Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)


Στην πανέμορφη Προύσα.

 
Στο κέντρο της πανέμορφης Προύσας, είχα φροντίσει να κάνω κράτηση σε ένα ξενοδοχείο μικρό αλλά καθαρό, που ευτυχώς οι ευγενικοί του υπάλληλοι γνώριζαν την Αγγλική και έτσι μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί τους. Απέναντι ήταν η κλειστή αγορά της πόλης, το παραδοσιακό κτίριο του δημαρχείου, και το ιστορικό τζαμί της, το «Ούλου Τζαμί». Κοιμήθηκα σαν πουλάκι, αγνοώντας το θόρυβο των αυτοκινήτων που δε σώπαιναν στιγμή κατά την διάρκεια της νύχτας.

Πλησίαζαν ξημερώματα, όταν γύρω στις πέντε το πρωί, με ξύπνησε η μελωδική φωνή του μουεζίνη, ο οποίος καλούσε τους πιστούς μουσουλμάνους να προσέλθουν στο τζαμί για την πρωινή προσευχή.  Άρχισε να χαράζει και βγήκα στο μπαλκόνι, απ’ όπου διέκρινα τους πιστούς Μουσουλμάνους να προσέρχονται στο ιστορικό τζαμί. Έξω στον αυλόγυρο, όπως και σε όλα τα τζαμιά, υπάρχουν βρύσες στις οποίες οι πιστοί πλένουν τα πόδια τους και έπειτα αφήνουν τα παπούτσια τους έξω στον πρόναο, πριν εισέλθουν στο εσωτερικό τους.   

Η πόλη έδειχνε να έχει ξυπνήσει… Η πανέμορφη και πράσινη Προύσα, η ιερή πόλη των Οσμανλήδων Τούρκων. Πάνω αριστερά το Τόπ Χανέ, η παλιά πόλη, όπου βρίσκονται τα μαυσωλεία του Οσμάν και του Ορχάν, των κατακτητών της πόλης αλλά και άλλων επιφανών μουσουλμάνων. 

Ρίχνει τη σκιά του πάνω στο κέντρο της πόλης όπου βρίσκονται η κλειστή αγορά και πολλά άλλα μαγαζιά. Πιο ψηλά, σκαρφαλωμένα πάνω της πλαγιές του ιστορικού Ολύμπου, πολλά μικρά σπίτια, δίπλα το ένα στο άλλο, φαντάζουν σαν πυγολαμπίδες έτοιμες να υποδεχθούν το φως της ημέρας και να γίνουν αόρατες.

Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, στην ευρύτερη περιοχή της Βιθυνίας υπήρχαν τρεις πόλεις που έφεραν το ίδιο όνομα. Μια από αυτές ήταν η Κίος στον Κυανό κόλπο, η οποία αναφέρεται σαν ένα αρχαίο κτίσμα των Αργοναυτών.  Κυριεύθηκε και καταστράφηκε εκ θεμελίων από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε΄, ο οποίος δώρισε  την πόλη  στον γαμπρό του, βασιλιά της Βιθυνίας Προυσία που την ξανάκτισε και της έδωσε το όνομα  Προυσιάς επί Θαλάσση (Prusias ad mare).

Δεύτερη ήταν η αρχαία Κίερος που ήταν κτισμένη στις όχθες του ποταμού Υπίου και μετά την άλωσή της ανοικοδομήθηκε από τον Προυσία και ονομάστηκε Προυσιάς προς Υπίω (Prusias  ad Hypium ) την σημερινή Ουργκιούπ. Τρίτη και πιο σπουδαία η πόλις,  στις πλαγιές του Βιθυνικού Ολύμπου η Προύσα επί τω Ολύμπω ( Prusa ad Olympum ).

Από τις τρεις αυτές πόλεις η μόνη που διατήρησε το όνομά της  αμετάβλητο ήταν η Προύσα  και το διατήρησε μέχρι σήμερα.

H Προύσα ήταν η σπουδαιότερη πόλη των Βιθυνών, ενός βάρβαρου φύλου, που εξελληνίστηκε από τον 2ο π. Χ αιώνα. Είχε κτιστεί από τον Προυσία τον Α΄, ο οποίος της έδωσε το όνομά του και την κατέστησε ισχυρή πόλη. Σαν πιθανή ημερομηνία ίδρυσής της είναι το 183 ή 185 π. Χ.

Εκεί κατέφυγε ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας, όταν ηττήθηκε από τους Ρωμαίους και βοήθησε τον Προυσία να οχυρώσει την πόλη και αργότερα στην εκστρατεία εναντίον του βασιλιά της Περγάμου Ευμένη.

Τελευταίος βασιλιάς της Προύσας ήταν ο απόγονος του Προυσία, Νικομήδης  Γ΄, ο Φιλοπάτωρ, ο τελευταίος της δυναστείας των Προυσιών των κτητόρων της πόλης. Ο τελευταίος αν και νικήθηκε το 88 π. Χ από το Μυθριδάτη, την επανέκτησε με τη βοήθεια των Ρωμαίων, στους οποίους την κληροδότησε το 74 π. Χ. Ο Μυθριδάτης κατάφερε να επανακατακτήσει την πόλη, αλλά το 73 π.χ οριστικά πλέον η Προύσα περιήλθε στα χέρια των Ρωμαίων, μετά την εκστρατεία εναντίον της του Γάϊου Τριάριου και έκτοτε την κυβερνούσε  Ανθύπατος.

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής της, ιδίως επί αυτοκρατορίας Τραϊανού, η Προύσα ευεργετήθηκε διότι διέθετε δική της βουλή και όπως έλεγε ο Στράβων, ήταν πόλη «ευνομουμένη». Αυτό το χρωστούσε σε ένα δικό της παιδί, το Δίωνα το Χρυσόστομο ή Κοκκειανό, ο οποίος συνδεόταν φιλικά με τον αυτοκράτορα και με την εύνοια του, ευεργετούσε την πόλη, κτίζοντας πολλά μεγαλοπρεπή κτίρια και  σπουδαία δημόσια έργα.

Στην πόλη υπήρχαν επίσης ανδριάντες  του ιδρυτή της Προυσία, του Τραϊανού, της μητέρας του Δίωνα, εξάστυλος ναός του Τιβέριου Κλαύδιου και πολλά άλλα μνημεία. Αναφέρεται μάλιστα, ότι στην κορυφή του Ολύμπου υπήρχε ναός προς τιμήν του Δία και δίπλα του βρίσκονταν ο τάφος του Γανυμήδη…

 

 «Μνασίας δε φησιν υπό Ταντάλου ηρπάσθαι Γανυμήδην και εν κυνηγεσίω αναιρεθήναι. Πεσόντα ταφήναι έν τω Μυσίω Ολύμπω κατά το ιερόν του Ολυμπίου Διός».

 
 
 
 
     Προυσίας ο Α΄

 

Την εποχή του Δίωνα του Χρυσοστόμου, η Προύσα ήταν καθαρά ελληνική πόλη, διότι οι Έλληνες που είχαν έλθει από τα παράλια εξελλήνισαν τελείως τις βαρβαρικές φυλές που κατοικούσαν στην Βιθυνία, από την εποχή του Ξενοφώντα. Στην πόλη κατοικούσαν πολλοί σπουδαίοι άνδρες όπως ο παππούς του Δίωνα ο γιατρός Ασκληπιάδης, ο φιλόσοφος Άρχιππος, ο ρήτωρ Εύμολπος και πολλοί άλλοι  που έδιναν την εντύπωση ότι η Προύσα ήταν πόλη σοφών.

Ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε στην Βιθυνία από την πρώτη κιόλας εκατονταετηρίδα, επί αυτοκράτορα Τραϊανού, στον οποίο ο ανθύπατος της Βιθυνίας Πλίνιος ο Νεώτερος εξέφραζε την έκπληξή του για την ταχεία διάδοση της νέας αυτής θρησκείας.  

Η Προύσα ήδη από τον 3ο μ.Χ. αιώνα ήταν έδρα επισκοπής, υπαγόμενη στην Μητρόπολη Νικομήδειας. Μετά την εξάπλωση του χριστιανισμού, η Προύσα έγινε, το 1087, έδρα επισκοπικού θρόνου με το όνομα μητρόπολη Θεουπόλεως και αργότερα Προύσας, στην οποία περιήλθε και η Μητρόπολη Απαμείας. Οι δυο πρώτοι επίσκοποί της, Αλέξανδρος και Πατρίκιος, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο διότι με τα κηρύγματά τους συντελούσαν στην ευρεία διάδοση του χριστιανισμού στην περιοχή.

Ο ιερομάρτυρας Πατρίκιος μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, την εποχή που Ανθύπατος ήταν στην Βιθυνία ο Ιουλιανός. Η παράδοση αναφέρει ότι στον τόπο του μαρτυρίου του αναβλύζει η θερμότερη θειούχα πηγή της πόλης, στην περιοχή Κιουκιουρτλή. Στον τόπο αυτό κάθε χρόνο στις 19 Μαίου τελούνταν πανηγυρική λειτουργία με την παρουσία χιλιάδων πιστών από την Προύσα και τα γύρω χωριά της.

Την εποχή του Βυζαντίου, η Προύσα με τα σπουδαία λουτρά της, που την καθιστούσαν λαμπρή λουτρόπολη, αποτελούσε τόπο αναψυχής και θέρετρο των αυτοκρατόρων και των μεγιστάνων της αυλής. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός επισκεπτόμενος τα λουτρά της, έκτισε μεγαλοπρεπή κτίρια γύρω από αυτά, ενώ η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, έκτισε πάνω στην ακρόπολη της πόλης σπουδαία εκκλησιαστικά οικοδομήματα, όπως ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

 

«Ης (Ειρήνης) έργον αμήχανον εις κάλλους λόγον, ευτεχνείας τε μαρμάρων ποικιλίας ο Προδρόμου κάλλιστος εν Προύση δόμος ον εις σεμνείον καθίδρυσεν ενθέως μονοτρόπων ευ και λατρευτών κυρίου».

 O Όλυμπος είχε γεμίσει με μοναστήρια απ’ όπου πέρασαν πολλοί Άγιοι της θρησκείας μας, αφήνοντας την ευλογία τους. Γνωστές ήταν οι μονές των Συμβόλων, των Καθαρών και των Λιβανιών, των Ευνούχων, των Πισσανιδών, του Σακκουδίωνος, των Αγαύρων. Επίσης, οι μονές της Ατρώας, απ’ όπου πέρασαν Άγιοι όπως ο Άγιος Ιωαννίκιος, ο Άγιος Ευστράτιος, η Αγία Άννα, ο Άγιος Λουκάς ο Νέος Στυλίτης, ο Άγιος Πέτρος ο έν Ατρώα, ο Άγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, ο Άγιος Τιμόθεος των Συμβόλων και πολλοί άλλοι.  Αργότερα, όταν οι συχνές επιδρομές των Αράβων και άλλων επιδρομέων έκαναν τα περίχωρα της Προύσας ακατοίκητα, η μονή των Αγαύρων μεταφέρθηκε στην εντός των τειχών πόλη  και ονομάστηκε μονή του Αγίου Ευστρατίου.

Την αποκαλούσαν όμως και το Μεγάλο Μοναστήρι ή Μεγίστη, γιατί είχε γίνει κατοικία του γενικού ηγούμενου των μονών του Ολύμπου.

Στην Προύσα υπήρχε η εκκλησία της Παναγίας με την περίφημη εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας, την οποία είχε ζωγραφίσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Το έτος 829 μ. Χ, την περίοδο των εικονομαχιών, ένας χριστιανός άρχοντας πήρε την εικόνα από το ναό και έφυγε με προορισμό την Ελλάδα για να τη σώσει από τα βέβηλα χέρια των εικονομάχων. Όταν έφθασε όμως στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, έχασε την εικόνα και άρχισε απεγνωσμένα να την ψάχνει. Τελικά αυτή βρέθηκε αργότερα στην Ευρυτανία.

Εκεί, κάποιοι βοσκοί έβλεπαν κάθε βράδυ να βγαίνει φώς από μία μεγάλη σπηλιά, πάνω σε ένα βουνό. Πλησίασαν προσεχτικά και διέκριναν σε μία γωνιά την εικόνα της Παναγίας μέσα από την οποία έβγαινε μια δέσμη φωτός. Με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησαν την Παναγιά για το θαύμα και αργότερα έκτισαν μια μικρή εκκλησία, όπου και την τοποθέτησαν. Ο άρχοντας από την Προύσα έμαθε το γεγονός και κατέφθασε στην περιοχή, όπου έκτισε ένα μοναστήρι στην Προυσιώτισσα Παναγία και έγινε μοναχός για να την υπηρετεί.

 
 

                               Η Παναγία η Προυσιώτισσα.

 
Ωραίες ιστοριούλες που δείχνουν το μεγαλείο της ορθοδοξίας μας…

Επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου το έτος 336 Εγείρας ήτοι 947 μ.Χ, δέχτηκε πολλές επιδρομές από τον ηγεμόνα του οίκου Χαμαδάν ή Βένι Χαμδάν, Σέϊφ –εδδεβλέτ (ξίφος του κράτους) που κυριαρχούσε στην Συρία και Μεσοποταμία,  από τον οποίο κατακτήθηκε και λεηλατήθηκε. Περιήλθε ξανά στην εξουσία του Βυζαντίου, αλλά συνέχισε να δέχεται επιδρομές  από τα διάφορα τουρκικά φύλα που εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία.          

Το 1204, κατακτήθηκε και αυτή από τις ορδές των Σταυροφόρων και απελευθερώθηκε, με τη βοήθεια του σουλτάνου του Ικονίου, από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας, Θεόδωρο Λάσκαρη, ο οποίος ξανάκτισε τα τείχη της που είχαν καταστραφεί και την προσάρτησε στο βασίλειο της Νίκαιας.

Όπως όλες οι πόλεις της Μικράς Ασίας, έτσι ήρθε και η σειρά της Προύσας να δεχθεί τις επιθέσεις των Οσμανλήδων Τούρκων. Τα φρούρια, όπως της Κατοικίας(Κίτας), των Κουβουκλίων, το Λοπάδι, το Αγγελόκωμα( Ινέ Γκιόλ), το Βηλόκωμα (Μπιλατζήκ),  που ήταν κτισμένα  γύρω στην περιοχή για να προστατεύουν την Προύσα και να την ανεφοδιάζουν με τρόφιμα, άρχισαν σιγά- σιγά να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων.


 
 
    Λοπάδι. Η γέφυρα του Ρυνδάκου ποταμού.

 
Ο Γερμανός περιηγητής Theo Wiegand στο βιβλίο του «Reise in Mysien» αναφέρει ότι, λόγω των συχνών επιθέσεων των Τούρκων, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, έκτιζαν οχυρωματικά τείχη, για να προστατέψουν τις μεγάλες πόλεις. Μία κατηγορία αυτών των οχυρωματικών έργων ασφάλιζε τους σπουδαίους δρόμους και διαβάσεις που ένωναν τις μεγάλες πόλεις.

Στο πιο ξακουστό από αυτά, του Λοπαδίου, το οποίο έκτισε ο Αλέξιος, εκεί όπου χώριζε ο Ρυνδάκος ποταμός από την Αρτυνία λίμνη, τον Οκτώβριο του 1211 μ. Χ, έδωσε σκληρή αλλά άνιση μάχη ο Θεόδωρος Λάσκαρης ενάντια στις ορδές του Ερρίκου, του αδελφού του Βελαρδουίνου, ο οποίος είχε υποτάξει την Κωνσταντινούπολη.

Το φρούριο του Λοπαδίου, σημερινό Uluabat, μετά από καταστροφές που είχε υποστεί, ξανακτίστηκε από τον Ιωάννη Κομνηνό.

Τελικά στις 6 Απριλίου του 1326 μ. Χ, επί Ανδρόνικου Β΄, του πιο ακατάλληλου για την κρίσιμη αυτή περίοδο αυτοκράτορα του Βυζαντίου, η ιστορική αυτή πόλη της Βιθυνίας, κατόπιν πολυετούς πολιορκίας, έπεσε στα χέρια του γιου του Οσμάν, του Ορχάν, ο οποίος την κατέστησε πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους.

Στην προσπάθεια του Οσμάν να κατακτήσει την πόλη τον βοήθησε ο  βυζαντινός εξωμότης Μιχαήλ Πωγονάτος, ο επονομαζόμενος Κοτζά Μιχάλ, διοικητής του φρουρίου της Χιρμεντίας (Χιρμέν Καγιά) που βρίσκονταν στην νοτιοδυτική πλευρά του Ολύμπου. Ο Κοτζά Μιχάλ έπειτα από συνεννόηση με τον Οσμάν, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έπεισε τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο να παραχωρήσει την πόλη διότι αυτή ήταν στενά πολιορκημένη και ήταν αδύνατη η σωτηρία της.  Λόγω δε των στενών δεσμών του με τον Οσμάν, αυτός θα σέβονταν τους πολιορκημένους και θα τους επέτρεπε να καταφύγουν χωρίς πρόβλημα, με τα υπάρχοντά τους στη διπλανή Κίο. Ο αυτοκράτορας όμως θα έπρεπε να καταβάλλει στον Οσμάν 30.000 χρυσά φλουριά για να έχουν οι δυο πλευρές συνεχή και ακλόνητη ειρήνη.

Έτσι το 1326, έτος Εγείρας 726,  ο φρούραρχος της πόλης ονόματι Όρνος ή Εβρενός, ο οποίος με την σθεναρή του αντίσταση  έφερε πολλά πλήγματα στους πολιορκητής της πόλης, αναγκάσθηκε από τον Ανδρόνικο να παραδώσει την Προύσα  στους Τούρκους. Το στολίδι της Βιθυνίας, το μαργαριτάρι της Ανατολής έπεσε στα χέρια των Οσμανλήδων.

Οι ναοί και τα μοναστήρια μετατράπηκαν σε τζαμιά ή τεκέδες. Πολλοί χριστιανοί ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, με πρώτο τον φρούραρχο  Εβρενός που εξέφρασε έτσι την δυσαρέσκειά του, προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα, για την ενέργειά του να παραδώσει την πόλη στους Τούρκους.

Ο Οσμάν που μέχρι τότε έμενε σε ένα φρούριο που είχε κτίσει στο Γενή Σεχίρ, δεν έζησε πολύ καιρό μετά την άλωση της Προύσας και πέθανε στο Σογιούτ (Θηρβάσιο). Ενταφιάσθηκε  σε έναν χριστιανικό ναό πάνω στην ακρόπολη της πόλης, ο οποίος είχε μετατραπεί σε μαυσωλείο. Σε αυτό το μαυσωλείο, μέχρι την μεγάλη πυρκαγιά του 1801 υπήρχαν ακόμη τα σύμβολα της δυναστείας του τα οποία του είχε δωρίσει ο  σουλτάνος του Ικονίου Αλαντίν.

Τα δώρα αυτά ήταν ένα μεγάλο ξύλινο κομπολόϊ και  ένα μεγάλο τύμπανο (νταούλ), διαμέτρου ενός μέτρου, το οποίο έπαιζαν κατά την διάρκεια των μαχών για να εμψυχώνονται οι πολεμιστές του αλλά και ο ίδιος, στην δύση  του βίου του για να καταπολεμά την αρθρίτιδα που τον βασάνιζε. Εξ αιτίας του τυμπάνου(νταούλ) ονομάστηκε η περιοχή νταούλ μαναστήρ  και όχι από το μοναστήρι του Δαβίδ, όπως ισχυρίστηκαν  ο  Textier και ο De Moustier.

Πιο μπροστά   φρόντισε να παντρέψει τον γιό του Ορχάν με την κόρη του Κοτζά Μιχάλ, την Ολοφύρα, η οποία μετονομάστηκε σε Νιλουφέρ Χατούν. Με την Νιλουφέρ ο Ορχάν έκανε δυο παιδιά, το Σουλεϊμάν και το Μουράτ.

Κατά το 1346 ο Ορχάν, σε ηλικία 64 ετών πρόσθεσε ακόμη μια χριστιανή σύζυγο στην αυτοκρατορική οικογένεια. Παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, την κόρη του Ιωάννη Κατακουζηνού και της Ειρήνης. Ο μεγαλοπρεπής γάμος τους έγινε στη Συλήβρια και διήρκησε πολλές μέρες. Ο Ορχάν έστειλε μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη τριάντα πλοία, στρατό, ιππικό και αυλικούς για να παραλάβουν από τα χέρια των γονιών τη νύφη και να την φέρουν στην Προύσα.

Η Προύσα μετά την κατάκτησή της και την ανακήρυξή της από τους Οσμανλήδες σε πρωτεύουσα του κράτους τους, γνώρισε ημέρες μεγάλης δόξας και ευημερίας. Κτίστηκαν μεγαλοπρεπή κτίρια, μαυσωλεία και τεμένη και αποτελούσε την ιερή πόλη των Οθωμανών. Έλεγαν, με κάποια υπερβολή βέβαια, ότι στην Προύσα υπήρχαν τόσα τεμένη, όσες ήταν και οι ημέρες του έτους, δηλαδή 365. Ο Τournefort αναφέρει τριακόσια, ο Lechevalier εκατόν σαράντα, ο Perrot διακόσια και ο Dallaway μόνο εβδομήντα.

O De Moustier  την αποκάλεσε  μαργαριτάρι της Ανατολής (Βroussa e la perla dell Anatolia), o Poujoulat την περιγράφει σαν μια από τις φανταστικές πόλεις που συναντά κανείς στις Χίλιες και Μία Νύχτες, ο Jouannin θεωρεί κάθε περιγραφή της πόλης αδύνατη για να δείξει το μεγαλείο της και τέλος ο Προυσιώτης ποιητής  Λαμή Εφέντης ανεφώνησε μπροστά στον Σουλτάνο Σουλεϋμάν ….

               << Δεν υπάρχει ώσπερ τούτο λαμπρόν όρος ουδαμού

                    ουδέ πόλις ως η Προύσα   κάτωθεν του ουρανού>>.

Ο περιηγητής Belon που το 1550 που επισκέφθηκε την πόλη αναφέρει ότι η Προύσα ήταν πιο πλούσια και πιο μεγάλη από την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Tournefort  περί το 1718 την θεωρούσε την πιο μεγαλοπρεπέστατη από όλες τις Ασιατικές πόλεις.

Τα πιο σπουδαία  τεμένη της ήταν το Μεγάλο τέμενος ή Ούλου τζαμί ή Τζαμί Κεμπίρ, το οποίο κτίστηκε διαδοχικά από τρείς σουλτάνους, το Μουράτ τον Α΄, το Βαγιαζήτ και το Μωάμεθ τον Α΄, εγγονό του Μουράτ του Α΄. Ονομάστηκε Ουλού τζαμί εξαιτίας του τεράστιου όγκου του.   

Άλλο σπουδαίο τζαμί είναι του Μουράτ Α΄ του Χουδαβεντιγκιάρ, το οποίο βρίσκεται στην πανέμορφη συνοικία του Τσέκιργκε. Ο Σουλτάνος Μουράτ  επονομάστηκε Γκαζή Χουνταβεντιγκιάρ, που σημαίνει νικητής και έδωσε την επωνυμία αυτή στο τέμενος αλλά και στο νομό της Προύσας.

Στην ανατολική πλευρά της πόλης, βρίσκεται το τέμενος Γιλντιρίμ Βαγιαζήτ, ενώ κόσμημα της Προύσας αποτελεί το τέμενος τσελεμπή Σουλτάν Μεχμέτ του Α΄, το γνωστό ως Γεσίλ-Πράσινο τζαμί, το οποίο κτίστηκε το 820, εγείρας δηλαδή το 1418. Στην περιοχή Μουράντιε, βρίσκεται το τέμενος του σουλτάνου Μουράτ Β΄.

Στο διπλανό από το τέμενος μαυσωλείο, αναπαύονται τα λείψανα της χριστιανής γυναίκας του Μουράτ Β΄, της Μάρως, κόρης του Γεωργίου Βράγκοβιτς, Δεσπότη της Τρανσυλβανίας, ο οποίος όταν συνθηκολόγησε με τον Μουράτ Β΄, του έδωσε για γυναίκα τη μικρή ανήλική του κόρη.

Η Μάρω απαίτησε και παρέμεινε χριστιανή και προσέφερε πολλές βοήθειες στο χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής. Με δικές της προσπάθειές της εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της λίμνης της Απολλωνιάδας πιστικοί-τσομπάνηδες από την περιοχή της Μάνης, οι οποίοι φρόντιζαν τα κοπάδια του σουλτάνου, δημιουργώντας εκεί τα εννέα Πιστικοχώρια.  Άλλα σπουδαία τεμένη ήταν του Εμίρ Σουλτάν, του Μολλά Αράπ Ντζεμπαρή και του Μουφτή Αμπντούλ Λατίφ.

Το 1365  η  πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη, η Προύσα όμως διατήρησε  τον ιερό της χαρακτήρα, εξαιτίας των μεγαλοπρεπών τεμενών και μαυσωλείων πολλών ηγεμόνων και μαχητών.

Η εκκλησιαστική επαρχία Προύσας, 13ηκατά την τάξη, σύμφωνα με το Συνταγμάτιο του Οικουμενικού Θρόνου, περιελάμβανε 13 κωμοπόλεις και χωριά, από τα οποία τα πιο σπουδαία ήταν η Τρίγλια, η  Συγή, το Παλλαδάρι, οι Ελιγμοί, τα Μουδανιά. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ζούσαν στην Προύσα πέντε χιλιάδες Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Υπήρχαν τρεις ελληνικές συνοικίες, του Μπαλούκ Παζάρ, του Καγιά Μπασί και του Ντεμίρ Καπί.

Στην τελευταία συνοικία ήταν κτισμένη η εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, που ήταν και η παλαιότερη. Είχε κτιστεί τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ορχάν. Ο πρώτος αυτός ναός ανακαινίστηκε το 1835, επί αρχιερατείας του Άνθιμου Κουταλιανού και σύμφωνα με την παράδοση, Τούρκοι και Έλληνες έφερναν εδώ ψυχικά αρρώστους για να θεραπευτούν. Ο ιερεύς διάβαζε ευχές  και εξορκισμούς στους φρενοπαθείς, τους οποίους έδεναν για να μη προβάλλουν τυχόν αντιστάσεις.

 
 
 
 
    Συνοικία Ντεμίρ Καπί Προύσας. Ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.

 
Στην είσοδο του ναού υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε στα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες τα κάτωθι… 

«Μπού Εκκλήσια Μιχαήλ βε Γαβριήλ Μελεκλερήν τεμελντέν μπινά ολντού  γαϊρέτ χριστιανλαρίν. Ίπτι γιαπιλμασή ολντού Σουλτάν Ορχάν ζεμανιντά βε μπου ντεφά σερέφ μπουλντού Σουλτάν Μαχμούτ εγιαμιντά. Δεσποτομούζ Κύρ Άνθιμος σεπέπ ολντού οζάχτ εϊλεντί μπου σουρετέ γκετιρμεγιέ Χριστιανλάρ  σάρφ εϊλεντί. Ιμντάντ ιντούπ γιαϊρέτ ιντέν κιμσελερέ ολσούν ραχμέτ, οζενέτ αλιαντέ ράπι ρουχλερίν εϊλεσίν ραχμέτ αωλέ». Που μεταφράζεται …

«Η Εκκλησία αυτή εις μνήμην των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ θεμελιώθηκε χάρη των προσπαθειών των χριστιανών. Κατ’ αρχάς κτίστηκε την εποχή του Σουλτάνου Ορχάν και ανακαινίστηκε επί βασιλείας του Σουλτάνου Μαχμούτ. Ο δεσπότης μας ο Κύριος Άνθιμος ήταν ο κύριος αίτιος και η αποπεράτωσή του οφείλεται στις προσπάθειες των χριστιανών. Σε αυτούς που προσπάθησαν και βοήθησαν ο θεός ας τους αναπαύσει στον ουρανό.»Ο ναός σώζεται μέχρι σήμερα και στην είσοδό του υπάρχει μια επιγραφή στα αγγλικά και στα τουρκικά  που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω.

Η συνοικία του Καγιά Μπασί ήταν μεγαλύτερη από του Ντεμίρ Καπί και διαχωριζόταν από αυτήν δια του συμπαγούς εβραϊκού συνοικισμού.

 
     Συνοικία Καγιάμπασι Προύσας. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων.

Στην συνοικία αυτή υπήρχε η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, η οποία είχε  ανακαινιστεί δυο φορές μετά από καταστροφές που υπέστη, το 1788 και το 1847. Στον περίβολό της υπήρχαν το νηπιαγωγείο και το παρθεναγωγείο της πόλης. Σήμερα η εκκλησία αυτή αποτελεί ένα ερείπιο χωρίς σκεπή και δεν επιτρέπεται να την επισκεφθεί κανείς διότι βρίσκεται εντός στρατιωτικού χώρου.

Στην ενορία του Καγιά Μπασί υπήρχε και ένα παρεκκλήσι της Παναγίας, στον περίβολο του οποίου στεγαζόταν η δημοτική σχολή των αρρένων της συνοικίας πριν ενωθεί με τα τρία δημοτικά σχολεία και αποτελέσει την Κεντρική Σχολή.

Τέλος, στη συνοικία Μπαλούκ Παζάρ, τοποθετούνταν ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ο οποίος είχε κτιστεί το 1705, επί Αρχιερατείας του Προύσας Κυρίλλου, στη βάση της ακρόπολης, προς αντικατάσταση του παλιού μητροπολιτικού ναού του Ιωάννη του Προδρόμου που βρισκόταν στην ακρόπολη της πόλης.

Ο ναός αυτός είχε μεταβληθεί σε τέμενος και πάνω στα ερείπιά του είχε κτιστεί το μαυσωλείο του Ορχάν. Είχε υποστεί πολλές καταστροφές από πυρκαγιές και σεισμούς που έπληξαν την πόλη. Σήμερα στο δάπεδο του μαυσωλείου διακρίνονται ψηφιδωτά τα οποία προέρχονται από τον παλιό μητροπολιτικό ναό.

 

 
 
    Τα ψηφιδωτά του μητροπολιτικού ναού του Τιμίου Προδρόμου στο Τόπ Χανέ, σήμερα μαυσωλείο του Ορχάν.

 
Για τον παλιό μητροπολιτικό ναό του  Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ο Βαίλειος Κανδής αναφέρει 

<< Περί την βορειοανατολικήν πλευράν της ακροπόλεως κείνται τα μαυσωλεία του Οσμάν και Ορχάν, ένθα μέχρι της αλώσεως ήν η αρχαία μητροπολιτική Εκκλησία τιμωμένη επ΄ ονόματι Ιωάννου του Προδρόμου, ότε μετετράπη εις  μαυσωλείον του Οσμάν  κατόπιν δε και αυτού του Ορχάν.Τέσσαρες βαθμίδες  μαρμάρινοι ημικυκλοειδείς  και έξ στήλαι αρχαίαι εκ πορφυρίτου και πρασίνου λίθου εδείκνυον την θέσιν, ήν κατείχεν το θυσιαστήριον και ο χορός, άτινα παρετήρησεν ο Tournefort  και άλλοι. Επι  μιάς δε των στηλών των υποστηριζουσών τον θόλον διεκρίνετο μέγας σταυρός εκ μέλανος μαρμάρου και τις επιγραφή. Το δε έδαφος απετελείτο εκ λαμπρού πορφυρίτου και κιτρίνου μωσαϊκού  παρουσιάζοντος διάφορα τετραγωνικά  και κυκλοτερή σχήματα. Άνωθεν του σαρκοφάγου  του Ορχάν υψούτο  ο αργυρούς θόλος  (Γκιομουσλού κουμπέ και σιμίν κουμπέ) κληθείς ούτως εκ των απ΄αυτού εξαρτημένων αργυρών λυχνιών. Άπαντα  ταύτα τα εμβλήματα του προκατόχου θρησκεύματος εξηλείφθησαν  κατά την μεγάλην πυρκαγιάν  του 1801 και του δεινού και πανωλέθρου σεισμού του 1855, μεθ΄ον ανοικωδομήθη το μαυσωλείον….>>

Ο νέος μητροπολιτικός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, υπέστη και αυτός πολλές καταστροφές. Το 1801 κάηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά και το επόμενο έτος ξανακτίστηκε κατόπιν ενεργειών του μητροπολίτη Προύσας Άνθιμου.


 
  
                        Συνοικία Μπαλούκ Παζάρ. Ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

 Το 1855 ισοπεδώθηκε από το φοβερό σεισμό και ξανακτίστηκε το 1873 από τον γνωστό σε όλη την Ανατολή αρχιτέκτονα, Αβραάμ Ιωαννίδη και με ενέργειες του μητροπολίτη Νικόδημου.

Οι κάτοικοι της Προύσας ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, την αμπελουργία και τη σηροτροφία. Φημισμένα ήταν τα κρασιά της Προύσας που συναγωνίζονταν τα γαλλικά, όπως και τα μεταξωτά της, που την έκαναν γνωστή σε όλον τον κόσμο. Στα 52 εργοστάσια παραγωγής μεταξιού, που τα περισσότερα ήταν Ελληνικά, εργάζονταν πολλές Ελληνοπούλες από την Προύσα και τα γύρω χωριά. Στα εργοστάσια υπήρχαν δωμάτια στα οποία διέμεναν οι ελληνίδες εργάτριες για το διάστημα απασχολούνταν σε αυτά.

Πολλές ελληνίδες γυναίκες απασχολούνταν στα σπίτια τους με την παραγωγή κεντημάτων υφαντών και μεταξωτών υφασμάτων, τα οποία πουλούσαν στην κλειστή αγορά της Προύσας, που ήταν μια μικρογραφία της μεγάλης αγοράς της Κωνσταντινούπολης.

Πολλοί από τους Έλληνες κατοίκους της πόλης καταγίνονταν με την επιστημονική εξέταση του μεταξόσπορου που χρησιμοποιούσαν για την ανάπτυξη των κουκουλιών. Αρκετοί από αυτούς είχαν αποφοιτήσει από την ειδική σχολή που είχε ιδρυθεί από το τουρκικό κράτος.

Όσο για την εμπορική διακίνηση της πόλης, την εξυπηρετούσε το λιμάνι των Μουδανιών, με το οποίο συνδεόταν η Προύσα σιδηροδρομικώς.

Στην συνοικία του Ντεμίρ Καπί, οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν την εποχή του γάμου του Ορχάν με τη Θεοδώρα, προερχόμενοι από την περιοχή Ντεμίρ Καπί που βρίσκονταν στα βάθη της Ανατολίας. Αυτοί μιλούσαν την τουρκική γλώσσα, ενώ στο Καγιά Μπασί ελληνικά και τουρκικά και στο Μπαλούκ Παζάρ  μόνο την ελληνική.

Το 1872 ιδρύθηκε στην Προύσα η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία «ΒΙΘΥΝΙΑ», σκοπός της οποίας ήταν η υποστήριξη της μέσης εκπαίδευσης των τριών ενοριών, που μέχρι τότε συντηρούνταν από τη μητρόπολη και τις δωρεές των μεγάλων ευεργετών Γεωργίου Ζαρίφη και Ευσταθίου Ευγενίδη. Με ηγεμονικές δωρεές τους κτίστηκαν στην Προύσα πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου λίγο πριν την Καταστροφή φοιτούσαν περίπου 840 μαθητές και μαθήτριες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην πνευματική ανάπτυξη των ελλήνων της πόλης συνέβαλαν τα μέγιστα οι εξορισμένες στην Προύσα οικογένειες των μεγάλων Διερμηνέων και Βοεβοδών. Στην Προύσα είχαν επίσης εξοριστεί, η Βασιλική, γυναίκα του Αλή Πασά, η οικογένεια του πλούσιου ηγεμόνα Καλλιμάχη και η οικογένεια του Νικολάου Μαυρογένη, διερμηνέα του Στόλου και ηγεμόνα της Βλαχίας. Όλοι αυτοί έκαναν μεγάλες δωρεές και έκτισαν πολλά σχολεία για τους ελληνόπαιδες της περιοχής.

Ζώντας το όνειρο.

       Ακόμα δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι βρισκόμουν στην Προύσα, την πόλη των ονείρων μου, την πόλη που τόσο εξυμνούσε και λάτρευε ο παππούς Φωτάκης ...

Κατέβηκα στην αίθουσα του ξενοδοχείου όπου σερβίρονταν το πρωινό γεύμα. Στον μπουφέ υπήρχαν τα πάντα πλην χοιρινού κρέατος - είναι γνωστό τοις πάσι ότι οι Μωαμεθανοί το απεχθάνονται. Παντού πάστρα και καθαριότητα και οι σερβιτόροι πάνω από το κεφάλι σου, μη σου λείψει τίποτα. «Ρε μπας και δεν μου τα είπαν καλά στην Ελλάδα;»

Τουλάχιστον μέχρι στιγμής τα πάντα λειτουργούσαν άψογα και η συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι μου αψεγάδιαστη. Στη ρεσεψιόν ρώτησα από πού μπορούσα να πάρω το λεωφορείο για την Gorukle - έτσι έλεγαν τώρα τα Κουβούκλια. Δεν ήθελα να πάω με το αυτοκίνητο γιατί φοβόμουν… δεν  είχα λάβει και καμία θετική… πληροφορία για τους Τούρκους  οδηγούς όταν ανακοίνωνα τις προθέσεις μου να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι.

Έβαλα το καλύτερο μου κοστούμι - Αρμάνι παρακαλώ από την Κoenigs Allee του Ντίσελντορφ - πήρα το καινούργιο μου βαλιτσάκι, στο οποίο είχα βάλει πολλά δωράκια και βγήκα από το ξενοδοχείο. Σα λόρδος βγαλμένος από κάποιο φιγουρίνι… μέρος της στρατηγικής μου βλέπεις το ωραίο ντύσιμο… για να εντυπωσιάσω τους Τούρκους και να αποκτήσω το σεβασμό τους.           

Έπειτα, στα πλαίσια της στρατηγικής μου πάντα, σκόπευα να επισκεφθώ το δημοτικό σχολείο και να κερδίσω τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον των μαθητών και των καθηγητών, δωρίζοντας τους όμορφα στυλό. Στο σχολείο, σκέφθηκα πως θα συναντούσα τους «πολιτισμένους» και «μορφωμένους» Τούρκους, οι οποίοι θα μου φέρονταν και ανάλογα και ίσως εξυπηρετούσαν τα σχέδιά μου.  Πήρα ένα ταξί που με οδήγησε στο σταθμό των λεωφορείων για τα Κουβούκλια. Τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν ήταν ανάμικτα… ένα όνειρο έπαιρνε σάρκα και οστά… θα αντίκριζα το χωριό των προγόνων μου.

Ο οδηγός πρόσχαρος, ευγενικός και με ιδιαίτερο εξωτερικό γνώρισμα… το μεγάλο μουστάκι φυσικά. Λίγοι Τούρκοι είναι αυτοί που δε το διαθέτουν.  Φαίνεται ότι αποτελεί το έμβλημα του ανδρισμού. Βέβαια εμείς εδώ στην Ελλάδα το περιφρονούμε και το χαρακτηρίζουμε σαν το φερετζέ του… τέλος πάντων.

Κύρια χαρακτηριστικά τους λοιπόν το μουστάκι, μελαχρινά μαλλιά και ο απαραίτητος σκεμπές ή κοιλίτσα. Εγώ όλα αυτά τα διέθετα… η τούρκικη προφορά μου έλειπε…  γι’ αυτό και αρχικά με πέρασε για Τούρκο. Θα έλεγε κανείς πως εγώ έμοιαζα περισσότερο Τούρκος από τον Τούρκο.

 

 «Gorukle autobusgarage lutfen», στο σταθμό λεωφορείων για τα Κουβούκλια τον παρακάλεσα, προσπαθώντας να προσποιηθώ τον Τούρκο.

 «Sind Sie Grieche», με ρώτησε αν είμαι Έλληνας, σε άπταιστα Γερμανικά

………. και αφού βρήκαμε μια κοινή γλώσσα συνεννόησης, μου εξήγησε ότι ήταν από την Κερασούντα, ήταν Πόντιος στην καταγωγή και πολλά χρόνια είχε κάνει μετανάστης στο Ζόλιγκεν της Γερμανίας. Αν ξέρεις Γερμανικά στην Τουρκία δε χάνεσαι… οπωσδήποτε θα συναντήσεις κάποιον που ήταν μετανάστης στη Γερμανία και μιλά έστω και λίγα Γερμανικά.

Αργότερα βέβαια, μου μίλησε και ποντιακά, λέγοντας πως «η γιάγιανατ και ο πάππος σατ εκαλάτσεβανε μόνο ποντιακά».  Όταν τον ρώτησα αν ήταν Έλληνες, απέφυγε την ερώτηση και μου απάντησε ότι … «τα τρανά τα κράτη φταίνε». Αποχαιρετώντας με, τόνισε ότι στην Προύσα υπάρχουν πολλοί Τουρκοπόντιοι που μιλούν Ποντιακά, έτσι η επικοινωνία θα ήταν εύκολη υπόθεση για μένα.

Φθάνοντας στο σταθμό μου έδειξε το Ντολμούς που πήγαινε στα Κουβούκλια, με αγκάλιασε αποκαλώντας με καρντεσίμ, δηλαδή αδελφό, και με αποχαιρέτησε. Το Ντολμούς ήταν ένα μικρό λεωφορείο για 15 άτομα. Με αυτό εκτελούνται όλες οι μεταφορές μέσα και έξω από την πόλη, γρήγορα, ευέλικτα και πολύ οικονομικά. Στριμώχτηκα σε μία γωνιά, πλήρωσα το εισιτήριό μου και αναχωρήσαμε για τα Κουβούκλια.  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου