870 ο Αλεξανδρής Λυγκηρίδης.
Επιστρέψαμε στο χωριό για να επισκεφτούμε το μαχαλά της εκκλησίας. Αεικίνητος ο θείος ή άμτσα Χουσείν Ινάκ, ο οποίος έσβηνε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Δυο δόντια μονάχα του είχαν απομείνει, το ένα δεξιά και το άλλο αριστερά, τα οποία ήταν κατακίτρινα από τη νικοτίνη.
«Εδώ ήταν η εκκλησία», μου είπε, δείχνοντάς μου κάποια θεμέλια, «και παραπέρα βρίσκονταν τα θεμέλια του κάστρου των Κουβουκλίων, το οποίο είχε πέσει στα χέρια του Οσμάν το 1305.Όταν ήρθαμε εδώ, τα σπίτια αυτού του μαχαλά και η εκκλησία ήταν όλα καμένα. Ο ελληνικός στρατός όταν υποχωρούσε προς την Ελλάδα, περνώντας από τα ελληνικά χωριά, έβαζε φωτιά για να μη μείνει τίποτα στους Τούρκους.»
Έτσι κάηκε ο μαχαλάς του Αγίου Γεωργίου με την πανέμορφη εκκλησία και πολλά άλλα Πιστικοχώρια γύρω από τα Κουβούκλια. Τις μαρτυρίες αυτές για τις άστοχες αυτές ενέργειες του ελληνικού στρατού μου τις επιβεβαίωσαν πολλοί Έλληνες και Τούρκοι πρόσφυγες.
Επιστρέψαμε με τη συνοδεία μου στο καφενείο. Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και ήταν άδειο. Οι παππούδες είχαν πάει στο τζαμί για να προσευχηθούν. Ο Μουσταφά προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μου δείξει την αγάπη του – όλοι τους μου έδειχναν με τη συμπεριφορά τους σεβασμό και αγάπη. Προσφέρθηκε να με μεταφέρει με το αυτοκίνητό του στην Προύσα, υπό έναν όμως όρο… την επόμενη μέρα να έρθει να με πάρει και να με φιλοξενήσει στο σπίτι του. Δέχτηκα χωρίς δισταγμό. Έτσι αφού τους αποχαιρέτησα και τους ευχαρίστησα όλους για την υπέροχη υποδοχή, κατευθυνθήκαμε για το ξενοδοχείο στην Προύσα.
Το βράδυ έτρεμα από χαρά και συγκίνηση. Ήταν πράγματι φοβερά τα συναισθήματα που με κατέκλυσαν όλη τη μέρα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου στο χωριό του παππού Φωτάκη.
«Τι υπέροχοι άνθρωποι», σκεφτόμουν, «με σκλάβωσαν στην κυριολεξία με τη συμπεριφορά τους». Και εγώ που περίμενα ότι θα με «σφάξουν» οι απολίτιστοι…!! Επιβεβαιωνόταν για ακόμη μια φορά αυτό που είχα ακούσει πολλές φορές από τους Έλληνες παππούληδες αλλά και από τους αντίστοιχους Τούρκους, ότι οι λαοί μας δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε. 
Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, με ειδοποίησαν ότι με περιμένουν στη ρεσεψιόν. Ήταν ο Μουσταφά μαζί με τον καθηγητή των Αγγλικών, το Μεχμέτ, που ήρθαν να με πάρουν. Έβαλα τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο και φύγαμε για τα Κουβούκλια. Παρακάλεσα το Μουσταφά να πάμε αρχικά να επισκεφθούμε την Απολλωνιάδα , η οποία βρίσκεται κοντά στα Κουβούκλια.
 Έτσι κάναμε μία παράκαμψη και κατευθυνθήκαμε προς την Απολλωνιάδα, που απέχει σαράντα χιλιόμετρα από την Προύσα και είκοσι από τα Κουβούκλια.
Πήραμε το δρόμο που οδηγεί από την Προύσα στη Σμύρνη, περάσαμε δίπλα από την περίφημη πανεπιστημιούπολη του Ολύμπου, που κτίστηκε στην περιοχή Κουρί Κουβουκλίων, από τα Κουβούκλια και άλλα ελληνικά χωριά που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική περιφέρεια Απολλωνιάδας.
Το σημερινό όνομα του χωριού είναι Golyazi. Αυτό γράφει η καφέ ταμπέλα - χρώμα που δείχνει ότι το χωριό θεωρείται αρχαιολογικός χώρος - και μέσα σε παρένθεση Αpolyont, το παλιό του όνομα, το οποίο όμως χρησιμοποιούν οι περισσότεροι από τους κατοίκους και σήμερα.  
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου